Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2020

Ο Χαραλάμπης

 Αναμνήσεις στην Αράχωβα. Συνέχεια...


Της Άλτα Φίλου - Πατσαντάρα

Είχε το «μαγαζί» του, μια τρύπα δηλαδή, στο ισόγειο του Χαρίτου, κοντά στο Δημοτικό. Όλη τη βδομάδα ήταν θεόκλειστο, το βλέπαμε που περνούσαμε για να πάμε στο σχολείο.Μόνο την Παρασκευή άνοιγε διάπλατα την ξύλινη πόρτα του, οκτώ με δέκα το βράδυ και την ίδια ώρα πάλι την επόμενη, το σαββατόβραδο. Πουλούσε κυρίως γυναικείο ρουχισμό, από εσώρουχα μέχρι φορέματα, μπλούζες και φούστες, που τις είχε σε κρεμάστρες στους τοίχους δεξιά και αριστερά μπαίνοντας μέσα, γιατί βιτρίνα της προκοπής δεν είχε βέβαια το μαγαζί. Ακόμα και είδη προικόςέφερνε, αν του γινόταν επί τούτου παραγγελία. Ήταν, έλεγαν, μεγάλος και τρανός έμπορας στην Άμφισσα με μεγάλο μαγαζί και εξίσου μεγάλη επιγραφή απ΄έξω, «Γυναικεία ενδύματα, Χαράλαμπος Ξηρός». Εκεί το μαγαζί είχε και βιτρίνες από πάνω μέχρι κάτω στους τοίχους, που τραβούσαν σα μαγνήτης τα μάτια των γυναικών από τα γύρω χωριά, που κατέβαιναν επί τούτου για τις αγορές τους. Θα τον θυμούνται σίγουρα οι παλιές Δελφιώτισσες, Χρισσαϊτισσες και Ιτιώτισσες. Θαρρώ πως μόνο στο δικό μας χωριό ερχόταν ανελλιπώς και αυτοπροσώπως κάθε βδομάδα με ένα παλιό κλειστό φολκσβάγκεν και  με την πραμάτεια του μέσα σε βαλίτσες. Λέγανε, πως παλιότερα περνούσε κι αυτός στο χωριό με  τους μπόγους του από γειτονιά σε γειτονιά, όπως έκαναν και άλλοι πλανόδιοι έμποροι. Έτσι γνώριζε προσωπικά την κάθε νοικοκυρά και το νοικοκυριό της.

 Ήταν κάπου εκεί αρχές του ΄60 που η οικονομική κατάσταση των γυναικών της Αράχωβας καλυτέρευσε γιατί τα αραχωβίτικα υφαντά είχαν μεγάλη πέραση και οι γυναίκες κανόνιζαν τους λογαριασμούς τους απ΄ευθείας με τους εμπόρους του χωριού, χωρίς τη μεσολάβηση, τις περισσότερες φορές, των ανδρών τους. Είχαν λεφτά στα χέρια τους δηλαδή και μπορούσαν ελεύθερα να τα διαχειρίζονται. Ο Χαραλάμπης το αντιλήφθηκε έγκαιρα και έτσι έδωσε αέρα στην επιχείρησή του. Αντί να πηγαίνει αυτός στις γειτονιές με το μπόγο του ερχόντουσαν τώρα οι γειτονιές σ΄αυτόν, εκεί στο ιδιότυπο μαγαζάκι του. Καλός και έξυπνος έμπορας και μάστορας στο χειρισμό των πελατισσών του.

«Το έχω παραγγείλει κάνα-δυο βδομάδες τώρα, ναι δώ θα μου το φέρει αύριο ο Χαραλάμπης…».Ο γυναικείος πληθυσμός του χωριού από την Πέμπτη ήδη σχεδίαζε τη βόλτα του προς τα εκεί, πολλές φορές δυο-τρεις γειτόνισσες μαζί, έτσι για να έχουν να συζητάνε μετά στο κουσούλτο, κουτσομπολεύοντας τι πήρε η μια και τι η άλλη και να γελάνε για να περνάει η ώρα.

Συνωστισμός γινόταν κάθε Παρασκευή και Σάββατο βράδυ έξω από το μαγαζίκι αν πεις για μέσα, «πατείς με-πατώ σε» μέχρι να φτάσει η κάθε μια ως τον πάγκο μπροστά και να ακουμπήσει τους αγκώνες της επάνω δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο στον έμπορα ότι ήλθε η σειρά της να την εξυπηρετήσει. Ο Χαραλάμπης, όρθιος και χαμογελαστός πάντα πήγαινε σβέλτα πέρα δώθε πίσω από τον πάγκο και καλωσόριζε την κάθε μια με το όνομά της. Έμπορας και με τη βούλα, που λένε. Αν  η πελάτισσα είχε τυχόν κάτι παραγγείλει έστριβε ελαφριά στο πλάι και έβγαζε από μια μεγάλη βαλίτσα την νάυλον σακούλα με τα πράγματα της παραγγελίας, σβήνοντας ταυτόχρονα στο δεφτέρι, με το μολύβι που είχε μονίμως περασμένο στο δεξί αφτί του, το όνομα. Η νάυλον σακούλα περνούσε στα χέρια της πελάτισσας και το χαρτονόμισμα, μετά το σχετικό παζάρι, στην τσέπη του Χαραλάμπη. Είχε όμως και το νου του στις επόμενες πελάτισσες που ψαχούλευαν με την ησυχία τους και μέχρι να έρθει η σειρά τους, στις δυο μικρότερες βαλίτσες που ήταν ανοικτές μπροστά του επάνω στον πάγκο με όλων των ειδών και μεγεθών εσώρουχα μέσα. Αυτά τις άφηνε να τα διαλέγουν μόνες τους οι γυναίκες και μόνο όταν ήταν να τα μετρήσει για να πληρώσουν, τα έπαιρνε με μια αποφασιστική κίνηση και τα έχωνε βιαστικά σε μια μπλε νάυλον σακούλα. Ε, όχι και να είναι στην κοινή θέα τα απόκρυφα της κάθε μιας… Το είχε μέλημα κι αρχή αυτό ο έμπορας, να επιτρέπει δηλαδή στην κάθε μια τον ιδιωτικό της χώρο, ειδικά σ΄αυτά τα είδη των αγορών. Γιατί αν πεις για το άλλο εμπόρευμα, για μια μπλούζα για παράδειγμα που η τάδε την είχε παραγγείλει σε «πρασινάκ΄» αλλά βγήκε προς το λαχανί, εκεί κανένας δεν τον έφτανε τον Χαραλάμπη στην προσπάθεια να πείσει την πελάτισσά του, ότι αυτή η απόχρωση ήταν στη μόδα τώρα και ότι της φώτιζε το πρόσωπο -βγαίνοντας και από τον πάγκο του στην ανάγκη για να την προβάρει απάνω της- ενώ το άλλο το «πρασινάκ΄» που ήθελε θα την «σκότωνε»! 

«Ε, αφού το λες και συ, θα την πάρω και θα ιδούμε, αν δεν μ΄αρέσει όμως, την άλλη Παρασκευή που θα ρθεις θα σου την φέρω πίσω να την αλλάξεις…». Οι αλλαγές έδιναν και έπαιρναν από την μια βδομάδα ως την επόμενη και αυτές ήταν που έκαναν τον Χαραλάμπη περιζήτητο. Είχαν βλέπεις οι γυναίκες μια βδομάδα καιρό, να το προβάρουν το προϊόν, να το καλοκοιτάξουν μόνες τους στο σπίτι στον καθρέφτη με την ησυχία τους, αλλά και να το επιδείξουν στη γειτονιά για να πάρουν την τελική συγκατάθεση ή να εισπράξουν την απόρριψη και να έχουν έτσι λόγο πάλι για βόλτα για να το επιστρέψουν.

«Ας είναι καλά ο Χαραλάμπης! Κάνουμε και τη βόλτα μας το βραδάκι!», έλεγαν γελώντας η μια στην άλλη.

Και να πεις ότι δεν είχε το χωριό καλά μαγαζιά για να ντύνεται ό κόσμος, αυτό όμως το αδιαχώρητο μπροστά στην «τρύπα» του Χαραλάμπη δεν είχε το ταίρι του. Είχε καταφέρει να γίνει απαραίτητος και το απέδειξε το γεγονός, που διηγόταν μια γειτόνισσα για το πάθημα της κουνιάδας της που χρειάστηκε να μπει επειγόντως στο νοσοκομείο και ήθελε 2-3 αλλαξιές καινούργια εσώρουχα. Δεν της ερχόταν καλά να πάει με τα παλιά στους γιατρούς. Έλα όμως που ντρεπόταν κιόλας να πάει μεσοβδομαδιάτικα που τα χρειάστηκε στους ντόπιους εμπόρους και να τα αγοράσει. Θα την έβλεπαν αυτοί μετά στην αγορά, έλεγε με αποτροπιασμό, και θα σκεφτόντουσαν τα εσώρουχα που φορούσε…

«Μη σκας», την πρόλαβε η κουνιάδα της, που ήταν γνωστή για τις ιδέες που κατέβαζε η κούτρα της σε τέτοιες περιπτώσεις, «θα πάω εγώ μέσα στον Κομνά και θα σου τις αγοράσω. Εσύ στεριώσου απ΄έξω, μπροστά στο παράθυρο της βιτρίνας και περίμενε. Θα κάνω τάχα ότι θέλω να δω την ποιότητα στο φως προς το παράθυρο και συ θα μου κάνεις νόημα απ΄έξω, αν είναι το σωστό νούμερο». Και σηκωνόταν όρθια στο κουσούλτο, ξεκαρδισμένη από τα γέλια και παρίστανε, πώς σήκωνε και κρατούσε τεντωμένο το εσώρουχο, με τα δυο της χέρια από μέσα από το μαγαζί για να το δει η κουνιάδα της, που ήταν απέξω και χάζευε τάχα τη βιτρίνα, για να αποφασίσει κάνοντάς της νόημα αν συμφωνούσε. Να, από κάτι τέτοια τις έβγαζε ασπροπρόσωπες τις γυναίκες του χωριού ο Χαραλάμπης και γι΄αυτό τον αγαπούσαν όλες.

Πάτησα κι εγώ το ποδαράκι μου στο μαγαζί του, μια Μεγάλη Πέμπτη που κατ΄εξαίρεση είχε έρθει από την Άμφισσα, γιατί είχε πολλές παραγγελίες για το Πάσχα και του Αι-Γιωργιού στην Αράχωβα, που έπεφταν εκείνη τη χρονιά μαζί. Πηγαίνοντας λοιπόν το βράδυ προς την εκκλησία για τα δώδεκα ευαγγέλια με πήρε η θεία μου, που ήταν τακτική του πελάτισσα, αγκαζέ και τραβήξαμε ευθεία το δρόμο για να μη πάει μοναχή της μέσα από την αγορά, όπως δικαιολογήθηκε. Η υπόλοιπη γειτονιά συνέχισε προς την εκκλησία της Παναγίας κατηφορίζοντας χαμηλά από τα σκαλοπάτια του Καραθανάση. Φτάσαμε στο μαγαζί και με τράβηξε η θεία μου να μπω κι εγώ μέσα μαζί της. Τρύπωσα από περιέργεια ανάμεσα από τις άλλες γυναίκες και βρέθηκα, πριν από τη θεία μου, μπροστά στον πάγκο με τις ανοιχτές βαλίτσες. Σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου για να δω τι είχαν μέσα. Με πήρε φυσικά αμέσως χαμπάρι το μάτι του Χαραλάμπη και έβαλε τις φωνές. Όχι βέβαια γιατί φοβήθηκε για το εμπόρευμα, αλλά γιατί αντίκρυσε, αυτός που τίποτα δεν του ξέφευγε, τα δυο λεπτά ξυλάκια από ρίγανη, με τα οποία μου είχε τρυπήσει η θεία μου τα αφτιά μου μια μέρα πριν και ήταν ακόμα ματωμένα. Φαντάζομαι τη φρίκη του στο θέαμα που αντίκρυσε, γιατί θυμάμαι ακριβώς τα λόγια του.

«Καλέ, τι πρωτόγονα πράματα είναι αυτά; Έλα Θεέ και Κύριε! Πού ζείτε εσείς εδώ πάνω…Τίνος είναι αυτό εδώ;» Η θεία μου, που δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί της, παραμέρισε τις άλλες, μπήκε μπροστά και τον έβαλε στη θέση του, που τόλμησε να αμφισβητήσει τη δουλειά της. Με την ευκαιρία διεκδίκησε και πήρε και την νάυλον σακούλα με την παραγγελία της, όσο και να φώναζαν οι άλλες ότι τους πήρε τη σειρά. Ούτε που καταδέχτηκε να τους απαντήσει…Με τράβηξε από το μανίκι και βγήκαμε στο δρόμο, χωρίς να δώσει σημασία στο σούσουρο που είχε δημιουργηθεί.

«Ποιος; Ο Χαραλάμπ΄ς! Ακούς εκεί να μας πει και πρωτόγονους… που εμείς τον κάναμε έμπορα... Αμ, θα του τα σούρω εγώ την άλλη φορά… Δεν θα τον αφήσω έτσι…», μονολογούσε για μέρες μετά συγχυσμένη και καθώς παρακολουθούσε σχολαστικά τις τρύπες στα αφτιά μου για να μη κλείσουν, γυρίζοντας ελαφρά τα κλωναράκια της ρίγανης κάθε τόσο και λιγάκι. Θυμάμαι ακόμα εκείνο τον πόνο, που όμως τον γλύκαινε η υπόσχεση, ότι θα μου χάριζε, όπως μου έλεγε, τα δικά της χρυσά σκουλαρίκια, που κρέμονταν στ΄αφτιά της για να τα βάλω εγώ στα δικά μου, όταν μεγάλωνα. 

Ήμουν μαθήτρια της Τετάρτης Δημοτικού και αυτός ήταν ο  μόνος τρόπος στο χωριό για να τρυπήσει κανείς τ΄αφτιά του τότε, αν του άρεσαν τα σκουλαρίκια…