Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2021

1872: ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΟΝ ΟΣΙΟ ΛΟΥΚΑ-ΔΙΣΤΟΜΟ-ΑΡΑΧΩΒΑ-ΔΕΛΦΟΥΣ


Η μεταξύ του χωρίου Κυριάκιον και της Μονής του Οσιου Λουκά απόστασις είναι ώρας και ημισείας. Διερχόμεθα ωραία και τερπνά τοπία και αφικνούμεθα εις την Μονήν σώοι και αβλαβείς περί ώραν 3 μ.μ. Οι μοναχοί σχεδόν άπαντες ευρίσκοντο εντός της ευρυχώρου και περικαλούς μονής και από διαφόρων μερών του οικοδομήματος εβλέπομεν γυναίκας εξερχομένας, αίτινες ευρίσκοντο εν τη Μονή αι μεν χάριν του Ναού, αι δε όπως κομίσουν εις τους μοναχούς η λάβωσι παρ' αυτών λευκά ενδύματα προς πλύσιν. Είναι δε περίεργος η επικοινωνία αύτη η αδιάπαυστος των μοναχών μετά των κατοίκων του εγγύτατα τη Μονή ευρισκομένου χωρίου Στείρι, ως και των Στειριωτών μετά του ευαγούς οίκου. Λέγουσιν οι μοναχοί, δια να παραστήσουν την βραχυτάτην απόστασιν του Μοναστηρίου από του χωρίου Στείρι. «Τι Στείρι, τι μοναστήρι;» Και όχι δυσκόλως δυνάμεθα ν ' ανακαλύψωμεν ότι οι Στειριώται ευρίσκονται μετά της Μονής εις αδιάλειπτον επικοινωνίαν και αμοιβαίως.

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2021

«Διολέτα-Παναγιώταινα-Καλύβαινα»!

 


Της Άλτα Φίλου – Πατσαντάρα 

Διαβάζοντας στα «Κουκουριώτικα» του συμπατριώτη μου Στάθη Ασημάκη για την Κατσ΄λουΠαγώνα την θυμήθηκα ευθύς κι εγώ γιατί ήταν μέρος και της δικής μου γειτονιάς, της Κουμούλας. Ο αδελφός της ο Κατσ΄λουΠαναγιώτης είχε το σπίτι του απέναντι από το δικό μας και κάθε που γιόρταζε, στις 21 Νοεμβρίου, της Παναγίας, ερχόταν η αδελφή του, η Κατσ΄λουΠαγώνα, για επίσκεψη. Διάλεγε βέβαια πάντα την πιο ακατάλληλη ώρα: είτε αχάραγα το πρωί, είτε το μεσημέρι που όλοι οι γείτονες έπαιρναν τον υπνάκο τους. Εμείς τα παιδιά, που τον μεσημεριανό ύπνο τότε τον είχαμε τιμωρία, κάτι τέτοια περιμέναμε για να πεταχτούμε έξω στο δρόμο. Έτσι κι εκείνο το μεσημέρι που την άκουσα να φωνάζει με τις ώρες για να της ανοίξουν την αυλόπορτα, να μπει στο σπίτι και να πει τα χρόνια πολλά στον αδελφό της. Πετάχτηκα έξω και την είδα να τρέχει αλαφιασμένη μια στην αυλόπορτα και μια στο μικρό παραθυράκι, στην πίσω μεριά του σπιτιού που ήταν ακριβώς στην απέναντι πλευρά του δρόμου από το σπίτι μας. Μου ήταν συμπαθής ως φυσιογνωμία, θυμάμαι το λιπόσαρκο πρόσωπό της, κάτω από το μαύρο τσεμπέρι της και το σβέλτο περπάτημά της. Ήταν η παιδική περιέργεια που με έκανε να την παρακολουθώ εκείνο το απομεσήμερο.

«Διολέτα-Παναγιώταινα-Καλύβαινα, όρα Διολέτα-Παναγιώταινα-Καλύβαινα»!

Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2021

Τα Κουκουριώτικα(VI)

Σκηνές από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 
έως τα μέσα της δεκαετίας του ’60  


(Ι) H Κατσ’λου Παγώνα
Inmemoriam
Μικρός, όταν δεν είχα εξοικειωθεί καλά με το δρόμο, έβγαινα στην εξώπορτα και καθόμουν στη σκάλα μας, παρακολουθώντας τα μεγαλύτερα παιδιά που έπαιζαν εκεί γύρω.
Κάποια μέρα, είδα να ξεπροβάλλει, από τα ανατολικά, ένα γαϊδουράκι φορτωμένο με κλαριά και πίσω του να το συνοδεύει μια ηλικιωμένη, κοντή, αδύνατη και φτωχοντυμένη γριούλα. Tα παιδιά της γειτονιάς, αμέσως μόλις την αντιλήφτηκαν, σταμάτησαν το παιχνίδι τους, την περικύκλωσαν κι άρχισαν να φωνάζουν εν χορώ: “Κατσ’λουΠαγώνα-Κατσ’λουΠαγώνα”.
Η γριούλα αυτή έκανε μια με το χέρι της να σπάσει  τον παιδικό κλοιό και σαλάγησε το ζώο της, προσπαθώντας να απομακρυνθεί, όσο γινόταν πιο γρήγορα, από το ενοχλητικό παιδικό λεφούσι.
Αυτό το επεισόδιο το είδα να παίζεται μπροστά στα μάτια μου κι άλλες φορές. Όταν ήρθε η σειρά να πάρει η παιδική παρέα μου την κυρίαρχη θέση στο δρόμο της γειτονιάς, δασκαλεμένοι από τους προηγούμενους, μόλις βλέπαμε την ταλαίπωρη Παγώνα, συνεχίζαμε την παράδοση της κοροϊδίας. Έτσι και η παιδική μου παρέα ασκούσε επάνω στη δυστυχισμένη αυτή γυναίκα, αυτό που σήμερα ονομάζεται bullying. Μια πράξη με μοντέρνο μεν όνομα, αλλά τόσο παλιά, όσο και ο άνθρωπος.   

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2021

Ωραίο έργο Ελληνικό ....

 

Χρίστος Ε. Μαυρόπουλος

Αναγαλλιάζει  η  ψυχή  μου  όταν  θυμάμαι  κι  ανιστορώ, του  τόπου  μου  σκηνές  και  ιστορήματα!

Ξέρω  βέβαια  πως  τώρα  που  η  επιστήμη  μετασχηματίστηκε  σε  τεχνολογία, κι  ο  κόσμος  έγινε  μια  γειτονιά, κάποια  γραφτά, ίσως  σαν  τα  δικά  μου, δεν  έχουνε  πέραση  καμιά!

Όμως  αφήστε  με  να  πάω  πίσω.

Πίσω  στα  σπίτια  τα  παλιά, στις  κοντυλοσερμένες  στράτες, στις  φωτεινές  μας  τις  αυλές, στις  φτωχικές  μας  εκκλησιές, στα  μαυρισμένα  των  σπιτιών  φουρναριά, στα  όνειρά  μας  που  είσαντε  όσο  το  μπόϊ  μας  φτωχά, σ' ανηφοριές-κατηφοριές, και  στις  πολλές  τις  βρύσες  που  τραγουδούσαν  τα  νερά, ίσαμε  τη  μικρή  μας  αγορά.

Μια  απλωσιά, μια  αγκαλιά  κι  αυτή.

Και  τρόγυρα  τα  μαγερειά, οι  καφενέδες  με  τραπεζάκια  όξω, το  πραχτορείο, και  μπαρμπέρικο, η  νιόφταχτη, η  πέτρινη  του  ΤΟΜΑΡΑ  η  βρύση, κι  ανασαιμιές  ανθρώπων, που  μοσκοβόλιζαν  τ' αλισβερίσια, και  τα  κεσάτια  του  χωριού  μας.