Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2018

Μυθοπλασίες!



2/12.   Τα λάθη έχουν κόστος, τ’ αγαθά θέλουν κόπο
και η  ελευθερία μάχες!

Του Στέργιου Μπακολουκά

     Το ψηλοτάβανο αρχαίο μπακάλικο του μπάρμπα Κώστα, καταμεσής στην αγορά του χωριού, διέθετε όλα τα ….καλούδια! Τσουβάλια από όσπρια, ντάνες ζυμαρικών, σακούλες με ρύζια,  σχοινιά, παστοί μπακαλιάροι και αντζούγιες, κονσέρβες και πελτέδες, εδώδιμα και αποικιακά κάθε μορφής, ήταν αραδιασμένα στο ξύλινο  πάτωμα και τα ράφια του. Είχε και υπόγειο, που χρησίμευε ως αποθήκη, στο οποίο κατέβαινες από μια στρογγυλή σανιδένια, τριζάτη σκάλα στο βάθος της αίθουσας.
      Σ’ αυτό το κατώγι του παλιού  μπακάλικου είχε στήσει το τσαρδί της και είχε  βρει «το μήνα που θρέφει τους έντεκα», μια οικογένεια ποντικών, που με την πάροδο του χρόνου και την καλοπέραση, ……αυτοαπέκτησαν και τίτλους ευγένειας αριστοκρατικής καταγωγής!

     Τα βούτυρα και τα κασέρια, τα αλλαντικά και τα σαλάμια, τα σιμιγδάλια και οι φαρίνες, οι καρποί και τα αποξηραμένα φρούτα, οι ελιές και τα λάδια όλων των ειδών, τα όσπρια και τα σιτηρά,  ήταν στη διάθεση της φαμίλιας  και μάλιστα σε αφθονία!
     Η οικογένεια με τον καιρό είχε εκπαιδευτεί στη συνεχή, αδιάλειπτη, αλλά  …συνετή φορολόγηση των τροφίμων  και ταυτόχρονα, είχε καταφέρει να  αναπτύξει ένα τέτοιο σύστημα αυτοάμυνας, που της επέτρεπε ν’ αποφεύγει τις κακοτοπιές από τις έξυπνες φάκες, που μάταια έστηναν οι βοηθοί μπακαλόγατοι του ιδιοκτήτη . 
      Ένα από ’κείνα τα Παρασκευιάτικα ανοιξιάτικα απόβραδα που η ησυχία τους, έταζε ψεύτικη σιγουριά, εφησυχασμό και ράθυμη διάθεση στο τσούρμο των ποντικών του μπακάλικου, όλη η οικογένεια παρατάχτηκε στα όρια της εισόδου  της αποικίας, για να υποδεχτεί ένα συγγενή τους ποντικό  που, ερχόμενος από τις αγροτικές περιοχές της επαρχίας,  θα  έκανε την τιμή να επισκεφτεί το  καπετανάτο των αιματοδικών του!
      Μετά από τα τυπικά της υποδοχής, ο μουσαφίρης, αγροτοποντικός, ξεναγήθηκε στην επικράτεια των συγγενών του, μένοντας εκστασιασμένος από την αφθονία της τροφής, την ευκολία της  απόκτησής της και την ευδαιμονία που οι ομοαίματοί του απολάμβαναν.
      Το ίδιο βράδυ και η επόμενη μέρα ήταν γι’ αυτόν μία ανεπανάληπτη εμπειρία γαστριμαργικής απόλαυσης και καταναλωτικής κραιπάλης. Η απέραντη ποικιλία των εδεσμάτων όλων των μορφών που σε κάθε βήμα ξεπρόβαλε μπροστά του, δεν αύξανε μόνο την όρεξή του, δεν τον καθιστούσε μονάχα ένα απλό καταναλωτή κάποιας νόστιμης τροφής, παρά τον έκανε μέτοχο μιας ανερμήνευτης καταναλωτικής ψυχεδέλειας, ξεπερνώντας έτσι τα συμβατικά ποντικίσια γευστικά όρια, ακουμπώντας άλλες αισθήσεις   που του έπαιρναν   τα συλλοϊκά! 
       Έφαγε, χόρτασε, κοιμήθηκε, ξύπνησε και ξανά ’φαγε, παρανοώντας, ότι τούτοι εδώ οι συγγενείς του ζούσαν σε μια επίγεια ποντικίσια Εδέμ.
       Ξημέρωνε Κυριακή.
       Απ’ τα χαράματα που ξύπνησε ο καλός μας ποντικός, χορτάτος από φαγητό και ύπνο, ξέγνοιαστος από σκοτούρες και προβλήματα,   άρχισε να περιφέρεται στην επικράτεια της φαμελιάς, επιθεωρώντας τα καλούδια του υπογείου, που όπως είπαμε από παρερμηνεία, είχε υποθέσει ότι είναι ιδιοκτησία των συγγενών του.  Ξαφνικά,  ο πειρασμός ενός λαχταριστού κομματιού τυριού που ευωδίαζε κρεμασμένο  στην άκρη ενός σύρματος, φανερώθηκε μπροστά του. Θαύμασε με ορθάνοικτα τα μάτια την ομορφιά του και κλείνοντάς τα, λιμπίστηκε τη νοστιμιά του, προεξοφλώντας την.
        Έχοντας εσφαλμένη προσέγγιση των κινδύνων που παραμόνευαν και θέλοντας να γευτεί  το  ζουμερό μεζέ,  που οι μυρωδιές του τον λίγωναν, μπήκε στην είσοδο ενός συρμάτινου τούνελ, για να μπορέσει να τον φτάσει.  
       Ο μεταλλικός θόρυβος από την πόρτα που έκλεισε πίσω του, τον έκανε να συνειδητοποιήσει την πραγματικότητα και να αντιληφτεί τη λειτουργίας ενός άγνωστου σ’ αυτόν μηχανισμού, της …φάκας.
……Μια ολόκληρη μέρα, σύσσωμη η οικογένεια των συγγενών του, προσπαθούσε να τον ελευθερώσει  από αυτή. Τον γλίτωσε η αργία της Κυριακής που  το μαγαζί  ήταν κλειστό και οι μπακαλόγατοι απουσίαζαν.   Έτσι, δόθηκε χρόνος στην οικογένεια, η οποία  υπερέβαλε εαυτόν, για να τον απελευθερώσει.
       Αργά το βράδυ της ίδιας μέρας, ο καλός μας ποντικός αναχώρησε από το …άστυ και το σπίτι των συγγενών του, για να συναντήσει στη δική του κατοικία την πραγματική ελευθερία. Από τη βιασύνη του να φύγει, ξέχασε να πάρει μαζί του ακόμα και τα δώρα  που εκείνοι του πρόσφεραν.
       Όταν επέστρεψε στη σκληρότητα της πραγματικότητας της εξοχής, δηλαδή στην καθημερινή προσπάθεια για τον επιούσιο στην ύπαιθρο, αλλά και την απόλαυση της ελευθερίας, που μέχρι τότε παράβλεπε γιατί την θεωρούσε δεδομένη, ήλθε αντιμέτωπος με τις ερωτήσεις των συντρόφων του, για τις εντυπώσεις του από τη διαμονή του στον ανθρώπινο οικισμό. 
       Ενθυμούμενος την  εμπειρία του φόβου και του τρόμου που εισέπραξε από εκείνη την περιπέτεια, τους έδωσε την εξής αφοπλιστική απάντηση:

-         Κάλιο κολοστούπα και κλαρί και ο … κώλος μας έξω, παρά βούτυρο και κασεράκι και το κεφάλι μας στο ταλιούρι του χασάπη!...