Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2024

3. Τσακαμάτρα (της …ακαμάτρας)!

 


Του Στέργιου Μπακολουκά

       Οι τέσσερις Γιάννηδες,  Μουρέλας, Στραβουκουλόγγιανος, Μαυροματόγιαννος και Γιαννακούς Αυγερίκος,  τα βράδια έδιναν το παρόν  στην ταβέρνα, συνήθως σ’ αυτή του Καραθανάση. Οι συναντήσεις ήταν αραιές στα νιάτα τους, επειδή δούλευαν σκληρά και ακατάπαυστα, άρχισαν όμως να πυκνώνουν  κατά την εφηβεία των γηρατειών τους και συνεχίστηκαν μέχρι τα ……ξεβγάλματά τους, πέρα στα γεροντάματα. Σ΄ αυτά τα όψιμα χρόνια, όποιες δουλειές και να είχαν, όση κούραση και να κουβάλαγαν, η παρέα ήταν σκοπός και το καπηλειό  τελικός προορισμός, πριν μαζευτούν στα σπίτια τους. Συμπατριώτες και φίλοι μια ζωή, σκληραγωγημένοι νοικοκυραίοι της Αράχοβας, καλλιεργούσαν τα κτήματα ακόμα και σε προχωρημένη ηλικία  και ξαπόσταιναν στο καπηλειό  τα βράδια, πίνοντας το κρασάκι τους, κουβεντιάζοντας και κάποιες φορές τραγουδώντας τα βάσανά τους! 

‘’Mεσ’ την υπόγεια την ταβέρνα

  Μεσ’ σε καπνούς και σε βρισιές

  Απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα

  Όλοι παρέα πίναμ' εψέσ’

  Εψέσ’ σαν όλα τα βραδάκια

  Να πάνε κάτω τα φαρμάκια’’

Η ταβέρνα ήταν ισόγεια, αντί για λατέρνα είχε γραμμόφωνο και πολλούς καπνούς από τα τσιγάρα των θεριακλήδων, αλλά  σπάνια έβριζαν μέσα σ’ αυτή! Όλα τα υπόλοιπα ταίριαζαν και συνέβαιναν, ακριβώς όπως τα λέει ο Ποιητής!

         Εκείνη τη χρονιά ο τρύγος  ήταν στην αρχή του. Τρυγόσακα , γαϊδαρομούλαρα, βαγένια, κόφες και κοφίνια, ξύλινες κάδες και πατητήρια, ήταν πανέτοιμα και απίκο! Το ληνοβόηθιο (αλληλοβοήθεια) βρισκόταν στο φόρτε του, μικρά παιδιά, γυναίκες, άντρες, όλο το χωριό,  ήταν σ’ ……ανάδουσ’ (ετοιμότητα, ταραχή).
Ο Μπάρμπα Γιάννης ο Μουρέλας, κατείχε και εκμεταλλευόταν έναν από τους χειροκίνητους  ‘’στίφτες’’ (σταφυλοπιεστήρια) του χωριού. Τον κουβάλαγε αυτή την εποχή από σπίτι σε σπίτι, φορτωμένο στο μεγαλόσωμο σκληροτράχηλο μουλάρι του, στύβοντας τα υπολείμματα των σταφυλιών, μετά το πάτημά τους με τα πόδια από τους νοικοκυραίους ιδιοκτήτες τους, για να βγάλει απ’ αυτά τον επιπλέον χυμό που τους απέμενε, ώστε να πάνε ύστερα τα στραγγισμένα  τσάμπουρα στα ρακοκάζανα της περιοχής για να τους πάρουν με την διαδικασία της απόσταξης, το …..στανιάτικο (ελάχιστες τελικές σταγόνες)!
           Ακόμα και αυτή την εποχή που ο γέρο Μουρέλας πνιγόταν στην δουλειά, δεν παρέλειπε τα βράδια να δίνει το παρόν στην ταβέρνα, όπου συναντούσε τους υπόλοιπους φίλους του, ώστε να ξενοιάσει κάπως, πίνοντας μαζί τους το κρασάκι του και κουβεντιάζοντας τις κοινές χαρές, τις δυσκολίες και τις λύπες της καθημερινότητας.
Ένα από αυτά τ’ απόβραδα οι Γιαννάδες, όπως πάντα, είχαν ….απαρτία! Από νωρίς  κάθονταν στη γωνιά τους, στο δικό τους τραπέζι, κουτσοπίνοντας και κουβεντιάζοντας για την εξέλιξη του τρυγητού και τα προβλήματα που προκύπτανε κάθε τόσο από τις καιρικές συνθήκες και την έλλειψη χεριών.
Παρόλο που ήταν Σαββατόβραδο, κανένας δεν σκεφτόταν να ξεκουραστεί την Κυριακή, διότι ήξεραν ότι ο τρύγος των αμπελιών και ο θέρος των γεννημάτων, ήταν πόλεμος σωστός.
Ο γέρο Μαυρομάτης, είχε ακουμπήσει σε μια καρέκλα δίπλα του, ένα κομμάτι κρέας τυλιγμένο σε χασαπόχαρτο. Ήταν μια παρτίδα από μαλακό χρονιάρικο ζυγούρι, το οποίο είχε  αγοράσει νωρίτερα για να το μαγειρέψει η γυναίκα του την Κυριακή που ξημέρωνε. Είχαν απομείνει οι δυό τους πλέον στο σπίτι γιατί τα παιδιά τους είχαν κάνει τις δικές τους οικογένειες, τα δικά τους σπιτικά και ξεχωριστά νοικοκυριά,  αφήνοντας τους γέρους στη μοναξιά τους.
Κανένας από τους τέσσερες συμμετέχοντες  δεν είχε βγάλει την τραγιάσκα του, όμως  κατά την εξέλιξη της οινοποσίας τις ανέβαζαν όλο και ψηλότερα στα κεφάλια τους, επιτρέποντας  σ’ αυτούς που τους γνώριζαν, βλέποντας τους,  να μαντεύουν τα ….γράδα αλλά και το στάδιο του ….. συμποσίου.
       Τα οινοπνεύματα φέρνουν τα …πνεύματα λέει η λαϊκή παροιμία, δηλαδή το χιούμορ, τα γέλια, την ωραία συζήτηση και το τραγούδι! Αυτά ήταν και τα χαρακτηριστικά της καθημερινής συμπεριφοράς τούτων δω των ορεσίβιων ολιγαρκών ανθρώπων.  Μερικές φορές όμως, επειδή το κρασί μπορεί να απελευθερώνει, αλλά κουβαλάει και γκρίνια η οποία καταλήγει στις ίδιες βρισιές  μ’ αυτές που αναφέρει στο   ποίημά του ο Βάρναλης, όμως  γι’ αυτό πάντα το ποτό θέλει προσοχή και μέτρο, διότι οι κουβέντες είναι ίδιες με τις σφαίρες που όταν φύγουν από την κάνη του όπλου δεν γυρίζουν πίσω! Αυτή η συνάντηση εκείνη την βραδιά έτσι εξελίχτηκε, σε …γκρίνια, είχε όμως αίσια κατάληξη, χωρίς βρισιές.
          Ο μπάρμπα Γιάννης ο Μαυρομάτης, καθόταν απέναντί στον  αδερφοποιτό και γείτονά του  Μουρελόγιαννο, τον οποίο από νωρίς συνεχώς αγριοκοίταζε, χωρίς εκείνος  να  το καταλαβαίνει, ή ίσως να μην ήθελε να του δώσει λαβή για να του πει αυτά που και οι δυό γνώριζαν, αλλά δεν έλεγαν. Περασμένες οκτώ το βράδυ και η χρονική διορία της συντροφιάς είχε φτάσει στο τέλος της. Τ’ απόσκια είχαν πέσει πολύ νωρίτερα, τα φανάρια στους δρόμους είχαν ανάψει και τα γράδα από το κρασί που είχε πιεί η παρέα ήταν αρκετές γραμμές ανεβασμένα. Έτσι οι γλώσσες λύθηκαν και οι κουβέντες που προηγουμένως δύσκολα θα ξεστομίζονταν, ευκολότερα τώρα άρχισαν να λέγονται !

-        - Γιάννη, δεν είσαι καλός άνθρωπος, άρχισε ξαφνικά την επίθεση ο Μαυροματόγιαννος στραμμένος προς τον Μουρέλα, σπέρνοντας την διχόνοια στο τραπέζι!

-        - Γιατί ορέ φίλε Γιάννη, τι σου έκαμα; Απάντησε εκείνος, μάλλον προσποιητά!

-        - Άκου που σου λέω! Διότι αν και  τρώμε και πίνουμε κάθε βράδυ μαζί, φέτος με έριξες, δεν ήρθες ακόμα να μου στύψεις τα τσίπουρα, κι αυτά κοντεύουν να ξινίσουν. Φαίνεται ότι για σένα δεν μετράνε  τα λεφτά μου, αλλά πολύ περισσότερο η φιλία μας.

-       -  Βρε Γιάννη, δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς,  η δουλειά είναι πολλή αυτόν τον καιρό και επειδή δεν τα έβγαζα πέρα, αναγκαστικά παραμέλησα κάποιους δικούς μου ανθρώπους, μεταξύ αυτών κι εσένα, ξέροντας ότι δεν θα με παρεξηγήσεις!

-        - Ώστε έτσι λοιπόν, το μολογάς, το έκαμες επίτηδες, καλά το κατάλαβα,  ε΄ λοιπόν σε παρεξήγησα! απάντησε φουρκισμένος ο Μαυρομάτης.

-       -  Ορέ φίλε όλα διορθώνονται, μην ανησυχείς, δεν θα σε αφήσω έτσι!  Απολογήθηκε ο Μουρέλας κατεβάζοντας την τραγιάσκα του χαμηλά και τον τόνο της φωνής του όσο μπορούσε χαμηλότερα.

-       -  Πως θα το κάνεις αυτό; αφού κοντεύω να τα πετάξω! του αντιγύρισε ο άλλος υψώνοντας τον τόνο της φωνής του, φέρνοντάς τον σε δύσκολη θέση.

-       -  Μη μαλώνετε μωρέ! Μας ακούει ο κόσμος, μπήκε στη μέση ο Γιαννακούς!

 Ξαφνικά ο Στραβουκουλόγιαννος τους έγνεψε να τον ακούσουν και ύστερα πρότεινε μια  δύσκολη, αλλά άμεση λύση του προβλήματος που είχε διχάσει την παρέα.

-       -  Πάμε  να τα στύψουμε τώρα! Θα βοηθήσουμε όλοι! Είπε με έμφαση κοιτώντας με σοβαρότητα τους ομοτράπεζούς του.

Όλοι τον κοίταξαν με απορία!

Η πρόταση ήταν παράξενη, η ώρα περασμένη, το ξάφνιασμα της παρέας μεγάλο, αλλά καμία αντίδραση απόρριψης της ιδέας δεν ακούστηκε από κανέναν. Θες το κρασί που είχαν πιεί, θες αυτή η μια κάποια διέξοδος στο μαλάκωμα της έντασης που δινόταν, θες η προσδοκία της αποκατάστασης της συνοχής της παρέας, η περίεργη πρόταση έγινε αμέσως αποδεκτή από όλους, χωρίς δεύτερη σκέψη ή αντιρρήσεις.
Σηκώθηκαν πλήρωσαν τον λογαριασμό και χωρίστηκαν. Οι δυό πήγαν στο σπίτι του γέρο Μουρέλα να φορτώσουν τον στίφτη στο μουλάρι και οι άλλοι δυό στο σπίτι του Μαυρομάτη να ετοιμάσουν το χώρο και τα υπολείμματα των σταφυλιών! 

           Μετά από λίγη ώρα ήταν όλα έτοιμα! το μηχάνημα συναρμολογημένο στην εσωτερική αυλή του φίλου τους και γύρω του οι  τέσσερις γέροντες περιμένοντας τις εντολές του ….αρχηγού για να προχωρήσουν στην γνωστή διαδικασία. Ένα τραπέζι επίσης ήταν στρωμένο στο εσωτερικό ξύλινο χαγιάτι με μια μποτίλια μυρωδάτο παλιό κρασί στη μέση, τέσσερα ποτήρια σπαρμένα γύρω της, φρέσκο ψωμί ζυμωτό, ελιές κι ένα μεγάλο ντακούνι παλιό τυρί, περίμεναν τα μέλη της παρέας να τελειώσουν την δουλειά τους, η οποία μάλλον πρόφαση ήταν τελικά, ώστε να συνεχίσουν την οινοποσία τους.

           Η γριά Μαυρομάτ’σα, που τα είχε φροντίσει όλα αυτά, είχε πάρει επίσης στα χέρια της το χασαπόχαρτο με το κρέας και την εντολή να το φτιάξει ‘’τσακαμάτρα’’.
Όση ώρα οι Γιάννηδες έστυβαν τα τσάμπουρα, αυτή ξάναψε με δυο τρία ξερά λατσούδια το τζάκι, έβαλε την  σιδεροστιά πάνω στη θράκα, το βαθύ τηγάνι από πάνω, μπόλικο λάδι μέσα και αφού έκοψε το κρέας σε μικρά κομμάτια, το αλατοπιπέρωσε και το έριξε στο καυτό σκεύος, ανακατεύοντας συνέχεια με τον τσιμτσέ (κουτάλα με τρύπες)! Ύστερα έριξε δυό χοντροκομμένα κρεμμύδια, λίγο σκόρδο και δυό γερές κουταλιές πελτέ ντομάτας. Έριξε και δυό τρία φύλλα δάφνη για μυρουδιά. Στο τέλος πρόσθεσε και λίγη ρίγανη, ανακάτεψε ξανά και άδειασε το περιεχόμενο του τηγανιού στην  παμπάλαια προικώα μεγάλη πιατέλα της. Την τοποθέτησε στη μέση του τραπεζιού, ….κομπάζοντας για το αποτέλεσμα, με τα χέρια στη μέση!
           Στο μεταξύ, οι μισομεθυσμένοι μακαντάσιδες (στενοί φίλοι), έστυψαν μεν το σταφλουπάτ’, αλλά γέμισαν και τον τόπο με τ’ απουδιαλέγουρα (υπολείμματα). Μπαινοβγήκαν και μερικές φορές στο εσωτερικό του σπιτιού, κάνοντας…..βήσαλου (αταξία, καταστροφή) τα καρπίτια (χαλιά) της Μαυρομάτησας, με τα λερωμένα παπούτσια τους!
Τελειώνοντας  επιτέλους  τον βαϊλέ (αναστάτωση), θρονιάστηκαν γύρω από το τραπέζι, για να τιμήσουν την τσακαμάτρα της οικοδέσποινας και να συνεχίσουν ήσυχοι από βαζούρες, να πίνουν το σπιτικό κρασί του μπάρμπα Γιάννη, κουβεντιάζοντας και γελώντας.
Η ώρα πέρασε, η νύχτα προχώρησε και οι κουρασμένοι γλεντοκόποι, ανήμποροι να γυρίσουν στα σπίτια τους λόγο της οινοποσίας,  ξάπλωσαν πρόχειρα και κοιμήθηκαν χορτάτοι και ευχαριστημένοι από φαγητό και κρασί στ’ φουτουκαγιά (το δωμάτιο με το τζάκι) του σπιτιού, άλλοι στα ντιβάνια και άλλοι στο πάτωμα!
           Δυστυχώς μόλις ξημέρωσε, η γκρίνια επανήλθε στην ομάδα και ο …σαϊτάνης  του προσωπικού συμφέροντος, τους ανακάτεψε και πάλι! Ευτυχώς και αυτή η διένεξη λύθηκε γρήγορα χάρη στην ευστροφία, το χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό του  Μαυροματόγιαννου!
Η παρέα έπινε τον πρωινό της καφέ, που τους έψησε στη χόβολη η γριά Κατερίνη όταν για τα μάτια μάλλον, ο άντρας της, τιμώντας την φιλοξενία του σπιτιού, θεώρησε υποχρέωσή του να ρωτήσει για το κόστος των εργασιών τον φίλο του και ιδιοκτήτη του ‘’στίφτη’’!

-       -  Γιάννη τι σου χρωστάω για τα ……. στιψάτικα;  Ρώτησε δήθεν αδιάφορα.

-        - Πενήντα δραχμές!  του απάντησε αμέσως  σοβαρά ο Μουρέλας, λες και περίμενε την  ερώτηση, έχοντας την απάντηση στο …στόμα.

-        - Πενήντα δραχμές; ……Τινάχτηκε ο άλλος επειδή το ποσό του φάνηκε εξωφρενικό, πιάνοντάς τον απροετοίμαστο. 

-       -  Πολλά Γιάννη, Πολλά! ….. φίλοι είμαστε. Ψέλλισε.

-       -  Πολλά ξεπολλά, φίλοι ξεφίλοι,  τόσο κάνει! η δουλειά είναι δουλειά και η φιλία,  φιλία.

Οι υπόλοιποι της παρέας κοίταγαν τον στιψάρη εμβρόντητοι, μην περιμένοντας ότι θα καταδεχτεί να πάρει χρήματα για κάποιες εργασίες  που πραγματοποιήθηκαν από όλους και κάτω από αυτές τις συνθήκες. Δεν μπορούσαν να χωνέψουν αυτά που άκουγαν!

-        - Εντάξει Γιάννη, καλά τα λες, …….όμως έτσι, είμαστε … ‘’Πάτσι’’!  Του απάντησε ο άμεσα ενδιαφερόμενος Μαυροματόγιαννος, αφού συνήλθε πολύ γρήγορα από την έκπληξη, δημιουργώντας απορία σε όλους με το ‘’πάτσι’’ που άκουσαν.

-        ‘’Πάτσι’’; γιατί ‘’Πάτσι’’; Κατάφερε να ρωτήσει έκπληκτος ο άλλος.

-       -  Μου είπες ότι σου χρωστάω πενήντα δραχμές, σύμφωνοι; Όμως μου χρωστάς κι εσύ είκοσι πέντε δραχμές για το ….ξενοδοχείο και είκοσι πέντε δραχμές για το φαγητό, χωρίς να βάλω το κρασί, σύνολο πενήντα δραχμές ! Άρα πατσίσαμε! ….και πού’σαι η δουλειά, δουλειά και η φιλία ….φιλία!!!!

Του απάντησε αφήνοντάς τον ….κόκαλο! Συμφώνησε όμως αμέσως,  αποκαθιστώντας έτσι και πάλι την ηρεμία και την συνοχή της παρέας!!!!

Τσακαμάτρα!

Το πραγματικό του όνομα είναι ‘’της ακαμάτρας’’ διότι πιθανώς  εφευρέθηκε από κάποια ‘’τεμπέλα’’ νοικοκυρά που ήθελε να σερβίρει ένα γρήγορο φαγητό, χωρίς πολλή κόπο! Είναι μεζές  της …στιγμής. Χρησιμοποιούνται, ρωμαλέα κρεατικά, δημιουργείται δυνατή σάλτσα, χωρίς καθόλου υγρά και τα μπόλικα γλυκά κρεμμύδια μελώνουν υπέροχα. Έτσι ο μεζές που προκύπτει είναι ….περιωπής!

Υλικά!

·       Ένα κιλό αρνί κομμένο σε μπουκιές μαζί με τα κόκαλα.

·       Μία κούπα ελαιόλαδο, ίσως και περισσότερο.

·       Τρείς κ.σ. πελτές ντομάτας.

·       Μισό κιλό ξερά κρεμμύδια χοντροκομμένα.

·       Δύο σκελίδες σκόρδο ψιλοκομμένο.

·       Φύλλα δάφνης.

·       αλάτι,  πιπέρι.

·       Λίγη ρίγανη.

Εκτέλεση Συνταγής:

1.    Σε βαρύ τηγάνι ρίχνουμε το λάδι και σοτάρουμε τα κρεμμύδια μέχρι να μαλακώσουν.

2.    Ρίχνουμε τα κομμάτια του κρέατος και σε δυνατή φωτιά τα ροδίζουμε από όλες τις πλευρές ανακατεύοντας.

3.    Προσθέτουμε τα υπόλοιπα υλικά και χαμηλώνουμε τη φωτιά.

4.    Μαγειρεύουμε μέχρι να μείνει το φαγητό με το λάδι του.

5.    Βάζουμε από πάνω την ρίγανη και σερβίρουμε αμέσως.

ΥΣ. Μπορεί να φτιαχτεί και σκέτη, χωρίς ντομάτα, κρεμμύδια και σκόρδα.