Κυριακή 17 Απριλίου 2022

Η Μεγαλοβδομάδα

 

«Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός»,
από τον καλλίφωνο, αείμνηστο, Παπα Λουκά, στον Αϊ Γιώργη.

Της Άλτας Φίλου - Πατσαντάρα

Οι νυχτερινές ακολουθίες των Χαιρετισμών και της Μεγάλης Εβδομάδας στάθηκαν από τις μεγαλύτερες κρυφές χαρές των παιδικών και εφηβικών μου χρόνων. Θαρρώ, πως μόνο όσοι μεγάλωσαν σε χωριό θα μπορέσουν να καταλάβουν την συγκίνηση που με καταλάμβανε με το άκουσμα της καμπάνας τo βράδυ της πρώτης Παρασκευής των Χαιρετισμών. Αλλαγή εποχής! Έμπαινε η άνοιξη, το μάζεμα της ελιάς -μέσο βιοπορισμού πλείστων οικογενειών τότε στο χωριό- είχε πλέον τελειώσει, οι γονείς στο σπίτι, η γειτονιά ξανάβρισκε τους ρυθμούς της και τα πρώτα κοσούλτα είχαν ήδη ξεκινήσει δειλά και όταν ο καιρός το επέτρεπε τις συνεδρίες τους. Εκείνη την πρώτη Παρασκευή των Χαιρετισμών έκανε η γειτονιά μας και την πρώτη της θριαμβευτική έξοδο, με απαρτία και τάξη προς την εκκλησία της ενορίας μας, την Παναγία. Οι γιαγιάδες μας πρώτες-πρώτες, με καλοσιδερωμένο το μαύρο τσεμπέρι στο κεφάλι, κατόπιν οι μανάδες μας και στη συνέχεια εμείς τα κορίτσια πιασμένες αγκαζέ στο δρόμο, όλες μαζί μέχρι να φτάσουμε στα σκαλοπάτια του Καραθανάση, που εκεί αρχίζαμε την τρεχάλα για το ποιά θα φτάσει πρώτη στο προαύλιο της εκκλησίας.

Δεν είχαν καμιά σχέση αυτές οι ακολουθίες των Χαιρετισμών με τον αναγκαστικό αργότερα σχολικό κυριακάτικο εκκλησιασμό, όπου έπρεπε στην τρίτη καμπάνα να είμαστε όλοι, μαθητές και μαθήτριες παραταγμένοι στο προαύλιο του σχολείου για να πάμε στη σειρά -σαν σε παρέλαση!- στην εκκλησία.

Είχαν άλλον αέρα οι Παρασκευές των Χαιρετισμών κι εμείς επίσης αλλιώς τις βιώναμε. Ίσως ήταν και το εξαναγκαστικό του πράγματος που έλειπε. Αλλά εκεί που οι νυχτερινές αυτές ακολουθίες  έγερναν προς ιεροτελεστία ήταν όταν άρχιζε ευθύς μετά το πέρας των Χαιρετισμών, η Μεγάλη Εβδομάδα. Κάθε βράδυ στην εκκλησία, σύσσωμη και πάλι η γειτονιά. Απαραίτητη η στάση για μας τα κορίτσια στο περίπτερο του μπάρμπα-Γιάννη, στη Λάκκα, για τα στραγάλια. Ένα πενηνταράκι το χωνάκι από χαρτί εφημερίδας, που το είχε ήδη έτοιμο προς παράδοση. Αδειάζαμε αμέσως στις τσέπες μας το περιεχόμενο γιατί ποιός άντεχε τα φαρμακερά βλέμματα των μανάδων μας, με το που θα  άκουγαν το χαρτί, μεσούσης της ακολουθίας, να ξεδιπλώνεται στις τσέπες μας. Αλλά και χωρίς στραγάλια, πώς θα περνούσε η ώρα, μέχρι να ακούσουμε το «Δι΄ευχών…». Λίγη σημασία δίναμε τότε στα λόγια, η θρησκευτικότητά μας οριζόταν αποκλειστικά από την παρουσία μας -εθελοντική και με χαρά!- στην εκκλησία.

Μια Μεγάλη Πέμπτη, στα Δώδεκα Ευαγγέλια, μας τέλειωσαν απρόβλεπτα τα στραγάλια και αρχίσαμε να σκουντάμε η μια την άλλη, από βαριεστημάρα και έτσι για να περάσει η ώρα. Οι γιαγιάδες μας στο στασίδι της η κάθε μια έκλειναν κάπου-κάπου τα μάτια τους και άφηναν το κεφάλι με το τσεμπέρι να πέσει βαριά στο στήθος μπροστά, πετάγονταν κατόπιν απότομα και έκαναν, πως σκούπιζαν το στόμα τους με το μαντήλι τους. Πόσο τις κάναμε χάζι… Οι μανάδες μας όρθιες την περισσότερη ώρα και με την Σύνοψη στα χέρια παρακολουθούσαν με κατάνυξη. Κι εμείς στη βαριεστημάρα μας, εκείνη την Μεγάλη Πέμπτη, σκάσαμε στα γέλια, όταν κάποιας από αυτές δίπλα μας, της έπεσε η Σύνοψη από τα χέρια και ακολούθησε το σχετικό σούσουρο. Χιλιοδουλεμένα χεράκια, πόση κούραση θα τα βάραιναν… Αλλά κι εμείς να σκάσουμε στα γέλια και να μη σταματάμε…

Αμέσως δίνει μια σπρωξιά η θεία Κατίνα, στην πόρτα την πλαϊνή, γιατί μπροστά σ΄αυτή την πόρτα που έμενε πάντα κλειστή όσο την θυμάμαι ήταν η θέση της γειτονιάς μας στην εκκλησία, την άνοιξε και μας έσπρωξε μαλακά όλες εκεί μέσα. Ήταν πάντα με το μέρος μας, η θεία Κατίνα! Βρήκε και ένα στρωσίδι το έστρωσε στο σκαλοπατάκι της πόρτας που ήταν από το μέσα μέρος και μας είπε να κάτσουμε εκεί μέχρι να τελειώσουν τα Ευαγγέλια. Η άλλη η θεία βέβαια δεν σταματούσε να γυρίζει προς το μέρος μας και να μας κεραυνοβολεί με το βλέμμα της, όταν το σήκωνε από την Σύνοψή της. Η ματιά της λεπίδι! Η συμπεριφορά μας, βέβαια, ασυγχώρητη, να χασκογελάμε την ώρα της ακολουθίας. Το τί μας έψαλε στο δρόμο του γυρισμού δεν λέγεται. Δεν βαριέσαι, ούτε που τα παίρναμε τοις μετρητοίς…

Το απόγευμα της Μεγάλης Πέμπτης βάφαμε παραδοσιακά και τα κόκκινα αυγά για την Ανάσταση. Άναβε η Αντριάνα στο καμαράκι στην αυλή του σπιτιού της φωτιά, έβαζε επάνω στην πυροστιά το μικρό κακαβούλι με μπόλικη κόκκινη μπογιά, ανακατεμένη με ξύδι και μια -μια οι γειτόνισσες κατέφταναν με τα αυγά της η καθεμία για το βάψιμο. Τα παιδιά είμασταν από νωρίς εκεί, ήταν μέρος της τελετουργίας των ημερών και δεν θέλαμε με τίποτα να χάσουμε κάτι. Η κάθε γειτόνισσα έβαζε προσεκτικά στο νερό που έβραζε τα δικά της κι εμείς πάρα δίπλα είχαμε αναλάβει να περνάμε τα βρασμένα αυγά με λάδι ελιάς, μετά το βάψιμο για να γυαλίζουν. Κάναμε χάζι το στόλισμα που είχαν μερικά και που έπρεπε να τα βάζουμε ιδιαίτερα, γιατί ήταν για πεσκέσι ή για τους ξένους που κάθε σπίτι δεχόταν τότε για το Πάσχα. Βγάζαμε το κομμάτι από την νάυλον κάλτσα που ήταν προσεκτικά δεμένο σφιχτά γύρω από το αυγό και πετάγαμε κατόπιν το φύλλο αρμπαρόριζας που ήταν κολλημένο επάνω και δεν επέτρεπε στην μπογιά να χρωματίσει το σημείο εκείνο, δίνοντας έτσι με το σχήμα του ένα μοναδικό στολίδι στο αυγό. Αργότερα ήλθαν οι χαλκομανίες με όμορφες παραστάσεις, αρνάκια σε λιβάδια και κοτοπουλάκια κίτρινα που με πιότερη σπουδή και χαρά τις κολλάγαμε σε κάθε αυγό πλέον, είτε αυτό προοριζόταν για το σπίτι είτε για τους ξένους. Τα πασχαλινά κουλουράκια τα αφήναν οι μανάδες μας για το Μεγάλο Σάββατο και ήταν ο φούρνος της θειά-Μαριώς, που είχε την τιμητική του στη γειτονιά για το ψήσιμο. Εμείς τα κορίτσια βοηθούσαμε μόνο στο πλάσιμο και υπομέναμε, λόγω υποχρεωτικής νηστείας, το μαρτύριο μέχρι την Κυριακή του Πάσχα, για να τα δοκιμάσουμε. Η νοστιμιά τους και σήμερα στον ουρανίσκο μου…

Φτάνοντας να ξημερώνει η  Μεγάλη Παρασκευή δεν θυμάμαι άλλη μέρα πιο γλυκιά απ΄αυτή. Το Θείο Δράμα στην κορύφωση κι εμείς σχεδόν όλη τη μέρα να πηγαινοερχόμαστε από το σπίτι στην εκκλησία, που ήταν όλη τη μέρα ανοιχτή και με κόσμο. Είχαμε το ελεύθερο να πηγαίνουμε όποτε θέλουμε μόνοι μας και να μένουμε όσο θέλουμε. Ένα μικρό διάλειμμα μόνο στο σπίτι, το μεσημέρι, για ένα πιάτο αλάδιασταρεβύθια, που ήταν στον ντέντζερη επάνω στη στόφα για να είναι ζεστά. Τα τρώγαμε στο πόδι και όταν πεινούσε ο καθένας, στο τραπέζι δεν μας επέτρεπε η γιαγιά να κάτσουμε εκείνη τη μέρα.

Η επίσκεψη στην εκκλησία της άλλης ενορίας γινόταν το απόγευμα, όταν ο στολισμός του επιταφίου στη δική μας, είχε τελειώσει. Μας έτρωγε η περιέργεια, εμάς τους Παναγίτες, να δούμε τί διάλεξαν οι Αγιωργίτες εκείνη τη χρονιά για τον στολισμό. Αλλά και μια γλυκιά προσμονή, αν θα δούμε μέσα σ΄όλες αυτές τις μετακινήσεις, -έφηβοι πιά- το αγόρι που μας έκλεινε το μάτι όταν περνούσε στο δρόμο δίπλα μας. Ήταν Άνοιξη, η εκκλησιά μοσχοβολούσε βιολέτα, πασχαλιά και τριαντάφυλλο ανακατεμένα όλα αυτά με βαρύ αγιορείτικο λιβάνι. Ένα αθώο άγγιγμα αρκούσε, ένα φευγαλέο χαμόγελο, για τη γλυκιά μελαγχολία που θα μας καταλάμβανε το ίδιο βράδι ακούγοντας το «Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος». Η περιφορά του επιταφίου γινόταν το βράδυ και είμασταν εκεί όλα τα κορίτσια της γειτονιάς ντυμένες μυροφόρες, με τα αγόρια της ενορίας μας ντυμένα παπαδοπαίδια σηκώνοντας τα λάβαρα της εκκλησίας στα χέρια, τους ψάλτες που έβαζαν τα δυνατά τους περνώντας τα σοκάκια του χωριού, μέχρι που γινόταν η συνάντηση των δύο επιταφίων μπροστά στο Μνημείο των Πεσόντων και συνεχίζαμε κατόπιν όλοι μαζί.

Ξέραμε ακριβώς τις μέρες, που θα έρχονταν και οι Αθηναίοι για να γιορτάσουν Πάσχα στο χωριό. Από την Κυριακή των Βαϊων κατέφταναν ήδη οι μητέρες-αραχωβίτισσες με τα παιδιά τους. Και ο ζωηρούλης ανεψιός του δεξιού ψάλτη, που δεν έχανε ευκαιρία να ρίχνει καυτές ματιές προς το μέρος μας, εμάς των κοριτσιών, που είμασταν ακριβώς απέναντί του.  Ποιά τάχα να γλυκοκοίταζε, ποτέ δεν το μάθαμε. Κρυφογελούσαμε με αυτόν τον αθηναίο, που είχε τον αέρα της πρωτεύουσας και ήταν διαφορετικός από τα αγόρια τα δικά μας, που τα είχαμε ούτως ή άλλως σαν αδέλφια μας, στα παιχνίδια μας και στις ζαβολιές μας. Αλλά κι εκείνος δεν άφησε καμιά χρονιά χωρίς να έρθει στο χωριό. Κάθε Μεγάλη Εβδομάδα στο πόστο του, κάτω και αριστερά από τον θείο του τον ψάλτη, σε ευθεία γραμμή με την πλαϊνή πόρτα, στη γυναικεία πλευρά της εκκλησίας, ακριβώς απέναντι. Αυστηρός ο διαχωρισμός τότε, οι άντρες δεξιά και οι γυναίκες αριστερά. Οι κρυφές ματιές, τα κοριτσίστικα ψου-ψου και το χτυποκάρδι έδιναν και έπαιρναν κι ας έμεναν τότε ανομολόγητα μεταξύ μας.

Την Μεγάλη Παρασκευή έδιναν λοιπόν όλοι το παρόν στην εκκλησία μας με τελευταία την αθηναία κυρία από τον Κούκουρα, που ερχόταν και κατέθετε το ακάνθινο στεφάνι επάνω στον Εσταυρωμένο, πριν την αποκαθήλωση. Το βράδυ ακόμη και οι πατεράδες μας έβρισκαν το δρόμο για την εκκλησία, λίγο πριν την περιφορά. Ήταν και η τελευταία μέρα για μας και για το κάθε τελετουργικό μας, για την Μεγάλη Εβδομάδα των δικών μας παθών και νεανικών εξάψεων. Την άλλη μέρα στην Ανάσταση όλα θα έπαιρναν τον δρόμο τους, οι οικογένειες θα πήγαιναν μαζί στην εκκλησία και μαζί θα έπαιρναν το Άγιο Φως, στις άσπρες λαμπάδες τους. Για μια τελευταία φορά θα γύριζε η γειτονιά συντεταγμένη πίσω, μετά το «Χριστός Ανέστη» σε πείσμα του παπά, που κάθε φορά φώναζε για να μείνουμε μέχρι το τέλος της ακολουθίας που δεν έληγε βέβαια με το πρώτο «Χριστός Ανέστη».

Αυτή τη βραδιά της Ανάστασης γυρίζαμε στο σπίτι από τον απάνω δρόμο, τον κεντρικό και όχι από τα σκαλοπάτια του Καραθανάση, με κίνδυνο να μας σβήνει η λαμπάδα, ξαγναντίζοντας μπροστά  στο Δημοτικό Σχολείο. Πάντα όμως κάποιος θα κατάφερνε να κρατήσει τη δική του αναμμένη, έτσι που στη γειτονιά να έφτανε αυτούσιο το Άγιο Φως, όπως το πήρε από τον παπά. Περνώντας κάτω από τον Εγκάρσιο σηκώναμε τα μάτια μας ψηλά και βλέπαμε τους Αγιωργίτες με αναμμένες τις λαμπάδες να κατεβαίνουν τα σκαλοπάτια από την εκκλησία. Μια φωτεινή κινούμενη γραμμή στο απόλυτο σκοτάδι γύρω. Μόνο όποιος το έχει βιώσει αυτό, μπορεί και να το νοσταλγεί…

Θυμάμαι και μια φορά την Ανάσταση που οι νεαροί της γειτονιάς μας, σεκλετισμένοι φαίνεται από τον μεγαλοβδομαδιάτικο μουσικό αποκλεισμό -μόνο κλασσικά κομμάτια ακουγόντουσαν στο ραδιόφωνο και κασετόφωνα μόνο λίγοι είχαν τότε- άρχισαν εκεί λίγο πριν μπούμε στο δρόμο για την γειτονιά μας, να τραγουδάνε Γούναρη, «…Σκαλί, καλέ μου, σκαλί, σκαλί θα κατεβώ…». Η μεγαλοβδομαδιάτικη θρησκευτικότητα έπαιρνε έτσι πανηγυρικά τέλος. Μετά τον θάνατο γύριζε θριαμβευτικά η ζωή, «θανάτω θάνατον πατήσας», τα νιάτα δεν είχαν άλλη υπομονή.

Ξημέρωνε Πάσχα!

Κάποιες φορές πηγαίναμε τα κορίτσια της γειτονιάς, την Κυριακή του Πάσχα, το απόγευμα στην ακολουθία της Αγάπης. Ήρεμα και γλυκά τα λόγια εδώ, το αποστάλλαγμα της Εβδομάδας των Παθών που πέρασε. Πολύ μου άρεσε. Αλλά άδεια η εκκλησία από κόσμο, μόνο ο παπάς, τα παπαδοπαίδια -Γιάννης, Στάθης και Παναγιώτης, τα δίδυμα- κι εμείς!

Άλτα Φίλου-Πατσαντάρα
Απόσπασμα από το βιβλίο, «Αναμνήσεις στην Αράχωβα»