Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2018

ΑΦΕΝΤΙΚΟ ΤΙ ΔΟΥΛΕΙΕΣ ΕΧΟΥΜΕ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΣΗΜΕΡΑ;



Του Στέργιου Μπακολουκά

Η γωνιακή ισόγεια αίθουσα του διώροφου κτηρίου με τα ξύλινα πορτοπαράθυρα, λειτουργούσε πριν από αρκετά χρόνια ως καφενείο. Από τη μια μεριά βλέπει στη στενή τριγωνική πλατειούλα, ακριβώς απέναντι από τη μεγάλη πέτρινη βρύση του χωριού με τις δυο γούρνες, που τη λένε «Τομαρόβρυση» από τα ασκιά (τομάρια) που ξεπλένανε οι αγωγιάτες, μόλις   γυρίζανε στο χωριό από όλα τα μέρη της Ελλάδος, αφού είχαν ξεπουλήσει το νέκταρ τους(«μπρούσκο Αράχοβας»). 
Στο πίσω μέρος της, κολλητά με το κτήριο, κάθε άνοιξη ανθίζει ακόμα μεθυστικά μια εκατοχρονίτικη κουκ’ματσά (κουτσουπιά) παριστάνοντας το μοντέλο πασαρέλας και περιμένοντας φωτογράφιση από υποψιασμένους περαστικούς που δεν χάνουν την ευκαιρία, όταν στολισμένη με φανταχτερά ροζ  και μωβ  λουλούδια, που  ξεφυτρώνουν από παντού ακόμα και απ’ τον  κορμό της, κρατάει σκιερή τη γωνιά.
Απ’ την άλλη πλευρά το κτήριο φάτσα στον  κεντρικό δρόμο, με τη μόστρα του να αγναντεύει τα κόκκινα πέτρινα σκαλοπάτια του «Αγκάρσιου»(Εγκάρσιος- τα σκαλοπάτια προς τον Άϊ Γιώργη) που αρχίζουν, ακριβώς απέναντι, με ένα πλατύσκαλο και συνεχίζουν με  κοντά  διακόσα εξήντα πατήματα, για να καταλήξουν αποσταμένα στην κορφή μπροστά απ’ το προαύλιο του Άϊ Γιώργη.

Το Καφενείο αυτό ήταν το κεντρικότερο στην Αράχοβα μετά τον Μεγάλο Πόλεμο και με αυτό το  όνομα  το γνώριζαν όλοι: Καφενείο το «Κέντρον».
Η είσοδός του γινόταν από την   πλευρά της πλατείας. Μπαίνοντας συναντούσες μια ευρύχωρη σάλα με λείο τσιμεντένιο δάπεδο. Ευθεία μπροστά και αριστερά, ήταν η σκάλα που οδηγούσε στο πάνω πάτωμα, το πορτάκι της οποίας ήταν  πάντα κλειδωμένο. Κάτω από την κούρμπα της σκάλας, ήταν  αναποδογυρισμένες η μία πάνω στην άλλη, εφεδρικές ξύλινες καρέκλες για κάθε ενδεχόμενο.
 Δίπλα της έκαιγε ασταμάτητα μια στρογγυλή μαντεμένια ξυλόσομπα με μπουριά, γιατί ο καφενές έκλεινε μετά τις έντεκα το βράδυ και άνοιγε πριν τις έξη το πρωί, από Σεπτέμβρη μέχρι και τέλη Απρίλη. Τα μπουριά της  κατέληγαν μέσα από μια εγκοπή του τζαμιού στο δρόμο, απλώνοντας τον καπνό της ένα γύρω, δίνοντας την εντύπωση στάσιμου …ορεινού ατμόπλοιου που καρτέραγε την αράδα του να σαλπάρει. Βεβαίως το φορτίο του πρωί βράδυ, ήταν οι αρσενικοί κάτοικοι του χωριού και μάλιστα μετά από μια ηλικία και πάνω. 
 Οι τρείς πόρτες, που έβλεπαν στον κεντρικό δρόμο, το χειμώνα  ήταν  κλειστές και μπροστά από κάθε μία από αυτές ήταν τοποθετημένο κι ένα τραπέζι με καρέκλες. Στο βάθος δεξιά, ένας μικρός μπουφές στεγασμένος σε μια εξωτερική  ….φασούλα( εγκωπή) της οικοδομής, δίπλα ακριβώς από τη μικρή τουαλέτα,  χρησίμευε ως χώρος παρασκευής καφέ, τσαγιού και μικρομεζέδων για τσίπουρο.
Δεκαπέντε περίπου ξύλινα τραπέζια με τετραπλάσιες ψάθινες καρέκλες, ήταν διασκορπισμένα στον τετράγωνο χώρο, υπολογισμένα μαζί μ’ αυτά που βρίσκονταν κολλητά στα πορτοπαράθυρα των δύο πλευρών. Όλο το μαγαζί μύριζε ανθρακούχα λεμονάδα, αρωματικό καφέ και χαρτί από τις χρησιμοποιημένες   τράπουλες.
Αυτό το καφενείο ήταν ένα από τα στέκια μιας  παρέας ηλικιωμένων Αραχοβιτών, όπου έπιναν τον  πρωινό τους καφέ, πριν έρθει η ώρα της μετακόμισης  στη διπλανή ταβέρνα για σουαρέ,  κρασάκι και μεζεκλίκια. Όλα τα μέλη της συντροφιάς  γεννημένα τον προηγούμενο αιώνα και χωρίς εξαίρεση είχαν λάβει μέρος είτε στους Βαλκανικούς πολέμους είτε στη Μικρασιατική εκστρατεία.
Όλοι τους λίγο ως πολύ  έσερναν βάσανα και πληγές από τον πρόσφατο εμφύλιο. Γνωρίζοντας  ότι αυτά  δεν θεραπεύονται,  προσπαθούσαν να τα μαλακώσουν, επιστρατεύοντας  χιούμορ,  αυτοσαρκασμό και σάτιρα. Σώμα εξάσκησης αυτής της δραστηριότητας ήταν οι ίδιοι και η καθημερινότητά τους.  Μιλάμε για τους:
Σκαμπανόγιαννο, σκεπαντζή,
Μανθεγόγιαννο,  μαραγκό,
Φιλίππου, δικολάβο,
Όθωνα, αμπελουργό,
Γιανακού, αγρότη,
Παναγιώτη, ωρολογοποιό.
Ήταν ο βασικός πυρήνας της παρέας που γινόταν πολλές φορές ...ακορντεόν περιλαμβάνοντας, ειδικά το καλοκαίρι και ξενιτεμένους   Αραχοβίτες της ηλικίας τους, το πορτοφόλι των οποίων ήταν βαρύτερο, έχοντας όμως δηλωμένη σπουδή ελάφρυνσης.
Όλοι τους έπιναν κρασί, σε καθημερινή βάση, στα σπίτια τους και στο καπηλειό. Τσίπουρο τα σαββατοκύριακα και κονιάκ, παρακαλώ, στις κηδείες και στις γιορτές. Διακωμωδούσαν με έξυπνες ατάκες και λεκτικά εφευρήματα, τόσο τον κόσμο και τα καθημερινά γεγονότα, όσο και τους εαυτούς τους. Συμμετείχαν στα ρεφενέ συμπόσια, που χωρίς κεντρική οργάνωση τελούνταν στις ταβέρνες και τους μπακαλοκαφενέδες  του χωριού, κρατώντας πάντα το μέτρο, αλλά και πιστοί στο δόγμα: 
«Τα οινοπνεύματα φέρνουν τα …πνεύματα»  που είχε γίνει το σήμα κατατεθέν της παρέας.         
Ενδιάμεσο στέκι της συντροφιάς, η διπλανή φτωχική ταβέρνα, που περνώντας απ’ έξω δεν είχε τίποτα άξιο να σου αποσπάσει την  προσοχή. Δεν υπήρχε ο,τιδήποτε σημαντικό που θα μπορούσε να σου γεννήσει την επιθυμία να περάσεις το κατώφλι της. Έλειπε, εντελώς, κάθε  στοιχείο νεωτερισμού ή διακόσμησης, τέτοιο που να σκοπεύει στην προσέλκυση πελατών.
 Ήταν ανέπαφη και ανέγγιχτη από το χρόνο και, άμα διάβαινες το κατώφλι της, εισέπραττες τη σιγουριά του αμετάβλητου στην επικράτειάς της!  Τρία  ήταν τα σημαντικά στοιχεία αυτής της ταβέρνας που γίνονταν αντιληπτά, μόνο αν την καταλάβαινες ως μυσταγωγό σου: 
Οι καλομαγειρεμένοι μεζέδες,
 ο.... Bασιλέας  και Xωροκράτορας! (ποιο κάτω το όνομά του), καθώς και η άτυπη υπόσχεση  στους τακτικούς πελάτες , για τη διευθέτηση και αποπληρωμή των λογαριασμών τους στο …διηνεκές, γιατί διακριτό στοιχείο των θαμώνων της ήταν η μόνιμη  οικονομική δυσπραγία και η αντίστοιχη αδυναμία άμεσης εξόφλησής αυτών των λογαριασμών. Καταλυτική συμβολή σε κάθε υπενθύμιση, είχε το καλολαδωμένο απ’ το ξεφύλλισμα μπακαλοδεύτερο. Φυσικά υπήρχε οριοθετημένο ανυπέρβλητο πλαφόν, ανάλογο της πιστοληπτικής ικανότητας ενός εκάστου από αυτούς.
 Ο Βερεσές ήταν το βασικό κεκτημένο προνόμιο των μόνιμων θαμώνων, ερχόμενο σε αντίθεση  με την ταμπέλα:
              «Βερεσές σήμερα δεν δίνετε, αύριο Ναι!»
που ήταν κρεμασμένη πάνω από τον μπουφέ και με σαρκαστικά απειλητικό τρόπο απευθυνόταν στους συνδαιτυμόνες από κάτω της, αν και κανένας δεν την λάμβανε  υπόψη του κατά κυριολεξία.  ούτε ο κάπελας και οι βοηθοί του, ούτε και οι θαμώνες!
Ήταν μια σχετικά μεγάλη, μονοκόμματη, ψηλοτάβανη και μακρόστενη αίθουσα, στο ισόγειο του παλιού Δημαρχιακού μεγάρου, στον κεντρικό δρόμο της Αράχοβας, δηλαδή σχεδόν δίπλα στα σκαλοπάτια του Αγκάρσιου και είχε ευρύχωρη φάτσα προς το δρόμο.
Το περιβάλλον ζεστό και φιλόξενο για τους θαμώνες της, δημιουργούσε σε αυτούς μια αίσθηση σπιτικής ατμόσφαιρας.  Καμιά δεκαριά ξεχαρβαλωμένα  τραπέζια με τις αντίστοιχες παράταιρες σε σχήμα και μέγεθος καρέκλες γύρω τους,  ένας μεγάλος φθαρμένος καθρέφτης στον τοίχο, καθώς και οι  τρεις λάμπες που κρέμονταν από το ταβάνι κάτω από ένα μακρύ κορδόνι η κάθε μια, συμπλήρωναν ένα σκηνικό, που ήταν γνώρισμα  όλων των λαϊκών καπηλειών της ίδιας εποχής, σε ολόκληρη την Ελλάδα.   
Τούτη εδώ είχε ακόμα, ένα σιδερένιο στρογγυλό στύλο ακριβώς στη μέση,  για να κρατάει  σαν άλλος άτλαντας το ξύλινο καφετί από τους καπνούς ταβάνι, με την μπορντούρα στις άκρες, που υψωνόταν τρία μέτρα από πάνω.  
Στη  δεξιά πλευρά  ήταν η κουζίνα με το ξύλινο πάσο της - από αυτήν ξεχύνονταν μυρουδιές και αρώματα λίγων κάθε φορά, αλλά καλομαγειρεμένων εδεσμάτων - έχοντας ως μοναδική διέξοδο προς  το δρόμο, την εξώπορτα του ταβερνείου.
Κανένας δεν νοιαζόταν για πιθανή ενόχληση των πελατών από δυσάρεστες οσμές, ή για τον  εξαερισμό της αίθουσας και το  φρεσκάρισμά της με νέο  αγέρα! Αυτές, αφού διαχέονταν στην ατμόσφαιρα της σάλας, ξεπόρτιζαν ύστερα προδίδοντας έτσι στους περαστικούς, το σύνολο των φαγητών που μαγειρεύονταν στην κουζίνα. 
Συνήθως,  είχαν μια αποφορά που οφειλόταν  στο κυρίως έδεσμα του μαγαζιού  που,  σε ημερησία προσφορά,  ήταν ο αρνίσιος  ή τράγιος πατσάς σε όλες τις μορφές του: Σούπα… ψιλοκομμένος, κοκκινιστός γιαχνί με ντοματοπελτέ,  στιφάτος με κρεμμύδια, ποδαράκια  αβγοκομμένα, ή σκέτα τσιγαριστά …σκαπίνια (μεγάλα κομάτια)  με ωμό λάδι από πάνω! Αυτά τα σκαπίνια ήταν η αιτία της οσφρητικής συμφοράς, γιατί  όσο καλοπλυμένα και αν ήταν,  τροφοδοτούσαν  το χώρο με την ….ευωδιά τους, που λίγο απείχε από τις μυρουδιές  …. στάβλου αιγοπροβάτων! 
Τ’ …αρώματα τακίμιαζαν  αριστοτεχνικά  με την…. τσίκνα   του ψιλοκομμένου λαθραίου καπνού που έβγαινε απ’ τα στριφτά  τσιγάρα των  ραχατλήδων και δημιουργούσε μια αποπνικτική ατμόσφαιρα, η οποία  γινόταν ανυπόφορη για  τους μη  …μυημένους. Ευτυχώς, το ψηλοτάβανο του μαγαζιού, έσωζε την παρτίδα! γιατί παρείχε άφθονο χώρο αραίωσης αυτών των οσμών.
Τις αισθήσεις  τσίγκλιζαν ακόμα, η μυρουδιά της ντόπιας  φέτας  με το λεπτεπίλεπτο άρωμά της, ο παστός μπακαλιάρος πλακί  με τη μοσχοβολιά  της φρέσκιας  περ’βολίσιας ντομάτας (το καλικαίρι), η επιθετική σπιρτάδα της σκορδάρας, καθώς και το ξέφτι αρώματος που έβγαινε  από τα ταπεινά ξερά κουκιά βρεχτάρια (μαλακά-βρεγμένα από το βράδυ), ή τα ίδια με ξερά κρεμμύδια στο φούρνο,  όπως και η αψάδα  από τις σπυραλατ’στές ελιές, είτε ζαρωμένες, είτε κατευθείαν από την κάδη, που κουβαλούσαν τη δύναμη  της αρμύρας και κάμποσες φορές την μπουχνίλα (βαριά μυρουδιά)  της πολυκαιρίας. Ταίριαζαν, όμως, απόλυτα με το στουμπιστό ξερό κρεμμύδι, σαν τους σφιχταγκαλιασμένους χορευτές Αργεντίνικων τάνγκο! 
Όλες οι μυρουδιές  που σκορπίζονταν  στα  τραπέζια, στον αγέρα, το δρόμο και τα διπλανά μαγαζιά,  γίνονταν πρεσβευτές του ταπεινού μαγέρικου, προσκαλώντας τους  πελάτες του στην καθημερινή μη αναβλητή, αλλά επαναλαμβανόμενη συνάντησή τους. Ωστόσο, όμως, οι μυρουδιές και τα εδέσματα,  μόνο ως ταπεινοί …. υπήκοοι και αφοσιωμένοι υπηρέτες θα μπορούσαν να λογιστούν, διακονώντας τον ένα και μοναδικό  άρχοντα  που δέσποζε στα τραπέζια, στις καρδιές, στο μυαλό  και στο χώρο. 
Ήταν ο μπρούσκος Βασιλιάς «Μπουρουβίκους»!(κρασί ανακατεμένο με νερό) Το Αραχοβίτικο κόκκινο  κρασί, που υποχρεωτικά νερωμένο, όχι μόνο αγκάλιαζε τα τραπέζια, αλλά ήταν και ο εκλεκτός σαλπιγκτής της καθημερινής συνάθροισης των μεγαλύτερων στην ηλικία μουστερήδων. Ήταν εκεί για να τους παρασύρει και  να τους κανακέψει όλους χωρίς εξαίρεση, ώστε  να ξεχάσουν για λίγο το …βηματισμό τους και τα βάσανα που ο καθένας κουβάλαγε. Ακόμα και το ξύλινο πάτωμα ήταν ποτισμένο από  τη μυρουδιά του. 
Η ατμόσφαιρα κάπως ανακουφιζόταν μονάχα τα καλοκαίρια, όταν  τα παιδαρέλια του μαγαζιού που κορδώνονταν ότι είχαν κατακτήσει τάχατες τον τίτλο του ….υπαλλήλου! αποβλέποντας μόνο στα πενιχρά ρεγάλα των θαμώνων, φρόντιζαν με το μεταλλικό καταβρεχτήρι να ποτίζουν τις πλατιές και γεμάτες ρόζους μακριές σανίδες του πατώματος με νερό, για να κατακαθίσει  η σκόνη, αλλά και να δροσιστεί  ο αγέρας.  
Ήταν τότε στις δυο σκληρές δεκαετίες  του πενήντα και του εξήντα, που ναι μεν  ήταν μια περίοδος φτώχιας και μετανάστευσης, όμως ταυτόχρονα ήταν και μια εποχή προκοπής και δημιουργίας για τους νεότερους. Κάθε μέρα που πέρναγε ήταν καλύτερη από την προηγούμενη και κάθε βραδιά έδινε ελπίδες για καλύτερο ξημέρωμα. Όχι μόνο στην Αράχοβα, αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα, τρία  πράγματα δεμένα μεταξύ τους συμπορεύονταν: η φτώχια,  η αισιοδοξία και το μεγάλωμα της  νέας γενιάς. Της γενιάς μετά το μεγάλο πόλεμο,  που όπως αργότερα αποδείχτηκε, ήταν η πιο προνομιούχα αλλά και η πιο κάλπικη που εμφανίστηκε ποτέ στην Ελλάδα και ίσως όχι μόνο. Αυτή η γενιά, που αφού ανέλαβε το γκουβέρνο και διαφέντεψε για αρκετά χρόνια τα πράγματα, το σημαντικότερο που πέτυχε ήταν - χωρίς συνέπεια, χωρίς ιδρώτα, χωρίς σύστημα και σχέδιο, χωρίς απόθεμα και κυρίως με δανεικά - να κερδίσει το στοίχημα της προσωπικής της καλοπέρασης, γιατί σήμερα κοντεύοντας να παροπλιστεί ολόκληρη, και….. με αυξημένο μέσο όρο ζωής  έχει αποθηκεύσει τις εξασφαλίσεις της.
Τώρα, όμως, που μετά τις διασπαθίσεις και λοβιτούρες αρχόντων και αρχομένων  ήρθε η ώρα του λογαριασμού και της σκληρής πραγματικότητας, τώρα πια απαιτείται από τους σημερινούς νέους, και τις επόμενες γενιές να δουλέψουν με εξευτελιστικές εργασιακές συνθήκες, ωράρια και αποδοχές, για να έρθουν τάχα τα πράγματα στα ίσα τους. Και ο μόνος τρόπος που απόμεινε σ’ αυτή τη μεταπολεμική γενιά για να κερδίσει την στερνή της αξιοπρέπεια είναι να μοιράζει σε γιορτές και σχόλες ψιχία σε παιδιά και εγγόνια.
***
Εκείνο, λοιπόν, το χιονισμένο χειμωνιάτικο πρωινό η παρέα είχε καταλάβει ένα από τα τραπέζια του καφενείου πίσω από μια από τις ξύλινες πόρτες, που έβλεπαν προς τα πέτρινα σκαλοπάτια απέναντι.
Τα μάτια όλων ήταν στραμμένα προς αυτά,  αδημονώντας για την εμφάνιση του φίλου τους  Παναγιώτη, του Ρολογά.  Η σόμπα έκαιγε κατακόκκινη και δίπλα της ένα βουνό από ξύλα, ελάτινα και ελίσια, περίμεναν τη σειρά τους για να διατηρήσουν τη ζέστη του μαγαζιού.
Τις τελευταίες μέρες είχε ρίξει αρκετό χιόνι και τα σκαλοπάτια ήταν καλυμμένα από αυτό, έχοντας όμως ένα ξεχιονισμένο διάδρομο στη μέση, από τον οποίο ανεβοκατέβαιναν οι κάτοικοι των γύρω στενών. Η απουσία του γέρο Παναγιώτη, ειδικά εκείνη την ημέρα, ήταν κάτι περισσότερο από αισθητή, και η προσμονή της παρουσίας του παραπάνω από αναγκαία, γιατί οι φίλοι του γνώριζαν απ’ την προηγούμενη ότι είχε επισκευάσει ένα ρολόι κάποιου προύχοντα του χωριού, ο οποίος   το απόγευμα  θα πήγαινε να το παραλάβει και να του καταβάλει το αντίτιμο της δουλειάς του. 
  Τους είχε ενημερώσει ότι, όταν ο  ιδιοκτήτης τον ρώτησε τι έπαθε  το ρολόι του, αυτός του είχε απαντήσει με χιούμορ: «Τίπ’τα του ιδιαίτερου, έχει πέσει μέσα ένα….. πενηντάρ’κου!» Προκαθορίζοντας  με αυτό το χωρατό το αντίτιμο της εργασίας για την επισκευή. Όπως ήταν φυσικό αυτό το ποσό θα βοηθούσε στην  ….(οινο)πνευματική  ανάταση ολόκληρης της παρέας, με τη βοήθεια του θείου «μπουρουβίκου»  στο παρακείμενο ταβερνείο. Αυτός ήταν λοιπόν ο λόγος της αδημόνιας της ομήγυρης, για την εμφάνισή του ψηλά στα σκαλοπάτια.     
  Το πρωί της ίδιας μέρας η γυναίκα του γέρο Παναγιώτη, έφυγε για το σπίτι του γιου της, για να βοηθήσει νύφη και εγγόνια. Αυτός, χαρούμενος, επειδή είχε το πενηντάδραχμο στην τσέπη του - προεξοφλώντας το ξόδεμά του με τους φίλους του στο καπηλειό - αλλά και  για το χρόνο να ερευνήσει για το κλειδί του «σερβάν»(μπουφές), όπου η γυναίκα του έκρυβε τα σπιτίσια γλυκά του κουταλιού - μέγας γλυκατζής γαρ ο ίδιος - τα οποία όμως προορίζονταν για  τους επισκέπτες και όχι βεβαίως για την αφεντιά του, πλην ειδικών περιπτώσεων.
Οι κόποι του ανταμείφτηκαν, γιατί σε λίγο ανακάλυψε το κλειδί. Μόλις ακούστηκε ο ξερός κρότος της μικρής μεταλλικής κλειδωνιάς και άνοιξαν διάπλατα τα δύο φύλλα του ντουλαπιού, αποκαλύφτηκαν στο κάτω ράφι μπροστά του τέσσερα  όμορφα βάζα, κλεισμένα με επιμέλεια με το καπάκι τους πάνω από βαμβακερό πανί, που ήταν σχεδόν γεμάτα με διαφορετικών χρωμάτων γλυκά του κουταλιού.
Στο από πάνω ράφι ήταν τοποθετημένα με σειρά όμορφα ανάγλυφα πιατέλια και μια αρμαθιά μικρά κουταλάκια. Λιγώθηκε χωρίς ακόμα να τ’ ακουμπήσει! Αράδιασε προσεκτικά όλα τα βάζα στο τραπέζι. Μαζί  δίπλα τους έβαλε και τέσσερα πιατελάκια με τα κουτάλια τους.
Ύστερα, αφού κάθισε με ανυπομονησία, απευθυνόμενος στον εαυτό του είπε δυνατά;
«Τραταρίς’ κυρ Παναγιώτ’! Θες κυδωνάτου; Εδώ είναι! Θέλεις συκαλάκι; Κι απ’ αυτό έχουμ’. Τι τραβάει η όρεξή σ’; Μπας και θες νεραντζάκι ή διψάς για βυσσ’νάδα;»
Έφαγε λίγο απ’ όλα σε διαφορετικό πιατέλο το καθένα. Η διάθεσή του είχε ανεβεί στο ψηλότερο σημείο της. Παράτησε  τα σερβίτσια, όπως ήταν πάνω στο τραπέζι επίτηδες, για να φουρκίσει τη γυναίκα του όταν θα τα έβλεπε, και αφού κοίταξε το κάτασπρο τοπίο έξω από το παράθυρο,  του ήρθε η ιδέα να χρωματίσει αυτή την ιδιαίτερη μέρα, αποφασίζοντας  να ντυθεί επίσημα για να βγει στην αγορά.
Η παρέα έκπληκτη τον είδε να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια με προσοχή, κουστουμαρισμένο και λαμπροφορεμένο λες και πήγαινε σε γάμο. Αυτός είχε ανοίξει, νωρίτερα, την ντουλάπα του σπιτιού και είχε βρει κάποια «επίσημα» σκουτιά*, που ήταν ξεχασμένα από την εποχή που η «Ούντρα*!(UNRRA- Αμερικάνικη βοήθεια σε είδος, προς τη χώρα μας, μετά τον μεγάλο  πόλεμο) μοίραζε παράταιρα αμερικάνικα ρούχα στους χωριάτες, τα οποία  όμως ουδέποτε   αυτοί χρησιμοποιούσαν.
Φόρεσε ένα ριγέ, σταυροκούμπωτο, με μυτερά μεγάλα πέτα και  μπεζ - καφέ χρώμα κοστούμι, που στο τσεπάκι είχε λευκό μαντιλάκι και χρυσή καρφίτσα από κάτω. Μια φαρδιά ριγέ μπλε - ρουα γραβάτα κάλυπτε σχεδόν το λευκό πουκάμισο κι ένας μπρονζέ μεταλλικός συνδετήρας την κρατούσε ενωμένη με  τους γιακάδες.
Οι άκρες από ένα μακρύ μεταξωτό μονόχρωμο εκρού κασκόλ, που ήταν τυλιγμένο γύρω από το λαιμό του, κρέμονταν κι από τις δύο μεριές μέσα από το σακάκι. Το παντελόνι ήταν φαρδύ πάνω και κάτω τελειώνοντας σε πλατύ ρεβέρ. Τα δίχρωμα μυτερά γκρι- λαδί παπούτσια με το σιρίτι, τις τυφλές μικρές τρύπες και τα κορδόνια,  χωρίς να φαίνονται οι κάλτσες, συμπλήρωναν το όλο σετ.
Το πανωφόρι του ήταν ένα μπλε σκούρο μακρύ παλτό από φθαρμένο αλπακά με δερμάτινο γιακά. Ένα πλατύγυρο καφέ καπέλο με φαρδιά  μαύρη κορδέλα πάνω από το μπορ, σκέπαζε το κεφάλι του, δένοντας απόλυτα με το χρώμα του γιακά. Την αμφίεση έδενε η  τεράστια μαύρη ομπρέλα, με την γυαλιστερή καφετί ξύλινη λαβή, που ήταν περασμένη στο μπράτσο του. Ήταν ιδανική να  αντικαταστήσει   το  μπαστούνι του σε περίπτωση που αυτό γινόταν αναγκαίο.
Τα μέλη της παρέας μέσα στο καφενείο εμβρόντητοι τον κοίταζαν να κοντοζυγώνει μεγαλοπρεπώς κι ακόμα δεν μπορούσαν να χωνέψουν αυτό που έβλεπαν. Η απόφαση πάρθηκε βουβά σε ελάχιστο χρόνο. Αφού αντάλλαξαν μερικές ματιές σηκώθηκαν και βγήκαν ακριβώς έξω από τον καφενέ. Παρατάχτηκαν  πάνω στο πεζοδρόμιο, σε σειρά, με πλάτη στο κτήριο και κατεύθυνση προς τα σκαλοπάτια.
Έδεσαν τα απλωμένα χέρια μπροστά τους, έσκυψαν τα κεφάλια τους δήθεν με υποταγή και με προσποιητή σοβαρότητα περίμεναν την άφιξη του καλοντυμένου οικονομικού αιμοδότη. Εκείνος, όταν τους είδε έτσι παραταγμένους, μπήκε αμέσως στο νόημα και έδωσε πνοή στο αυτοσχέδιο Αριστοφανικό σκετς που εκτυλισσόταν μέσα σ’ ένα απαράμιλλο φυσικό σκηνικό.
  Φτάνοντας κοντά, σταμάτησε καταμεσής στο χιονισμένο έρημο δρόμο και πρόταξε το δεξί του πόδι και την ομπρέλα. Έπιασε την άκρη του γείσου από το καπέλο και το έσπρωξε ελαφρά προς τα πίσω. Τους κοίταξε με αυστηρό ύφος  και σαρκαστική υπεροψία. Ένας από την παράταξη σήκωσε λιγάκι το κεφάλι του και ρώτησε  με προσποιητό σεβασμό:
«Αφεντικό τι δουλειές έχουμε να κάνουμε σήμερα; Πρόσταξέ μας!»
Αυτός, με ανεπανάληπτη χάρη και πρωτοφανέρωτη κομψότητα έκανε μια θεατρική κίνηση με το χέρι που κρατούσε την ομπρέλα, δείχνοντας το χιονισμένο τοπίο γύρω του, σαν να τους έλεγε: Δεν βλέπετε ότι δεν είναι ημέρα δουλειάς; Και αφού έστρεψε  το σώμα του προς τη μεριά της ταβέρνας, απάντησε προστακτικά:
                             «Ακολουθήστε με ποταποί!»
Η κουστωδία προχώρησε με μπροστάρη τον καλοντυμένο αρχηγό και πίσω του τους υπόλοιπους, σαν μέλη χορού  αρχαίας κωμωδίας, χωρίς κανένας να στέκεται στην ίδια γραμμή μ’ εκείνον, κρατώντας έτσι την πρέπουσα απόσταση σεβασμού.
Η είσοδος στο καπηλειό έγινε με φαντασμαγορικό τρόπο. Κάποιος έσπευσε να του ανοίξει την πόρτα. Ένας άλλος τον βοήθησε να βγάλει το παλτό και το καπέλο του κι ένας τρίτος φρόντισε να εξασφαλίσει το μεγάλο μεσαίο τραπέζι, δίπλα στο σιδερένιο άτλαντα,  τραβώντας την καρέκλα, στην οποία θα καθόταν το... αφεντικό!
Η αρχοντιά που απέπνεε το ψηλό παράστημα του ωρολογοποιού, ντυμένος με αυτά τα ασυνήθιστα ρούχα τα οποία εκτός από ύφος, παραδόξως του έδιναν και ύψος, καθώς  και οι ακόλουθοί του που παράσταιναν τους υποτακτικούς, έδωσε τροφή για διάφορα  σχόλια σε όσους τους έβλεπαν, αφήνοντας ανεξίτηλα γραμμένο το περιστατικό στις μνήμες τους .
Από δω και πέρα κουμάντο έκανε ο άγιος …πενηντάδραχμος, τροφοδοτώντας την παρέα με όλα τα αναγκαία των γεύσεων και των επιγεύσεων της ταβέρνας.  Η συντροφιά παρέμεινε εκεί μέχρις αργά το μεσημέρι τσιμπολογώντας μεζεδάκια, πίνοντας  κρασάκι και κουβεντιάζοντας με …δειπνοσοφιστική διάθεση.
Όταν ο Παναγιώτης ο ρολογάς  επέστρεψε ευδιάθετος στο σπίτι του ήρθε αντιμέτωπος με τη γυναίκα του, η οποία τον προσγείωσε απότομα στην πραγματικότητα. Για ν’ αποφύγει, όσο ήταν δυνατόν, τη γκρίνια  της για τα πρωινά του καμώματα,  αλλά και για την άρνησή του να κάτσει στο τραπέζι  για φαγητό, επειδή είχε έρθει φαγωμένος από την αγορά,  σκαρφίστηκε και πάλι νέο τέχνασμα.
Προσποιήθηκε τον ……αβασκαμένο!

Ξάπλωσε στο ντιβάνι της φουτοκουγιάς (το δωμάτιο του σπιτιού με το τζάκι), δίπλα από το αναμμένο τζάκι  και της  ζήτησε  να τον…. ξεματιάσει και μάλιστα με… λάδι! Ρίχνοντας το φταίξιμο γι’  αυτή του την ….αδιαθεσία  εξ ολοκλήρου στην επίσημη φορεσιά με την οποία κυκλοφόρησε το πρωί.  Δεσμεύτηκε μάλιστα ρητά να μην την ξαναφορέσει. Έτσι όπως ήταν χωρίς να βγάλει ρούχα και χαμογελώντας γιατί είχε γλυτώσει την γκρίνια, πήρε έναν υπνάκο εκεί στη θαλπωρή του τζακιού ….