Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2021

Τα Κουκουριώτικα(VI)

Σκηνές από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 
έως τα μέσα της δεκαετίας του ’60  


(Ι) H Κατσ’λου Παγώνα
Inmemoriam
Μικρός, όταν δεν είχα εξοικειωθεί καλά με το δρόμο, έβγαινα στην εξώπορτα και καθόμουν στη σκάλα μας, παρακολουθώντας τα μεγαλύτερα παιδιά που έπαιζαν εκεί γύρω.
Κάποια μέρα, είδα να ξεπροβάλλει, από τα ανατολικά, ένα γαϊδουράκι φορτωμένο με κλαριά και πίσω του να το συνοδεύει μια ηλικιωμένη, κοντή, αδύνατη και φτωχοντυμένη γριούλα. Tα παιδιά της γειτονιάς, αμέσως μόλις την αντιλήφτηκαν, σταμάτησαν το παιχνίδι τους, την περικύκλωσαν κι άρχισαν να φωνάζουν εν χορώ: “Κατσ’λουΠαγώνα-Κατσ’λουΠαγώνα”.
Η γριούλα αυτή έκανε μια με το χέρι της να σπάσει  τον παιδικό κλοιό και σαλάγησε το ζώο της, προσπαθώντας να απομακρυνθεί, όσο γινόταν πιο γρήγορα, από το ενοχλητικό παιδικό λεφούσι.
Αυτό το επεισόδιο το είδα να παίζεται μπροστά στα μάτια μου κι άλλες φορές. Όταν ήρθε η σειρά να πάρει η παιδική παρέα μου την κυρίαρχη θέση στο δρόμο της γειτονιάς, δασκαλεμένοι από τους προηγούμενους, μόλις βλέπαμε την ταλαίπωρη Παγώνα, συνεχίζαμε την παράδοση της κοροϊδίας. Έτσι και η παιδική μου παρέα ασκούσε επάνω στη δυστυχισμένη αυτή γυναίκα, αυτό που σήμερα ονομάζεται bullying. Μια πράξη με μοντέρνο μεν όνομα, αλλά τόσο παλιά, όσο και ο άνθρωπος.   
Η Παγώνα φαινόταν στα μάτια μας πολύ διαφορετική από όλες τις άλλες γριές της γειτονιάς. Ήταν πάντα αμίλητη. Το πρόσωπό της, όμως, φαινόταν ήρεμο. Κι όταν την πειράζαμε φορτικά, αντί να μας βρίσει ή να μας καταραστεί, όπως ήταν, τότε, πολύ σύνηθες φαινόμενο  οι κατάρες, απλά αυτή δυσανασχετούσε,  προσπαθώντας να  διαφύγει από τον παιδικό μας κλοιό. Αργότερα,  ξεθαρρεύοντας πιο πολύ, τη φτάναμε κοροϊδεύοντας μέχρι και την πόρτα του σπιτιού της.
Οι μεγάλοι στη γειτονιά δεν μιλούσαν αρνητικά γι’ αυτήν, αλλά ούτε και της έδιναν σημασία, ούτε ρωτούσαν, αν ζούσε και πώς ζούσε. Ίσως και η ίδια να μην ήθελε τη βοήθεια και τη συμπόνια κανενός.  
Η Κατσ’λου Παγώνα δεν χαιρετούσε στο χωριό, ούτε μικρό, ούτε μεγάλο, και δεν είχε σχέσεις με κανέναν στη γειτονιά. Ακόμη και με τους δικούς της, δεν πρέπει να είχε σχέσεις.
Κατοικούσε σε μια γωνία του πατρικού της σπιτιού κι όταν πέθανε η μάνα της απομονώθηκε τελείως. Είχε ένα περιορισμένο χώρο στο υπόγειο κι ένα δωμάτιο στο ισόγειο, που επικοινωνούσαν μεταξύ τους μέσω “καταρράχτη”(καταπακτής) με μια πρόχειρη ξύλινη σκάλα.  
Το πως ζούσε αυτή η γυναίκα ήταν ένα μυστήριο. ούτε ψώνιζε, ούτε φούρνιζε, ούτε καυσόξυλα έφερνε για το χειμώνα. Είχε πάντα τα ίδια παλιά ρούχα χειμώνα - καλοκαίρι. 
Σε όλο το χώρο του υπογείου ήταν στοιβαγμένα κλαριά και μόνο μια θέση υπήρχε ελεύθερη για το γαϊδουράκι της κι ένας στενός διάδρομος για την ξύλινη πρόχειρη σκάλα. Ήταν λιτοδίαιτη και τα  φαγητά που μάλλον της έδιναν οι συγγενείς της δεν τα έτρωγε, τα άφηνε να μουχλιάζουν. Η μόνη της διέξοδος ήταν να ξεκινάει με το ζώο της σχεδόν κάθε μέρα, για να το βοσκήσει και να μαζέψει κλαριά.
Αργότερα, η διάθεσή μας για κοροϊδία μεταλλάχτηκε σε περιέργεια, για το πώς αυτή ζούσε και τη βλέπαμε πια με οίκτο να διαβαίνει μπροστά μας γρήγορα - γρήγορα με το φορτωμένο πάντα γαϊδουράκι της. 
Ήμουν μαθητής στο Γυμνάσιο, όταν επιστρέφοντας μια χειμωνιάτικη μέρα από το σχολείο έμαθα ότι η πονεμένη αυτή γυναίκα πέθανε στην κάμαρά της. Εκεί τη βρήκαν οι συγγενείς της, όταν δεν είχε δώσει σημεία ζωής.  
Οι γειτόνισσες και όλα τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, που λίγο ή πολύ την είχαμε κοροϊδέψει στο παρελθόν ο καθένας με τον τρόπο του, παραβρέθηκαν στο ξόδι της. Ήταν, ίσως, οι τύψεις που μας βάραιναν μικρούς - μεγάλους για τη συμπεριφορά μας απέναντί της. Τότε, οι μεγαλύτεροι άρχισαν να μιλάνε για την πονεμένη πορεία της στη ζωή και για το πόσο άτυχη και δυστυχισμένη ήταν. Τότε, μάθαμε και την αληθινή της ιστορία. 
Η Παγώνα, ως νεαρή κοπέλα ήταν πολύ όμορφη. Κάποιος χωριανός της που την ήθελε, την έκλεψε, χωρίς τη συγκατάθεσή της. Μετά, την αρραβωνιάστηκε, αλλά αυτή, επειδή ίσως δεν τον ήθελε, ή επειδή ήταν πολύ ευαίσθητο άτομο, και δεν μπόρεσε να διαχειριστεί σωστά μέσα της όλο αυτό το γεγονός, που της συνέβη, μελαγχόλησε. 
Στη συνέχεια, ο αρραβωνιαστικός της την εγκατέλειψε κι έτσι απόμεινε μονάχη και δυστυχής. Έκοψε κάθε επικοινωνία με τον κόσμο, βυθίστηκε  στον εαυτό της και η μόνη  διέξοδος που της  απόμεινε ήταν  το γαϊδουράκι της,  η σχεδόν καθημερινή της  έξοδο στο ύπαιθρο και τα κλαριά, που έκοβε με το κλαδευτήρι της. Περνούσαν οι μέρες, περνούσαν τα χρόνια κι από νέα όμορφη κοπέλα έφτασε να είναι μια ταλαιπωρημένη γριούλα μπροστά στα παιδικά κοροϊδευτικά μάτια μας.    
Όταν για πρώτη φορά άκουσα την ιστορία της, ένιωσα μέσα μου πραγματικά τύψεις για τη συμπεριφορά μου απέναντί της. Σήμερα, αν ήταν δυνατόν να ζητήσω συγγνώμη από όλους τους παλιούς μου γείτονες για τις παιδικές μου σκανταλιές και αταξίες, μόνο προς την Παγώνα η συγγνώμη μου θα συνοδευόταν από δάκρυ. Η δυστυχισμένη αυτή γυναίκα, ενώ δεν έβλαψε κανένα γύρω της, εντούτοις το περιβάλλον την απέκοψε, χωρίς τύψεις και ενοχές. 
Σίγουρα η ψυχή της, επειδή θλίφτηκε και υπέφερε τόσο πολύ στην επίγεια ζωή της, σηκώνοντας τον προσωπικό της σταυρό μέσα σε απέραντη  υπομονή και μοναξιά, και επειδή βλάφτηκε, χωρίς να βλάψει, θα πρέπει να κατέχει καλή θέση στον Παράδεισο. 
Εξάλλου, ο Χριστός μας προειδοποίησε: «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοί παρακληθήσονται.» 
Στάθης Ασημάκης