Παρασκευή 19 Μαΐου 2023

Οι αρμοί μας με το παρελθόν

 

Του Στάθη Ασημάκη

 Γενικά
Η αρχαιολογική σκαπάνη βρίσκει, συνήθως, κατόπιν πολλής έρευνας, αλλά και τύχης, τα τεκμήρια εκείνα που μπορούν να δομήσουν το προφίλ ενός τόπου, μέσα στο χρόνο. Ένας άλλος δρόμος για το σκοπό αυτό είναι, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα τοπωνύμια («επιγραφαί επί του εδάφους γεγλυμμέναι») μαζί με το γλωσσικό ιδίωμα («επιγραφή…“πτερόεσσα”»), εφόσον το σχετικό υλικό που είναι διαθέσιμο είναι ικανοποιητικό.
Και ενώ μπορεί να επιτευχθεί, σχετικά εύκολα, η ανάλυση της δομής ενός γλωσσικού ιδιώματος, αντίθετα η τοπωνυμική έρευνα είναι, συνήθως, δυσκολότερη. Πράγματι, η μελέτη ενός τοπωνυμίου δεν απαιτεί μόνο επίπονη διερεύνηση (υπάρχει πάντα κίνδυνος γλωσσικών «αντικατοπτρισμών» που μπερδεύουν τα πράγματα) και προσεκτική επισκόπηση της περιοχής, αλλά επί πλέον και γνώση της μικροϊστορίας της, πράγμα καθόλου εύκολο, ειδικά όταν η σχετική έρευνα προχωρεί σε απώτερες εποχές.
Εάν, όμως, και η «τοπωνυμιογλωσσική σκαπάνη» τύχει και βρει επαρκή στοιχεία για τα επιμέρους στρώματα που επικάθισαν στην εξεταζόμενη περιοχή, μέσα στο διάβα του χρόνου, τότε μπορεί να δομηθεί με καλή προσέγγιση το προφίλ της, οπότε μπορούμε να μιλάμε για ρίζες και  αρμούς.   
Τώρα, αναφορικά με το τοπωνύμιο Αράχοβα που είναι ένα από τα πλέον εμβληματικά του ελληνικού χώρου, αυτό έχει ως γνωστόν χαρακτηριστεί σλαβικό, και είναι φορτωμένο με βεβαιότητες που μάλλον αποθαρρύνουν περαιτέρω έρευνες.  
Μερικές φορές, όμως, τα πράγματα δεν είναι έτσι, όπως φαίνονται με την πρώτη ματιά, γιατί, αν ξύσεις την πατίνα που έχει αποθέσει η προσανατολισμένη προς μια κατεύθυνση έρευνα, έρχεσαι αντιμέτωπος με μια άλλη πραγματικότητα. Και η πατίνα σε ένα κύριο τοπωνύμιο μπορεί να αφαιρεθεί ευκολότερα, εφόσον γίνει η μικροτοπωνυμική ανάλυση της ευρύτερης περιοχής του.
Η Αράχοβα Παρνασσού, πάντως, διαθέτει πλούσιο μικροτοπωνυμικό υλικό, λόγω της μεγάλης πτύχωσης στην κοιλάδα του Πλειστού, στις πλαγιές του Παρνασσού και της Κίρφης που βρίσκονται μέσα στα γεωγραφικά της όρια και, βεβαίως, λόγω της  φιλοπονίας των κατοίκων της στον αγροτικό και κτηνοτροφικό τομέα, με αποτέλεσμα να έχουν βιώσει «σπιθαμή» προς «σπιθαμή» τον τόπο τους.
Συγκεκριμένα, διαθέτει τετρακόσια εβδομήντα επτά (477) τουλάχιστον τοπωνύμια. Εξ αυτών, εξετάζουμε εδώ τα ογδόντα δυο(82). Είναι όσα δεν έχουν νεοελληνική γλωσσική υφή - χροιά, και άρα μιλάμε για ένα πολύ ικανοποιητικό δείγμα, που μπορεί να οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα. Στη συνέχεια, ασχολούμαστε με όλες εκείνες τις ιδιωματικές αραχοβίτικες λέξεις, εκατόν έντεκα (111) τον αριθμό, οι οποίες δεν έχουν επίσης νεοελληνική γλωσσική υφή - χροιά, μέσα από ένα σύνολο χιλίων εκατόν είκοσι οχτώ (1.128) ιδιωματικών λέξεων της  Αράχοβας.
Με βάση, λοιπόν, αυτά τα στοιχεία επιχειρούμε εδώ  τη σύνθεση του αραχοβίτικου προφίλ, για να εντοπίσουμε, κατά το δυνατόν, τους αρμούς που μας συνδέουν με το παρελθόν μας, απώτερο και ύστερο. με όλη αυτή την προσπάθεια να ξεδιπλώνεται σε τρία(3) μέρη. Ειδικότερα:

 

Α΄ Μέρος

Οι αρχαιοελληνικοί μας αρμοί

α)Τα παλαίφατα τοπωνύμια, τα οποία  μπορούν ίσως να δώσουν καταφατική απάντηση στο ερώτημα, εάν υπήρχαν ή όχι αυτόχθονες Φωκείς στην περιοχή της Αράχοβας, μέχρι πριν ακριβώς τον ερχομό εποίκων στην περιοχή αυτή, είναι κατά τη γνώμη μας τα εξής:

1)Γάντζιες. Μια πλαγιά, ανατολικά του χωριού, που περικλείεται από φαράγγια και μάλιστα στο βόρειο από αυτά συμβάλλουν από ανάντη, άλλα τρία  φαράγγια. Προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη μισγάγκεια = ο τόπος, όπου ενώνονται δυο ή περισσότερα φαράγγια. Οπότε, λόγω των εκεί πολλών φαραγγιών, έχουμε: μισγάγκειες > μισγάτζιες > γάτζιες.

2)Βούσα. Τοποθεσία, βαθύπεδο, νότια της Αράχοβας,  γνωστή παλιότερα για τα αμπέλια της. Πιθανόν, από την αρχαιοελληνική λέξη βάσσα / βήσσα = δασώδης κοιλάδα.

3)Γώσκια. Σπηλιά σημαντικής χωρητικότητας, η οποία βρίσκεται στο βάθος της Κοιλάδας του Πλειστού, που οι ντόπιοι, τους προηγούμενους αιώνες και σε όλες τις δύσκολες στιγμές τους, χρησιμοποίησαν  για καταφύγιο και προστασία τους από ξένους εχθρούς. Πιθανόν, από το γεώσκια, οπότε γεώσκια > γιώσκια > γώσκια, δεδομένου ότι στην αρχαιοελληνική γλώσσα σκιά σημαίνει, εκτός των άλλων, και σκιερή τοποθεσία.

Η εξήγηση αυτή προτείνεται, επειδή πρόκειται για σπηλιά, όπου το επάνω μέρος από την οροφή της είναι βατό, με αποτέλεσμα η παρουσία της δεν γίνεται εύκολα αντιληπτή, από αυτόν που κατεβαίνει την Κοιλάδα του Πλειστού προς αναζήτησή της, εάν ο ίδιος δεν γνωρίζει από πριν την ακριβή θέση της. Επομένως, το όνομά της σημαίνει, ουσιαστικά, τοποθεσία που τη σκιά της τη ρίχνει η ίδια… η γη.

Η άποψη περί αρχαίας προέλευσης του τοπωνυμίου αυτού ενισχύεται και από το γεγονός ότι η Γώσκια είναι η μόνη σπηλιά του Παρνασσού, στην οποία οι ντόπιοι της έδιναν από παλιά το προσωνύμιο Γριά (Γριά Γώσκια), πράγμα που παραπέμπει σε κάτι παλαιικό, αρχαίο.

4)Μέγα Χέρουμα. Το μεγάλο φαράγγι του Παρνασσού, ανάμεσα σε Λιάκουρα και Γεροντόβραχο. Από την αρχαιοελληνική λέξη χηραμός = κοίλωμα, χάσμα, ρωγμή. Εδώ, μάλιστα, έχουμε  διάσωση της αρχαίας προφοράς (του [η] σε [ε]).  

5)Πετρίτης. Η ψηλή πετρώδης κορυφή πάνω από την Αράχοβα, ειδικότερα ακριβώς πάνω από την κατακόρυφη βραχώδη πλαγιά Κρεμάλα, η οποία βρίσκεται ανάντη της   Γούρνας. Από την αρχαιοελληνική λέξη πέτρα = βράχος, βραχώδης κρημνός, βραχώδης κορυφή. Μάλιστα, από τον αφορισμό των Ιερομνημόνων, σχετικά με τα όρια της ιερής γης του Απόλλωνα, προκύπτει ότι η θέση αυτή ή μάλλον τα ριζά της συμπίπτουν, μάλλον, με την ονομασία: «Πέτραν… ου τρίπους ενκεκόλαπται»).

6)Χούρχουρ’. Τοποθεσία δυτικά της πηγής «Μάνα».

Πιθανόν από την αρχαιοελληνική λέξη κόρχορος = άγριο φυτό, με αρωματικά φύλλα και πολλή πικρή γεύση, που ήταν παροιμιώδες για την πικρότητά του. Οπότε κόρχορη > χόρχορη > χούρχουρη > χούρχουρ’, επειδή ίσως στην περιοχή αυτή φύτρωνε από παλιά αυτού του είδους το φυτό.

7)Λάκκουμα. Τοποθεσία πάνω από την Αράχοβα. Από την αρχαιοελληνική λέξη λάκκος που, μεταξύ των άλλων, σημαίνει κοίλωμα, μέρος που κρατά νερό. 

Στους παλιότερους κατοίκους ήταν γνωστή η έκφραση: «Ξέχ’σι του Λάκκουμα», που λεγόταν, όταν συνέβαιναν ιδιαίτερα έντονες καταιγίδες, κατά τις οποίες τα όμβρια, λόγω της μεγάλης παροχής τους υπερχείλιζαν και κατέβαιναν με ορμή προς το χωριό, κατακλύζοντας την συνοικία Κούκουρα, και αποθέτοντας εκεί, μερικές φορές, λάσπες και στερεά κορήματα. Επίσης, η ονομασία Λάκκα χρησιμοποιείται και για  άλλες τοποθεσίες της Αράχοβας, μέσα και έξω από το χωριό.

8)Αφανός. Η γειτονιά με την πιο συγκλονιστική θέα. Πιθανόν από την αρχαιοελληνική λέξη φανός = φανάρι, δαυλός, πράγμα που οδηγεί τη σκέψη μας για πιθανή ύπαρξη, στην τοποθεσία αυτή, αρχαίας φρυκτωρίας, καθόσον δεσπόζει σε όλη την κοιλάδα του Απόλλωνα και έχει μεγάλη ορατότητα προς όλες τις γύρω κατευθύνσεις.

9)Βούτριγια. Τοποθεσία στα όρια Αράχοβας - Δελφών. Από την αρχαιοελληνική λέξη βότρυς = σταφύλι. Άρα σημαίνει το μέρος  που παράγει σταφύλια.

10)Σταυρός. Από αυτή τη θέση - δίοδο ξεπροβάλλει από τα βορειοδυτικά, για τον ερχόμενο από το Λιβάδι (την «Χώρα νάτεια γεωργουμένη», σύμφωνα με τον αφορισμό των Ιερομνημόνων), η Αράχοβα και γενικότερα η Κοιλάδα του Απόλλωνα. Εκεί, παλιά, θα υπήρχε φαίνεται κάποιος σταυρός, ως συνέχεια αντίστοιχου αρχαίου εθίμου, καθόσον στα αρχαία χρόνια και στις χαρακτηριστικές θέσεις απ’ όπου ξεπρόβαλλαν οικισμοί, τοποθετούνταν όρθιοι λίθοι - οι ερμαίες στήλες - απ’ όπου προέρχεται και η λέξη αρμακάς.

11)Φριγιάς. Πηγάδι στον Παρνασσό.

Από την αρχαιοελληνική λέξη φρέαρ = πηγάδι, πηγή και βρύση.

12)Λαρσιό. Από την αρχαιοελληνική λέξη λάρισσα = οχυρός τόπος. Η τοποθεσία αυτή είναι, πράγματι,  υπερυψωμένη και δεσπόζει σε όλο το Λιβάδι  Παρνασσού.

13)Σαρανταύλι. Είναι το αρχαίο σπήλαιο «Κωρύκιον Άντρον», κοντά στο Λιβάδι. Η ονομασία του προήλθε από τις πολλές αίθουσες-κοιλότητες που διαθέτει. Διασώθηκε έτσι η αρχαιοελληνική λέξη «αὐλός» με τη σημασία: «πᾶν κοίλωμα»(σύμφωνα με το Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης  του Ι. Σταματάκου).

14)Παλιοβούνα. Είναι ο ορεινός όγκος του Παρνασσού        (ακριβώς δίπλα στο Λιβάδι Αράχοβας), όπου βρίσκεται το «Σαρανταύλι(Κωρύκιον Άντρον), πράγμα που σημαίνει ότι οι ντόπιοι μεταφέρουν, χωρίς διακοπή, κάποιες αχνές αρχαίες μνήμες για δρώμενα που συνέβαιναν κάποτε εκεί. Ως γνωστόν στο Κωρύκιον Άντρον, κάθε δυο χρόνια, γίνονταν τελετές προς τιμή του θεού Διονύσου, στα οποία λάμβαναν χώρα οι Θυιάδες. Μάλιστα, η Παλιοβούνα λεγόταν, ίσως, Κοίον όρος, σύμφωνα με τον αφορισμό των Ιερομνημόνων.  

***

β)Το αρχαιοελληνικό γλωσσικό κατάλοιπο:

1)αγκαλεσιά = καταγγελία, αλλά και κατηγορία κάποιου σε αρχές και  δικαστήρια, από το ἐγκαλέω = καλώ κάποιον με σκοπό να τον κατηγορήσω, επικρίνω.

2)αγκάλιστρους=τυλιγάδι. 3)άγκλας = ξύλινο κρεμαστάρι. 4)αγκλιάζου = λυγίζω, κάμπτω. 5)αγκούλα = ραβδί.

Από την αρχαιοελληνική λέξη ἀγκύλη.

6)αγλιά = σκελίδα π.χ. σκόρδου, μύγδαλου. Από την αρχαιοελληνική λέξη ἄγλις - ἀγλίθες.

7)αγουνιέμι = εργάζομαι σκληρά, από το αρχαιοελληνικό ρήμα  ἀγωνιάω = παλεύω, προσπαθώ επίμονα.

8)αζούματα = το βρώσιμο φυτό που έχει καυτερή γεύση. Πιθανόν, από το αρχαιοελληνικό ρήμα ἄζω = καψαλίζω.   

9)άλυσους = αλυσίδα. Από την αρχαιοελληνική λέξη  ἅλυσις.

10)αμπουριά = δίοδος. Από την αρχαιοελληνική λέξη πόρος = δίοδος, διάβαση.

11)αναβουλιός = αρουραίος που κάνει σωρό από χώμα γύρω από την τρύπα της φωλιάς του. Από την αρχαιοελληνική λέξη ἀναβολή = ό,τι είναι συσσωρευμένο επάνω, χωματοβούνι.

12)ανάδουσι  = ψυχική ταραχή, έντονη αγωνία. Από την αρχαιοελληνική λέξη ἀνάδοσις που, μεταξύ άλλων, σημαίνει έκρηξη, εξόρμηση.

13)ανατσ’λάου = βράζω. Από το αρχαιοελληνικό ρήμα ἀνακυλίω = κυλίω προς τα επάνω.

14)ανατσουκλάου = μαζεύω το νήμα από το αδράχτι στον αγκάλιστρο (τυλιγάδι). Από το αρχαιοελληνικό ρήμα ἀνακυκλέω = στρέφω κάτι γύρω εκ νέου.

15)απαχάζου = αντηχώ. Από το αρχαιοελληνικό ρήμα ἀπηχέω = αντηχώ.

16)απ’κάζου = καταλαβαίνω, εννοώ, συμπεραίνω. Από το αρχαιοελληνικό ρήμα ἀπεικάζω = συγκρίνω, παρομοιάζω με κάτι, συμπεραίνω.

17)απουκούρουσ’ = γέμισε ο χώρος από καπνό ή από κάποια οσμή. Από το αρχαιοελληνικό ρήμα κορέννυμι = είμαι γεμάτος από κάτι.

18)απουφουρά = δυσοσμία. Από την αρχαιοελληνική λέξη ἀποφορά = αυτό που φέρει.

19)απ’στουμιέμι = σκοντάφτω και πέφτω. Από το αρχαιοελληνικό ρήμα ἐπιστομίζω = κάνω κάποιον να πέσει. 

20)αρμακάς = σωρός από πέτρες.

Από τις αρχαιοελληνικές λέξεις: Ἑρμαῖα, Ἑρμαῖες, Ἑρμαῖοι = λιθώδεις σωροί που υψώνονταν προς τιμή του θεού Ερμή και βοηθούσαν τους οδοιπόρους στη διαδρομή τους.

21)αστουχάου = ξεχνώ. Από το αρχαιοελληνικό ρήμα ἀστοχέω = αποτυχαίνω.

22)άταλους=αδύναμος-άμεστος. Από την αρχαιοελληνική λέξη ἀταλός = τρυφερός, λεπτός, απαλός.

23)ατζιά = οικειακά σκεύη, αλλά και όρχεις. Από την αρχαιοελληνική λέξη ἀγγεῖον.

24)βάξου(θα) = θα φωνάξω δυνατά, θα ουρλιάξω π.χ. από πόνο. Από το αρχαιοελληνικό ρήμα βαΰζω(μέλλων βαΰξω) = φωνάζω δυνατά για κάτι.

25)βίκα = νταμιτζάνα. Από την αρχαιοελληνική λέξη βίκος = αγγείο κατάλληλο για αποθήκευση οίνου.

26)βραγκανίδα = Βρώσιμο αγριόχορτο.

Από την αρχαιοελληνική λέξη βράκανα = αγριόχορτα.

27)γαλατσίδα / γαλαξίδα = άγριο χόρτο.

Από το αρχαιοελληνικό γαλακτίς.

28)γέργαθου = δικτυωτό πλέγμα για μεταφορά άχυρων. Από την αρχαιοελληνική λέξη γυργαθός = κοφίνι από ιτιά για ψάρεμα κυρίως.

29)γιόμα = μεσημέρι και μεσημεριανό φαγητό. Από την αρχαιοελληνική λέξη γεῦμα.

30)γκουρφανάου = γραντσουνίζω.

Από το αρχαιοελληνικό ρήμα κορυφόω = κάνω κάτι αιχμηρό.

31)γούπατο = χαμηλός τόπος, κοίλωμα.

Από την αρχαιοελληνική λέξη γύπη = κοίλωμα γης.

32)γουργουγιάνους = έδαφος ασταθές, με υγρασία, και συνήθως εύφορο. Πιθανόν από τις αρχαιοελληνικές λέξεις ὀργάς = γη φουσκωμένη από υγρασία και  γαιών = σωρός χώματος (οργογαιών > ουργουγιάνους > γουργουγιάνους).

33)γουφιά = τα δόντια τη χτένας. Από την αρχαιοελληνική λέξη γόμφος = το μεγάλου μεγέθους  σφηνοειδές  καρφί από μέταλλο ή ξύλο.

34)γριπαίους = άνεμος «ψαριανός», που έρχεται δηλαδή από νοτιά (Κορινθιακό κόλπο). Από την αρχαιοελληνική λέξη γριπεύς = ψαράς.

35)δέμα = τοίχος από ξερολιθιά. Από το αρχαιοελληνικό ρήμα δέμω = κτίζω, οικοδομώ.

36)διάζουμ’ = τακτοποιώ στημόνι. Από το αρχαιοελληνικό ρήμα διάζομαι με την ίδια παραπάνω σημασία.

37)διάνεμα = νεύμα με τα χέρια ή το κεφάλι. Από το αρχαιοελληνικό ρήμα: διανεύω = κάνω, νεύμα, προσκαλώ με νεύμα.

38)δρέμου = τρέχω. Από το αρχαιοελληνικό δραμοῦμαι.

39)ζεύγλα = καμπύλο μέρος ζυγού, στο οποίο έμπαιναν οι τράχηλοι των βοδιών, προκειμένου να αυξηθεί η απόδοσή τους στο όργωμα. Από την αρχαιοελληνική λέξη ζεύγλη, που έχει την ίδια παραπάνω σημασία.

40)ζ’μετ = το κατακάθι και γενικά αυτό που είναι άχρηστο, για πέταμα. Από την αρχαιοελληνική λέξη ἵζημα = κατακάθι.

41)ζουγγάρ’ = άγριο χόρτο. Από την αρχαιοελληνική λέξη σόγχος = άγριο λάχανο.

42)κακκάβ’ = καζάνι. Από την αρχαιοελληνική λέξη κακκάβη = χύτρα.

43)κουγιάλαμα = ανόητος, βλάξ. Από την αρχαιοελληνική λέξη κοάλεμος = ηλίθιος.

44)κουλουστούπα = είδος αγκαθιού που βγάζει λευκά αρωματικά άνθη. Με αποτομή, η ξυλώδης ρίζα του  παράγει κόμμι, που εξέρχεται ως παχύρρευστο δάκρυ από το σημείο τομής. Σύνθετη από τις αρχαιοελληνικές λέξεις κολλάω = συγκολλώ και στύπος = στέλεχος, κορμός. Για την «κολλύστουπα» του Παρνασσού κάνει λόγο και το Μέγα Αρχαιοελληνικό Λεξικό των Liddel - Scott, στο λήμμα τραγάκανθα.

45)κουνυζός = φυτό που χρησίμευε παλιότερα για τη  βαφή νημάτων για την απόκτηση της απόχρωσης του πράσινου - λαδί. Από την αρχαιοελληνική λέξη κόνυζα.

46)κούτλας = σκεύος μέτρησης του γάλακτος από τους τσοπάνηδες. Από την αρχαιοελληνική λέξη κοτύλη = μικρό αγγείο.

47)κρένου = μιλάω σε κάποιον.

Από το αρχαιοελληνικό ρήμα ἀποκρίνω.

48)λαλατζίτα = υδαρής ζύμη. Από την αρχαιοελληνική λέξη λαλάγγη = λεπτό και ευρύ πλακούντιο.

49)λαψάνα = είδος βρώσιμου χόρτου.

Από την αρχαιοελληνική λέξη λαψάνη ή λαμψάνη.

50)λημάρ’ = μικρό δεμάτι από στάχια.

Από την αρχαιοελληνική λέξη λῆμμα = κάθε τι που λαμβάνουμε.

51)ληριάζου = φλυαρώ, γκρινιάζω ανόητα. Από το αρχαιοελληνικό ρήμα ληρέω = φλυαρώ, μωρολογώ.

52)λητάρ’ = σχοινί. Παραφθορά του εἰλητάριον από το αρχαιοελληνικό ρήμα εἰλέω = τυλίγω.

53)μαργώνου = τρέμω από το κρύο.

Από το αρχαιοελληνικό ρήμα μαργαίνω = μαίνομαι, παραφέρομαι.

54)μέχουμ’ = επιθυμώ κάτι πολύ. Πιθανόν από το αρχαιολογικό ρήμα μετέχω που μεταξύ άλλων σημαίνει απολαμβάνω.

55)μπλι = στομάχι. Πιθανόν από την  αρχαιοελληνική  λέξη μύλη = μύλος.

56)ντηριέμι = ντρέπομαι, διστάζω, επιφυλάσσομαι.

Από το αρχαιοελληνικό ρήμα τηρέομαι = προφυλάσσομαι από κάτι.   

57)ξαγιάζου = διώχνω κάποιον με βίαιο τρόπο. Από το αρχαιοελληνικό ρήμα ἐξαγίζω = αποδιώχνω κάποιον ως μίασμα.

58)ξιμηνυτεύου = ψάχνω και ανακαλύπτω.

Από το αρχαιοελληνικό ρήμα μηνύω = αποκαλύπτω μυστικό, φανερώνω, φέρνω σε φως.

59)πλαγιάζου= πηγαίνω για ύπνο. Από το αρχαιοελληνικό ρήμα πλαγιάζω = γέρνω.

60)ρουδάμ’ = τα βλαστάρια του πουρναριού.

Από την αρχαιοελληνική λέξη ὀρόδαμνος = βλάστημα.

61)ρ’πάτ’ς = είδος αγριοβελανιδιάς.

Από την αρχαιοελληνική λέξη ῥώπαξ.

62)σκλιάγκους = είδος εύγευστου άγριου χόρτου, το οποίο τρώγεται σε σαλάτα ή σε χορτόπιτες, με μακριά μπερδεμένα φύλλα που κάμπτονται και συστρέφονται έντονα. Πιθανόν σύνθετη από τις αρχαιοελληνικές λέξεις: σκολιός = συνεστραμμένος, «μπερδεμένος» και άγκος = καμπή.

63)σκούλα = μικρή καλλιεργημένη περιοχή που βρίσκεται μεταξύ πετρωδών σχηματισμών. Από την αρχαιοελληνική λέξη σκόλλυς = τρόπος κουράς, σύμφωνα με τον οποίο αφηνόταν λόφος τριχών (τούφα) στην κορυφή του κεφαλιού.

64)σ’κτί = ρούχο. Από την αρχαιοελληνική λέξη σκυτίον, υποκοριστικό του σκύτος = κατεργασμένο δέρμα.

65)σπάλαθρου = είδος αγκαθιού.

Από την αρχαιοελληνική λέξη ἀσπάλαθος = είδος αγκαθιού.

66)«σπουλάτσ’ τσι του δουτσίστσις» = ευτυχώς που το σκέφτηκες - κατάλαβες. Το δουτσίστσις από το αρχαιοελληνικό ρήμα δοκέω-ω.

67)σταλίτς =  ίσιο γερό ξύλο  που στήνεται για υποστήριξη φορτίου, τη στιγμή που ολοκληρώνεται από την άλλη πλευρά η φόρτωση κάποιου υποζυγίου (π.χ. μουλαριού  ή γαϊδουριού). Από την αρχαιοελληνική λέξη στάλιξ = κάθε τι που στήνεται.

68)στρούμπα = τόπι υφάσματος. Από την αρχαιοελληνική λέξη στρόμβος = άτρακτος.

69)στσύφους = μικρό σκαφίδι από κομμένο κορμό έλατου που έχει αφαιρεθεί το εσωτερικό του ξύλο, καθώς και η εξωτερική φλούδα. Από την αρχαιοελληνική λέξη σκύφος = ξύλινο ποτήρι.

70)συτζλάου = μεταφέρω ποτό από ένα ποτήρι  στο άλλο με επαναλαμβανόμενο τρόπο. Από το αρχαιοελληνικό ρήμα συγκυκλέω = συνεργώ σε συγκύλιση, στριφογυρίζω.

71)τηράω = παρατηρώ, βλέπω. Από το αρχαιοελληνικό ρήμα τηρέω = δίνω προσοχή σε κάτι.

72)τσ’βέρτ = ξύλινη κυψέλη. Από την αρχαιοελληνική λέξη κύβεθρον = κυψέλη.

73)τροπ’ = ξύλινο υποστήριγμα, τάκος που μπαίνει κάτω από κάδη. Από την αρχαιοελληνική λέξη τράπηξ = σανίδι, τεμάχιο ξύλου.

74)τσουτιάζου = κουρνιάζω. Από το αρχαιοελληνικό ρήμα κοιτάζω = βάζω κάποιον στο κρεβάτι να κοιμηθεί.   

Επίσης,  σημαντικό θέμα που αξίζει να τονίσουμε είναι η διατήρηση στην Αράχοβα του γλωσσικού φαινομένου που ονομάζεται τσιτακισμός (προφορά του γράμματος κ σε τσι). Ως γνωστόν, ο τσιτακισμός είναι γλωσσικό φαινόμενο που απαντάται σε ορισμένα νησιά του Αιγαίου, στην Κρήτη, στην Κύπρο, στην Κάτω Ιταλία και δείχνει διατήρηση της αρχαιοελληνικής γλωσσικής παράδοσης.
***
Τέλος, προς επίρρωση όσων ισχυριστήκαμε, σχετικά  με τους αρχαιοφωκικούς αρμούς μας, θα παραθέσουμε την παρακάτω ενδιαφέρουσα αναφορά ενός ξένου περιηγητή που επισκέφτηκε  στην Αράχοβα Παρνασσού, κατά τον 19ο αιώνα. Διέμεινε κάποιες μέρες στο χωριό και είχε αρκετό χρόνο για να παρατηρήσει καλά, με την έμπειρη ματιά του, πρόσωπα και πράγματα.

Πρόκειται για τον Αμερικανό Denton J. Snider, συγγραφέα, παιδαγωγό και κριτικό  λογοτεχνίας, ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Φιλοσοφικής Λέσχης του St. Louis, ο οποίος στο βιβλίο του: A Tour in Europeγράφει, με ενθουσιασμό, μεταξύ άλλων τα εξής:

 

«[…]
Αράχοβα, 28 Μαρτίου 1879

Μετά από δύο εβδομάδες παραμονής στους Δελφούς, επισκέφτηκα για αλλαγή την Αράχοβα, η οποία απέχει μόλις μιας ώρας περπάτημα. Η πόλη έχει το δικό της ξεχωριστό τρόπο ζωής, ο οποίος μου προξένησε μια περίεργη ευχαρίστηση. Δεν είναι σύγχρονος αλλά αρχαίος, παρόλα αυτά είναι ζωντανός και έντονος.

Να τι σημαίνει για μένα: μια αυθεντικά παλιά ελληνική πόλη, που όμως βρίθει από ζωντανές ανθρώπινες δραστηριότητες. Τη φαντάζομαι να έχει με κάποιον τρόπο ανυψωθεί από την αρχαιότητα, και να προσγειώνεται για εικοσιπέντε αιώνες και να εγκαθίσταται σήμερα στον Παρνασσό, ακριβώς όπως ήταν την εποχή που ιδρύθηκε, πριν από πολλά χρόνια, ανάμεσα σ’ αυτά τα βουνά.

Φαίνεται ότι τα βουνά και οι χαράδρες με τις εσοχές και τις σπηλιές τους αποτέλεσαν ασφαλές καταφύγιο, γι’ αυτούς τους ανθρώπους, και τους προστάτευσαν από όλες τις εισβολές και τις επαναστάσεις που είχαν σαρώσει τα πεδινά. Συνολικά αποτελεί το πιο εντυπωσιακό ψήγμα αρχαιότητας, που έχω συναντήσει μέχρι σήμερα στα ταξίδια μου. Δεν είχα ποτέ φανταστεί ότι θα έβλεπα το νεκρό ελληνικό λεξικό μου να απελευθερώνεται σε ζωντανό λόγο! και ότι από το λεξικό το αρχαιολογικό με τις τεράστιες ποσότητες των καλά αποξηραμένων, τακτοποιημένων και ονοματισμένων ειδών, θα ξεπηδούσε ξαφνικά σε ολοζώντανη πραγματικότητα!

Είναι, πράγματι, συγκινητικό να βλέπεις το δαιδαλώδες ερμπάριο των κλασικών ευρυμαθών να ανθίζει στην κυριολεξία και να δίνει νέα άνθη για ακόμα μια φορά! Φαντάσου με, φίλε μου, να έρχομαι πρόσωπο με πρόσωπο με ομηρικά ή ίσως και με προ-ομηρικά ελληνικά, στη δική τους διάλεκτο, χαιρετώντας με ονόματα όπως: Οδυσσέας, Πάρης (Αλέξανδρος), ναι, και με την Αφροδίτη την ίδια. Δεν πηγαίνω πίσω στην αφετηρία; Κι όμως, όλο αυτό που ακούγεται τόσο ονειρικό, είναι εδώ το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, στην πραγματικότητα είναι ένα απλό καθημερινό και κοινότοπο συμβάν.

[…]

Αράχοβα, 31 Μαρτίου 1879

Τι θαυμάσια βουτιά μέσα στην αρχαία ελληνική πηγή! Μου φαίνεται ότι σήμερα συνάντησα ίχνη του αρχαίου ελληνικού Μύθου, που ζει ακόμα στα χείλη των ανθρώπων. Και ο βάρδος ή ο ραψωδός του χωριού είναι σίγουρα εδώ, σήμερα, έτοιμος να επαναλάβει όχι κάποιο επεισόδιο του Τρωικού Πολέμου, αλλά της σύρραξης με τους Τούρκους.

Κάποιος θεωρεί τον εαυτό του ως τον απευθείας απόγονο του ομηρικού αοιδού, όπως του Φήμιου και του Δημόδοκου της Οδύσσειας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, πάντως, ο ραψωδός ήταν μια γυναίκα, γνωστή από παλιά ως η θεματοφύλακας των μύθων, των παραμυθιών και των ασμάτων της αρχέγονης λογοτεχνίας των ανθρώπων. […].

Αυτή ήταν, πράγματι, μια νέα εμπειρία της αρχαίας ιστορίας που απεικονιζόταν εδώ. Έτσι, η Αράχοβα θεωρεί τον εαυτό της καταδικασμένο, καθώς προχωρά το δρόμο της με ηρεμία, με χαρά ναι, και μάλιστα συχνά με πολλά χαρούμενα πανηγύρια. Τη φαντάζομαι σαν ένα μικρό, πράσινο νησί, απωθημένο στις πλαγιές του Παρνασσού, που έχει επιζήσει από το ναυάγιο ενός κόσμου. Και έτσι έχει κατά ένα παράξενο τρόπο διασώσει την αρχαία ιδέα του πεπρωμένου, που είναι τόσο βαθιά ριζωμένη στην αρχαία ελληνική συνείδηση, την οποία πράγματι εδώ είδε και προέβλεψε.

Η ιστορία έχει αναφέρει το μεγάλο κατακλυσμό του ελληνικού κόσμου, αλλά εδώ υπάρχει ένα μικρό υπόλειμμα που επιπλέει από το κολοσσιαίο ναυάγιο, αυτή η Αράχοβα, από το οποίο πρέπει να φανταστείς ότι έχει ξεπηδήσει και προσπαθεί τώρα να ζήσει τη ζωή της, τόσο παλαιά και  ταυτοχρόνως τόσο νέα.

Αράχοβα, 4 Απριλίου 1879

Πίσω πάλι στους Δελφούς στην καλύβα του καλού γερο-Παρασκευά, του βετεράνου. Ένιωσα μια νοσταλγία γι’ αυτό το σημείο χθες, καθώς προσφέρει κάτι, που η Αράχοβα δεν μπορεί να παρέχει. Εδώ είναι το πραγματικό ναυάγιο της αρχαιότητας, σπασμένο σε συντρίμμια και ταπεινωμένο στη σκόνη της γης. παρόλα αυτά το πνεύμα των Δελφών μέσα από τα θραύσματα ρίχνει μια γρήγορη ματιά προς το μέλλον. Το χτύπημα της Μοίρας, που έπληξε εκείνη την αρχαία ζωή, δεν είναι απλώς αντιληπτό, αλλά γίνεται και έντονα αισθητό σε αυτόν τον τόπο. η τραγωδία της παλαιάς Ελλάδας είναι εντυπωσιακά παρούσα και μπορεί να αναγνωστεί μόλις μάθεις τη γραφή. Και αυτό είναι το αέναα επαναλαμβανόμενο ενδιαφέρον, το ενδιαφέρον του τραγικού.

Οι Δελφοί και η Αράχοβα αποτελούν για μένα δύο κόσμους ή μάλλον καλύτερα δύο σκηνές του ελληνικού κόσμου. Μπορώ να περάσω από τη μια  στην άλλη μόλις σε μίας ώρας δρόμο. Και οι δύο πόλεις πρέπει να εκτιμηθούν σωστά και να διαδοθούν. Γνωρίζεις ότι ο Όμηρος έχει δύο κόσμους, έναν ανώτερο, του Ολύμπου, των Θεών, και έναν κατώτερο, γήινο, αυτόν των ανθρώπων. Έτσι συμβαίνει κι εδώ.

Οι κάτοικοι του χωριού Καστρί (το σύγχρονο όνομα των Δελφών) αποτελούν μια ταπεινή κοινότητα, που ζει έχοντας μιαν απορία σχετικά με την πόλη και τα ερείπιά της. Είναι το αρχαίο κέλυφος, εντός του οποίου προσπαθώ να τοποθετήσω τη ζωή της Αράχοβας. Και οι δύο λοιπόν ανήκουν η μία στην άλλη, τουλάχιστον κατά τη γνώμη μου. Έτσι, συχνά περνώ και ξαναπερνώ από τη μια στην άλλη, καθώς κάθε μια μου προσφέρει το δικό της ξεχωριστό υλικό για το οικοδόμημά μου.

Πράγματι, η Αράχοβα του σήμερα που είναι οι προ Δελφοί, φανερώνει το μπουμπούκι, από όπου άνθισαν οι Δελφοί στους αρχαίους χρόνους και μαζί μ’ αυτούς η πολιτισμένη Ελλάδα. Θα μπορούσα άραγε να ξανακάνω αυτά τα ερείπια να βλαστήσουν από τον αρχικό ζωντανό σπόρο; Αυτό είναι το πρόβλημά μου, το οποίο με κρατά τόσο καιρό σ’ αυτές τις περιοχές του Παρνασσού.

Έχω αρχίσει να πιστεύω ότι αυτό πρόκειται να είναι το διακύβευμα όλης της ευρωπαϊκής μου περιοδείας, το οποίο μόλις τώρα αγγίζω και αντιλαμβάνομαι, αν και αρχικώς δεν είχα καθόλου συνειδητοποιήσει τέτοιο τέλος. […].»