ΟΣΑ ΜΟΥ ΜΟΛΟΓΑΝΕ ΟΙ ΠΡΑΜΑΤΕΙΕΣ
Χρίστος Ε. Μαυρόπουλος
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Υπάρχουν πολλοί
τρόποι, για να ανιστορηθεί το διάβα ενός τόπου μέσα στους καιρούς.
Ο πρώτος, αυτός
που μολογάνε οι γραμματοδάσκαλοι και τα βιβλία στα σκολειά.
Ο δεύτερος,
οι μύθοι στορημένοι από ανθρώπους γνωστικούς ή και από κείνους που τάχουνε
ζησμένα κι αγάλι-αγάλι με δικό τους τέμπο, τα περνάνε στους καιρούς και θρύλοι
γίνονται και ιστορία απ’ τους κατοπινούς.
Ο τρίτος
τρόπος, είναι να στραταρίσεις και να περιδιαβείς στις ρούγες, στους μαχαλάδες
του Τόπου, στις πλατείες και να διαβάσεις στις πέτρες τις αμόλευτες, τι έχουν
μνήμη οι πέτρες και γραφή… και να ζυγιάσεις με το ζύγι των ματιών σου και του
νου, τη νοικοκυροσύνη των χαμηλώνε ή των θεορατηκώνε σπιτιώνε του, τις εκκλησιές
του, τα σκολειά του, τα κοιμητήριά του, τ’ αγάλματά του και τα στεφάνια μνήμης,
οπούχει λάβει η ιστορία στα χρόνια τα «οκνά».
Υπάρχει όμως
κι ένας τέταρτος τρόπος !
Αυτός της αγοράς!
Τα μαγαζιά
να γυροφέρεις, να ψιλογαργαλίσουνε τη μύτη σου οι μυρουδιές απ’ τις πραμάτειες
και τα μαγειρειά. Να δεις τη ζήση τους, τ’ αλισβερίσια τους, την ημεράδα των
ανθρώπων ή την αγριάδα τους, την μοναξιά τους να «ζυγιάσεις» ή το καλότροπο
κουβεντολόι τους στων μαγαζιών τις πόρτες σαν έχουνε κεσάτια.
Στορήματα
γερόντωνε και καμώματα «φωτιά», ν’ αφουγκραστείς, που κατά καιρούς σκαρώναν
αψιά και γενειασμένα παλικάρια στην Τουρκιά.
Όπως αυτό
του Τόπου μου, στο ΖΕΜΕΝΟ που τ’ αρχοντόσογο των ΚΟΜΑΤΑΙΩΝ, μεγαλοφαμελιά
βουνίσια, χρυσαετοί αψιοί του ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ που δεν δεχόσαντε Τούρκων το χνώτο στα
πλευρά τους, στήσαν καρτέρι και χαλάσαν τους ζαπτιέδες και τους φορατζήδες του
βοεβόδα της ΛΙΒΑΔΕΙΑΣ, ότε που σ’ αλόγατα καβάλα ερχόσαντε φουριόζοι να πάρουν
μερτικό απ’ τις σοδειές του χωριού κι απ’ τους ξωτάρηδες του ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ.
Να μπεις και
στο κατόπι, αν το τραβάν τα μέσα σου, στα μικρομάγαζα κι ευτύς να αγαλλιάσει η
καρδιά σου, μπρός στις πραμάτειες που πουλάνε και που η κάθε μια σου μολογάει
την ιστορία της και το μπόϊ της.
Άλλο το μπόϊ
του σταριού και των οσπρίων, άλλο του γιασεμόλαδου και του ροδόσταμου, άλλο της
τσακμακόπετρας, του στουρναριού για τα πολεμάρματα κι άλλο του πέταλου και τ’
αλογόκαρφου που έγδαραν την πέτρα και το χώμα.
Κι όλες αντάμα
αυτές οι παράταιρες πραμάτειες, του κόσμου τις πεθυμιές σου μολογάνε, τα
χρειασίδια και τις ανάγκες των καιρών, τ’ ακριβομοίρασμα και την εχτίμηση του
μαγαζάτορα στην κάθε μια, που άλλες τις έχει σε σακκιά, άλλες σε γυάλες
παστρικιές και μουκαλάκια, κι άλλες σε ξύλινα κουτιά, μικρά, αδερφοποιτά και
ακριβοδίκαια σπυρί-σπυρί τις εμπορεύεται σα ναναι της ζωής τα μυστικά!
Γι’ αυτές
λοιπόν το σημερινό σημείωμά μου.
Για τις πραμάτειες
στου Τόπου μου τα μαγαζιά.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Μετά την
απελευθέρωση της Πατρίδας μας από τον Τούρκικο πολύχρονο κι αφόρητο ζυγό, τα
μικρομάγαζα στον Τόπο μου ήσαντε «γενικού εμπορίου», κατά πως λέμε σήμερα.
Λογιώ-λογιώ πραμάτειες.
Και μια απ’
αυτές, τα βόλια, το μπαρούτι, τσακμακόπετρες, στουρνάρι και ίσκα για τα όπλα,
σπάθες και κοντομάχαιρα κι όλα απομεινάρια απ’ τον ξεσηκωμό και τον αγώνα του ’21,
που όμως ακόμα χρειαζούμενα τι στον ΠΑΡΝΑΣΣΟ γυρόφερναν στασιάρικοι ληστές και
χολιασμένοι αρματωλοί και κλέφτες, που φερτικοί αφέντες κάναν κουμάντο πλιόνε
στην λεύτερη Πατρίδα μας κι όχι κατά πως θα’ πρεπε, εκείνοι που χύσανε το αίμα τους.
Η άλλη η πραμάτεια,
για τα παιδιά πλάκες, κοντύλια, βόλους, κάποιες φορές ακόμα και χοντρόσπυρα
φασόλια, για να σπουδάζουν να μάθουν να μετράν τα σκολιαρούδια και να μην
μείνουνε «στραβά».
Φουρνιές, φουρνιές τις πλάκες φέρναν τα κοντύλια, μήνα Σεπτέμβριο π’ ανοίγαν τα σκολειά στη λεύτερη Πατρίδα μας και στα μικρομάγαζα του Τόπου μου γινότανε ο «γάμος του κουτρούλη».
Άλλα γεννήματα πρώτης και δεύτερης ανάγκης, «χύμα» κι αβέρτα σ΄όλα τα μαγαζιά. Ρύζι, μακαρόνια, πίγουλη, καρούμπια, όσπρια, λινάτσες, σκουτιά, φέσια, σκουφάκια, παραμάνες, κόπτσες, σακοράφες, λιβάνι, λουμίνια, θειάφι για τ’ αμπέλια, κλωστές για τσαρουχάδες, μποράζο για γυφτοσιδεράδες, τριχιές, πέταλα, αλογόκαρφα κι ένα καντάρι και μια παλάτζα στη γωνιά για ζύγιασμα.
Ένα χειμώνα
με χιονιάδες, κρούσταλλα και πάγο, που να σου παγώνει η ανασαιμιά, γι’ αυτό και
ο καημός βαρύς κι η γιατρειά πόνος, ανάγκη, πεθυμιά.
Ώσπου δώσανε
γνώμη πρωτόγεροι κι άνθρωποι γνωστικοί : «Οι αρχοντοφαμελιές να σπουδάσουνε τα
παιδιά τους, να γίνουνε γιατροί, ν’ αναβαστηχτεί ο Τόπος κι η υγειά τους!»
Και γένηκε
το θάμα!
Και βγήκανε
ως τα σήμερα, καμιά εξηνταριά γιατροί!!
Και μια κι ο
λόγος για αρχοντοφαμελιές, δυο λόγια και γι’ αυτούς σε τούτο το σημείωμα.
Ήσαντε πολλές!
Νταμαροτσελιγκάδες,
μικροτσιφλικάδες με σπαηλίκια αμπέλια, λιόδεντρα, μελίσσια κι αργατιά στη
δούλεψή τους. Αρχοντεμπόροι με υφάντρες στους αργαλειούς εκατοντάδες και
ταξιδεύανε τα φημισμένα της ΑΡΑΧΩΒΑΣ τα υφαντά, οι τσέργες, σε δύση και σ’
ανατολή και φέρνανε παράδες, μεταξωτά, ζώνες, σαλβάρια, χρωματιστές κλωστές,
μοσκομυρουδιές, μοσκόκαρφα, κανέλες, τριανταφυλλόλαδα και χίλια δυο καλούδια.
Εδώ ίσως
πρέπει αγάλι-αγάλι να κοντοσυλλαβίσω τα παρακάτω, για να τ’ αφουγκραστούνε
κάποιοι που λένε πως οι Έλληνες τα χρόνια κείνα, ζούσαν σε σπηλιές και καλύβες,
«φτωχοτρογλωδύτες» δηλαδή που δεν είχανε στον ήλιο μοίρα.
Κι όμως ο
Τόπος μου τότενες, κρατιότανε καλά!
Και σε
γεννήματα, παράδες και σε παληκαριά.
Χιλιάδες
γρόσια, αλεύρια, ελιές, τυρί, κρασί, πρόβατα και γίδια έδωσε η ΑΡΑΧΩΒΑ για τον
Μεγάλο Αγώνα του ’21.
Κι επειδή
εδώ δεν γράφω ιστορία, για όσους νοιάζονται για τα πιο πάνω, ας διαβάσουν το
βιβλίο του Γ. Θ. ΧΑΡΙΤΟΥ, Η ΑΡΑΧΩΒΑ ΒΟΙΩΤΙΑΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ 1821 και του Γ. Π.
ΚΡΕΜΟΥ τα ΦΩΚΙΚΑ όπου εκεί απ΄τα γραφόμενά του, βαστιέται το όνομα του Τόπου
μου μες στους καιρούς για τα καλά!
Πάμε όμως πάλι
στις πραμάτειες.
Είπαμε πιο
πάνω πως ο τρόγυρος δεν είχε δρόμους.
Πώς
μεταφέρονταν λοιπόν των μαγαζιώνε οι πραμάτειες;
Μα, με τα
ζα.
Τα ζα που
είχανε όλα τα ανωγοκάτωγα κονάκια.
Ζα τροφαντά,
σπαθάτα, καλοταϊσμένα και γεργά, με τα σκαλόλουρά τους, τις γύγλες, τους κετσέδες,
τα σαμάρια με τα λουστράτα τους λιοπάγιδα, τ’αβασκαντήρια, τα χαϊμαλιά, τις χάντρες
τις χρωματιστές, περφάνεια του αγρότη, τ’ αγωγιάτη και καμάρι, εργαλείο της δουλειάς.
Ζα που
στραταρίσανε φορτωμένα στον ελαιώνα, στον ΠΑΡΝΑΣΣΟ, αργότερα στα καμποχώρια,
λάδι παγαίνοντας και πίσω φέρνοντας στάρι, κριθάρι, γεννήματα του κάμπου, αφέντες,
αρχοντοκεφαλάδες, πρωτευουσιάνους, ξενομπάτες, υπουργούς και βασιλιάδες, με
αγωγιάτες ντόπιους που ξεσκολίζανε τ’ αλλόγλωσσα!
Και μια
ακόμα αφορμή και αίτιο, όπου οι πραμάτειες μολογάνε!
Στην κάψα
του καλοκαιριού, στα 1870, των μαγαζιώνε οι παραγγελιές πολλές, παράξενες και
με πρεμούρα!
Πετσώματα,
χιλιάδες πρόκες για τσατμάδες, πατόκαρφα μεγάλα, σιδερόφτυαρα, μάσκουλα,
ξυλομπογιές, πινέλα, ρύζι, μακαρόνια, μανέστρα, κουκιά πολλά για «βρεχτάρια»,
τριάντα φούντες για τσαρούχια, σκανταλέτο για φουστανέλες, λαμπάδες, σόπια,
πενήντα τσιμπερέκια, ψάρια παστά εξήντα οκάδες, μπακαλιάρο εκατόν εξήντα
οκάδες, καπνό, τσιγαρόχαρτο, στραγάλια γλυκά και αρμυρά, ζάχαρη, καφέ, τριάντα
μάτσα κάνουλες για βαρελάδες, εκατόν σαράντα πέταλα με καρφιά αλόγων, 50
γαιδουρινά, σκόνη για τα δόντια, δυο δέματα λουρίδες, δέκα ματσάκια τέλια
ταμπουρά…
Και να
βογγάν, να γρούζουν στον ΠΑΡΝΑΣΣΟ οι κόφτρες, τα τσεκούρια, οι σγανάδες, να
κόβουν έλατα, δοκάρια για σκεπές, σανίδια, ταμπάνια για πατώματα, κέδρα για πλακώματα,
ο ίδρος ποτάμι στον καφά, τα ζα ν’ αγκομαχάνε απ’ τα βαριά φορτία και να παγαίνουν,
να ‘ρχονται…
Χέρια αντρώνε, γυναικώνε, να λιώνουνε το
σίδερο απ’ την πρεμούρα και την απαντοχή και η ΑΡΑΧΩΒΑ θαρρείς να χτίζεται από ‘ξαρχής
καινούρια!
Χτιζότανε στ’
αλήθεια!
Όχι όμως γιατί
άξαφνο αφιόνι είχενε πιάσει του κατοίκους της, αλλά γιατί σεισμός εγένηκε πριν
λίγες μέρες και ταρακούνησε συγκλώναρα ολάκερο το χωριό.
Νεκροί,
καταστροφές, ερείπια και το σκολειό κι αυτό, στο «Σταροπάζαρο» κακοπαθημένο κι
οι μαθητές του σε αρχοντόσπιτο που βάσταξε τον τάραχο και την οργή της γης να
σκολιαρίζονται συλλογισμένα.
Κι ο κόσμος
μες στο κακό και στο μπουχό, ν’ αναμαζεύει τα όνειρά του και ειρηνικά να γράφει
την ιστορία του, στις χιλιολογίτικες περιπέτειες της ζωής και της θυμωνιάρικης
ώρες-ώρες γης!
Σήμερα, στα
2013, φυλλομετράω το «καθολικό», τις αποδείξεις, τα τιμολόγια των μαγαζιώνε της
εποχής εκείνης, στο πλούσιο αρχείο του ερευνητή ΛΟΥΚΑ Α. ΠΑΠΑΛΕΞΑΝΔΡΗ και τον
ευχαριστώ που μου το επέτρεψε… Τηράω και από την άλλη, το μεγάλο της σκεπής δοκάρι
που ξεμυτίζει απ’ τα τοίχια του απέναντι παλιού σπιτιού, έτσι πως με θωρεί
μπαρουτοκαπνισμένο, χαρακωμένο, ίσως και λίγο σάπιο απ’ των καιρώνε το γδικιό
και συλλογιέμαι πως τα πράματα στ’ αλήθεια στορήματα μολογάνε και παθήματα
ανθρώπων, σ’ εκείνα όμως τ’ αυτιά που ξέρουνε ν’ ακούνε.