Καλώς ήρθες, ταξιδιώτη, στην
Αράχοβα! Να είσαι σίγουρος ότι γι’ αυτή σου την επίσκεψη δεν θα το μετανιώσεις,
διότι τούτος εδώ ο τόπος είναι διαβατάρης στους αιώνες, γεμάτος ιστορία, ομορφιές
κι εκπλήξεις. Είναι μια ολόκληρη περιοχή, που έχει ανθρώπους τίμιους,
εργατικούς, φιλόξενους και συγχρόνως τραχείς!
Τους κατοίκους, ο τόπος τους έφτιαξε μοναχός του. Τα
καταράχια που κατρακύλησαν απ’ τη Λιάκουρα, ύστερα από τον κατακλυσμό του Γενάρχη
Έλληνα και πλούμισαν την ποδιά του Πετρίτη, γενήκαν άνθρωποι. Αυτοί, αμέσως μόλις
στάθηκαν στα πόδια τους και θέριεψαν, πήραν την πρώτη ύλη απ’ τα ίδια κοτρόνια κι έχτισαν το χωριό τους. Τούτα τα βράχια που
είναι γιομάτες οι γκρεμνίλες ολόγυρα, έγιναν θεμέλια, πυτιά, ασβέστης και
τσατμάδες ώστε να στεριωθούν τα σπίτια
των κατοίκων του. Τ’ αράδιασαν το ένα
πάνω στ’ άλλο, στην άκρη απ’ το βυζί του
βράχου, φτιάχνοντας εστίες που μοιάζουν
με κυψέλη σμαριού μελισσών, έτοιμο να πάρει φτερό και να ξαπετάξει πέρα στον ορίζοντα για να γεννήσει άλλες
πολιτείες.
Έχει ανθρώπους έξυπνους και
ευχάριστους τούτο το Χωριό, τεχνίτες και δουλευτάδες, που ξέρουν να φτιάχνουν,
να σκέφτονται, να πίνουν και να γλεντούν.
Απ’ τη μια ο ουρανός με τις πολλές αποχρώσεις του μπλε κατά το άπλωμα της μέρας, του πορτοκαλί και του κόκκινου στα στερνά της, όταν ο ήλιος βασιλεύει, κι από την άλλη το γκρι, το μολυβί, το πράσινο ανοιχτό και σκούρο, πότε σκοτεινά και πότε χαρούμενα, να κρέμονται ανάρριχτα στις πλάτες του γέρο Παρνασσού, που την προστατεύει στέκοντας από πάνω της, αιώνιος φρουρός κι ακάματος φύλακας.
H έκπληξη αρχίζει μετά την μεγάλη στροφή ανατολικά της πολιτείας, όταν ξαφνικά αυτή φανερώνεται σαν οπτασία μπροστά
σου. Με τα υπέροχα πέτρινα δίπατα σπίτια, τα περίτεχνα χαγιάτια και την εμφανή
ευημερία, την αρχοντιά και τον πλούτο της. Στην κορυφή η εκκλησιά του Άι Γιώργη
δεσπόζει αγναντεύοντας αγέρωχη, ενώ στην
κάτω πάντα του Χωριού το αγκωναροκαμωμένο
καμπαναριό, καταμεσής στο βράχο
λες και ήταν σπόρος και φύτρωσε μέσα από
αυτόν, στο κεφαλάρι της καλαίσθητης εκκλησιάς της Παναγίας, έχοντας μετατραπεί
σε ρολόι, μετράει τις ώρες και από τις τέσσερες πάντες, υπογράφοντας ως σήμα κατατεθέν της αρχόντισσας.
Αν καλιάσεις τον ήλιο μόλις να έχει σκάσει και να μισοφαίνεται στην κορυφογραμμή
πίσω σου, έτοιμο ν’ ακολουθήσει την ηλιοστράτα του, θα νιώσεις τον άνεμο να σαρώνει τα βουνά στη
ράχη σου και να κυνηγάει τα σύννεφα
μπροστά σου, παρασέρνοντας τα χρώματα
στον ορίζοντα, μαζί και τις σκέψεις σου,
ενώ η ψυχή σου θ’ ακολουθήσει φτερουγίζοντας και λαγγάζοντας (επιθυμώντας πολύ).
Βάλε τότε το χέρι στο μέτωπο,
αντήλιο, για να μην σε πλανάν τα μάτια και λευτέρωσε το βλέμμα σου, αφήνοντάς το να τρέξει κατά μήκος του
ελαιώνα μπροστά σου, στην απλωσ’ά του
ορίζοντα, σαν ασαμάρωτη καμπίσια φοράδα, χωρίς καπίστρι, που μόλις λάκισε από το παχνί της.
Θαύμασε από κει - αδιευκρίνιστα, αν
είναι τα δικά σου ή της ψυχής τα μάτια –την
όμορφη κοιλάδα με τα κτήματα, τ’ αμπέλια, τις ελιές και τα σπίτια ψηλά. Θαύμασε
τούτο το χωριό που μοιάζει μ’ αητό, μ’
ανοιχτές τις φτερούγες του να κουρνιάζει σε ετοιμότητα στην άκρη του βράχου,
αγναντεύοντας την επικράτειά του.
Να έχει την πλάτη του ’ξασφαλισμένη
στα ριζά απ’ τις πλαγιές της Μπουγουνής, της Μάνας , του Κόνισκου, του Άμμου
και του Λιτζιρίσου. Να έχει τα νυχοπόδαρα, καρφωμένα στους βράχους τ΄ Αι
Γιωργιού, του Κουτρούλη, της Πλάσας ,
τ’ Αφανού, της Κ’μούλας και το Σφαλάκι,
ζυγιά τα δυό του μάτια, δεξιά και ζερβά, ν’ ανιχνεύουν το βιός του, χωρίς
τίποτα να του ξεφεύγει.
Ν’ αγναντεύει αντίκρυ τη θάλασσα που
σ’ αυτή καταφεύγει όταν τ’ απομεσήμερα του καλοκαιριού, λαυρίζει και πεθυμνιό του έχει να πάρει την ανάσα της.
Όση θαλπούρα και να έχει τ΄ αγνάντεμα, μέσ’
απ’ αυτή μπορεί να βλέπει, ακόμα και να μαντεύει τα μελλούμενα. Μπροστά του,
γύρω του κι από πάνω του, είναι γεμάτος ο τόπος πληγές και Ιστορία. Αριστερά
του έχει την ανατολή και τα έλατα του Σπέτζου,
απ’ όπου οι απλωμένες φτερούγες
του, κάθε ροδαυγή, στεγνώνουν απ’ τις δροσοσταλίδες της νυχτερινής πάχνης, όταν ο παιχνιδιάρης ήλιος
κορυφοφαίνεται, σπαθίζοντας την κοιλάδα
με τις ακτίνες του και ξεφορτώνοντας τα κοφίνια με τα χιλιάδες χρώματα που
κουβαλά ως πέρα στα βουνά της Γκιώνας. Να
παίρνει ύστερα τον ανήφορο, αφήνοντας χαμηλά το Ξεροβούνι με τα χαμάνταρά του
και τις απόσκιες ελατόσκεπες πλαγιές του.
Από κάτω του και ίσια μπροστά,
οίστρος γεννιέται και θαλπωρή απ΄ τα
λιόδεντρα της σχισμάδας, που το προσκαλούν για να το κανακέψουν και άμα έχει
όρεξη, να του πλαντάξουν το νου με μυστήρια και μυστικά ανομολόγητα κι απόκρυφα,
που χάνονται στις κδέλες και τα πλατάνια του Πλειστού, όσο αυτός ανδρώνεται και θεριεύει, πίνοντας αχόρταγα
το νερό της πηγής του θεού, του οποίου
το ιερό στέκει εκεί ψιλά, αιώνες
πολλούς, αγέρωχο, αναλλοίωτο, άφθαρτο και ακατάλυτο.
Κι από πάνω του, απαντοχή και
σιγουριά μοιράζει απλόχερα, η πατρική και καταδεχτική αμπάριζα του γεννήτορα
και ντόπιου κοσμοκράτορα και
παντογνώστη, αλαφροΐσκιωτου Παρνασσού.
Μπες ύστερα Ξένε στην αγορά του Χωριού, για να
τραταριστείς στους καφενέδες του, καφέ,
γλυκά του κουταλιού και δροσερό νερό. Ύστερα, αντάμα με το τσίπουρο και τις
μυρουδιές απ’ τους λαχταριστούς μεζέδες που
το συνοδεύουν, αφουγκράσου το τραγούδι
του γάργαρου νερού που ξεχύνεται από τους κάλανους της πέτρινης κεφαλόβρυσης,
ώστε να μαλακώσει ο νους σου και να ξαποστάσει
το κορμί σου.
Αλλά…για σιγά!
Αυτό το κείμενο δεν είναι
ταξιδιωτικός οδηγός. Είναι ερωτική επιστολή. Σ’ έναν τόπο ο οποίος είναι η
πατρίδα μου που τον έζησα μέχρι και την εφηβική μου ηλικία , που τον
επισκέπτομαι όποτε μπορώ, που τον ζώ καθημερινά με την φαντασία μου, χωρίς ποτέ
να τον έχω βαρεθεί, όχι μόνο επειδή εκεί,
στην αγορά, στα σπίτια και την …….. Χτιριαρού! (νεκροταφείο) βρίσκονται οι αγαπημένοι μου άνθρωποι, αλλά
διότι δεν είναι μονότονος. Τον χαρακτηρίζει η ποικιλία.
Εσένα ταξιδιώτη σε περιμένει το
εσωτερικό του Χωριού, τα σοκάκια του, οι
ανηφοριές, οι διακλαδώσεις, τα καλντερίμια. Θα σε κουράσουν, το ξέρω, αλλά αξίζει τον κόπο να το γνωρίσεις
περπατώντας. Κάνε την βόλτα σου σ’ αυτή την χειροποίητη πολιτεία με τη μεγάλη
παράδοση στη λαογραφία, την υφαντική τέχνη και στις τέχνες γενικά. Μην την ……
‘‘νεροπεράσεις’’ περιδιαβαίνοντάς την σε μια μέρα, ή μια φορά και μόνο τον
κεντρικό της δρόμο. Αφιέρωσε τρείς και
τέσσερες επισκέψεις για να την απολαύσεις και να την ξεκλειδώσεις ώστε να σου
πει τα μυστικά της.
Τράβα στο Λαογραφικό Μουσείο να θαυμάσεις
εκεί την τέχνη των απλών ανθρώπων, γεννητόρων της Αράχοβας, κι από κει ανέβα στις πλάτες του βράχου στο ρολόι. Αγνάντεψε ελεύθερα το μεγαλύτερο μέρος
της Πόλης. Χάραξε έτσι τη στράτα σου με μεθοδικότητα και στρατηγική. Μην
αφήνεις κανένα μέρος της ανεξερεύνητο.
Ξεκίνα απ’ τη βαθύσκιωτη απ’ τις
μουριές πλατεία Λάκκα, ανηφόρισε κατά στην αδερφή της, Πλατεία Αφανού και
στάσου στο βυζί της, απ’ όπου παίρνει ανάσα ο τόπος κι αγνάντεψε το βουνό της
Κίρφης μπροστά σου, την κοιλάδα με τα λιόδεντρα του Πλειστού από κάτω σου, κι
από πάνω τα βαθμιδωτά σπίτια της Αράχοβας που στέκουν εκεί, όπως σου πρωτοείπα,
αλλά δες τα από διαφορετική μεριά τώρα, να φανερώνονται μπροστά σου σαν καλοχτισμένα
πεζούλια παραγωγικού μπαχτσέ, κάτω από την προστατευτική αγκαλιά του αιώνιου
κλειδοκράτορα Παρνασσού! Ακολούθα στη συνέχεια τη στράτα τον κατήφορο κατά τα Ρίτσα
μέσα από τα πλακόστρωτα σοκάκια, θαυμάζοντας τα πανέμορφα πέτρινα σπίτια με τις
αυλές τα χαγιάτια και τις κληματαριές. Κάνε μια στάση στην παμπάλαια εκκλησιά της Παναγίας και το προσκυνητάρι του
Ευαγγελιστή πάρα κάτω κι αφού σταθείς πιο χαμηλά στο εξωκλήσι του Αι
Γιάννη για να πιείς νερό από το πηγάδι στο εσωτερικό του ναού, μέσα από την
ανηφοριά της συνοικίας του Κούκουρα, βγες στη δημοσιά στην άκρη του χωριού.
Ξαναμπές ύστερα δρόμο – δρόμο στο σώμα του,
χαζεύοντας τους ανθρώπους, τα σπίτια και τα μαγαζιά. Κάνε στη συνέχεια
μια στάση στα καφενεδάκια της γέφυρας για
ξεκούραση, κουβεντούλα και αφομοίωση των όσων είδες.
…………….Έφυγα στην νιότη μου απ’ την
Αράχοβα! Πήγα στην Αθήνα και ….κόλλησα! χωρίς να ξεχάσω ποτέ τον τόπο που μεγάλωσα!
Επέστρεφα στις γιορτές, κάθε τόσο! Την αντίκριζα στη στροφή στο έμπα της και
μαγευόμουν! Πολλές φορές καταλάβαινα ότι δεν χωρούσε η ψυχή μου τόση ομορφιά! Χάζευα
με τα χρώματα, τα πετρόχτιστα σπίτια με τα σκιερά παραθύρια. Τα σπουργίτια που
τινάζοντας τα φτερά τους ανάδευαν τον αέρα ….ροκάροντας. Τους απλούς ανθρώπους που έπαιζαν πρέφα, μπριτζ,
δηλωτή, τάβλι και ……σώσ’μο, πίνοντας τον καφέ τους ή κουβεντιάζοντας γύρω από
ένα καραφάκι τσίπουρο με τ’ αντίστοιχα ρακοπότηρα, στα καφενεία. Τους εργάτες
που συγκεντρώνονταν στην πλατεία, πριν
ακόμα βγει ο ήλιος για να πάνε στη συνέχεια στις δουλειές τους.
Κάποια στιγμή, σαν ν’ άναψε μια φωτιά
μέσα μου, είπα:
«Να ό τόπος που πρέπει γυρίσω για να ριζώσω μ’ ένα κορίτσι
που θ’ αγαπώ ως την τρέλα!» Και η ευχή μου έπιασε. Βρήκα το κορίτσι κι αυτό
ήθελε να μ’ ακολουθήσει, αλλά θες οι συγκυρίες, θες η μοίρα, δεν με ευλόγησαν
να το κάνω πράξη. Δεν κατάφερα ΠΟΤΕ αυτό το ρίζωμα, σε τούτον εδώ τον τόπο!
Όταν γίνομαι υπερβολικός, οι φίλοι
μου στην Αθήνα με ρωτούν γιατί ξεχωρίζεις την Αράχοβα – γιατί την βάζεις πρώτη
στις προτιμήσεις σου απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας; Επειδή είναι η Πατρίδα σου ή
υπάρχουν και άλλοι λόγοι;
Αδυνατώ ν’ απαντήσω με λογικά
επιχειρήματα. Ίσως φταίει ο μαγνητισμός που πάλλεται κι ανακατώνει τον αγέρα
εκεί. Ίσως κάτι άλλο που δεν μπορώ να το εξηγήσω.
Μου αρκούν όμως αυτές οι λίγες στιγμές ευδαιμονίας,
όταν δείχνω τον τόπο, ακούγοντας τους άλλους ν’ αναφωνούν έκπληκτοι. Να
παρουσιάζω τον οικισμό στους καλεσμένους μου, από το έμπα του στα Καρούτια, και
να ρουφάω τον θαυμασμό τους που ξεχειλίζει
από τα μάτια τους ή σε στιγμές περισυλλογής,
ν’ αφήνω να βγει από μέσα μου ένας βαθύς αναστεναγμός, όταν αντικρίζω τη δύση
του ήλιου, ‘’ν’ αλλάζει μύρια χρώματα,/ καθώς βυθίζει τ’ άρμα του,/ στο Ιόνιο ο
Φαέθων/ ……..όπως γλαφυρά περιγράφει ο ντόπιος στοχαστής!
Με αναστατώνει η Αράχοβα, μ’ αρέσει
στον υπερθετικό βαθμό γιατί δεν έχει πάρε δώσε με μηχανικά μέσα κατασκευής,
γιατί είναι «χειροποίητη!»….. Δούλεψαν
στα σοκάκια της δεκάδες μάστοροι και
μιλιούνια καλφάδες, εκατοντάδες χρόνια. Με το γούστο, τη φρονιμάδα και την
αξιοσύνη του πετροχελίδονου όταν αυτό φτιάχνει τη φωλιά του. Όλα είναι στη θέση
τους. Οι δρόμοι, οι λίγες πλατείες, οι
εκκλησιές, τα σπίτια, τα σοκάκια, τα
δέντρα, η τσιριά (νεκροταφείο), τ’ αλώνια, οι βρύσες, η ‘’ντόλτσε βίτα’’(πίσω
αλώνια) οι άνθρωποι. Άνθρωποι αδροί, νοικοκυραίοι, μαραγκοί, χτιστάδες,
ζευγίτες, οικοδόμοι, κτηνοτρόφοι,
αγρότες, μικροεπαγγελματίες, εργάτες, που βαδίζουν αργά καταμεσής στον κεντρικό
δρόμο κι αυτοσαρκάζονται με μια πασίγνωστη …. ‘‘εσωτερική’’ λέξη
(γκαβαραπάδες!), αλλά σκέφτονται πολύ γρήγορα.
Τρέμει η ψυχή μου για την
Αράχοβα. Ο τουρισμός, που έδωσε μπόλικο ψωμί στον τόπο, έχει και τα κουσούρια
του. Φέρνει, σε πολλές περιπτώσεις και την απληστία. Και είναι κακός σύμβουλος
η απληστία. Αλλιώς ήταν η Αράχοβα που ήξερα. Αλλιώς είναι σήμερα, που πολλά
συμφέροντα μπήκαν στη μέση. Μπορούν, όμως, όλα να γίνουν. Και οι δουλειές να
τρέχουν και η εικόνα του χωριού να γίνεται όλο και καλύτερη. Ποτέ χειρότερη.
Στο κάτω κάτω, αν και ο κόσμος τρέχει χωρίς σταματημό, η Αράχοβα ας αντισταθεί για χάρη της ομορφιά της, της ανέγγιχτης. Την
ομορφιά που είδαν καταπρόσωπο, αλλά και την εθώπευσαν και την προστάτευσαν, με
νύχια και δόντια και σε δύσκολους καιρούς, όλοι οι ντόπιοι κάτοικοι.
….…. Ώ ξένε, ετοιμάσου για κάμποσες ακόμα διαδρομές:
Έμπα στον πλαϊνό δρόμο του Γυμνασίου της Αράχοβας και ακολούθα τη λιθόστρατα ανατολικά, μεταλαβαίνοντας την καλημέρα όσων γειτόνων ανταμώσεις στο διάβα σου, παρατηρώντας τον τόπο ολούθε, προσπαθώντας να μην σου ξεφύγει τίποτα! Λίγο πάρα πάνω θα βρεθείς σ’ ένα τρίστρατο, δεξιά τραβάει για την αγορά, αριστερά τα σκαλοπάτια ανηφορίζουν για την Πληκόβρυση. Εσύ θα συνεχίσεις ίσια, ανηφορίζοντας το πλακόστρωτο με τις αλλεπάλληλες καμπύλες και τις περίπλοκες στροφές, θαυμάζοντας τα ωραία πετρόχτιστα κτήρια με τους βαθύσκιωτους οντάδες. Κατηφορίζοντας ο δρόμος θα σε βγάλει πάλι στη Γέφυρα και το Λαογραφικό Μουσείο.
Δεν τελειώσαμε! Έχεις αρκετά ακόμα … ‘’κατιλίκια’’ (γειτονιές)
να γνωρίσεις. Όμως έφτασε η ώρα να επισκεφτείς την κορυφή του Χωριού και την εκκλησιά
του Αϊ-Γιώργη, ανεβαίνοντας τα διακόσια εξήντα τέσσερα σκαλοπάτια
της μαζί με το κορφινό κεφαλόσκαλο! Το βαρύ πυροβολικό του Αραχοβίτικου Έθους! Εκεί που κατά τη διάρκεια
του χαλάσματος της ετήσιας γιορτής προς τιμήν του Πολιούχου της, αλλά και της
αρχέγονης μνήμης των Πυθίων, οι κατερχόμενοι μετέχοντες, ενδεδυμένοι τις
φορεσιές και τις χλαμύδες της αιώνιας αντίληψης, χωρίς ίσως όλοι από αυτούς να
το γνωρίζουν, της δικής τους διαχρονικής
ύπαρξης και καταβολής, εκστασιασμένοι
από τους Διονυσιακούς ήχους των μουσικών
κυμβάλων και τις στριγκές νότες των
πιπιζών, πετυχαίνουν εκκωφαντικά το σταμάτημα
του χρόνου, ανακυκλώνοντας τους
αιώνες και ανασύροντας στο παρόν τις πατρώες μνήμες. Βασική προϋπόθεση βεβαίως για
την κατανόηση των συμβαινόντων είναι η γνώση, ότι ή ζωή δεν είναι ευθύγραμμη,
αλλά σε σπειροειδή ….. εξέλιξη!
Αυτά τα σκαλοπάτια μην τα δρασκελάς επισκέπτη γρήγορα, παρά δε ένα- ένα, ξαποσταίνοντας
σε κάθε κεφαλόσκαλο, ρουφώντας την ευτυχία και την ευχαρίστηση της ομορφιάς που
σε κατακλύζει, ανασαίνοντας βαθιά τις μυρουδιές των λουλουδιών από τις γλάστρες
και τα παρτέρια των σπιτιών που τα πλαισιώνουν,
αγναντεύοντας ταυτόχρονα την εντυπωσιακή θέα που σου κόβει την ανάσα,
χωρίς να παραλείπεις να θαυμάσεις την κοκκινωπή πέτρα των βαθμίδων της, της οποίας το νταμάρι σώθηκε πλέον,
καθιστώντας την μοναδική και ανεκτίμητη. Κι όταν φτάσεις στην κορυφή λευτέρωσε
την ψυχή σου, ώστε ν’ αναγεννηθεί, κι άφησέ την ν’ ακολουθήσει τα χελιδόνια στον ορίζοντα ως κάτω
στη θάλασσα! Ανίχνευσε την εκκλησιά, προσκύνα στο μνημείο του Καραϊσκάκη και
πιες νερό τρεχούμενο από τη θολωτή πέτρινη, ομορφόσταλη νεραϊδόβρυση, κι αφού
ξαποστάσεις κάτω από τον πλάτανο, κάμε τον κατήφορο κατά την Οικονομόβρυση, κι
αποκεί στο ‘‘πλάγι’’ με τα καμαρωτά σπκαι πάλι κάτω στη δημοσιά.
Ούτε εδώ όμως τελειώσαμε!
Έχουμε κι αλλού να πάμε, μην εφησυχάζεις, είμαστε στην καρδιά του …..‘‘νυμφώνα’’!!
Πρέπει να περπατήσεις στο εσωτερικό της συνοικίας του Κούκουρα,
μέχρι πάνω στην Αγία Τριάδα, για περισυλλογή και εσωτερικό διαλογισμό κάτω από
τα κυπαρίσσια της!
Πρέπει να περιδιαβείς τις
Δυτικές γειτονιές της Πόλης στο Σφαλάκι,
με την εξαιρετική ρυμοτομία τους, τα πανέμορφα αρχοντικά και τις ευρύχωρες
αυλές. Να ξαποστάσεις και πάλι στα Πλατάνια,
πίνοντας νερό, καφέ ή γεύμα στην ομώνυμη ταβέρνα και με καινούριες δυνάμεις να
πάρεις την οδό Μεσολογγίου στον κόρφο της, που μοιάζει με το ‘’τρίζωστο ζωνάρι’’
του Γρυπάρη στον Πραματευτή του, στη δαχτυλιδένια μέση της Αράχοβας, ώστε να κατεβείς
και πάλι στη γέφυρα απ’ όπου θ’
αγναντέψεις ξανά τον βράχο του ρολογιού!
Πρέπει να πας μια βόλτα κατά
μήκος του πρωτόλειου εσωτερικού δρόμου προς Δελφούς, να χαιρετήσεις, το
αρειμάνιο άγαλμα του κοκκαλόπουτσου
Καραϊσκάκη. Ν’ απολαύσεις την κοιλάδα του Απόλλωνα που ξανοίγετε μπροστά
σου ως κάτω στην Ιτέα, κι από κει
να φτάσεις στα Κυπαρίσσια της
Χτιριαρούς, πίνοντας δροσερό νερό από την βρύση της, ικανό να σε βοηθήσει
να χωνέψεις άμεσα αν έχεις παραφάει!
Πρέπει να κάνεις μια μικρή
διαδρομή ακόμα , πλατάνια – πληκόβρυση - Λάκκα, με την μορφή αργής βόλτας, ώστε
το ….αποσταμένο γεύμα που θ’ ακολουθήσει μετά σε μια από τις ταβέρνες του Χωριού, να πιάσει
τόπο!
Τελειώνοντας, ώ ξένε! Σου έχω
ένα μυστικό!
Προσπάθησε να συνδεθείς φιλικά με μια
οικογένεια της Αράχοβας και η ζωή σου θ’ αλλάξει προς το ….πολύ καλύτερο, διότι
έτσι θα μάθεις να επισκέπτεσαι την Αράχοβα και τα καλοκαίρια και τότε θα
γνωρίσεις τον τόπο σε μια άλλη πιο λαμπρή εκδοχή. Σε πληροφορώ ότι αυτό δεν είναι καθόλου
δύσκολο!