Τρίτη 11 Ιουνίου 2013

ΗΛΙΑΣ ΛΙΑΚΟΣ : Τα ζα


Γυρίζοντας από τον θέρο στην Αράχωβα του '50.

Το παρακάτω κείμενο που θα διαβάσετε είναι από τα ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ που έγραφε ο αείμνηστος δάσκαλος Ηλίας Λιάκος, και πρώτη φορά δημοσιεύτηκε στην ετήσια τοπική έκδοση του περιοδικού Αράχωβα το 1996.

***

Μια φορά κι έναν καιρό, στην Αράχωβα, τώρα το σαραντάημερο, κάθε πρωί τα χαράματα σειόντουσαν όλοι οι δρόμοι, λες και το χωριό κατρακύλαγε γλιστρώντας με πάταγο προς τα κάτω. Ήταν ο κόσμος, που κίναγε για τις ελιές σέρνοντας ξοπίσω του ένα –δυο ζα φορτωμένα κοπριά.

Η ζωή μας ήταν σφιχτοδεμένη με τη ζωή των ζώων μας. Εδώ, όταν λέμε ζο, ενοούμε το μουλάρι. Το ζο μας το είχαμε σαν παιδί μας. Μπορεί τη νύχτα να μην αγναντεύαμε στην κάμαρη των παιδιών, στο κατώγι όμως πεταγόμασταν για μια ματιά. Μπορώ να σας πω ότι ο μισός χρόνος μας ξοδευόταν για να εξασφαλίσουμε τη φάκνα του, την τροφή του. Να όργωμα, να σπαρμουδιά, να θέρος, να σανό, να άχυρα απ’ τον κάμπο – θυμάμαι κείνα τα τεράστια δίχτυα, που είχαν το σχήμα μανταρινιού, τα γέργαθα, τι ζόρι που είχαν να τα τυλώσεις με άχυρα – να ενα σωρό δουλειές. Αυτό όμως μας αντάμειβε, γιατί όλα τα γεννήματά μας τα κουβαλούσε στο σπίτι.

Στα ζα μας λοιπόν, που ήταν μέλη της οικογένειάς μας, ανάλογα με το χρώμα, τους δίναμε και το  όνομα : Μάρκος, Μούρκα, Ψαρής, Κοκκίνης, Γκιόσα, Αράπης, Κανέλλα.

Επιστροφή στο λιοτρίβι μετά από το ξεφόρτωμα του λαδιού στην Αράχωβα του '60.

Το κατώγι ήταν η κατοικία τους. Οι άνθρωποι πάνω, τα ζα κάτω, γιατί θέλαμε να τα προσέχουμε και ξέραμε αν είναι καλά, γιατί ακούγαμε το ροκάνισμά τους, το χλιμίντρισμά τους, την ανάσα τους. Βέβαια η μυρωδιά απ’ την κοπριά τους είναι ακόμα στα ρουθούνια μου. Κι όπως είχαν τα πατώματά μας κάτι ζγράδες να ! (τις σχισμάδες ανάμεσα στα σανίδια λέω) καταλαβαίνετε ότι η μυρωδιά αυτή η χαρακτηριστική, είχε διαποτίσει όχι μόνο τα ρούχα μας αλλά και τα κύτταρά μας. Εμείς όμως είχαμε συνηθίσει να μοσκοβολάμε… κοπριά.

Θυμάμαι τι σπιρτάδα που είχε, όταν τη φτιάριζαν στα σακιά. Αποκούρωνε το σπίτι κι άνοιγαν οι γυναίκες τα παράθυρα. Στο πιο ζεστό σημείο του κατωγιού ήταν η πάχνη. Εκεί ρίχναμε τα άχυρα, το σανό κι από ανάμεσα, αν το ζο απόσταινε με όργωμα ή με κουβάλημα του ρίχναμε και καμιά φούχτα καρπό, κριθάρι ή βρώμη. Στην πάχνη όμως ήταν δεμένο απ’ το καπίστρι που του άφηνε περιθώριο, όχι μόνο να φτάνει να τρώει, αλλά και να κοιμάται  και να κυλιέται. Το σαμάρι το βγάζαμε, πριν μπει στο κατώγι, στην κατωγιόπορτα, κατά κανόνα θολωτή, αλλά στη βαρυχειμωνιά το μπάζαμε στην πάχνη σαμαρωμένο.

Καλιγωμένο και στα τέσσερα πόδια κατέβαινε τα καλντερίμια και σαν γλίστραγε, φωτιές πέταγαν τα πέταλά του. Κι είχαμε ειδικά διαμορφώσει τους δρόμους μας όπου μας έπαιρνε. Στη μέση ήταν το αυλάκι με πιο πυκνά σκαλοπάτια, που εκεί περπάταγαν τα ζα, αφήνοντας την κοπριά τους κι εκεί πετάγαμε τις στάχτες απ’ τα τζάκια. Απολάγαμε ύστερα το νερό απ’ τις βρύσες μας και τα παράσερνε όλα τον κατήφορο στον ελαιώνα κι άστραφτε ο τόπος.

Τα ζα έξω από τα "σπίτια τους" στην Αράχωβα του '70.

Είχαμε και κώδικα συνομιλίας με το ζο μας. Άμα το τράζαμε να’ ρθει κοντά μας, προτείναμε το χέρι και τρίβοντας τα δάχτυλα του λέγαμε : «Βετς-βετς-βετς». Κι αυτό κατευθύνοντας τα δυο αυτιά του σαν χωνιά ίσα μπρος ερχόταν με το ήρεμο μουλαρίσιο βλέμμα του. Άμα θέλαμε να περπατήσει πιο γρήγορα του φωνάζαμε : «Ντιιιι» (με παρατεταμένο το ι). Κάναμε επίσης κι έναν ήχο χαρακτηριστικό κολλώντας τη γλώσσα στο πίσω δεξιό του ουρανίσκου και τραβώντας διακεκομμένα τρεις-τέσσερις φορές αέρα προς τα μέσα. Δεν γράφεται όμως ο ήχος αυτός με γράμματα. Μόνο λέγεται στα ζα κι αυτά τον καταλαβαίνουν και προχωρούν. Άμα γλιστρούσε, κι ήταν πολύ συνηθισμένο το φαινόμενο, του φωνάζαμε δυνατά : «Οοοξ» λες και μ΄αυτό ο οοοξ του στηρίζαμε τα πόδια. Ήταν όμως κι αυτό μια συμπαράσταση στην ταλαιπωρία του, μια ψυχική επαφή, ένα χάδι, αν θέλετε.

Απ’ τη μια μεριά τα πέταλα, απ’ την άλλη τα καλντερίμια, παραζηλευόντουσαν, θαρρείς, το ποιος θα σώσει τον άλλο. Αποτέλεσμα κάθε λίγο και λιγάκι να είμαστε στον αλμπάνη για καλίγωμα και τα καλντερίμια να είναι πολιφαδιασμένα και να λαμποκοπάνε.

****

Αν τώρα ερχόταν ο παππούς μου κι έμπαινε στο κατώγι θα νόμιζε ότι ήρθε σ’ άλλο πλανήτη. Θα έμπαινε μ’ ένα δεμάτι σανό να παχνίσει το ζο και θα έβλεπε κάτω πάτωμα πολυτελείας γυαλισμένο, καλοριφέρ, ηλεκτρικές κουζίνες, ψυγεία, έπιπλα σκαλιστά κι ένα σωρό άγνωστα κι αλλόκοτα πράγματα. Κι όπως λάμπει και μοσκοβολάει ο τόπος θα έφευγε έντρομος κρατώντας τη μύτη του, μη αντέχοντας τη μυρωδιά της … καθαριότητας.

Κι ενώ η ένοικος καλοντυμένη θα του πρότεινε να περάσει να πιεί ένα ουισκάκι, αυτός κάνοντας ένα ντιιι θα τραβούσε απ’ το καπίστρι το ζο του για να πάρει τα μάτια του, να χαθεί απ’ αυτό τον κόσμο, όπως τον καταντήσαμε…