Ποτέ δεν έμαθαν την λειτουργία του.
Ούτε κατάφεραν να συνειδητοποιήσουν
γιατί το κράταγαν τόσα χρόνια, αφού σε τίποτα δεν τους χρησίμευε. Ίσως
δεν το πέταξαν επειδή παρόλο που είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που
το απόκτησαν, τους σαγήνευε το χρώμα του το οποίο παρέμενε άφθαρτο και
γυαλιστερό. Αυτό το ‘’μηχάνημα’’, όπως
το αποκαλούσαν, ήταν κατασκευασμένο από μέταλλο που δεν σκούριαζε! Ένας ακόμα
λόγος που γλύτωσε ήταν οι μνήμες που κουβάλαγε από την εποχή που ήταν αρκετά
νεότεροι, τότε που δεν τους πέρναγε από το μυαλό ακόμα η ιδέα ότι μπορεί και να
γεράσουν.
Αποτελείτο από δύο ‘’σίδερα’’ κάθετα μεταξύ τους. Το οριζόντιο ακουμπούσε κατά το μήκος του στο έδαφος, έχοντας φάρδος δέκα πόντους και μάκρος ένα μέτρο. Το κάθετο είχε το ίδιο πλάτος αλλά στο μισό μέγεθος. Αυτό κατέληγε σε στρογγυλή χειρολαβή στην απάνω μεριά, στην οποία ήταν προσαρμοσμένο ένα επιπλέον ξεχωριστό κομμάτι, που συνδεόταν με συρματόσχοινο με τη βάση της κατασκευής, ίδιο με το χειρόφρενο ενός σύγχρονου …. σκούτερ. Στην ένωση των δύο κομματιών ένα διπλό γρανάζι γινόταν οδηγός μιας ντίζας η οποία ήταν τυλιγμένη σε μορφή ελικοειδούς σπείρας. Το οριζόντιο μέταλλο έμενε σταθερό στο έδαφος, ενώ αντίθετα το κάθετο μετακινείτο παλινδρομικά μπρος πίσω, με τον χαρακτηριστικό ήχο κρακ-κρακ-κρακ, αναγκάζοντας το γρανάζι να μαζεύει την ντίζα. Όταν όμως το φρένο από την χειρολαβή την ελευθέρωνε, ακουγόταν ένας εκκωφαντικός μεταλλικός θόρυβος…. Γκάααπ! και το ‘’μηχάνημα’’ επανερχόταν στην αρχική του αδράνεια, χωρίς όμως να έχει παραχθεί απολύτως κανένα χειροπιαστό έργο!!!! Το μόνο που έμενε στον όποιο παρατηρητή, από αυτό το εργαλείο ήταν η εντύπωση που προκαλούσε με την περίεργη εμφάνισή του και με τον τελικό θόρυβο που δημιουργούσε. Αυτό λοιπόν το παράξενο αντικείμενο ήταν ….λάφυρο πολέμου! και βρισκόταν σταλιασμένο εκεί σε μια γωνία του μαραγκούδικου σχεδόν είκοσι χρόνια.
Ο Σκαμπανόγγιανος και ο Μανθηγόγιαννος
, δυό Αραχοβίτες φίλοι από τα γεννοφάσκια τους, κατά την
Γερμανική κατοχή ήταν πλέον ώριμοι μεσόκοποι άντρες. Συμμετείχαν, όπως σχεδόν ολόκληρο το χωριό, στη νικηφόρα μάχη εναντίων των Γερμανών στη ‘’Σφάλα’’,
στις δέκα και έντεκα του Σεπτέμβρη του 1943. Από αυτή τη μάχη τις επόμενες
μέρες αποκόμισαν ως λάφυρο αυτό το παράξενο μηχάνημα, διαγουμίζοντας ένα μισοκαμένο
γερμανικό αυτοκίνητο και μεταφέρνοντάς το στην Αράχοβα φορτωμένο στο γαϊδούρι.
Στα νιάτα τους ασκούσαν και οι δυό το
ίδιο επάγγελμα, αυτό του μαραγκού, αλλά τώρα πλέον είχαν γεράσει περνώντας έτσι
στην τρίτη γραμμή εφεδρείας. Όμως επειδή από τη φύση τους ήταν άνθρωποι
χαρούμενοι, ευχάριστοι και κοινωνοί της ομορφιάς της ζωής, ποτέ δεν παραιτήθηκαν
από αυτή, παρόλα τα φαρμάκια και τα
βάσανα που κατά καιρούς τους κουβάλησε και τους πότισε. Έχοντας ως απάγκιο το
μαραγκούδικο που ήταν εγκαταστημένο στο ισόγειο του σπιτιού του Μανθηγόγιαννου,
το οποίο είχε περάσει πλέον στα χέρια των παιδιών του, αυτοί συνέχιζαν να
μαζεύονται εκεί ειδικά
τα Σάββατα, είτε για να περάσουν την ώρα τους συζητώντας, είτε άλλες φορές για
να οργανώσουν κανένα ‘’μεζέ’’ και ν’ αυτοσαρκαστούν κουτσοπίνοντας.
Στα μέσα μιας βδομάδας ενός Οκτώβρη στις
αρχές της δεκαετίας του ’60, ένα απρόσμενο δώρο ήρθε στα χέρια του
Σκαμπανόγιαννου. Ήταν μια βρασιά
ωραιότατα χωματίσ’α μπουμπόλια, φερμένα
από τον κτηνοτρόφο γαμπρό του, γυρεμένα στης
Κέρεσ’ όπου είχε κατεβάσει τα πρόβατα για χειμαδιό. Τα σαλιγκάρια ήταν ‘‘τακτοποιημένα’’ από την κόρη του και έτοιμα
για μαγείρεμα. Του τα έκαναν πεσκέσι, γνωρίζοντας τις αδυναμίες του και
ξέροντας ότι αυτά θ’ αποτελούσαν πόλο συσπείρωσης για τον πατέρα τους και τους φίλους του, ώστε να οργανώσουν με
τούτα ένα ακόμα ….συμπόσιο, ξεχνώντας για λίγο τα βάσανά τους και τις άσχημες
μνήμες του παρελθόντος.
Καταδεκτικός όπως ήταν ο γέρο
Σκαμπανέας πήρε τα σαλιγκάρια και τα έδωσε στη γυναίκα του φίλου του, μιας και
το σπίτι της ήταν ακριβώς από πάνω από το μαραγκούδικο, για να τα μαγειρέψει
ώστε να τα έχει έτοιμα το απόγιομα του Σαββάτου που θα μαζευόταν η παρέα, όπως
και έγινε.
Οι δυό φίλοι προσκάλεσαν και άλλους
δυό, δικούς τους, με τους οποίους ταίριαζαν. Τον Παναγιώτη και τον Όθωνα ώστε
να συμπληρωθεί το …..τραπέζι και ν’ αυγατίσουν οι…. απόψεις. Κρασί δεν χρειαζόταν να φέρουν
γιατί ο Μανθηγόγιαννος….. είχε τα βαγένια του ήταν ακριβώς δίπλα, στο κατώι του σπιτιού, ώστε να
‘’πιάνουν’’ όσο ήθελαν, αλλά και για να
το πίνουν …αζύγιαστο.
Η μαγείρισσα επειδή τους ήξερε, έβαλε
στο εκλεκτό φαγητό μπόλικα κρεμμύδια και αρκετή σάλτσα από σπιτικό πελτέ
ντομάτας περ’βολίσας. Το τοποθέτησε σε
απλωτό πήλινο σκεύος κι αφού του έριξε και λίγο επιπλέον καυτερό πιπέρι από
πάνω ……για να φτάσει, το κατέβασε στο
εργαστήριο.
Ήταν όλοι εκεί, καθισμένοι σε
ανέμελες στάσεις γύρω από ένα αυτοσχέδιο τραπέζι, σε πρόχειρα καθίσματα έχοντας
ξεκινήσει να κουτσοπίνουν κουβεντιάζοντας. Την υποδέχτηκαν χαρούμενοι και με
κομπλιμέντα θαυμασμού για το στόλισμα του περιεχόμενου της γαβάθας. Ένας από
την παρέα μάλιστα την φίλεψε με ένα γκ’μανό (παχύ) κομμάτι φρεσκοψημένο ψωμί το οποίο είχε ξιμηνυτέψει
από την δική του γυναίκα, ξεφουρνισμένο πριν από λίγες ώρες, κι ένας άλλος με
μια σφλέγγα (κομμάτι) γίδινο τυρί φερμένο από το σπίτι του.
Ύστερα τα μέλη της παρέα άρχισαν την μακρά τελετουργία του συμποσίου και την ανταλλαγή ….ρουφηχτών φιλιών με τα σαλιγκάρια καθώς και
την ατέρμονη συζήτηση μεταξύ τους!
Η σύνεση είχε βασική θέση στην διαδικασία, διότι
σκοπός τους δεν ήταν ούτε το φαγητό, αλλά ούτε και αυτό καθαυτό το κρασί ως
ποτό. Αυτοί οι τύποι ποτέ δεν έπιναν για να φτιάξουν …κεφάλι, παρά έπιναν για
να φτιάξουν κέφι και ν’ ανεβάσουν τα πνευματικά τους γράδα ώστε να γεννήσουν
ιδέες, προτάσεις και να εντρυφήσουν σε πνευματικές αναζητήσεις, τόσες όσες
απορρέαν από την πείρα της μακρόχρονης ζωής τους. Όσο για το φαγητό; αν και τον
συγκεκριμένο μεζέ τον θεωρούσαν εκλεκτό, κάθονταν στο πλάι του τραπεζιού και
όχι κατά πρόσωπο, δήθεν αδιαφορώντας γι’
αυτόν, τσιμπώντας όμως κατά διαστήματα και απολαμβάνοντάς τον, διότι γι’ αυτούς
προείχε η συζήτηση! Επομένως μεζές και κρασί αυτήν εξυπηρετούσαν! Ο ρυθμός του
τσιμπολογήματος όσο πέρναγε ο χρόνος,
επιβραδυνόταν αισθητά, γινόταν
διακεκομμένος με μεγάλα διαστήματα παύσεων, οι δε κινήσεις τους γίνονταν
ράθυμες και διακριτικές.
Πρώτευσα σημασία και καταλυτική
παρουσία είχε πάντα ο λόγος!
Περιττό βεβαίως να τονιστεί ότι θεωρούσαν αδιανόητο, να τοποθετήσουν
ατομικά πιάτα μπροστά από τον καθένα τους ! διότι αυτό το αντιλαμβάνονταν ως
πράξη προσβλητική και εξοβελιστέα, επειδή αυτού του είδους η συνεύρεση και η μοιρασιά, ήταν γι’ αυτούς
μορφή ακραίας συντροφικότητας.
Μερικές φορές οι μοίρες διαλέγουν
κάμποσες συμπτώσεις στη ζωή και τις βάζουν σε τέτοια αράδα ώστε το αποτέλεσμα να εκπλήσσει
ακόμα και τον πιο ψύχραιμο άνθρωπο, δημιουργώντας ενίοτε απίστευτα ευτράπελα
γεγονότα.
Όσο οι τέσσερις συνδαιτυμόνες έτρωγαν
κι έπιναν καλαμπουρίζοντας, από μακριά στο βάθος του δρόμου φάνηκε να έρχεται
προς το μέρος τους ο Θόδωρος! Αυτός ήταν
ένας μεσόκοπος άντρας του χωριού, αρκετά νεότερος από τους μετέχοντες στο
συμπόσιο, στον οποίο ο ιδιοκτήτης του σπιτιού είχε αναθέσει να του κουβαλήσει
με τα γαϊδουρομούλαρα που διέθετε, κάποια φορτώματα ξύλα ελιάς από τα κτήματά
του στον ελαιώνα, στο χωριό, ενόψει του χειμώνα. Πράγματι αφού αυτός, από την
προηγούμενη μέρα, τελείωσε την δουλειά που είχε αναλάβει, ποστιάζοντας τα κομμένα κλωνάρια απ’ έξω από το κτήριο, τώρα
ερχόταν να πληρωθεί. Είχαν συμφωνήσει την αξία του αγωγιού στις πενήντα δραχμές, τις οποίες ο γέρο
Μανθηγόγιαννος τις είχε στην τσέπη του σε ….λιανά. Μάλιστα από κάποιο
παιχνίδισμα της τύχης τα ίδια χρήματα τα είχε, αλλά με τη μορφή ενός χάρτινου πενηντάρικου ολοκαίνουριου
και …ατσαλάκωτου, ένας θεός ξέρει που το ξιμηνύτεψε (το βρήκε), και ο φίλος του
ο Σκαμπανέας, γεγονός που οι δυό τους το
είχαν προηγουμένως σκωπτικά κουβεντιάσει!
Φτάνοντας ο Θόδωρος σιμά, τους χαιρέτησε:
- Για σας πατριώτες! Καλοπερνάτε βλέπω!
- Καλώς τον Θόδωρο τον καλό, κάτσε στην
παρέα μας να πάρεις δυό αμτσές(μπουκιές) για να πιείς μια στραβή (ένα ποτήρι
κρασί)!
Τον προσκάλεσαν εγκάρδια οι
συμπατριώτες του.
Έκατσε ρούφηξε δυό τρία σαλιγκάρια, έκανε μερικές βούτες στη
σάλτσα, ήπιε και κάμποσα ποτήρια κοκκινέλι και στάθηκε η καρδιά του! Ύστερα
σηκώθηκε όρθιος κι
ετοιμάστηκε να φύγει, για να μην τους γίνεται βάρος όπως τους είπε, αφού
προηγουμένως θα πληρωνόταν.
Τότε ο Μανθέος, χωρίς να σηκωθεί, κοιτώντας
τον Σκαμπανέα με νόημα, συνεννοήθηκε νοερά μ’ αυτόν και του απευθύνθηκε ξεκινώντας μια θεατρική σκηνή πλάκας μαζί του!.
- Ρε Γιάννη, κόψε ένα πενηντάρι και δώστο στον Θόδωρο που του το χρωστάω, για
τα ξύλα που έφερε!
- Ένα να κόψω, ή να τυπώσω καμπόσα
ακόμα για να …..έχουμε;
- Κόψε ένα για να τον ξοφλήσω και όσο για μας, θα …..τυπώσουμε άλλα, άλλη
ώρα, γιατί δεν φτάνει το ….χαρτί!
Ο Σκαμπανόγιαννος σηκώθηκε,
κατευθύνθηκε με θεαματικές αργές κινήσεις
προς το ‘’μηχάνημα’’ στο βάθος του μαγαζιού, έπιασε με το ένα χέρι την λαβή,
πάτησε με το πόδι του το οριζόντιο τμήμα για να το σταθεροποιήσει και αφού
έβαλε το καινούριο πενηντάδραχμο στη βάση
του, φροντίζοντας να μην τον δουν από την ομήγυρη, άρχισε με τέμπο να κουνάει
πέρα δώθε το μεταλλικό μέλος του ‘’μηχανήματος’’! Όσο πλήθαιναν αυτές οι
κινήσεις, τόσο η ντίζα συσπειρωνόταν όλο και περισσότερο, μετατρέποντας τα
συνεχόμενα κρακ -κρακ-κρακ που ακούγονταν από το γρανάζι σε όλο και πιο
πνιχτούς θορύβους. Στο τέλος αφού αυτό είχε ‘’φορτώσει’’, ελευθέρωσε το φρένο
της χειρολαβής επαναφέροντας έτσι την ντίζα στην αρχική της θέση μ’ ένα
εκκωφαντικό Γκάααπ! Ταυτόχρονα το
καινούριο πενηντάρικο εκτοξεύτηκε για λίγο στον αέρα για να καταλήξει στο
έδαφος δίπλα στον εμβρόντητο Θόδωρο!
Ο ….. ‘’παραχαράκτης’’ έσκυψε το
σήκωσε από το έδαφος, το τίναξε, το φύσηξε και του το έδωσε με επισημότητα!
Αυτός με τρεμάμενα χέρια το πήρε και
αφού το περιεργάστηκε, έκπληκτος ψέλλισε με φωνή που μόλις ακουγόταν:
- …..Τττττί, κόβ’τι κι λεπτά τώρα;
- Ναι, όποτε έχουμε ανάγκη κόβουμε!
έχουμε το μηχάνημα! γιατί;
- Αυτό είναι αληθιανό δηλαδή;
- Βεβαίως, μπορείς να πας να
ψωνίσεις!
- ………………Μπορείτε να κόψτι κι άλλα;
- Όσα χρειαζόμαστε!
- ………………Κόβ’τι κι μεγαλύτερα;
- Ναι, ό,τ’ λουγιά θέλουμ’!
- ……………..Κόψεμ’ κάνα δυό ακόμα!
- Γιάννη, έχουμε άλλο χαρτί; (Ρώτησε με
σοβαρότητα ο όρθιος Γιάννης, τον άλλον
που καθόταν με τους υπόλοιπους και παρακολουθούσαν).
- Όχι! σου το είπα, δεν έχουμε άλλο, σώθηκε!
Αύριο που θα κατεβώ στη Λιβαδιά θα φέρω καινούριο! (Απάντησε ο αδερφοπ’τός του με αφοπλιστική ειλικρίνεια).
- Θόδωρε, έλα μεθαύριο, που θα έχει φέρει ο
Γιάννης φρέσκο χαρτί και θα σου κόψω καμπόσα! (του είπε εμπιστευτικά, με χαμηλή
φωνή!)
Οι υπόλοιποι της παρέας στην αρχή κόντεψαν να το πιστέψουν κι αυτοί, αλλά στη συνέχεια επειδή τους
ήξεραν τι καλαμπουρτζήδες είναι, έδωσαν βάση και κατάλαβαν την …..ματσακονιά! οπότε
χαμογελαστοί , χαρούμενοι και με
περιέργεια παρακολουθούσαν την έκβαση της παράστασης. Όλοι περίμεναν ότι και ο Θόδωρος θα καταλάβαινε το αστείο κι
επομένως η πλάκα θα σταμάταγε εκεί!
Όμως έκαναν λάθος!
Ο Θόδωρος ευχαριστημένος αλλά
προβληματισμένος πολύ, έβαλε το πενηντόχαρτο στην τσέπη του, χαιρέτησε και
έφυγε, ενώ οι τέσσερις φίλοι συνέχισαν το σουαρέ, κουβεντιάζοντας το συμβάν και
αναλύοντας, γελώντας, τον τρόπο που οι Γιαννάδες συνεννοήθηκαν με τα μάτια για
να πλανέψουν τον συμπατριώτη τους.
Είναι γεγονός ότι ‘’το γλυκοφάι, έχει
και πικροχέσι’’, αλλά αν και αυτοί το
γνώριζαν, εκείνη την ώρα δεν μπορούσαν να φανταστούν την ταλαιπωρία που τους
περίμενε!
Ο πλανεμένος φουκαράς Χωρικός κατευθύνθηκε
βιαστικά προς την αγορά και μπήκε στο πρώτο μπακάλικο που συνάντησε μπροστά του, αδημονώντας να ψωνίσει λίγα τρόφιμα ώστε να
διαπιστώσει την γνησιότητα του χαρτονομίσματος.
Όταν ακούμπησε το ολοκαίνουργια
πενηντάρικο στον πάγκο του μπακάλη για να πληρώσει τα ψώνια του, αυτός βλέποντάς
το τον ρώτησε σκωπτικά:
- Θόδωρε έκανες ……ανάληψη από τις
καταθέσεις σου στην τράπεζα; Βλέπω λεφτά φρέσκα και σπαρταριστά, σαν τα ….ψάρια!
Αυτός χαμογελώντας και αφού πήρε τα
ψώνια μαζεύοντας και τα ρέστα για να
είναι σίγουρος ότι δεν θα του τα πάρει πίσω, του είπε την ….αλήθεια! Του
εξιστόρησε συνωμοτικά τα πάντα για την προέλευση των χρημάτων, δίνοντας ακόμα
μεγαλύτερη έμφαση στην διαδικασία……. εκτύπωσης του πενηντόφραγκου!!!
Μετέφερε τα ψώνια στο σπίτι του και
στη συνέχεια ξαναβγήκε στα καφενεία της αγοράς, διαδίδοντας το συμβάν σε όσους
ήθελαν να τον ακούσουν, με αποτέλεσμα από στόμα σε στόμα σε δυό ώρες να έχει
βουίξει το χωριό για την ‘‘παραχάραξη’’ των νομισμάτων και τους αυτουργούς.
Περασμένες εννιά το βράδυ και η
παρέα των τεσσάρων γερόντων φίλων, έχοντας εξαντλήσει συζητώντας όλα τα θέματα
της ….ατζέντας, ετοιμάζονταν να σημάνουν το τέλος αυτής της συνάντησης, χωρίς
όμως να ορίσουν την ημερομηνία της επόμενης! Άλλωστε δεν βιάζονταν!
Τις δυο πλευρικές εισόδους του
μαγαζιού τις κατέλαβαν δυό χωροφύλακες, ο διοικητής τους κι ένας
επιστρατευμένος …… δραγάτης (αγροφύλακας)! Όλοι ένστολοι! Φόρεσαν ….βραχιόλια
και στους τέσσερις, κατάσχεσαν και το ‘’μηχάνημα’’ και ύστερα τους οδήγησαν στο
σταθμό της χωροφυλακής στο κέντρο του χωριού. Τους ανέκριναν μέχρι αργά τη
νύχτα. Είχαν κατασχέσει επίσης και το πενηντάρικο από τον εξαγριωμένο
διαμαρτυρόμενο μπακάλη!
Διανυκτέρευσαν στο σταθμό χωροφυλακής
και το πρωί τους μετέφεραν με ταξί στην Λιβαδιά. Ο τοπικός διοικητής του
σταθμού της Αράχοβας, φοβούμενος να πάρει πάνω του την υπόθεση, να καταλάβει
δηλαδή ότι όλ’ αυτά ήταν μια φάρσα της στιγμής, έδιωξε το βάρος από την πλάτη
του στέλνοντάς τους…πάρα κάτω!
Ο δικαστής, θυμωμένος με τον διοικητή, στον οποίον συνέστησε να μην
ταλαιπωρεί τον κόσμο χωρίς λόγο, τους αθώωσε! Τα στοιχεία
δεν ήταν επαρκή για να στοιχειοθετηθεί το ….αδίκημα της ‘’παραχάραξης κρατικού
νομίσματος’’, σύμφωνα με τον νόμο, όπως το χαρακτήρισε! Έδωσε εντολή να
επιστραφεί το πενηντάδραχμο στον άτυχο μπακάλη, ο οποίος ήταν παρών
διεκδικώντας με φωνές τα λεφτά του, αλλά
κράτησε το ‘’μηχάνημα’’ για ….περεταίρω έρευνα!
Το ημερολόγιο θύμιζε ότι ήταν Οκτώβριος του 1963 !
ΜΠΟΥΜΠΟΛΙΑ Χωματίσα ΓΙΑΧΝΙ!
(Σαλιγκάρια- Χοχλιοί για την Κρήτη- Καράολοι για την Κύπρο)
Ιδανική εποχή για το μάζεμα των σαλιγκαριών είναι οι σαράντα μέρες πριν
την Λαμπρή. Όταν τα μαζέψουμε τα βάζουμε σε ένα δοχείο στο οποίο έχουμε
τοποθετήσει σπασμένα μακαρόνια για να φάνε και να καθαρίσουν καλά, για μια
βδομάδα περίπου. Στη συνέχεια τα τοποθετούμε σε δίχτυ για να τα διατηρήσουμε, ή
αν είναι ήδη έτοιμα (σακασμένα)ακολουθούμε την παρα κάτω διαδικασία. Αν είναι
πολλά ακολουθούμε το πρώτο στάδιο της διαδικασίας βρασμού και στη συνέχεια τα
διατηρούμε στην κατάψυξη.
I.
Τα βάζουμε σε μία λεκάνη, που έχει νερό μέχρι τη μέση, και τη σκεπάζουμε
με καπάκι αλλά να παίρνουν αέρα, προσθέτοντας κάποιο βάρος από επάνω. Τα αφήνουμε εκεί για δυο τρείς ώρες.
Όσα είναι ζωντανά, θα βγουν από το κέλυφος τους, θα βγάλουν τα κερατάκια τους και θα αρχίσουν να κόβουν βόλτες.
II.
Στη συνέχεια, τα πλένουμε και τα βάζουμε σε μία μεγάλη κατσαρόλα με κρύο
νερό και τα τοποθετούμε επάνω στη φωτιά. Μόλις αρχίσουν να βράζουν, τα
ξαφρίζουμε και, έπειτα από είκοσι λεπτά βρασμού περίπου, ρίχνουμε ξίδι και αλάτι. Τότε θα βγάλουν όλα τα σάλια
τους και πολύ αφρό. Εμείς βέβαια θα συνεχίσουμε να ξαφρίζουμε χωρίς σταματημό,
ώσπου να καθαρίσει το νερό.
III.
Ύστερα από μισή ώρα σύνολο περίπου, τα κατεβάζουμε από τη φωτιά και
χύνουμε το ζεματιστό νερό τους , τα πλένουμε με κρύο νερό και τα αφήνουμε στο
σουρωτήρι να κρυώσουν.
IV.
Με ένα κοφτερό μαχαίρι κόβουμε το πίσω μέρος τους, έτσι ώστε να καθαρίσει
εντελώς , ενώ από την τρύπα, που ανοίγουμε κόβοντάς τα, μπαίνει μέσα τους το
αλάτι και το ξύδι και γίνονται ποιο νόστιμα. Προσοχή! Μπορούμε και να μην τα ‘’ξεκολιάσουμε’’ αν τα
έχουμε ταΐσει προηγουμένως, για να είναι
σακασμένα (έτοιμα για μαγείρεμα).
V.
Τα πλένουμε τρεις τέσσερις φορές για να φύγουν όλα τα κομματάκια από τα
τσόφλια. Και τα σαλιγκάρια μας είναι έτοιμα για μαγείρεμα.
ΥΛΙΚΑ ( για 4-5 μερίδες)
• 40-50 σαλιγκάρια
• 5 μεγάλα ξερά κρεμμύδια
• 5 σκελίδες σκόρδο
• 2 φύλλα δάφνης
• αλάτι
• πιπέρι μαύρο σε σπυριά
• Πιπέρι κόκκινο
•
λίγο κύμινο
• 3 γαρίφαλα
• 1 ξύλο κανέλα
• 150 γραμμάρια λάδι
• 1 ποτήρι κρασί μαύρο
•
1 κουταλιά πελτέ
Εκτέλεση:
1. Καθαρίζουμε και ψιλοκόβουμε τα
κρεμμύδια και τα σκόρδα.
2. Τα σοτάρουμε ελαφρώς με το λάδι μας
μες στον ταβά, σε σιγανή φωτιά.
3. Βάζουμε κατόπιν στον ταβά τα
σαλιγκάρια μας
4. Προσθέτουμε λίγο νερό και τ’ αφήνουμε
να βράσουν για δέκα λεπτά.
5. Σβήνουμε με το κρασί και προσθέτουμε
τα μυρωδικά, τα μπαχαρικά και τον πελτέ
, λιωμένο και αραιωμένο.
6. Τ’
αφήνουμε να βράσουν, για άλλα δέκα λεπτά όλα μαζί, ανακατεύοντας
κάπου
-κάπου.
7. Χαμηλώνουμε τη φωτιά και βράζουμε μέχρι να σωθούν τα
ζουμιά του
φαγητού μας και να
μείνει με το λάδι!
8. Σερβίρουμε ζεστά!
Με αυτό το πιάτο η παρουσία της φέτας
θεωρείται απαραίτητη, καθώς και μια τηγανιά πατάτες, όπως επίσης και μια πράσινη
σαλάτα. Ένα ροζέ κρασί θ’ απογειώσει τα …γράδα της πνευματικής επικοινωνίας των
συνδαιτημόνων!
Μπουμπόλια Λιθαρίσ’α με χόρτα!
Υλικά:
· 60-75 σαλιγκάρια.
· Διάφορα χόρτα ανάλογα την εποχή:
Σπανάκι, λάπαθα, σέσκουλα, στρέφλα, μυρμνίδες (αν έχουμε στην κατάψυξη),
παπαρούνες, πρασλήθρες, καυκαλήθρες (λίγες), μαϊντανό, φρέσκα κρεμμύδια, άνηθο
ή μάραθο κ.λ.π.
· Ένα φλυτζάνι λάδι.
· Δυό κρεμμύδια ξερά ψιλοκομμένα.
· δύο σκελίδες σκόρδο ψιλοκομμένο.
· Μια κουταλιά σούπας πελτέ ντομάτας .
· Ένα κιλό ντομάτες φρέσκες τριμμένες.
· Αλάτι, πιπέρι.
Μαγειρεύω:
1. Ακολουθούμε την ίδια, όπως
προηγουμένως, διαδικασία προετοιμασίας
για τα σαλιγκάρια.
2. Έχουμε ετοιμάσει τα χόρτα τα οποία τα
έχουμε κόψει ψιλά.
3. Βάζουμε στην κατσαρόλα το λάδι, τα ξερά
κρεμμύδια ψιλοκομμένα, το σκόρδο και τα χόρτα και τα τσιγαρίζουμε μέχρι να
μαραθούν.
4. Προσθέτουμε τον πελτέ, την ντομάτα,
το αλάτι και το πιπέρι και τ’ αφήνουμε να βράσουν για είκοσι λεπτά.
5. Προσθέτουμε τα σαλιγκάρια και
βράζουμε άλλα είκοσι λεπτά.
6. Μπορούμε να τα τοποθετήσουμε στη συνέχεια σε ταψί και να τα ψήσουμε σε προθερμασμένο φούρνο μέχρι να ροδίσουν τα χόρτα. Διαφορετικά δοκιμάζουμε αν έγιναν τα χόρτα και εάν είναι έτοιμα τα σερβίρουμε, χωρίς να τα βάλουμε στο φούρνο.
Συνταγή Έξτρα!
Χοχλιοί (μπουμπόλια) μπουμπουριστοί.
Το κρασί σ’ αυτό το μαγείρεμα, πρέπει να είναι κόκκινο μπρούσκο! Βεβαίως
πάντα θα έχουμε κατά νου ότι το καλύτερο κρασί δεν είναι απαραίτητα το πιο
ακριβό, αλλά αυτό που μοιραζόμαστε.


