Παρασκευή 21 Ιουνίου 2013

Χρίστος Ε. Μαυρόπουλος : ΑΥΤΗ Η ΠΑΛΙΑ, ΚΑΛΗ ΜΟΥ “ΖΥΓΑΡΙΑ”


ΑΥΤΗ  Η  ΠΑΛΙΑ,  ΚΑΛΗ ΜΟΥ  “ΖΥΓΑΡΙΑ”

Χρίστος Ε. Μαυρόπουλος

"Ζυγιάζεται", ο άνθρωπος μια ζωή.

Η φτιασά του, τα λόγια του, οι γνώσεις του και τα καμώματά του.

Κι οι “ζυγαριές” πολλές.

Της πνευματικής πίστης, της δικαιοσύνης, της τέχνης, της κοινωνίας, της γειτονιάς… του πάσα ενός ξεχωριστά.

Ο πάσα ένας και το «βάρος του».

Το «μέτρο του», που λένε.

Παλιότερα βέβαια υπήρχε μονάχα ένα.

«Μέτρον άριστον»

Σε «ζύγιαζαν», μ’ αυτό, μπολίαζανε και το φεγγί σου με το αρχαίο το ρητό «Τα αγαθά κόποις κτώνται», κι ο Κόσμος είχενε όρντινο και σειρά.

Ποιος τα θυμάται όμως σήμερα όλα αυτά ;
Ποιος θέλει να θυμάται εκείνη τη «ζυγαριά», που στους καιρούς μας δεν έχει πλιόνε πέραση.

Ως και η πλάση που κάποτες είχενε κι’ αυτή σειρά, τάξη και σέβας στον πηγαιμό του κόσμου κι ισορροπούσαν οι καιροί, οι εποχές, του ίδρου τα γεννήματα και του Θεού τα πλάσματα, τώρα κι αυτή έχει αλλάξει ρότα.

Κι όλα μου μοιάζουνε πως πλιόνε σήμερα, «ζυγιάζονται» στραβά !

Με κάλπικα βαρίδια.

Χωρίς αρχές, φιλότιμο και φόβο για το αύριο.

Κι αυτό το λένε Δημοκρατία, πολιτισμό κι εξέλιξη.

Καλή είναι βέβαια η Δημοκρατία για τους πολλούς και ο πολιτισμός για τους Λαούς.

Όμως με την πολλή εξέλιξη, χλωμιάζουνε τα πρόσωπα, στενεύουν οι καρδιές, το αύριο μαυροντύνεται κι η Ρωμιοσύνη πάει κοντοσυλλαβίζοντας ‘στορήματα για νέες περιπέτειες.

Γι’ αυτό και σφίγγεται η ψυχή μου.

Γι’ αυτό κι όλα με σκιάζουν σήμερα κι όλα θαρρώ πως κοροϊδεύονται μαζί μου.

Τα μάτια μου όμως μου λένε την αλήθεια.

Αυτά μονάχα μου μείνανε πιστά !

Κι ας έχουν των γερατειών, ‘κεινο το σκούρο θάμπος.

Τα μάτια μου !

Αυτή η παλιά, καλή μου «ζυγαριά !»

Μ’ αυτήνα μελέτησα ως τα σήμερα και «ζύγιασα», τον Κόσμο !
Βούτηξα στο ηλιοβασίλεμα στα χρώματα, στο ΦΩΣ και βγήκα στη γλυκειά μορφή και στον ήμερο Λόγο του ΧΡΙΣΤΟΥ.

Στο θάνατο και στο σκοτάδι μελαγχόλησα, όπως στο σκούρο και στη φυλλουριά του Χινοπώρου.

Στις δεντροστοιχίες της ελπίδας, σταγόνες απαντοχής στάξανε στην καρδιά μου και στ’ όνειρο χαράς ανθώνες ξεπήδησαν απ’ την ψυχή μου.

Κι εκεί στη γούρνα των χεριών μου, γεννήθηκε δικαιοσύνη με τις χαρακιές, τον ίδρο της δουλειάς και το αύριο των προσδοκιών μου.

Τα μάτια μου τα βλογημένα, τα «λιμασμένα», που όμοια με γυρολόγους απογυρεύουν δίχως σταματημό, χωρίς αναπαψίλα, όλα να τα χορτάσουν.

Όλα να τα «ζυγιάσουν!»

Παράξενα, θαμπά, κι άλλοτε χιλιόμορφα και φωτεινά, εταίρες δυο, θαρρείς ξεχωριστές που ώρες-ώρες πλανεύουν την ψυχή μου.

Όλα «ζυγιάζονται» στον ομματιών μου την πρώτη, την αρχέγονη τη «ζυγαριά».

Επίμονα, μισόκλειστα, τον άνθρωπο θωρούνε ερευνητικά.

Γυαλίζουν στον παρά. Χαμηλοθώρητα στο ψέμα.

Μικρά στ’ ανύπνοτο και στην αποστασίλα.

Στο δίκιο τους φωτιές ζερβά-δεξιά.

Στον πόνο κοκκινίζουν, υγραίνονται στη θλίψη.

Δαιμονικά φλογίζονται και διπλανοίγουν στην οργή.
Χάνονται και πλανιούνται στ’ όνειρο, στον έρωτα πετάν
σα δυο πουλιά.

Και στη βαθιά κι ωραία αγάπη… ‘Ω στην αγάπη μερεύουνε σαν κύκνοι στα νερά.
Όλα θαρρώ στα μάτια μου «ζυγιάζονται», και στιχουργούν την εμορφιά.

Αυτά μπάζουν στα μέσα μας εικόνες που στραταρίζουν στην ψυχή και στην καρδιά.

Στο κάκιωμα, στις έχτρες.

Αυτά πρωτοθωρήσανε το ΦΩΣ… την πρώτη αυγή της μέρας… το πρόσωπο της Μάνας… τις «σιμιγδαλένιες» αμμουδιές του Ομήρου… τα κρεμαστά νερά στ’ αρχοντονήσια του Αιγαίου… τις στρατιές των βράχων που φυλάν τον τόπο μου… «τις πέτρες τις πυρρές που απάνω τους χαράζονται τα γράμματα : ΝΥΝ και ΑΕΙ και ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το τίμημα», κατά πως λέει κι ο Θεόπνευστος ποιητής μας !!


Τα μάτια μου, τα παραθύρια της ψυχής μου, με θέαση στην εμορφιά του Κόσμου !