Δευτέρα 22 Απριλίου 2024

Δείπνο στα Κελάρια!

 

Του Στέργιου Μπακολουκά

Δεν ήταν τραπέζι αυτό που στρώθηκε! Ένας χαμηλός αρμακάς (σωρός) από πέτρες ήταν που το παράσταινε. Πάνω του ήταν τοποθετημένες με μαεστρία πέντε έξη μακρόστενες άτεχνα κομμένες ξύλινες  τάβλες, τα εμφανέστατα ελαττώματα των οποίων μάταια  επιχειρούσαν να καλύψουν,  ένα μεγάλο  μάλλινο ύφασμα με πολύχρωμα ξεθωριασμένα πλουμίδια, υφασμένα σε αράδες κατά μήκος και το πλάτος του, το οποίο αντικαθιστούσε το …..τραπεζομάντιλο, όπως  και οι ελάτινες  κλάρες που ήταν τοποθετημένες  επάνω στο στρωσίδι  ακολουθώντας την ευθεία των μαδεριών, η μια πάνω στην άλλη σταυρωτά,  επιδιώκοντας να μοιάσουν σε ευρύχωρες γιορτινές πιατέλες φαγητού σαν εκείνες ενός κανονικού σπιτικού σε μέρα γιορτινή .

Αυτό που θ’ ακολουθούσε όμως, πράγματι θα ήταν Δείπνο φαγητού και συνεύρεσης, γιατί τέτοιο θα το έκαναν αυτοί που σε λίγο θα κάθονταν γύρω του, γυναίκες παιδιά και άντρες από τις στρούγκες που αναπτύσσονταν στο δυτικό μέρος από τη λάκκα, με πλάτη στα δασά έλατα, της τοποθεσίας Κελάρια της Αράχοβας του Παρνασσού, κατακαλόκαιρο μια δεκαετία μετά τα μέσα του περασμένου αιώνα, έχοντας κάθε λόγο να γιορτάζουν διότι αυτό στρώθηκε για τα ‘’επινίκια’’  μιας σκληρής και επώδυνης  ‘’μάχης’’ που δόθηκε και  κερδήθηκε, από  έναν  τραχύ και δύσκολο αντίπαλο. Το σημερινό τραπέζωμα θα ήταν γιορτινό, ανεξάρτητα αν κανένας άγιος  δεν ήταν γραμμένος γι’ αυτή τη μέρα στα κιτάπια του ημερολόγιου, αλλά  και του  πολυξεφυλλισμένου και καταταλαιπωρημένου Καζαμία που  γυρόφερνε στις διάφορες καβάτζες απ’ τις αραιές στρούγκες του …τσοπανομαχαλά!

Το ένα πέταλο του τραπεζιού, το μικρότερο, το κατέλαβαν οι άντρες ‘’πολεμιστές’’ και το υπόλοιπο τα φασαριόζικα  γυναικόπαιδα, που ο ρόλος τους ως διοικητική μέριμνα  σ’ αυτή τη ‘’μάχη’’ αποδείχτηκε σημαντικός, διότι ήταν αυτά που μετέφεραν νερό με τα σκόπλα (μικρά ασκιά)  στους ‘‘μαχητές’’ και βοηθούσαν στο δέσιμο των τραυμάτων αλλά και τη μεταφορά των πληγωμένων.

Το ίδιο χρήσιμη αποδείχτηκε η συμμετοχή των μεγαλύτερων παιδιών στο ψήσιμο των κοντοσουβλιών, η τσίκνα των οποίων σηκωνόταν ανακατεμένη με το σύγνεφο της  κάπνας από τον μόνιμο, σταχτωμένο και παραχρησιμοποιημένο λάκκο, που ψηνόντουσαν παραδίπλα στη βάση του βράχου, γαργαλίζοντας  τα ρουθούνια των παρευρισκόμενων, προμαντεύοντας   τη συνέχεια.

Σύνταχα ( μόλις  έφεξε) της ίδιας μέρας  λύθηκε δυναμικά ένα πρόβλημα που  ταλαιπωρούσε για πολλές εποχές, ακόμα και γενιές ολόκληρες, τους καλοκαιρινούς ενοίκους, προβατοτρόφους, του χερώματος  των Κελαριών, με επίκεντρο διεκδίκησης το πολύτιμο νερό του πηγαδιού του Γενίτσαρ’ (ονοματοθεσία), το οποίο ναι μεν  ήταν λίγο και ανήκε δικαιωματικά στους Αραχοβίτες κτηνοτρόφους, διεκδικείτο δε και από τους αντίστοιχους της Σουβάλας, οι στρούγκες των οποίων καταλάμβαναν τη βορειοδυτική πλευρά του λακκοκοιλώματος.  Με αφορμή αυτό το γεγονός κι αυτά που πέτυχαν,  μαζεύτηκαν για να χαρούν   όλοι μαζί γύρω από  το τραπέζι του Δείπνου, ύστερα απ’ το σώσιμο της μέρας και την τακτοποίηση των απογευματινών εργασιών τους!

Στον πάτο του απλώματος, στο σύνορο με τον Ζβαλιώτ’κο τόπο αλλά από τη μεριά της Αραχοβίτικης ιδιοκτησίας, υπήρχε αυτό το  ρηχό πηγάδι, με το λίγο αλλά αναντικατάστατο νερό, από το οποίο  υδρεύονταν οι άνθρωποι και τα ζωντανά της περιοχής! Μοιρασάρηδες ήταν οι Αραχοβίτες γι’ αυτό και προτεραιότητα είχαν οι ανάγκες  των δικών τους κοπαδιών, ενώ το περίσσευμα με τη μορφή παραχώρησης,  δινόταν στους ….αποκεί!  Αλλά επειδή ποτέ, τις περισσότερες φορές μάλλον εντέχνως, δεν περίσσευε αρκετό νερό για τα ζωντανά των τσοπαναραίων της πέρα πάντας, όπως και για τους  ίδιους,  που υπέφεραν από μόνιμη λειψυδρία, οι αντεγκλήσεις, οι γκρίνιες  και οι καυγάδες ήταν συνεχόμενοι, γιατί βλέπετε άνθρωποι και ζωντανά έχουν το…κακό συνήθειο να πίνουν νερό καθημερινά!

Εκείνο το πρωινό, κοντά στο ροδοχάραμα,  οι Αραχοβίτες ποιμένες  άρμεξαν τα πρόβατά τους, ο καθένας στο δικό του σταλό και στη συνέχεια τ’ αμόλησαν τον κατήφορο μέχρι το πηγάδι για να πιούν νερό με τάξη και με σειρά, την οποία τηρούσαν τα σκυλιά των κοπαδιών και τα σφυρίγματα των βοσκών και ύστερα να τραβήξουν κατά τα λιβάδια! Από την άλλη πλευρά του σύνορου συνέβαινε ακριβώς το ίδιο. Στη συνέχεια  άνθρωποι και ζωντανά στοιβάχτηκαν  λίγα μέτρα απ’ το πολυπόθητο νερό, στο δικό τους όμως τόπο, περιμένοντας να έρθει η αράδα τους για να πάρουν το μεράδι τους από το λίγο ανάμα του πηγαδιού του Γιανίτσαρ’ που τους αναλογούσε!  

Μάταια! 

Η απόφαση που είχε ληφθεί  το προηγούμενο απόβραδο από τους Αραχοβίτες τσοπαναραίους και τους κοινοποιήθηκε  απροειδοποίητα, σκληρά,  σταράτα και  ξεκάθαρα το ίδιο πρωί. Δεν επιδεχόταν αναθεώρησης ή έστω αντιρρήσεων:

‘’Το νερό του πηγαδιού δεν φτάνει για όλους και επομένως  θα πρέπει να βρείτε άλλη πηγή για να ποτίζονται ζωντανά και άνθρωποι’’!

Αυτή η ανακοίνωση, είχε τη μορφή τελεσίγραφου το οποίο έγινε αποδεκτό από τους ομοεθνείς  Ζ’βαλιώτες ομοίους τους μόνο ως αιτία ‘’πολέμου’’!

Οι   ‘‘στρατοί’’ και των δύο πλευρών αποτελούντο από τους άντρες και τους μπιστικούς των κοπαδιών, τα δε όπλα τους ήταν μονάχα οι αγριλίσ’ες γκλίτσες που κρατούσαν στα χέρια τους οι αντιμαχόμενοι. Ήταν  αραδιασμένοι  γύρω από το πηγάδι, χειρονομώντας, αγριοκοιτάζοντας οι μεν τους δε και βρίζοντας ακατάπαυστα. Όλοι τους ήταν σίγουροι για την έναρξη  των εχθροπραξιών περιμένοντας μονάχα αυτόν που πρώτος θα έκανε την αρχή! Την ομοιότητα   αυτού του παλκοσένικου με Σεξπηρική σκηνή, την επιβεβαίωνε  η παρουσία θεατών! Πέντε στρούγκες αριθμούσαν οι γύρω από το πηγάδι εμπόλεμες φατρίες! Τρείς της Αράχοβας και δύο της Σουβάλας!

Μονόπαντη …Υπεροπλία!!!!!

Τα γυναικόπαιδα  των φαμελιών και των δυο αντιμαχόμενων, αγουροξυπνημένα και όρθια  έξω από τα κονάκια κάθε οικογένειας, παρακολουθούσαν αδημονώντας για την έναρξη, την εξέλιξη και την  έκβαση της επικείμενης μάχης επιβίωσης  των δυό αντιπάλων!

Τα μεγαλύτερα  απ’ αυτά είχαν τα χέρια  κριμένα στις πλάτες τους γιατί στις χούφτες τους κρατούσαν πέτρες. Θα μπορούσαν να λειτουργήσουν και ως εφεδρείες εφόδου αν η επικείμενη μάχη εκτρεπόταν σε διάρκεια!

Μονάχα τα σκυλιά όλων των κοπαδιών, επειδή είχαν συμβιώσει πολλά χρόνια με αυτούς τους ανθρώπους και τα ζώα τους, τώρα δα έκπληκτα και μπερδεμένα, δεν μπορούσαν να καταλάβουν ποιο ήταν το πρόβλημα, τι συνέβαινε μπροστά τους και ποια τάχα ήταν η δική τους δουλειά!

Η έναρξη της συμπλοκής κοντοζύγωνε, ο ήλιος δεν είχε σκάσει ακόμα, ο ορίζοντας είχε γεμίσει κρόκινες δαχτυλιές και ο αγέρας μύριζε ιδρώτα και φοβέρα. Οι ανακατεμένες απειλές που εκτοξεύονταν και  από τις δυο ομάδες, διαχέονταν ολούθε, φτάνοντας στ’ αυτιά των θεατών στα γύρω κονάκια χωρίς  ευδιάκριτα νοήματα. Ξαφνικά μια μυστηριακή απόλυτη σιωπή απλώθηκε μέχρι πάνω τις κορφές των λόφων του βουνού κι αμέσως μετά πήραν τον λόγο οι τσοπάνικες γκλίτσες . Η συμπλοκή ήταν σύντομη, οδυνηρή και  σκληρή. Ξερά χτυπήματα ακούγονταν και από τις δύο πλευρές  χωρίς ούτε μια κραυγή πόνου να ξεφεύγει από τα σφιγμένα δόντια αυτών των ανδρών, παρόλο που οι σάρκες μελάνιαζαν και τα κόκαλα έσπαγαν. Μονάχα ο στεναγμός των σφυρηλατημένων στο βράχο, λιπόσαρκων και ιδρωμένων κορμιών,  ξέφευγε με την ανάσα από τα σφιγμένα δόντια τους και γινόταν  αντίλαλος,  χοροπηδώντας από φρύδι σε φρύδι στα γύρω υψώματα, προμηνύοντας μελλοντικά βάσανα μπολιασμένα με άσβηστο μίσος. Ένα σύγνεφο κουρνιαχτού απ’ τα πατήματα των ανδρών αγκάλιαζε  το σκηνικό δίνοντας στις φιγούρες των μαχόμενων υπερβατικά σχήματα.  Τα σκυλιά και των δύο στρατοπέδων, μπερδεμένα και ανήσυχα, αδυνατώντας  από την αρχή να αποκωδικοποιήσουν την απειλή, αρκούνταν σε συνεχόμενα απειλητικά  αλλά αόριστα αλυχτίσματα, τα οποία συνόδευαν το αχολόγημα από τον ξερό κρότο από τις αγκούλες (ραβδιά τσοπάνικα) όπως αυτός, ανακατεμένος μαζί τους, ανέβαινε  απαχάζοντας (αντηχώντας) μέχρι πάνω ψηλά στο Γεροντόβραχο (σημαντική κορυφή του Παρνασσού)!  Το σκηνικό ήταν επιβλητικό και  αρχέγονο, αλλά  δεν άφηνε απολύτως κανένα περιθώριο παρανόησης για το ποιος διαφέντευε τον τόπο και το πηγάδι! Όσο ξαφνικά άρχισε η συμπλοκή , άλλο τόσο απότομα  σταμάτησε. Οι δυο ομάδες χώρισαν γρήγορα διατηρώντας την περηφάνεια τους, την πρεπιά  των πράξεών τους και την ικανοποίηση ότι έκαμαν το μέγα Χρέος που τους αναλογούσε, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της συμπλοκής.

Εκείνο το καλοκαίρι τα κοπάδια των ηττημένων δεν ξανασυνωστίστηκαν   γύρο από την αρχαία χαρακιά του βουνού που έκρυβε μέσα της την ίδια τη ζωή! Κουβάλαγαν οι μπιστικοί, οι γυναίκες και τα παιδιά τους με τα ζώα το απαιτούμενο νερό από άλλες πηγές μακρινότερες με πολύ κόπο, ξοδεύοντας πολύτιμο χρόνο! 

Το Βουνό ήταν σκληρό και δεν σήκωνε αβρότητες. Οι νόμοι του  τέτοιοι ήταν, πρωτόγονοι και πολλές φορές άδικοι, όμως η εφαρμογή τους ήταν αναγκαία, αμείλικτη  και χωρίς αναβολές! Οι αποφάσεις που επιβάλλονταν γίνονταν σεβαστές χωρίς μικρολογήματα και άγονες συζητήσεις. Αυτά όμως πάντα προσωρινά μέχρι την αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων!.......................... 

Με το που κάθισαν οι άντρες στη μεριά τους,  γύρω από το τραπέζι, πάνω σε στρογγυλές κάρλες (κυλινδρικά ξύλινα κομμάτια από κορμούς δέντρων που χρησίμευε για πρόχειρο κάθισμα) από ελάτινους κορμούς,  ένα μελίσσι από γυναικόπαιδα άρχισε να κουβαλάει  τροφές και να τις τοποθετεί πάνω σ’ αυτό. Στην αρχή, γυάλινα ποτήρια πήραν τη θέση τους μπροστά από κάθε τραπεζικαθούμενο, χωρίς να εξαιρεθούν τα μεγαλύτερα παιδιά και οι γυναίκες. Αυτόματα ο κεραστής πήρε στα χέρια του την τσίγκινη κανάτα που ήταν γεμάτη μπρούσκο μαύρο Αραχοβίτικο κρασί και αμίλητος άρχισε να τα γεμίζει. Μεγάλες σφλέγγες (κομμάτια) τυριού σκορπίστηκαν σε όλο το μήκος της τάβλας, πάνω στις απλωμένες φούντες του έλατου. Το ίδιο χύμα απλώθηκαν χοντροκομμένες ντομάτες και τρία μεγάλα μάτσα κρεμμύδια φρέσκα, καθαρισμένα και πλυμένα καλά. Δυο τρείς σοροί από ζαρωμένες ελιές και αντίστοιχοι από καθαρισμένα στουμπισμένα με το χέρι ξερά κρεμμύδια πήραν κι αυτά τη θέση τους. Ο άντρας ιδιοκτήτης του κονακιού που τους φιλοξενούσε, κράτησε στα χέρια του ένα καρβέλι λαχταριστό απαλαγό (φρέσκο, μαλακό) ψωμί  που ζύγιζε πάνω από δυό οκάδες και κόβοντας οβάλ ακέριες φέτες τις τοποθέτησε κι αυτές στο Τραπέζι. Τρείς  μεγάλες ξύλινες βεδούρες γεμάτες πρόβιο φρεσκοπηγμένο γιαούρτι με παχιά κορφή από πάνω, στάθηκαν στις δυό άκρες  και στο κέντρο του σοφρά για να καταναλωθούν ως ….. επιδόρπιο.

Σε λίγο μια χανταβάρα (φασαρία) δημιουργήθηκε και φάνηκαν να κοντοζυγώνουν  δυό γυναίκες με γρήγορο κοφτό βηματισμό, ακολουθούμενες από τρία τέσσερα  παιδαρέλια που φώναζαν χαρούμενα. Αυτές στα χέρια τους κρατούσαν  βαριά ταψιά χαλκωματένια, απ’ τα οποία  άχνιζαν και μοσχοβολούσαν πειρασμοί! Ήταν δυο μεγάλες λαχταριστές τραχανόπιτες, φτιαγμένες με  μπόλικο παχύ τυρί, καλοριμονισμένο (ριμόνι = κρησάρα δημητριακών με μεγάλες τρύπες) τραχανά βρασμένο όχι σε νερό αλλά μέσα σε φρέσκο πρωινό γάλα, πλαστά με τη βέργα λεπτά φύλλα και μυρωδάτο πρόβιο βούτυρο  γινωμένο ένα  με τις  ξεροψημένες φουσκαλιασμένες  επιφάνειες. Αυγά οι πίτες δεν περιείχαν, όχι επειδή αυτά τους έλειπαν εδώ πάνω στο βουνό, αλλά επειδή η δικιά τους συνταγή δεν τα πρόβλεπε.  Τις θρόνιασαν καταμεσής στις δυό πάντες του  τραπεζιού, αφού πρώτα  τα παιδιά παραμέρισαν τις ελατόκλαρες   για να χωρέσουν και ύστερα οι ίδιες γυναίκες που τις μετέφεραν, τις έκοψαν με τέχνη σε μικρότερα τετράγωνα κομμάτια, αφήνοντάς τα  ξεχωρισμένα μέσα στα ταψιά. Τα κοφτερά μαχαίρια που χάραζαν τα κριτσανιστά τραγανά φύλλα, απελευθέρωσαν ακόμα περσότερες μυρουδιές από το εσωτερικό τους, κι αυτές  ανακατεμένες με τα αρώματα της ’λατόπισσας κατά πώς την ανάσαιναν οι ελατόφουντες του τραπεζιού, δημιούργησαν μια ευδαιμονική γαστριμαργική αναμονή. 

Πριν το φαγοπότι ξεκινήσει,  ο γεροντότερος της παρέας σηκώθηκε όρθιος, έχοντας ανάρριχτα μια μάλλινη κάπα, κρατώντας στο ένα χέρι την αγκούτσα (γκλίτσα) του και με το άλλο όπου κρατούσε το κρασοπότηρο, το ύψωσε με ύφος επίσημο κι αντάμα στοργικό και με εγκάρδια χροιά στον τόνο της φωνής του ευχήθηκε λιτά, σύντομα και χωρίς να αναφέρει ούτε μια λέξει για το πρωινό ζόρισμα, ούτε για το αποτέλεσμα της συμπλοκής:

‘’Εβίβα και του χρόνου στο μέτρημα να είμαστε όλοι παρόντες, με αγάπη, καλούδια  και χωρίς γκρίνιες!’’

Μακάρι να γίνει έτσι όπως τα λες Γερ’αλέξ’, ……να είσαι καλά  μπάρμπα Αλέκο, …. Θα είμαστε όλοι κι ακόμα περ’σσότεροι εδώ πατέρα,  του αποκριθήκαν  από όλες τις  πάντες, γυναίκες και άντρες, συγγενείς, φίλοι και μπιστικοί.

Άρχισαν να τρώνε πρώτα  τις λαχταριστές πίτες, παίρνοντας ο καθένας μόνο από μπροστά του το κομμάτι που του αναλογούσε. Για δεύτερη φορά ο κεραστή σηκώθηκε και πήρε στα χέρια του την τσίγκινη κανάτα και τότε συνέβη το εκπληκτικό! Όλοι σταμάτησαν να τρώνε, όση ώρα αυτός γέμιζε τα ποτήρια, ακόμα κι όσοι  είχαν το κομμάτι της πίτας κοντά στα στόματά τους,  το κράτησαν μετέωρο! Δεν ήταν κάποιο είδος σεβασμού αυτό, ούτε υπαγορευόταν από κάποια εθιμική επιταγή, παρά δε ακολουθούσε  την λογική της πρακτικής αντίληψης, διότι  αν, όσο ο τραταδόρος κέρναγε στα ποτήρια κρασί, οι υπόλοιποι συνέχιζαν  να τρώνε από το κοινό ταψί,  τούτος δεν θα είχε το χρόνο για  να πάρει ολόκληρο  το μερτικό που του αναλογούσε, Να λοιπόν ο προφανής λόγος, που τον περίμεναν.

Σε λίγο μεγάλα …‘‘τακούνια’’ από νερόβραστο κρέας γίδας σκορπίστηκαν στο τραπέζι και αφού τα πασπάλισαν με χοντρό αλάτι και πιπέρι άρχισαν να  τα καταναλώνουν πίνοντας και κουβεντιάζοντας.

Τα ποτήρια ανεβοκατέβαιναν  αδειάζοντας και ξαναγεμίζοντας. Ο κεραστής δεν τους προλάβαινε. Το κέφι άναψε και η όρεξη άνοιξε ακόμα περισσότερο,  εντούτοις  ούτε μια λέξη δεν ειπώθηκε  για τον πρωινό καβγά, τον οποίο το μόνο που τον θύμιζε ήταν τα δυο μπαταρισμένα κεφάλια και οι πρόχειροι επίδεσμοι σε μερικά χέρια!

Τρείς μακριές λεπτές σούβλες στις οποίες ήταν περασμένοι μεζέδες από ομορφολιανισμένη μαρμάρα (άτεκνη) δίχρονη προβατίνα, στάζοντας πειρασμούς και μοιράζοντας υποσχέσεις , μαζί με δυο ακόμα στις οποίες είχαν περαστεί και ψηθεί τα μεριά από λεπτολιανισμένο ζυγούρι, στάθηκαν όρθιες, κάθετα  πάνω από το τραπέζι , ακριβώς εκεί που καρτέραγαν οι καταπράσινες φούντες να τα δεχτούν. Με γυμνά χέρια οι άντρες  ξεσούβλισαν τα λαχταριστά κοψίδια και πολλά απ’ αυτά αφού αναπήδησαν πάνω στις ελατοβελόνες , τρύπωσαν στ’ ανοίγματά τους,  λες και ήθελαν να ξεφύγουν από τους ….διώκτες τους.  Όλοι άρχισαν να παίρνουν μεζέδες διαλέγοντας αυτούς που ήταν μπροστά τους,  σταματώντας κάθε φορά που έπρεπε να γεμίσουν τα ποτήρια με κρασί!

Τα περήφανα δημοτικά τραγούδια της τάβλας είχαν σειρά. Τ’ άρχιζαν οι καλλίφωνοι άνδρες ή γυναίκες και τα συνέχιζαν   παρτσιές- παρτσιές (κατά ομάδες) οι υπόλοιποι. Του κεραστή ο ρόλος είχε τελειώσει πλέον, όχι όμως και η οινοποσία! Τώρα όμως ο καθένας έβαζε στο δικό του ποτήρι όσο ήθελε και όποτε ήθελε. Κανένας δεν πίεζε κανέναν.

Τ’ απόσκια είχαν πέσει αρκετή ώρα πριν  και τα ζεματισμένα από το ολοήμερο λιοπύρι σιδερόβραχα του βουνού, είχαν αρχίσει να δροσίζουν. Οι λάμπες πετρελαίου είχαν ανάψει μεγαλώνοντας τις σκιές γύρω από το τραπέζι. Οι βεδούρες με το γιαούρτι είχαν αδειάσει και οι περισσότεροι είχαν ρουφήξει  κι από ένα πιάτο ζωμό, με μπόλικο αλατοπίπερο και λεμόνι, απ’ αυτόν που μέσα είχαν βράσει τα κομμάτια της γίδας, ‘’στρώνοντας’’ έτσι το λαιμό τους και βελτιώνοντας  την ……επίγευσή τους.  Τα σκυλιά χορτάτα κι αυτά ήταν λαγιασμένα (κουλουριασμένα και ήσυχα)  κατά ομάδες. Η κούραση της ημέρας άρχισε να βαραίνει τα κορμιά των σκληραγωγημένων, σμιλεμένων στον πάγο, την πείνα και το λιοπύρι ανθρώπων του βουνού που τώρα δα, χορτάτοι από φαγητό και πιοτό, είχαν μαλακώσει τόσο ώστε κανένας δεν θα καταλάβαινε, αν τους έβλεπε,  ότι ήταν οι ίδιοι εκείνοι που  φανέρωσαν τέτοια  ορμητική αψάδα το ίδιο πρωινό! Επιβεβαιωνόταν για μια φορά ακόμα ότι το δικό τους επάγγελμα σ’ αυτές τις δύσκολες εποχές απαιτούσε έναν ακαταμάχητο συνδυασμό σκληρότητας και τρυφερότητας.

Αποσύρθηκαν στα κονάκια τους κατά οικογένειες ήρεμοι και γαλήνιοι,  για να ανακτήσουν τις αναγκαίες δυνάμεις, χρήσιμες για την αυριανή δύσκολη μέρα.

 

ΥΣ.  Η Λάκκα με τα αρχέγονα λιβάδια, για την οποία γίνεται λόγος στο κείμενο, είναι αυτή στην οποία σήμερα είναι αναπτυγμένα τα πάρκινγκ  και οι εγκαταστάσεις  του Χιονοδρομικού κέντρου Παρνασσού στα Κελάρια! Το πηγάδι του Γιανίτσαρι βρισκόταν χαμηλά στη βορεινή πλευρά του ξέφωτου, αλλά  σήμερα έχει επιχωματωθεί! Τα κελάρια ως γεωγραφική περιοχή  μετά από δικαστήρια πολλών ετών, στα χαρτιά, δεν ανήκουν πλέον στην Αράχοβα. Τα σύνορα έχουν μεταφερθεί στην κορυφογραμμή:  Γεροντόβραχος – Γερμανός – Μαυρόλογγος - Αι Νικόλας!  

Πλέον Ιδιοκτήτρια και διαχειρίστρια του Χιονοδρομικού Κέντρου Παρνασσού είναι η Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου Α.Ε.