Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2020

Τα Κουκουριώτικα(II)

Σκηνές από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 
έως τα μέσα της δεκαετίας του ’60  

Η σκάλα μας, λίγο πριν αρχίσει  το κουσούλτο.
Ζωγρ. Πίνακας  Γ. Σύρου (Ραπανάκια)

Η σκάλα της εξώπορτας

To πατρικό μου,  πριν την πρώτη του ανακαίνιση, δεν είχε ανοίγματα προς τη μεριά του δρόμου, όπως και το αδερφομοίρι του, αυτό του γεροΠαναγιώτη Ζαβού, για  τους ίδιους λόγους, κλιματικούς, δηλαδή για την αποφυγή του βορινού χειμωνιάτικου κρύου. Έτσι, η πρόσβαση γινόταν από τη διπλανή κοινή  μπασιά.
Ο πατέρας μου στην οικοδομική ανακαίνιση που έκανε, αποφάσισε να παραβλέψει τους κλιματικούς λόγους και θεωρώντας ότι θα ήταν πιο ωραίο να βγάλει ανοίγματα (είσοδο και παράθυρα) προς την πλευρά του δρόμου, άλλαξε εντελώς  την αρχική κάτοψη.
Έκτοτε, μπορεί ο ψυχρός αέρας, το χειμώνα, να κτυπούσε κατευθείαν πάνω στην εξώπορτα και τα παράθυρα, και να γινόταν πιο αισθητό το κρύο, όμως το σπίτι είχε πάρει άλλη όψη. Είχε αποκτήσει εξωστρέφεια, διότι με τη σκάλα από την πλευρά του δρόμου και όχι απ’ τη μπασιά έγινε ευκολότερα προσβάσιμο και εντέλει πιο... κοινωνικό.
Η σκάλα αυτή φτιάχτηκε με τρία μεγάλα σκαλοπάτια, κι ήταν εξωτερικά βατή από τρεις κατευθύνσεις, κάθετα και  παράλληλα με το δρόμο. Τα σκαλοπάτια της τσιμεντένια, αλλά με σχετικά περιποιημένη όψη. Με αυτόν τον τρόπο ανοίχτηκε ένα καινούργιο κεφάλαιο, όχι μόνο στην επικοινωνία του σπιτιού, αλλά και στο παιχνίδι των παιδιών της γειτονιάς.
Κι ενώ από το παράθυρο της φωτοκαγιάς έβλεπα, όταν ήμουν μικρός, την απέναντι «Κίρφη»(«Ξεροβούνι»), από τη σκάλα μας, καθώς περνούσα την εξώπορτα, έβλεπα την κορυφογραμμή του «Πετρίτη» με δέος να δεσπόζει, σχεδόν να επικρέμαται πάνω από τον Κούκουρα. Είναι ο «Κατοπτήριος χώρος»των αρχαίων, τον οποίον ύμνησε ο μεγάλος ποιητής Πίνδαρος με τον στίχο του:
«Οὔρειάς τε σκοπιάς θεῶν, νιφοβόλον τ’ ὄρος ἱερόν».

***
Από τη μέρα της κατασκευής της, η σκάλα μας έγινε πόλος έλξης όλων των παιδιών της γειτονιάς μου. Βοηθούσε  το μέγεθός της αλλά και το σχήμα της, καθώς και το ίσιωμα  του δρόμου στο σημείο αυτό.
Σ’ αυτή τη σκάλα έχουν παίξει γενιές και γενιές από τη δεκαετία του ΄50 μέχρι και σήμερα. Ήταν, επομένως, σημείο συγκέντρωσης και της παιδικής μου παρέας. Ήταν ο άμεσος παιχνιδότοπός μας, το σημείο αποχωρισμού μας το μεσημέρι ή το  βράδυ, όταν οι παιδικοί μου φίλοι  έφευγαν για τα σπίτια τους κουρασμένοι, αλλά κι ευχαριστημένοι από το πρωινό ή το απογευματινό μας παιχνίδι.
Σ’ αυτήν παίξαμε πεντόβολα και τριότα, ξύλινο αυτοσχέδιο ποδοσφαιράκι,“Βασιλιά και Ψωμά” (δηλαδή  “κότσια”, πανάρχαιο παιχνίδι), “Γκαούρ” (με τις πέτρες, με το φτύσιμο της μιας από αυτές και την απόκρυψη της, και βεβαίως τη λουρίδα). Αργότερα, εκεί χαρτοπαίξαμε “κολτσίνα” και “ξερή”  με τραπουλόχαρτα, που τα είχαμε βρει προηγουμένως, ψάχνοντας πολλές φορές επί πολλές μέρες, σαν μικροί ρακοσυλλέκτες, στη χωματερή του χωριού, στο “Πίσω Ρέμα”. 
Σ’ αυτήν, αραγμένοι, διαβάζαμε τα παιδικά μας αναγνώσματα:  “Μικρό Ήρωα” και  “Ταρζάν”, κι αργότερα “Ρομάντζο”, «Θησαυρό» και “Πάνθεον”, που μας τα προμήθευε ο Γιάννης, και τα οποία έστελνε σπίτι του, τακτικά, η αδελφή του η Κούλα, η οποία ήταν παντρεμένη στην Αθήνα.
Σ’ αυτήν αναπτύσσαμε τις παιδικές μας φιλοσοφίες-φλυαρίες, αναμασώντας τ’ ακούσματά μας από τους μεγαλύτερους, σ’ αυτήν τη σκάλα είχαμε διαφωνήσει,  τσακωθεί και χωρίσει, χτυπώντας με το δεξί μας χέρι πάνω στο αριστερό, το οποίο προηγουμένως είχαμε φτύσει με πολύ σάλιο, ώστε να εκτιναχτεί σε δυο αντιδιαμετρικές θέσεις, συμβολική επικύρωση της μεταξύ μας διάστασης!
Σ’ αυτήν είχαμε, μετά από λίγες μέρες, ξανά συμφιλιωθεί. Απομακρυνόμασταν μόνο, όταν ήταν να παίξουμε: “κρυφτό”, “κυνηγητό”, “αμάδες”, “πρώτη ελιά”, “κουκουγεράκια” και, αργότερα, “ποδόσφαιρο”, ή για να εξερευνήσουμε νέα σοκάκια του χωριού.
Στην ίδια, τέλος, σκάλα γινόταν και το κουσούλτο της γειτονιάς τα καλοκαιρινά βράδια από  νιες, μεσόκοπες και κυρίως γριές.
***
Σε αυτήν τη σκάλα, καθώς έπαιζα είτε μόνος μου ή με τους φίλους μου, υποδεχόμουν μερικές φορές τη θεια Δ’μητρού από την Αγόριανη.
Η θεια Δ’μητρού ήταν ένα πρόσωπο, που υπάρχει σταθερά στο κάδρο των παιδικών μου αναμνήσεων. Ερχόταν μια - δυο φορές το χρόνο από το χωριό της, με το γαϊδουράκι της  φορτωμένο, προκειμένου να πουλήσει με ανταλλακτικό τρόπο τα αγροτικά προϊόντα της, με σκοπό να γυρίσει στο σπίτι της έχοντας λάδι και ελιές Αραχοβίτικες.
Έφερνε πατάτες, κρεμμύδια, ντομάτες, πιπεριές, φρέσκα φασολάκια και αμπελοφάσουλα, που μου έκαναν εντύπωση, καθώς ήταν μακριά και λεπτά, γιατί εμείς στον κήπο μας δεν είχαμε τέτοιου είδους φασόλια.
Με το που την έβλεπα ξαφνικά να πλησιάζει με το ζώο της φορτωμένο με γεννήματα και άδειους τενεκέδες, πεταγόμουν σαν ελατήριο από τα σκαλοπάτια, όπου ήμουν αραγμένος, άνοιγα γρήγορα την πόρτα μας και ορμούσα στο διάδρομο του σπιτιού φωνάζοντας με χαρά: «Μάναα…, ήρθι η θεια η Δ’μητρού!».
Η θεια Δ’μητρού ζούσε στην Κάτω Αγόριανη(Λιλαία), ήταν χήρα και είχε δύο παιδιά, ένα αγόρι, τον Κομνά, και μια κόρη, δεν θυμάμαι το όνομά της, ζούσε φτωχικά και αγωνιζόταν να μεγαλώσει τα ορφανά της μέσα στην ανέχεια και στις στερήσεις. Ήταν κοντή στο ανάστημα, στρογγυλοπρόσωπη με ευχάριστα χαρακτηριστικά, με τσεμπέρι στο κεφάλι της, λιγομίλητη, αλλά και χαμογελαστή. Εμείς τα παιδιά την αγαπούσαμε και περιμέναμε τον ερχομό της.
 Όταν αργούσε να φανεί στο χωριό, ενώ βλέπαμε άλλες Αγοριανίτισσες να έχουν έλθει στη γειτονιά με την αγροτική πραμάτεια τους,  αναρωτιόμαστε για τη θεια Δ’μητρού, αλλά η μάνα μου μας καθησύχαζε.  Ό άντρας της, που είχε πεθάνει νωρίς, ήταν φίλος του πατέρα μου  από το στρατό, κι έτσι η θεια Δ’μητρού είχε το σπίτι μας ως ασφαλές αποκούμπι, όταν ερχόταν στη Αράχοβα, για να ανταλλάξει τα λιγοστά αγροτικά της προϊόντα.
Η μάνα μου που ήξερε από φτώχεια, τη συμπονούσε και έτσι ποτέ δεν εξέφρασε δυσαρέσκεια, όσες φορές ερχόταν ξαφνικά και απροειδοποίητα στο σπιτικό μας. Της έστρωνε να κοιμηθεί σε ξεχωριστό δωμάτιο, για να μην την ενοχλούμε εμείς τα παιδιά, και ειδοποιούσε αμέσως τις γειτόνισσες, για να έλθουν σπίτι μας,ώστε να αγοράσουν από την πραμάτεια της φιλοξενούμενής μας.
Αυτή καθόταν ως μέλος της οικογένειάς μας στο φτωχικό μας τραπέζι και ως δώρο για τη φιλοξενία που της προσφέραμε, μας άφηνε, συνήθως, μια βρασιά φρέσκα αμπελοφάσουλα, τα οποία μαγειρεύαμε και ήταν πεντανόστιμα.
Την επόμενη μέρα, αφού είχε ξεπουλήσει τα προϊόντα της και είχε μαζέψει το λάδι και τις ελιές που ήθελε για το χειμώνα, φόρτωνε το γαϊδουράκι της, μας χαιρετούσε ικανοποιημένη  κι έφευγε χαρούμενη πίσω στο χωριό της.  Εγώ την ξεπροβόδιζα με ένα τόνο μελαγχολίας από τα σκαλοπάτια της σκάλας μας, από τα οποία την είχα υποδεχθεί χαρούμενος την προηγούμενη μέρα. Σκεφτόμουν με δέος τον ποδαρόδρομο που έκανε διασχίζοντας το βουνό, για να φτάσει στο χωριό της. Ένιωθα  ότι επιτελούσε άθλο, το κατάλαβα αυτό καλύτερα από τότε που είχα πάει και ο ίδιος στο Λιβάδι της Αράχοβας, στο καλύβι του παππού μου του Γιάννη, ένα καλοκαίρι, οπότε είχα ακριβή αίσθηση της επίπονης πορείας της θεια Δ’μητρούς μέσα στον Παρνασσό!
***
Πέρασαν τα χρόνια, μεγαλώσαμε, είχαν αρχίσει πια οι έγνοιες των μαθημάτων στο Γυμνάσιο και της πορείας μας στη ζωή. Η σκάλα μας,όμως, δεν απόμεινε ποτέ έρημη, τα νέα μικρά παιδιά της γειτονιάς  είχαν πάρει τη δική μας θέση, για να τη δώσουν κι αυτά με τη σειρά τους στα πιο νέα παιδιά της γειτονιάςκ.ο.κ.
Όταν αποφασίσαμε με τον αδελφό μου τη δεύτερη ανακαίνιση του σπιτιού, το πρώτο πράγμα που συμφωνήσαμε ήταν ότι δεν θα πειράξουμε τη σκάλα της εξώπορτας. Και όχι μόνο αυτό, αλλά αρνηθήκαμε να την επιστρώσουμε με το συνηθισμένο μάρμαρο, και πολλοί γείτονες αναρωτήθηκαν γιατί. Δεν σκέφτηκαν,όμως, ότι είχαν παίξει και οι ίδιοι, παλιότερα, στα ίδια αυτά σκαλοπάτια, που τώρα θεωρούσαν ότι έπρεπε να κρυφτούν κάτω από την ψυχρή επίστρωση μάρμαρου;
Χαίρομαι, όταν βρίσκομαι στο πατρικό μου σπίτι, τη στιγμή που ανοίγω την πόρτα μου, για να πάω στη αγορά, και συναντώ πάλι ένα τσούρμο μικρά παιδιά να κάθονται στα σκαλοπάτια και να παίζουν, άλλες φορές ήσυχα κι άλλες φορές με ζωηρές φωνές. Με το που ξεπροβάλλω, τους ζητώ αμέσως συγνώμη να περάσω, για να  μην τα ενοχλήσω.
Η σκάλα του σπιτιού μου ανήκει και σ’ αυτά, το έχω συνειδητοποιήσει εδώ και πολλά χρόνια, και το χαίρομαι ιδιαίτερα. Έχουν πια κι αυτά, μετά από τη διαδοχική χρήση εβδομήντα περίπου χρόνων, δικαιώματα συγκυριότητας στη σκάλα μου, λόγω... “παιδικής χρησικτησίας”, δικαιώματα που συνεχώς η κάθε νέα γενιά της γειτονιάς, τα κληροδοτείστην επόμενη νέα γενιά.
Η σκάλα του σπιτιού μου είναι κάτι σαν κλαδί δέντρου ή σαν καλώδιο ανάμεσα σε στύλους, όπου τα πουλιά έρχονται, στέκονται, τιτιβίζουν χαρούμενα, φεύγουν και ξανάρχονται, χειμώνες - καλοκαίρια…
***

Κουσούλτο και Νεράιδες

Χαρακτηριστικό της παλιάς αραχοβίτικης κοινωνίας, που διατηρήθηκε με ένταση μέχρι και τη δεκαετία του '60, ήταν το κουσούλτο το καλοκαίρι. Τι ήταν το κουσούλτο; Το λέει η ίδια η λέξη, λατινικής προέλευσης, consulto= συσκέπτομαι.
Ήταν, δηλαδή, οι καθημερινές συγκεντρώσεις σε σκάλες και πεζούλια έξω από τα σπίτια, τα καλοκαιρινά απόβραδα, σε κάθε γειτονιά του χωριού, κυρίως των γυναικών που είχαν τελειώσει τις δουλειές της μέρας και επιζητούσαν λίγη ξεκούραση, λίγη επικοινωνία και λίγη...κουτσομπολική ενημέρωση, αλλά καμιά φορά και των γερόντων, που δεν έβγαιναν πια στην αγορά.
Στο κουσούλτο έρχονταν να προσκολληθούν τα παιδιά μετά τον κάματο του απογευματινού τους παιχνιδιού, για να ακούσουν ιστορίες, να μάθουν νέα και να ρωτήσουν για θέματα που άκουγαν και δεν καταλάβαιναν. Λειτουργούσε, δηλαδή, σαν “αγορά” για τις γυναίκες, σαν “θερινά σεμινάρια” για τα παιδιά, ειδικά σε θέματα ….εξωτικών και φαντασμάτων(!)τέλος,και σαν “υπαίθριο καφενείο”, χωρίς καφέ φυσικά, για τους γέροντεςτης γειτονιάς.
Εκεί, πολύ μικρός  άκουσα πρώτη φορά για το “Ρώσο” και τον “Αμερικάνο” που τσακώνονται, εκεί έμαθα ονόματα συγχωριανών και τα παρατσούκλια τους, εκεί άκουσα  ιστορίες  με Γερμανούς και Ιταλούς στο χωριό, εκεί,τέλος,άκουσα ιστορίες για εξωτικά,νεράιδεςκαι φαντάσματα και η φαντασία μου οργίαζε.
Ειδικότερα, στο κουσούλτο της γειτονιάς μου, που γινόταν κυρίως στη σκάλα του σπιτιού μου, έδιναν και έπαιρναν οι ιστορίες  για τις νεράιδες της βρύσης του “Αϊ Γιάννη” (μέσα στο χωριό), για τα ξωτικά της βρύσης του  “Κουσίνου” (στις νότιες παρυφές του χωριού), για τα φαντάσματα σε στάνες τσοπάνηδων, σε σοκάκια του χωριού και σε χαγιάτια σπιτιών, για διαβόλους και τριβόλους στο “Πίσω Ρέμα” και στο “Κουκόρεμα”, ακόμα  και για “βουρδόλακες” (βρυκόλακες) είχα ακούσει.    
Καλύτερος αφηγητής απ’ όλους, με διαφορά, ήταν ο γέρο Τραντάφ’λλος. Κρεμόμασταν όλα τα παιδιά από τα χείλη του. Δεν θέλαμε να τελειώσει τη διήγησή του. Θυμάμαι και τη φράση που τακτικά χρησιμοποιούσε, για να επεξηγήσει κάτι και έλεγε: “Παραμοσχάρ”. Μην πάει ο νους σας σε μοσχάρι, απλά σημαίνει... “Παραδείγματος χάριν”(!), όπως κατάλαβα, αργότερα, όταν πήγα στο σχολείο.
Τα ακούσματα ήσαν, βεβαίως, πολύ ενδιαφέροντα κατά τη στιγμή της...κατανάλωσής τους από τα παιδικά μας αφτιά, αλλά μετά είχαν σοβαρές παρενέργειες. Αναστάτωναν τόσο τη φαντασία μας, που κατέληγαν να γίνονται  τυραννικά μέσα μας, όταν τις επόμενες μέρες έπρεπε νύχτα να περπατήσουμε μέσα στα στενά δρομάκια και σοκάκια του χωριού, για να φτάσουμε στα σπίτια μας, αν τύχαινε  οι δρόμοι να είναι άδειοι.
Επιστρατεύαμε, τότε, τις κάθε είδους άμυνές μας, αρχίζαμε να τραγουδάμε δυνατά ό,τι τραγούδι ξέραμε, από δημοτικό μέχρι λαϊκό, είμαστε μάλιστα  έτοιμοι και για άριες (παρότι, τότε,  δεν γνωρίζαμε το μουσικό αυτό είδος), αν κάποιος ίσκιος δεν εξιχνιαζόταν έγκαιρα μέσα μας, από διαβάτη που εμφανιζόταν ξαφνικά ή από κάποια γάτα που πηδούσε δίπλα μας με ένα σάλτο, έως ότου  πατήσουμε το κατώφλι του σπιτιού μας.
Θυμάμαι, μάλιστα, ότι όσο πλησίαζα στο σπίτι μου η καρδιά μου κτυπούσε ακόμα πιο  δυνατά κι ο φόβος μου  μεγάλωνε με επιταχυνόμενο ρυθμό, πιστεύοντας ότι να, όπου να ’ναι, θα εκδηλωνότανη αόρατη επίθεση των φαντασμάτων!
Λευτερωνόμουν από το φόβο μου, όχι μόλις άρπαζα το πόμολο της εξώπορτας, αλλά το πόμολο της πόρτας της κουζίνας. Απλά, στη μεταξύ των δύο πόμολων  απόσταση, αυτή δηλαδή του σκοτεινού σπιτικού διαδρόμου, φώναζα προειδοποιητικά και με δύναμη τη μάνα μου. Μόνο όταν έμπαινα στο φωτισμένο δωμάτιο, ένιωθα επιτέλους ανακουφισμένος.Η μάνα μου κάθε φορά μου ’λεγε:
“Τι φουνάιζ' μουρέ ζαλισμένου,κάθι φουρά που έρχισ’; Δω είμι. Που θα πάου;” 
Πού να ’ξερε τι διεργασίες φόβου γίνονταν στο παιδικό μυαλό μου; Καλές κι ενδιαφέρουσες οι ιστορίες του γέρο Τραντάφ’λλου, όταν τις ακούγαμε, αλλά τις επόμενες μέρες, μέχρι να ξεθυμάνουν στο μυαλό μας, τις πληρώναμεμε δυνατές δόσεις φόβου.
Στάθης Ασημάκης