Σάββατο 29 Ιουνίου 2013

ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΙΣΘΟΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑΝ ΕΛΛΑΔΑ



ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΙΣΘΟΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑΝ ΕΛΛΑΔΑ

Εάν επέστρεφε στον κόσμο ο Ηγεσίας, ο Κυρηναϊκός φιλόσοφος του 3ου  π.Χ. αιώνος, ο οποίος ονομάζονταν Πεισιθάνατος, γιατί υποστήριζε ότι τα κακά της ζωής υπερβαίνουν τα καλά, ένα μόνο καταφύγιο έβλεπε : την αυτοκτονία, και αυτή συμβούλευε στους μαθητές του. Εάν επέστρεφε, λέω, στον κόσμο, δεν ξέρω αλήθεια ποιό άλλο μέσον σωτηρίας θα εύρισκε για τη συσσώρευση των στεναγμών οι οποίες μαστίζουν τον ταλαιπωρημένο κόσμο  υπό της τεράστιας οικονομικό-σοσιαλιστικής αναστάσεως, εκ της οποίας οι λαοί δεν κατορθώνουν ν’ απαλλαγούν.

Το οικονομικό ζήτημα σε κάθε εποχή είναι η βάση και η πρώτη αιτία των περισσοτέρων πολέμων. Κανείς σήμερα δε θα τολμούσε να πιστέψει ότι ο Τρωικός πόλεμος έγινε για τα ωραία μάτια της Ελένης ή ότι οι σταυροφορίες είχαν μοναδικό κίνητρο τη πίστη και το θρησκευτικό συναίσθημα, και ότι δεν τις συνόδευαν άλλες αιτίες, πολιτικοοικονομικής φύσεως.

Αλλά τι ήταν οι οικονομικές ταραχές του παρελθόντος αν τις παραβάλλουμε με τις σημερινές;
Φαίνεται αληθινά ότι ο νόμος του Μάλθου αρχίζει να βαρύνει αμείλικτα επί της άθλιας ανθρωπότητας. Είμαστε πολλοί. Ο Ησαΐας ήταν καλός προφήτης όταν είπε : «Κύριε, ηύξησας τον πληθυσμόν, όμως δεν ηύξησας  και την χαράν!».

Ας σταχυολογήσουμε ορισμένες πληροφορίες για την οικονομική ζωή της αρχαιότητας και επί του παρόντος ας σταματήσουμε λίγο  στην Ελλάδα.

Στην Ελλάδα, κατά την εποχή του Αριστοφάνη η ζωή στοίχιζε τόσο λίγο, ώστε μια οικογένεια από τέσσερα άτομα μπορούσε να ξοδέψει τρείς  οβολούς την ημέρα (περίπου μισή δραχμή) και με λίγη οικονομία προμηθεύονταν και την καύσιμο ύλη για το μαγειρείο! Αυτό μας το μαθαίνει ο ίδιος ο Αριστοφάνης σε μερικά χωρία των «Σφηκών» του.

Εις την απλότητα των ηθών, εις την μη πύκνωση του πληθυσμού (αιτία όχι μόνο αδιάφορη για την ευκολία της ζωής), προστίθετο σε εκείνους τους καιρούς ένας παράγων βασικός και  χαρακτηριστικός στην οικονομική οικονομία : η δουλειά. Η εργασία η εκτελούμενη από τους δούλους προσέθετε τεράστια βοήθεια στην εργασία ελεύθερων χεριών, δια τούτου ήταν μικρότατα, και δεν είχε να συλλογίζεται ο ελεύθερος τις απεργίες των εργατών. Ένας πάτρωνας, όταν εγκαταλείπονταν από τους εργάτες του, τους αντικαθιστούσε αμέσως από δούλους που αγόραζε ή που δανειζόταν.

Οι κωμωδίες του Αριστοφάνη τα πολιτικά έργα του Πλάτωνα και του Αριστοφάνη, η συλλογή των αρχαίων επιγραφών, συγγράμματα του Ανταίου, μας προμηθεύουν τεκμήρια και λεπτομέρειες μεγάλου ενδιαφέροντος για την οικονομική ιστορία της εποχής εκείνης, και φθάνουν μέχρι του σημείου να μας πληροφορήσουν τον μέσο όρο των ημερομισθίων διαφόρων κατηγοριών εργατών και τεχνιτών. Ένας βαστάζος, π. χ. κέρδιζε την ημέρα τέσσερις οβολούς κατά μέσο όρο (δηλαδή 60 λεπτά). Ένας βοηθός κτίστη μισή δραχμή. Οι αρχιτέκτονες, που επιστατούσαν τους εργάτες, δεν έπαιρναν περισσότερες από δύο δραχμές την ημέρα.


Ούτε ωφελούνταν περισσότερο οι εκμισθωτές και οι εργάτες κατ’ αποκοπή. Ο Διονυσόδωρος, ο οποίος πήρε εργολαβικός, την ζωγραφική  δι’ εγκαύστου του κυματίου του Παρθενώνα εργάζονταν για δέκα οβολούς για κάθε γραμμικό μέτρο του κορνιζώματος. Κι επειδή η έκταση του κυματίου του ναού είναι περίπου 200 μέτρα, ο Διονυσόδωρος κατά το τέλος της εργασίας του πήρα πεντακόσιες δραχμές. Γνωρίζουμε ακόμα ότι έλαβε απέναντι του λογαριασμού δυο προκαταβολές, την πρώτη από 30 δραχμές και την δεύτερη από 44 δρχ. τις οποίες της έδωσε εγγύηση.

Η νυχτερινή εργασία πληρώνονταν το διπλάσιο. Δυο φτωχοί, οι Μενέδημος και ο Ασκληπιάδης, για να κερδίσουν τα μέσα να σπουδάσουν φιλοσοφία, εργάζονταν την νύχτα προς δύο δραχμές. Δεν ξέρουμε όμως τη εργασία έκαναν.

Άλλοτε πάλι τα ημερομίσθια διπλασιάστηκαν λόγω μιας μεγάλης αύξησης της τιμής του σίτου, ο οποίος ερχόταν κατά το πλείστο από την Σικελία, την Αίγυπτο και από τον Πόντο.

Το κράτος δεν επενέβαινε για να σταθεροποίηση το ημερομίσθιο της ιδιωτικής εργασίας, προτιμούσε να το κανονίζουν τα ενδιαφερόμενα μέρη μόνα των, συμφώνως προς το συμφέρον των, και ανεχόταν τις καταχρήσεις. Ούτως επιτρεπόταν η προαγορά πλην του σίτου.

Στα «Πολιτικά» του ο Αριστοφάνης διηγείται ότι ο Θαλής ο Μιλήσιος, όταν προείδε, από τις αστρονομικές του γνώσεις ότι θα γινόταν μεγάλη εσοδεία ελαιών, ενοικίασε όλα τα ελαιοτριβεία της περιφέρειας, και επειδή ήταν αναγκασμένοι να τρέξουν όλοι σ’ αυτόν έπαιρνε για πληρωμή όσο ήθελε. «Και ούτω- συμπεραίνει ο Αριστοτέλης- απεδείξαμεν ότι εις τους φιλοσόφους είναι εύκολος να γίνωσι πλούσιοι».

Ένας άλλος (διηγείται ο Αριστοτέλης) Συρακούσιος  απέκτησε με 50 τάλαντα (περίπου 296.000 δρχ.), όλο τον σίδηρο της Σικελίας, και υψώνοντας λίγο την τιμή, διπλασίασε το κεφάλαιό του.
Επίσης ο Πυθοκλής Αθηναίος, άνθρωπος των ραδιουργιών, αλλά ελλιπής χρημάτων, διευκόλυνε επί αμοιβής μερικούς εμπόρους των Αθηνών ν’ ανακτήσουν ολόκληρο τον μόλυβδο των μεταλλείων του Λαυρίου και πρέπει να πω ότι η τιμή του μόλυβδου ανήλθε από δύο στις τρείς δραχμές.

Και περίεργος αναλογία προς εκείνο, το οποίο γίνεται και στις μέρες μας, μια τράπεζα του Βυζαντίου εγκαθίδρυσε το «Μονοπώλιο των ανταλλαγών». Στη Σμύρνη μερικοί λεμβούχοι πήραν το μονοπώλιο των θαλασσίων μεταφορών, αυξάνοντας σημαντικά τις τιμές του ελεύθερου συναγωνισμού.
Έπειτα ήταν συχνές οι αισχροκέρδειες των εμπόρων, η απληστία των πωλητών, και οι υπερβολικές αξιώσεις των μεροκαματιάρηδων. Μεταξύ των τελευταίων αυτών, οι βαστάζοι ήταν απαιτητικότεροι προς τους ξένους. Στους «Βάτραχους» του Αριστοφάνη βρισκόμαστε σε μια κωμική σύγκρουση, η οποία εξελίσσετε στον Άδη, μεταξύ του Βάκχου και ενός νεκρού. Ο νεκρός αυτός εξασκεί το επάγγελμα του βαστάζου, αρνείται να μεταφέρει τις αποσκευές του Βάκχου αντί πληρωμής μικρότερης των δύο δραχμών, και ορκίζεται ότι προτιμότερο θα επέστρεφε να κάνει τον ζωντανό στον γλυκό κόσμο, παρά να δεχθεί τους  9 οβολούς τους οποίους του έδινε ο Βάκχος. Επειδή δε οι Έλληνες απέδιδαν στους νεκρούς τα πάθη των ζωντανών, πρέπει να δεχθούμε ότι παρόμοιες σκηνές θα ήταν συχνές και επάνω στη γη.

Η χειρονακτική εργασία θεωρούνταν ταπεινή στην Αθήνα και στη Σπάρτη. Στη Σπάρτη δε απαγορευόταν ρητώς στους πολίτες της να εξασκούν χειρονακτικό επάγγελμα. Έτσι λοιπόν οι χειρονακτικές εργασίες αναλαμβάνονταν από δούλους και ξένους.



Η Αθήνα ήταν λιγότερο αυστηρή σε αυτό, είχε όμως μια αλαζονική περιφρόνηση για τους τεχνίτες. Ο Αριστοτέλης, στα «Πολιτικά» του, έχει σελίδες γι’ αυτήν την άποψη οι οποίες επαναστατούν την ηθική μας αντίληψη σε μας τους νεώτερους.

«Η χειρεργασία – λέει – αποκτηνώνει τον άνθρωπο και τον αποσπά εκ της σπουδής της φιλοσοφίας και της επιδόσεως εις την γυμναστική. Οι τεχνίτες – λέει σε άλλο σημείο – ομοιάζουν σχεδόν προς τους δούλους, ποτέ πόλις καλώς οργανωμένη δεν θα τους παραδεχθεί εις τον κλάδο των πολιτών, ή εάν τους δεχθεί δεν θα τους δώσει ποτέ πάντα τα πολιτικά δικαιώματα».
Τέτοιοι τερατώδεις παραλογισμοί, ακατανόητοι για έναν άνθρωπο τόσης υψηλής διανόησης, ήταν καρποί της εκλεπτυσμένης διαφθοράς και περισσότερο από άλλα μιας εξογκωμένης αισθητικής αντιλήψεως της ζωής.

Δεν ήταν το ίδιο κατά τους χρόνους του Ομήρου και του Ησιόδου, όταν η χειρεργασία εξασκούταν από βασιλιάδες, ως ψυχαγωγία, για τους πολέμους ,και για να κυβερνά. Ο Ησίοδος συνιστά εις «όλους εργασίαν, ήτις κάμνει τους ανθρώπους αγαπητούς εις τους Θεούς και ομοίους προς αυτούς».
Στην Ιλιάδα βλέπουμε τον Πάρη να κατασκευάζει το μέγαρό του με τη βοήθεια των ικανοτέρων τεχνιτών της Τροίας.
«Ο Έκτωρ εν τω μεταξύ επορεύθη εις τα ανάκτορα του Πάριδος, των οποίων ο ίδιος είχε δώσει το σχέδιον».
Ο Λυκάων, γιός του Πριάμου, κατασκεύασε μόνος του τους τροχούς του άρματός του. Στην Οδύσσεια βλέπουμε τον Οδυσσέα να γνωρίζει να κατασκευάζει πλοία : «Το έργον δια των χειρών του ήρωος επροχώρει ταχέως είκοσιν ολόκληρα δέντρα έρριψε κατά γής, τ’ απέξησε, τα ελείανεν…».
Και ακόμη βλέπουμε τον Οδυσσέα να κατασκευάζει την κλίνη, τον νυφικό θάλαμο, χωρίς καμία βοήθεια. Οι Θεοί τους έδιναν το παράδειγμα. Ο Ήφαιστος δεν ήταν τάχατες σιδηρουργός; και η Αθηνά, η σοφή, μήπως δεν ύφαινε;

Η πρώτη αυγή της εμπορικής και βιομηχανικής ανάπτυξης της Ελλάδας φθάνει στον 8ο αιώνα, όταν έπεφτε η ναυτική δύναμη των Φοινίκων. Με την ανάπτυξη αυτή ελαττώθηκε η αρχαία απλότητα των ηθών, η τόσο πολύ αγαπητή στον Όμηρο. Τα προϊόντα της γης δεν αρκούν πλέον, αρχίζουν να καλλιεργούνται σε ευρεία κλίμακα τα μεταλλεία και να επεξεργάζονται τα μέταλλα. Σιγά-σιγά εξαφανίζονται οι πατριαρχικές οικογένειες και αρχίζει το φαινόμενο του αστισμού. Η βιομηχανία έφερε τα πάνω κάτω, σύμφωνα προς τα πολιτικά κινήματα. Οι στρατιωτικές ανατροπές, οι χρεοκοπίες, οι επαναστάσεις, οι αποτυχίες έριξαν στους δρόμους πολλές οικογένειες. Στην Αθήνα κατά την εποχή του Δημοσθένη, και ακριβώς κατά το έτος του θανάτου του το 322 π. Χ. στους 21.000 κατοίκους της οι 12.000 είχαν καταντήσει πολύ φτωχοί για να διατηρήσουν το δικαίωμα της αμοιβής.

Ως και η γυναίκα, σπρωγμένη από ανάγκη, βγήκε από το σπίτι της, και άλλες δούλευαν σαν τροφοί ή μαίες, άλλες πήγαιναν στην αγορά και πωλούσαν οπωρικά, χορταρικά, και άλλες ύφαιναν στα νηματουργία. Ο Αριστοφάνης στις κωμωδίες του μας ζωγραφίζει με ζωηρά χρώματα την αθλιότητα, των γυναικών αυτών όπου δεν ήταν πάντοτε κωμική. Μιας γνωρίζουμε και το όνομα, βρίσκεται στις Αττικές Επιγραφές. Είναι κάποια Μελίννη, χήρα με παιδιά, η οποία αφιερώνει στην Θεά της εργασίας, την Αθηνά, ένα αφιερωτικό λίθο, γιατί την βοήθησε να βρει δουλειά και να θρέψει τα παιδιά της. Το κείμενο της επιγραφής αποτελείται από τέσσερα τρυφερότατα εξάμετρα χαραγμένα σε μια πλάκα μαρμάρινη που βρέθηκε στην Ακρόπολη :
«Διά των υπομονετικών και τιμίων εργασιών των χειρών
Έχουσα θρέψει τα τέκνα της, ανέθεσεν η Μελίννη
Εις σε ταύτην την ανάμνησιν, ώ θεά της εργασίας, εκ των απεκτημένων
Αγαθών προσφέροντάς σοι εν μέρος, ευγνωμονούσα διά την ευεργεσίαν σου»



Και τώρα ας πάμε για λίγο στην Αγορά των Αθηνών. Είναι  το κέντρο της αστικής ζωής μεταξύ των λοφίσκων της Ακρόπολης, του Μουσείου, του Αρείου Πάγου, της Πνύκας, στολισμένο με κήπους ,με μνημεία και στοές, όπου σύχναζε ένας λαός κοσμοπολίτικος και ιδιότροπος, αποτελούμενου από πωλητές, τεχνίτες αγοραστών και ανέργων.

Όλη η χάρη του Θεού είναι σ’ αυτή την αγορά! Οίνος της Λέσβου, της Κίου, της Θάσσου, έλαιο των Αθηνών, της Κύπρου, της Κυρήνης, σύκα της Ρόδου και της Χαλκίδας,αμύγδαλα Κύπρου και της Νάξου, χορταρικά αρωματικά του Ελικώνα και των Μεγάρων, μέλι του Υμηττού, ψάρια νωπά από το Φάληρο και τον Πειραιά.

Στην αγορά επίσης σύχναζαν και ύποπτα πρόσωπα : εταίρες, κλέφτες, κλπ. Ο Αριστοφάνης συμβουλεύει τους νέους να μη πηγαίνουν εκεί. Μια ελεύθερη γυναίκα καλής διαγωγής δεν πήγαινε στην Αγορά. Τα ψώνια τα έκανε ο σύζυγος, ακολουθούμενος από έναν δούλο. Δεν ήταν σπάνιο να δει κανείς στρατηγούς να ψωνίζουν μόνοι τους και να μεταφέρουν με σπουδαιότητα τα ψώνια μέσα στο κράνος τους, καθώς και στρατιώτες οι οποίοι επειδή δεν είχαν χρήματα, σκέφτονταν διάφορα κωμικά πράγματα για να κλέψουν κανένα πράγμα κάτω από τα βλέμματα των πωλητριών.

Να μια σκηνή όπως μας την περιγράφει ο Αριστοφάνης στην «Λυσιστράτη» :
«Είδον να περνά έφιππος εις στρατηγός
όστις είχεν εντός της περικεφαλαίας του ρεβίθια
αγορασμένα εκ τινος γραίας και είδον ένα Θράκα
να κινή ως τρελλός και την ασπίδα και το δόρυ
διά να φοβίζη οπωροπώλιδά τινα
και εν τω μεταξύ κατεβρόχθιζε το σύκο».

Η αγορά ήταν επίσης και ο τόπος όπου συναθροίζονταν όλοι οι άνεργοι και οι πλάνητες.
Κοιτάξτε εκεί, εκείνον τον παράδοξο γέροντα, ο οποίος κάθεται στην πόρτα του Αξιόχου. Είναι ένας ο οποίος έχει καιρό για χάσιμο και κάνει και τους άλλους να τον χάνουν. Δεν εξασκεί καμία τέχνη συζητάει με όλους και διαδίδει μεταφυσικά και ακατάληπτα που κανένας δεν καταλαβαίνει.

Αλλά πως ζει;

Είναι μυστήριο.

Ας τον πλησιάσουμε λίγο, ας ακούσουμε τι λέει :
«Εκτός τούτου είναι πολλοί οι λόγοι, οίτινες αποδεικνύουσι την αθανασίαν της ψυχής… δια τούτο δεν πηγαίνει εις τον θάνατον, αλλ’ εις την αθανασίαν…»

Καταλάβατε; Αυτό κάνει κάθε μέρα, πηγαίνει εκεί και περιμένει να φτάσει η ώρα του γεύματος. Είναι ένας τύπος παράδοξος, λέει πολλές φορές ότι κυριεύεται από δαιμόνιο.

Και πώς ονομάζεται;


Σωκράτης.!

Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στον ΕΘΝΙΚΟ ΚΗΡΥΚΑ τον Ιανουάριο του1924.