Τρίτη 1 Ιουλίου 2014

Σκόρπιες γνώσεις ναι, σκόρπια λόγια όχι.


[5ο ]

  Επιμέλεια: Στάθης Ασημάκης

Γραμματικά

Παρότι…τα σχολεία είναι σε διακοπές, εμείς - μέσα στο κατακαλόκαιρο(!) - ας ασχοληθούμε με την:
·  Ευκτική. Σύμφωνα με το διάσημο ελληνιστή Fed. Krutwig Sagredo:
«Οι δυτικές γλώσσες έχουν γραμματική, η οποία διαχωρίζει τα ρήματα βασικώς σε δυο εγκλίσεις:
α) την Οριστική, για όσα ορίζει ότι πράγματι υπάρχουν, και
β)την Υποτακτική, για όσα είναι επιθυμητό [προσδοκώμενο] να συμβούν.
Όμως, στην κλασική ελληνική γλώσσα  υπήρχε και η έγκλιση Ευκτική, η οποία εξέφραζε την υποκειμενική σκέψη, την ευχή, τη διευκρίνιση του πιθανού μέλλοντος.
Αυτός ο τρόπος έκφρασης δεν υπήρχε ποτέ στις λεγόμενες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Η σημαντική αυτή έγκλιση έχει πρωτοελληνικές-πελασγικές ρίζες.
Εάν κάποιος μελετήσει σε βάθος τη λειτουργία της Ευκτικής, μπορεί ευκολότερα να κατανοήσει τις θεωρίες της σύγχρονης φυσικής επιστήμης. Στην κλασική ελληνική, η ιδέα της ροής του χρόνου δεν ήταν όπως στη λατινική. Δυστυχώς, η νέα ελληνική με την απώλεια της Ευκτικής υιοθέτησε ‘‘τρόπον του σκέπτεσθαι λατινικό’’».

·  Συλλαβική αύξηση. Ως γνωστό τα ρήματα των οποίων το θέμα αρχίζει από σύμφωνο, στον Παρατατικό  και τον Αόριστο παίρνουν τη συλλαβική αύξηση, το «ε» ψιλούμενο. Το «ε» αυτό, στην ουσία (ε..ε..ε..), είναι σαν να δείχνει την απόσταση που μας χωρίζει από τον παρωχημένο χρόνο.
Αυτό το μακρόσυρτο ε…, που δείχνει απόσταση χρόνου, στα ρήματα με χρονική αύξηση επιτυγχάνεται με τροπή του βραχέως φωνήεντος π.χ. (ε) σε μακρό[συρτο] (η) και του   βραχέως φωνήεντος (ο) σε μακρό[συρτο]  (ω).
·  Μερικές χαρακτηριστικές καταλήξεις
Οι λέξεις που έχουν κατάληξη –ρ δείχνουν: αέναο ροή, ορμή και κίνηση και κατ’ επέκταση δύναμη π.χ.  πυρ, αήρ, αιθήρ, ύδωρ, μήτηρ, πατήρ, αυτοκράτωρ, δικτάτωρ, πανδαμάτωρ κλπ.
Η κατάληψη –ω στα ονόματα δηλώνει υποκορισμό π.χ. Ερατή>Ερατώ ( = Ερατούλα).
Η κατάληψη –ις είναι στην πραγματικότητα η λέξις ις που σημαίνει δύναμις, γι’  αυτό τα τριτόκλιτα ουσιαστικά π.χ. δράσις, κίνησις, δύναμις, όρασις (=η δύναμη του να βλέπεις) εκφράζουν δύναμη και επομένως κακώς στη νεοελληνική σύρθηκαν βιαίως στην πρώτη κλίση π.χ. η νόησις ( = η δύναμις του να σκέφτεσαι) έγινε νόηση κ.ο.κ.
Η κατάληξη –νθος προέρχεται από το δωρικό ήνθον = ήλθον και σημαίνει οδός, ατραπός, Γι’ αυτό και Κόρινθος σημαίνει την ατραπό κάτω από την κορυφή - το ύψωμα (κόρθις = σωρός, ύψωμα, θημωνιά), δηλαδή την Ακροκόρινθο.
Πράγματι, στα πρώιμα χρόνια της αρχαιότητας η περιοχή μεταξύ Ακροκορίνθου και  θάλασσας ήταν πολύ πιο στενή από ό,τι είναι σήμερα.
***
·  Η ελληνική γλώσσα είναι ο θρίαμβος των φωνηέντων. Παρέχει στον ακροατή ζωηρή ακουστική εικόνα. Μπορεί να παραχθεί με μεγάλη ένταση και να ακουστεί δυνατά χωρίς αλλοιώσεις, επειδή χρησιμοποιεί σε μεγάλο ποσοστό τα φωνήεντα. Συγκεκριμένα χρησιμοποιεί φωνήεντα σε ποσοστό  περίπου 48%, ενώ στην αγγλική το αντίστοιχο ποσοστό είναι περίπου 38% και να σκεφτείτε ότι περίπου μία (1) στις τέσσερις (4) αγγλικές λέξεις έχουν  ελληνική ρίζα!
·  Η δυνατότητα κίνησης του τόνου σε τρεις συλλαβές (λήγουσα, παραλήγουσα, προπαραλήγουσα) καθώς και η εναλλαγή των καταλήξεων διώχνουν τη μονοτονία, ποικίλουν αβίαστα το λόγο  και προσθέτουν επί πλέον ρυθμό.
Με την οξεία ο τόνος της φωνής ανέρχεται ελαφρώς (οξύνεται). Με την περισπωμένη η φωνή αρχικώς οξύνεται λίγο και αμέσως περισπάται (διαχέεται). Με τη βαρεία η φωνή κατέρχεται ελαφρώς (βαρύνεται).
·  Τα γράμματα π, β, φ στην ουσία είναι ένα γράμμα, όπως  ένα άλλο γράμμα είναι  τα κ, γ, χ  και ένα άλλο επίσης γράμμα είναι τα τ, δ, θ.
Απλώς, εάν θεωρήσουμε ότι τα β, γ, δ (μέσα)  είναι οι φυσικές νότες, τότε τα  π, κ, τ (ψιλά) είναι οι διέσεις τους  και  τα φ, χ, θ (δασέα) είναι οι υφέσεις  τους.
Στην αρχαία ελληνική γλώσσα δεν επιτρεπόταν να υπάρχουν δυο δασέα σύμφωνα σε δυο αλλεπάλληλες συλλαβές μιας λέξης, γι αυτό: χορεύω - κεχόρευκα, φυτεύω -πεφύτευκα,  θύω - τέθυκα.
Η μουσική του ελληνικού λόγου δεν δέχεται επίσης τα βν, μλ, μρ (είναι ασύμπλοκα).
·  Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς αναφέρει ότι ο κάθε  συγγραφέας φρόντιζε με πολύ  επιμέλεια να συντάξει τους λόγους του και μάλιστα  ο Ισοκράτης συνέτασσε τον ‘‘Πανηγυρικό’’ του επί δέκα (10) έτη (!) και παράγγελνε μεταξύ των άλλων ότι δεν επιτρέπονται  στο λόγο  περιπτώσεις, όπως π.χ. : «ἡλίκα καλά, ἔνθα Θαλῆς».
·  Ο Αριστοτέλης ισχυρίζεται ότι η ελληνική γλώσσα ακούγεται ως ρυθμός ιαμβικός.
Ίαμβος είναι, προσωδιακώς, ο μετρικός πους, που αποτελείται από μια βραχεία και μια μακρά συλλαβή.  Αυτή η ιαμβική διακύμανση διατηρείται αναλλοίωτη από την αρχαιότητα μέχρι το σήμερα, π.χ. :
« μῆτερ ἡ Ξέρξου γεραιά, χαῖρε Δαρείου γύναι…»
                                                                          (155 Αισχύλου «Πέρσαι»).
«Τρεις Τούρκοι, τρεις Γενίτσαροι κι οι τρεις το Γιάννο θέλουν
και δεν μπορούν να τονε βρουν, μον’ βρίσκουν την καλή του…»
                                                                           (Δημοτικό Τραγούδι).
***
·  Ως γνωστόν, η γλωσσική επικοινωνία δεν επιτελείται «ἐν κενῷ». Οι πράξεις, οι ενέργειες και οι καταστάσεις αφορούν σε οντότητες του κόσμου που μας περιβάλλει. Αναφέρονται  στον κόσμο της πραγματικότητας, δηλαδή σε πρόσωπα ή πράγματα. Αναφέρονται σε οντότητες ή αλλιώς ουσίες, στα ουσιαστικά.  
Τα ουσιαστικά εξειδικεύουν την πληροφορία του ρήματος ως ενεργοποιητές (υποκείμενο), αλλά όπου χρειάζεται και ως συμπληρώματα της ρηματικής πληροφορίας (αντικείμενο).
Τα ουσιαστικά μπορούν να εξειδικευτούν για λόγους ακρίβειας, σαφήνειας και  εμπλουτισμού της πληροφορία που δηλώνουν. Αυτό το ρόλο επιτελούν στη γλώσσα τα στοιχεία  που «επί-τίθενται» (τίθενται επί των ουσιαστικών), δηλαδή  τα επίθετα. Τα επίθετα είναι το αλάτι του λόγου. Καλύπτουν ένα μεγάλο φάσμα  εννοιολογικών δηλώσεων υψηλής ευκρίνειας  και διανοητικής λεπτότητας.
·  Υπάρχει, τέλος, και η τάξη των λεκτικών στοιχείων που καθορίζουν (με την παρουσία τους) τα ουσιαστικά σε επίπεδο οριστικότητας ή εκφράζουν (με την απουσία τους) αοριστία, γενικεύοντας τα ουσιαστικά. Αυτά είναι τα λεγόμενα άρθρα, που παίζουν και το ρόλο των αρμών ή αρθρώσεων των ουσιαστικών, δεδομένου ότι συνοδεύουν τα ουσιαστικά στις πτώσεις τους καθώς αυτά κλίνονται (βλέπε το ανάλογο των αρμών των θυρών).
Στην ελληνική γλώσσα, ορισμένα ουσιαστικά που δεν εκφράζουν πρόσωπα, διαθέτουν  παρόλα αυτά άρθρο αρσενικού (ο) ή θηλυκού (η) και τα υπόλοιπα έχουν το ουδέτερο άρθρο (το). Γιατί άραγε να συμβαίνει αυτό;
Η ελληνική γλώσσα κάνει μια ύστατη προσπάθεια να δώσει (όχι αυθαίρετα) το αρσενικό ή θηλυκό γένος σε πολλά ουσιαστικά που δεν εκφράζουν πρόσωπα ή ζώα, για λόγους ενάργειας και ομαλής μετάβασης από τη μια κατηγορία στην άλλη, προσωποποιώντας όσο το δυνατόν περισσότερα ουσιαστικά (συγκεκριμένα ή αφηρημένα).
Έτσι, εάν ένα ουσιαστικό έχει ένα χαρακτηριστικό που εύκολα προσομοιάζει στην  ανδρική φύση-χαρακτήρα (π.χ. σταθερότητα, ενεργητικότητα), του δίνει το αρσενικό άρθρο (ο). Εάν έχει χαρακτηριστικό, που εύκολα προσομοιάζει στη γυναικεία φύση-χαρακτήρα (π.χ. ευμεταβλητότητα, παθητικότητα), του δίνει το θηλυκό άρθρο (η).  
Στα αφηρημένα ουσιαστικά χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον το θηλυκό άρθρο, διότι αυτά μπορούν να εκφράζονται ή να υπονοούν  διαφορετική κάθε φορά ένταση, άρα εμπερικλείουν κάτι το ευμετάβλητο που προσιδιάζει στη γυναικεία φύση. Στα υπόλοιπα ουσιαστικά που δεν έχουν τις παραπάνω ιδιότητες τούς δίνεται το ουδέτερο άρθρο (το).
Ενδεικτικά παραδείγματα:
(o) κίων (στύλος) για το κατακόρυφο, το ευσταλές και τη μεγάλη δύναμη που έχει, καθόσον υποβαστάζει  την άνωθεν κατασκευή.
(η) στήλη γιατί είναι εγχάρακτη από επιγραφές, άρα είχε υποστεί χάραξη κάτι που συνάδει με τη θηλυκή φύση(παθητικό). 
(ο) ουρανός,  επειδή καλύπτει τη γη, άρα έχει οιονεί αρσενική φύση.
(η) γη, επειδή καλύπτεται από τον ουρανό, άρα έχει οιονεί θηλυκή φύση. 
(η) οδός, η οποία  φέρει πάνω της (παθητικό)  τους διαβάτες- εποχούμενους.
(η) θύρα, δια των οποίων διέρχεται κάποιος, άρα προσιδιάζουν στη θηλυκή φύση.
(η) κλίμαξ (σκάλα), επειδή φέρει (παθητικό) τους ανερχόμενους από ένα κατώτερο υψομετρικά επίπεδο σε ένα ανώτερο υψομετρικά επίπεδο.
(η) τράπεζα, επειδή σ’ αυτήν τοποθετούνται (παθητικό) π.χ. τα φαγητά, που τρώνε οι άνθρωποι.
(ο) πίλος (σκούφος) επειδή εναποτίθεται (πατάει) επί της κεφαλής.
(η) κεφαλή, επειδή φέρει (κυοφορεί τον εγκέφαλο).
(ο) σωλήν, επειδή παραπέμπει στο ανδρικό μόριο.   
(ο) εγκέφαλος, επειδή αυτός είναι ο γεννήτωρ πάντων (εξάλλου είναι γνωστό το ρητό: «Ο άνδρας γεννά και η γυναίκα τίκτει»). Για τον ίδιο λόγο και (ο) νους. 
(η) ευγένεια, (η) σοφία, (η) κακία, (η) σωφροσύνη  κ.λπ. λόγω του ποικίλου της έντασης με την οποία κάθε φορά  εκφράζονται, δηλαδή λόγω του ευμετάβλητου που προσιδιάζει στη γυναικεία φύση. Υπάρχουν, βεβαίως, και εξαιρέσεις, όπως:
(ο) φόβος, (ο) τρόμος), επειδή και τα δυο αυτά εκπορεύονται, συνήθως, από τα  αρσενικά και όχι από τα θηλυκά.
***
·  Όποιος καταγίνεται με το εκπαιδευτικό σύστημα και τη βελτίωσή του, θα πρέπει να έχει πάντα στο μυαλό του το στίχο του ποιητή Τ.S. Eliot:
«Τι έγινε  η σοφία που χάσαμε
κυνηγώντας τη γνώση…
Τι έγινε η γνώση που χάσαμε
κυνηγώντας την πληροφορία…».
·  Ο Άγγλος ποιητής, κλασικός φιλόλογος και διανοούμενος Alferd Housmann είχε ισχυρισθεί: «Δεν υπάρχουν ποιητικές ιδέες…Η ποίηση δεν είναι το πράγμα που λέγεται, αλλά ο τρόπος με το οποίο το λέμε». 
·  Σύμφωνα με τον Πυθαγόρα: «Το ναι και το όχι, αν και είναι οι πιο σύντομες  από όλες τις λέξεις, χρειάζεται να τις σκεφτεί κανείς πολύ προηγουμένως.»
·  Ο  Αμερικανός συγγραφέας  Ντένις Ροχ  είχε πει: «Αν χρειάζονται πολλές λέξεις για να πεις αυτό που σκέφτηκες, ξανασκέψου το». 
·  Ο συγγραφέας και ψυχοθεραπευτής Χόρχε Μπουκάι γράφει για το «τρένο» της σοφίας: «Όλοι ξεκινάμε από ένα σταθμό που ονομάζεται άγνοια. Είναι ο σταθμός, στον οποίο μένουν όλοι εκείνοι που ούτε καν γνωρίζουν ότι δεν γνωρίζουν, και επομένως δεν έχουν καμία ανάγκη να μάθουν.
Αν κάποιος αποφασίσει να ανεβεί στο τρένο, είναι επειδή κάποιος θα του έχει απλώσει  το χέρι. Αν ανέβει στο τρένο και ακολουθήσει το σωστό δρόμο, θα φτάσει στον τόπο των ερευνητών. Αν το κάνει καλά και δεν χάσει το δρόμο του, θα φτάσει και στον επόμενο σταθμό. Το σταθμό των δασκάλων. Κάποιοι από τους δασκάλους αποφασίζουν να διδάξουν, ενώ ορισμένοι θέλουν να μείνουν μόνοι με τις γνώσεις τους.
Αν ένας δάσκαλος ζήσει πολλά πράγματα για πολλά χρόνια ίσως καταφέρει να ανεβεί ξανά στο τρένο για να φτάσει στο σταθμό της σοφίας, που είναι ο τελευταίος. Είναι ο τόπος όπου ζουν όλοι αυτοί που ούτε καν γνωρίζουν ότι γνωρίζουν. Είναι αστείο, αλλά αν ρωτήσεις έναν πραγματικά  σοφό θα σου απαντήσει δεν γνωρίζω, αν γνωρίζω, όπως ακριβώς θα σου απαντούσε ένας αδαής. Ίσως γι’ αυτό σ’ αυτήν την κοινωνία που ζούμε θεωρούμε αδαείς κάποιους σοφούς και κάποιους αδαείς τους θεωρούμε σοφούς».