Τετάρτη 22 Αυγούστου 2018

Άδολα Χρόνια!



Του Στέργιου Μπακολουκά

Ο Αλωνάρης είχε μεσιάσει και οι φακές, χειράδες - χειράδες, ήταν απλωμένες στα  στρογγυλά πέτρινα αλώνια έξω από κάθε καλύβι για να λιαστούν, να ξεραθούν και να τις πατήσουν τα ζα.
Ύστερα, οι χωριάτες αφού θα τις λίχνιζαν με τις ελαφριές, μεγάλες ξύλινες πιρούνες, θα μάζευαν τον καρπό τους και θα τον αποθήκευαν σε σκιερό και δροσερό μέρος, για να τον καταναλώσουν το δύσκολο χειμώνα, που  σε τούτα δω τα μέρη  πάντα έπεφτε βαρύς.
 Ήταν και άλλα γεννήματα απλωμένα γύρω από τα πετρωτά, περιμένοντας να πάρουν τη σειρά τους, για ν’ αλωνιστούν: ρεβίθια, λαθούρια και ρόβη.
Τ’ άχυρα για τα φάκνα  των ζώων, είχαν δεθεί ήδη σε μπάλες με τα κασόνια - καλούπια και ήταν ποστιασμένες μέσα στα καλύβια μαζί με  το τριφύλλι. Όσες δεν χώραγαν στο εσωτερικό τους, οι ζευγίτες  τις είχαν  τακτοποιημένες και σκεπασμένες καλά στο πίσω μέρος των χαμόσπιτων, ασφαλισμένες, όμως, από τη βροχή.
Μπροστά απ’ το μικρό οικισμό, με τα πέτρινα χαμηλά σπιτάκια, τα καλύβια, απλωνόταν ο κάμπος του οροπέδιου. Ωχροκίτρινος ύστερα από το θερισμό των σπαρτών, γυμνός και μουδιασμένος,  λαγοκοιμόταν κάτω από το καυτό πλατύγυρο καπέλο τ’ ουρανού.
Απ’ τα ριζά των βουνών τριγύρω, κάθε πρωί πριν βγει ο ήλιος  και τ’ απόγευμα μετά που έπεφταν τ’ απόσκια, σιγά - σιγά άρχιζαν να βοσκάνε τον τόπο, τα πρώτα κοπάδια από τα γιδοπρόβατα που είχαν κατεβεί από τον Παρνασσό.

Αχολογούσε ο αγέρας, μέχρι να πέσει η νύχτα και να τα οδηγήσουν οι τσοπάνηδες στο σταλό, απ’ τα κυπροκούδουνα και τα βελάσματα των ζωντανών, τα γαβγίσματα των σκυλιών και τα σφυρίγματα των βοσκών. Ύστερα, η σιωπή και η ηρεμία που έπεφτε στον κάμπο, αντάμωνε με τη δροσιά  του βουνού, τις μυρουδιές που ερχόντουσαν από τα θερισμένα χωράφια και την αψάδα απ’ τα γεννήματα που ξεκουράζονταν τ’ ανάσκελα στ’ αλώνια.  

Παλιό τυρί κι απαλαγό ψωμί
στον κόρφο μου κρυμμένο
κοντά στα πρόβατα κινώ
αλάργα τ’ αγναντεύω.

Προγκίξαν’ τον κατήφορο
Στου λιβαδιού τα πλάγια,
αρνάδες, στέρφα, ανάκατα,
γίδια, τραγιά, κριάρια.

Ήρθαν παχιά απ’ τον Παρνασσό
Κι ακόμα γκαστρωμένα.
Κορφολογάνε τα σπαρτά,
Βοσκάν’ τα θερισμένα.

Ανάρια-ανάρια οι μπιστικοί
Πλευρίζουν το κοπάδι
Σφυράνε, δρέμουν, σαλαγάν,
παιδεύονται ως το βράδυ.

Θε να περάσουν λαγκαδιές
και ράχες να διαβούνε.
Πετρίτες να έχουν συντροφιά,
κι αϊτούς να καρτερούνε.

Κονάκι να’ βρουν στα έλατα
και στρούγκα στα πουρνάρια.
Να ’χει απλωσιά για πρόβατα
ράχες για καραούλια.

Ν’ αρμέξουν γάλα ολόπαχο,
τυρί να πήξουν φρέσκο,
και τραχανά γλυκό - γλυκό
με άλεσμα πλιγούρι.

Τη χρονιά εκείνη, τα νερά της μικρολίμνης «Πινιγούρας» τραβήχτηκαν νωρίς, αποκαλύπτοντας το εύφορο έδαφος. Οι ζευγίτες ξεκίνησαν το  όργωμα των χωραφιών τους, αμέσως μόλις το ξέσκεπο χώμα άρχισε να στεγνώνει. Τελειώνοντας  τα σχολειά, ανέβηκαν στα Καλύβια του Λιβαδιού του Παρνασσού και οι οικογένειες όλων αυτών που ασχολούνταν με την καλλιέργεια του οροπέδιου. 


Ο πατέρας μου, τούτη δω τη χρονιά, άδραξε την ευκαιρία και  έσπειρε αρκετά χωράφια, με λογής   γεννήματα. Τριφύλλι στα πλημμυρισμένα, φακές στα Γούπαντα, λαθούρια και ρεβύθια στο κάτω πίνιμα καθώς και ρόβη για τα ζωντανά στους Τσουμπλιάδες (λασπώδη εδάφη).    Ανεβήκαμε κι εμείς τα παιδιά, εγώ κι ο αδερφός μου, με τη  μάνα, τη γιαγιά και τον παππού μας. Εγκατασταθήκαμε στο χαμηλό καλύβι, με το φαγωμένο από τα χρόνια, αλλά περίτεχνο και αλφαδιασμένο, πέτρινο αλώνι του μπροστά, σχεδόν στην άκρη του οικισμού προς τα δυτικά. Ένα ταπεινό λίθινο παραλληλόγραμμο κτίσμα, με αρχαία δίρριχτη κεραμοσκεπή, θα ήταν το σπίτι μας για τους επόμενους δύο μήνες. Δυο χτιστά πεζούλια εφαπτόμενα στον τοίχο δεξιά και αριστερά, πλαισίωναν  τη διπλή σκοροφαγωμένη ξύλινη είσοδο, με το τεράστιο σιδερένιο ζεμπερέκι και τις στρογγυλές αμπάρες από μέσα, αντικαθιστώντας  τα καθίσματα όσων συμμετείχαν στο κουσούλτο του απόβραδου. Έμοιαζαν σαν κερκίδες φανταστικού  θεάτρου που το πετράλωνο μπροστά  είχε  τη θέση ορχήστρας και  οι ίδιοι ήταν  θεατές  και πρωταγωνιστές μαζί,  συμμετέχοντας  στα δρώμενα.  Έτσι ήταν, γιατί οι όρθιες θημωνιές απ’ τα γεννήματα στ’ αλώνι, αντικαθιστούσαν το χορό, δικαιολογώντας την παρουσία των θεατών στα εδώλια.  Το καλυβάκι πίσω, όμοιο  με σκηνή  ελληνικού θεάτρου, συμπλήρωνε το παλκοσένικο μπροστά.
Μόλις πέρναγες το κατώφλι του, πάταγες στο χωμάτινο δάπεδο μιας μεγάλης αποθήκης γεμάτης από διάφορα αγροτικά σκεύη και υλικά. Τσαπιά, τσουγκράνες και δρεπάνια, τσεκούρια και φτυάρια, πιρούνες ξύλινες και σιδερένιες, σύρματα και σχοινιά,  ήταν στερεωμένα με καρφιά στους τοίχους. Ήταν τα σύνεργα του πατέρα,  για να μπορέσει να δαμάσει τούτον εδώ τον δύσκολο  τόπο. Βέβαια, είχε στα χέρια του κι ένα μεγάλο και δυνατό όπλο σ’ αυτόν τον αγώνα! Ένα καινούριο, με διπλό διαφορικό, κατακόκκινο τρακτέρ, για το οποίο υπερηφανευόταν ότι δεν κιότευε πουθενά!  Μ’ αυτό είχε οργώσει όλ’ αυτά τα χωράφια, τα είχε σπείρει και όσα είχαν τριφύλλι, με το ίδιο και τα εξαρτήματά του, τα θέρισε. Τα όσπρια τα βγάζαμε με τα χέρια, βοηθώντας όλη η οικογένεια, ακόμα και τα μικρά παιδιά.
Στο καλά πατημένο έδαφος του  …καλυβο-παλατιού,  σακιά με διάφορους καρπούς  γεμάτα, μισογεμάτα, αλλά και άδεια που περίμεναν τη σειρά τους, ήταν διασκορπισμένα παντού, ενώνοντας τις μυρουδιές τους  με αυτές των ταπεινών φαγητών της οικογένειας που μαγειρεύονταν στον ίδιο χώρο,  σε μια  πανδαισία αδρών αρωμάτων. Ένα μεγάλο ‘‘κλουβί’’ με πόρτα και  ψηλή σήτα γύρω -γύρω, στο οποίο φυλάσσονταν τα ευπαθή τρόφιμα, κρεμόταν δεμένο από το  μεγάλο καδρόνι της σκεπής, η οποία δεν ήταν νταβανωμένη, με αποτέλεσμα να φαίνονται τα δοκάρια που τη συγκρατούσαν, ακουμπώντας στα πλαϊνά πέτρινα τοίχια. Δέσποζε στην κορυφή το μεγάλο οριζόντιο πάτερο πάνω στο οποίο ήταν καρφωμένα τα πλαϊνά ξύλα, σχηματίζοντας αμβλεία γωνία στην κορυφή διαμορφώνοντας έτσι τη στέγη.
Δυο στενές, μακρουλές και χοντρές στο κέντρο, ξύλινες βαρέλες, που τις έζωναν μεταλλικά τσέρκια σαν ζωνάρια από γεροντικά  βρακοζώνια,  έστεκαν όρθιες σε μια γωνία και χρησίμευαν για να αποθηκεύουμε το νερό που μας ήταν αναγκαίο. 

Ο θειός μου ο κοντο-Θόδωρος
με τα πολλά ζωνάρια,
ζώνετε - ξεζώνετε,
ζωνάρ’ δεν αποκτάει.
Η κοιλιά του έχει αδειάσει,
με νερό θέλει να χορτάσει.
Τι είναι;

Ρώταγε η μάνα μας, σε μας τα παιδιά, όταν οι βαρέλες ήταν άδειες. Ήταν μια έμμεση υπενθύμιση στον πατέρα της και  παππού μας, για  να καταλάβει ότι έπρεπε να κουβαλήσει νερό, με τη βοήθεια των παιδιών. Τις  φορτώναμε στο γάιδαρο της γριά Μουρφιάς της γειτόνισσάς μας, γεμίζοντάς τες από το πηγάδι που βρισκόταν έξω από το εκκλησάκι του Αι Γιάννη του Ευαγγελιστή, σε απόσταση από τον οικισμό κοντά στα τρακόσα μέτρα στα δυτικά.
Η αποθήκη παράθυρα δεν είχε, ούτε και ηλεκτρικό ρεύμα, παρά φωτιζόταν από την ανοιχτή πόρτα απ’ όπου έμπαινε  το φώς του ήλιου την ημέρα και από τις λάμπες πετρελαίου τη νύχτα. Στο  μικρό τραπεζάκι, που ακούμπαγε στον τοίχο, ήταν τοποθετημένη μια συσκευή υγραερίου και  οι κατσαρόλες για την παρασκευή του φαγητού μας. Ήταν αυτή δουλειά και υποχρέωση της γιαγιάς και λιγότερο της μάνας μας. Σε μια ξύλινη πιατοθήκη με δυο τρία ράφια κάθετα, στερεωμένη από πάνω του, ήταν βαλμένα με τη σειρά αρκετά πιατικά, πιρούνια, μαχαίρια και κουτάλια.
Δεξιά από την είσοδο, υπήρχε ένα ξύλινο χώρισμα με μια μονή τριζάτη ξεχαρβαλωμένη πόρτα στη μέση, που ήταν πάντα ανοιχτή και οδηγούσε στο μοναδικό δωμάτιο του καλυβιού. Ήταν ένας ενιαίος χώρος, όπου βρίσκονταν  στριμωγμένα τρία μεγάλα προχειροφτιαγμένα κρεβάτια,  με διπλωμένα και τακτοποιημένα τα σκεπάσματα στα προσκεφάλια τους.
Στον τοίχο, απέναντι από την είσοδο, ένα πέτρινο  τζάκι με μεγάλο παράσταθο, βαθύ σταχτολόγο και φαρδύ γείσο από πάνω,  έχασκε σκοτεινό, πολυχρησιμοποιημένο και μυστηριώδες. Μπροστά του ένα ξύλινο τραπέζι με ένα μακρύ πάγκο πολλών θέσεων από τη μια μεριά, δυο - τρείς καρέκλες  γύρω του και μια μπρούντζινη λάμπα φωτισμού επάνω, ήταν το σημείο συνάντησης για φαγητό της οικογένειας. Σε αυτό το δωμάτιο, τρώγαμε και κοιμόμαστε όλοι μαζί. Το πάτωμα και το χαμηλό νταβάνι ήταν και αυτά ξύλινα. Υπήρχε μονάχα ένα στενό και βαθύ, όσο ήταν ο πετρότοιχος, παράθυρο στην πρόσοψη, που με τα ξύλινα φύλλα του, εμπόδιζε να μπαίνουν μέσα στην καλύβα οι καυτές ακτίνες του  ήλιου την ημέρα  και το τσουχτερό κρύο τα βράδια, όχι όμως και το φώς που με φειδώ εισχωρούσε από κει φωτίζοντας το δωμάτιο.
Μια απλή και ήρεμη ζωή, με πολύ δουλειά και ιδρώτα για τους μεγάλους και  καθημερινό παιχνίδι, με συμμετοχή στα θελήματα, για μας τα παιδιά, επαναλαμβανόταν ράθυμα επί δύο μήνες. Ξυπνάγαμε  νωρίς, πριν ακόμα σκάσει ο ήλιος πάνω από την κορυφή του Πετρίτη, μικροί και μεγάλοι, από το λάλημα  της πέρδικας και του πετροκότσυφα. Καρτεράγαμε το τραγούδι του τζίτζικα, μεσάζοντας η μέρα, για να λασσάρ’ (κοπάσει) ο κάματος των τρανών και το παιχνίδι των μικρών, απαγκιάζοντας στον αχαμνό ίσκιο.
Παρακολουθούσαμε, νυχτώνοντας, τ’ χνάρια των αστεριών ψηλά στο θόλο και τις κωλοφωτιές (πυγολαμπίδες) χαμηλά  γύρω μας, που έφεγγαν  αναβοσβήνοντας, πετώντας σαν ψυχές λίγο πάνω από το έδαφος.  Κοιμόμασταν  με το λυγμό του  γκιώνη στα κεραμίδια και το μουρμούρισμα των τριζονιών που σιγοτόλεγαν  ρυθμικά μέσα στα χορτάρια.

Εμείς που ολημερίς τη γη παλεύουμε,
εμείς οι ξωμάχοι που την πικροδιαβαίνουμε.
Εμείς που αντέχουμε τη δούλεψη βαριά του ξιναριού,
εμείς που δεν χορτάσαμε ποτέ τη γλύκα του ψωμιού.

Εμείς που έχουμε τη γη με αίμα ποτισμένη,
εμείς που τελικά, η περηφάνια μοναχά μας μένει.
Εμείς που γίναμε του τόπου αυτού καταβολή,
εμείς που τον ιδρώτα μας, τον χύνουμε σπονδή.

Εμείς που δώσαμε καρδιά, ψυχή, μα ελπίδα δεν αγροικήσαμε,
εμείς που πληρωμή δεν πήραμε, αγάπη όμως μοιράσαμε.
Εμείς που τις πληγές μας μάθαμε, μονάχοι να γιατρεύουμε,
εμείς που αυτούς, τους κόμπους των καημών μας, τους χορεύουμε.

Είμαστε αυτοί που ζυμωθήκαμε στο ίδιο χώμα που γεννηθήκαμε,
είμαστε αυτοί που ερωτευτήκαμε τη στέρφα πέτρα και ανδρωθήκαμε.
Είμαστε εμείς οι άλλοι, που κεντήσαμε τη φτώχια μας πλουμίδι,
είμαστε εμείς, ναι, οι άλλοι, που το λυγμό μας κάναμε τραγούδι.

Για μας σημαία υψώθηκε ο μόχθος και φάρμακο στάθηκε η οδύνη,
μπροστά τραβάμε όμως, με οδηγό μας την αξιοσύνη.
Εμάς, του πόνου ή της χαράς, το πορφυρό το χρώμα μας ενώνει,
όμως, τροφή αντάμα και σπαθί, παίρνει ζωή και μας πληγώνει.

Κόκκινο είναι, σαν τα δυό της χείλη και σαν τ’ ολόγλυκό της στόμα,
για ιδές, το ίδιο αυτό, που απλώνει της ζωής το χρώμα.
Καρτέρα, θα μας ξαναφέρει πίσω πάλι, χαράς χαμόγελο στα χείλη!
Ώ, ναι! Υπόσχεση είναι, το κόκκινό της το μαντήλι!
και νόστος κι αποχωρισμός και της ζωής ημεροβίγλι!

Για το δικό μου κόσμο, αυτή η ζωή άγγιζε τα όρια της ευτυχίας. Ειδικά τούτη τη χρονιά  μου είχαν αγοράσει οι γονείς μου μια προβατίνα με τις δυό όψιμες αρνάδες της.  Είχα αναλάβει να βοσκάω τα λίγα τούτα ‘‘πραματάκια’’ καθημερινά, πρωί - απόγευμα και να τα φροντίζω. Αποκόψαμε  νωρίς τ’ αρνιά από το γάλα της μάνας τους και τώρα πλέον μετά από πολύ πείσμα και υπομονή, για να γίνει το δικό μου, ήμουν υπεύθυνος και για το άρμεγμα! Αν και έχοντας  ….προϊστάμενο  τον παππού μου, τον οποίο συμβουλευόμουνα αλλά και  του έδινα λογαριασμό, αισθανόμουνα κάτι λιγότερο από ….τσέλιγκας!
Μετά από λίγες μέρες,  ολοκληρώθηκε το  …τσελιγκάτο μου, γιατί … υιοθέτησα  κι ένα σκύλο που ξαφνικά εμφανίστηκε από το πουθενά. Σίγουρα, θα το είχε σκάσει από κάποια στάνη με τη φιλοδοξία  να γνωρίσει τον κόσμο, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να χαθεί και στη συνέχεια να καταλήξει ….μπιστικός μου! όταν κανένας δεν τον αναζήτησε.  Κατασκήνωσε έξω απ’ το καλύβι μας, νηστικός και διψασμένος.  Τον τάισα, τον πότισα κι από τότε δεν ξανάφυγε. Έγινε η σκιά μου, με ακολούθαγε όπου και αν πήγαινα, μαθαίνοντας τα χούγια μου κι εγώ τα δικά του. Ήταν ένα σερνικό τσοπανόσκυλο, κουτάβι ακόμα. Του άρεσαν τα παιχνίδια, το τρέξιμο και η ανακατωσούρα, όπως και σε μένα, σαν συνομήλικοι που ήμασταν.  Δίχρωμο, με  μεγάλο ασπρόμαυρο κεφάλι, καθαρά  μάτια, μαλλιαρά παχιά αυτιά που οι κορφές τους ήταν ‘‘κουρεμένες’’  και κοντόχοντρα πόδια, ήταν το παρουσιαστικό του, υποσχόταν ότι θα γίνει ένα γερό τσοπανόσκυλο.
Απ’ τα χαράματα, με τ’ άλλα παιδιά του οικισμού, που δεν ήταν λίγα, ίσως πάνω από είκοσι,  έχοντας ένα παγούρι νερό στο σακούλι του ο καθένας μας και ένα κομμάτι ψωμί, παίρναμε τα πλάγια κατά τις φτελιές και τα έλατα, βόσκοντας  τα γιδοπρόβατά μας και παίζοντας  ακούραστα, μέχρι να ανεβεί ο ήλιος ψηλά πάνω από την κορυφή στη Λιπουτσέσα. Κοντά, βρέχαμε το ψωμί με γάλα από το βυζί της προβατίνας, πίναμε και νερό από τα παγούρια που είχαμε στις μαρούδες μας  και ξαποσταίναμε κάτω από τα έλατα κάνοντας εξάσκηση στα σφυρίγματα με τα δάχτυλα στο στόμα.
Το σκυλί, αχώριστος σύντροφος, με ακολουθούσε παντού παίζοντας μαζί μου και με τα σκυλιά των άλλων παιδιών, θεριεύοντας  μέρα  τη μέρα. Τον είχα βγάλει “Μπαρούτ’’’ και  μάτι με το μάτι είχαμε γερή συνεννόηση μαζί.
Ο καιρός πέρναγε ράθυμα, αλλά χαρούμενα. Οι δουλειές σιγά - σιγά μαζεύονταν κι αυτό φαινόταν απ’ τα σακιασμένα γεννήματα και τα άδεια  αλώνια. Ο Αύγουστος είχε αγναντέψει και ’ρχόταν κατακίτρινος, λιγωτικός και κάμποσες φορές μπουρινιασμένος, φέρνοντας κάμποσες σταλαματιές, θολώνοντας έτσι το πηγάδι στον Αι Γιάννη. Οι  οικογένειες άρχισαν να κατηφορίζουν προς το χωριό παίρνοντας μαζί τους μαζί με τη σοδιά και τα παιδιά τους, που παίζαμε μαζί.
Μια πίκρα είχε αρχίσει να κατακάθεται σε όσους μέναμε πίσω, για τις προσωρινά χαμένες παρέες, αλλά και μια νοσταλγία θέριευε  γι’ αυτά που μας περίμεναν στο χωριό, ξέροντας ότι οι διακοπές απ’ τα σχολειά ακόμα δεν είχαν τελειώσει.
 Ένα από αυτά τα τελευταία απογεύματα, ακολουθώντας τα πρόβατα,  έχοντας το σκυλί μέσα στα πόδια μου, έφτασα στο καλύβι. Ο ήλιος είχε σκαπετίσει πίσω από τη ράχη της Παληοβούνας και τ’ απόσκια  πάλευαν με το σούρουπο. Τα τακτοποίησα κάτω από τον τσίγκο πίσω από το κτίσμα που είχα φτιάξει σταλό, ρίχνοντάς τους και μια αγκαλιά τριφύλλι για …επιδόρπιο.  


Αμέσως μετά, υπακούοντας στην προσταγή του παππού, πήγα τρέχοντας να φέρω το γάιδαρο της θειά Μουρφιάς, για να πηγαινοφέρνουμε  τις βαρέλες με νερό από το πηγάδι.
Ήρθα πίσω απογοητευμένος και άπρακτος. Το ζωντανό ήταν άρρωστο, έτσι είπε η γριά. Μου ζήτησε μάλιστα να πω στη μάνα μου να το  …ξεματιάσει, θαρρώντας  πως ήταν  ……αβασκαμένο!
Η θειά Μουρφιά ήταν μια υπερήλικη γυναίκα, κόντευε τα ενενήντα! Ήταν όμως μάχιμη ακόμα, δουλεύοντας σκληρά, καλλιεργώντας μονάχη τα χωράφια της. Όχι πως είχε οικονομική ανάγκη. Κάθε άλλο, είχε παιδιά κι εγγόνια που  την πρόσεχαν καλά, όμως αυτή η ίδια χωρίς δουλειά αισθανόταν ότι δεν είχε λόγο ύπαρξης. Μαθημένη όλη τη ζωή της στα χωράφια, τώρα στα γεράματα δεν μπορούσε να  κόψει αυτό το χούι, όπως έλεγε, γι’ αυτό και απ’ το Μάιο και μετά, ανέβαινε στο Καλύβι της στο οροπέδιο και καθόταν εκεί όλο το καλοκαίρι σπέρνοντας και θερίζοντας. Ήμασταν γείτονες και τον πατέρα μου τον συμπαθούσε πολύ. Πολλά από τα χωράφια της που δεν μπορούσε να τα καλλιεργήσει πια, του τα είχε παραχωρήσει και τα έσπερνε εκείνος.
Ήταν κοντούλα και λιπόσαρκη, με πανάδες στο πρόσωπο, γαλανά  αστραφτερά μάτια, φορώντας πάντα κατάμαυρο τσεμπέρι πάνω από τα κάτασπρα μαλλιά της. Ο γάιδαρός της, ήταν κι αυτός μικρόσωμος, αλλά σκληραγωγημένος και δυνατός, είχε γεράσει μαζί της. Ποτέ δεν τον καβάλαγε, ακόμα κι αν δεν κουβάλαγε φορτίο. Ανεβοκατέβαινε με αυτόν από το χωριό, πάντα με τα πόδια, και όταν τη ρώταγαν, γιατί δεν ανεβαίνει στην πλάτη του, αυτή απαντούσε ότι το ζωντανό ήταν για να κάνει δουλειές και όχι για να τεμπελιάζει η ίδια  πάνω του. Δόξαζε το Θεό που της είχε δώσει πόδια, για να τα χρησιμοποιεί. Όμως, το ζώο της εκείνη τη βραδιά δεν ήταν στα καλά του και σίγουρα δεν ήταν  ….ματιασμένο!
Την άλλη μέρα μόλις είχε αχνοφέξει. Ένας ελαφρύς ανατολικός άνεμος κουτούλαγε δυτικά στη μύτη απ’ το Σαρανταύλι αλλάζοντας στην επιστροφή του τον τόπο, δημιουργώντας την αίσθηση ότι η φύση ονειρεύεται ακόμα, γιατί ανάδευε  από κάτω στην  ξεραμένη λίμνη, ένα αραιό χαμάνταρο που βόσκαγε λίγο πάνω από τα θερισμένα χωράφια.
Χτυπήματα και φωνές ακούστηκαν στην είσοδο της χαμοκέλας μας. Ήταν η γριά Μουρφιά που φώναζε με αγωνία το όνομα του πατέρα μου:
-  Γιώργη, Γιώργη!
Πεταχτήκαμε όλοι όρθιοι, μικροί -μεγάλοι, και βγήκαμε στην πόρτα αγουροξυπνημένοι.
-Τι τρέχει θειά; Γιατί είσαι αναστατωμένη;
Εκείνη κλαίγοντας με αναφιλητά, με δυσκολία του αποκρίθηκε:
-Ο γάιδαρος, ο γάιδαρος ψόφησε!
-Που και πότε ψόφησε, θειά;
-Μέσα στο καλύβι, στο παχνί του, τη νύχτα!
Σταμάτησε να κλαίει και με σοβαρότητα συνέχισε:
-Πρέπει να έρθεις να τον βγάλεις έξω και να τον πάς πέρα στον Α’γιάννη.
-Καλά θειά, τράβα μπροστά και θα ’ρθώ κοντά, να δώ τι θα κάνω!
Όλο αυτό το διάστημα  απ΄ τις φωνές και τα κλάματα, είχαν ξυπνήσει και οι γείτονες  και ύστερα και οι κάτοικοι από τα πάρα δίπλα καλύβια, ως απάνω στον ψευτο-μπακαλοκαφενέ του Καστάνη. Σιγά - σιγά όλος ο οικισμός είχε μάθει τα μαντάτα και ήταν στο πόδι, ιδίως τα παιδιά και τα σκυλιά.
Ο πατέρας μου έβαλε σε λειτουργία  το τρακτέρ και τράβηξε για το καλύβι της γερόντισσας. Δυο τρείς γείτονες έφτασαν κι αυτοί. Σε λίγο, μαζί με μας και αρκετά άλλα παιδαρέλια άρχισαν να εμφανίζονται από τα γύρω σοκάκια.
Οι μεγάλοι βρήκαν μια παλιά ξύλινη αυλόπορτα και την τοποθέτησαν στο έδαφος μπροστά από την είσοδο της παράγκας. Το όχημα με την όπισθεν έφτασε πολύ κοντά, σχεδόν κολλητά στην πόρτα.  Έδεσαν τα πόδια του γάιδαρου με μια τριχιά και στη συνέχεια  στο πίσω μέρος του μηχανήματος. Τραβώντας σιγά- σιγά με το τρακτέρ, το ακίνητο, τουμπανιασμένο σώμα του ζώου, που τα πόδια του κοίταγαν τον ουρανό, το ακούμπησαν πάνω στην καζάκα και το ασφάλισαν εκεί δένοντάς το γερά πάνω στην πόρτα και αυτή στο πίσω μέρος του ελκυστήρα.
Ύστερα άρχισε  η πομπή. Πήραμε το χωματόδρομο που περνάει μπροστά απ’ το ξωκλήσι και κατευθύνεται  βόρεια προς τα υψώματα. Μπροστά πήγαινε το τρακτέρ με πολύ σιγανή ταχύτητα, τραβώντας το νεκροκρέβατο του ζώου. Από πίσω ακριβώς,  με τα πόδια, ακολούθαγε η γριά Μορφιά ξέσκεπη και αναμαλλιασμένη, θρηνώντας το ζωντανό της, έχοντας συνοδεία, αντί ψαλμωδίας, το απαλό ροχάλισμα της μηχανής του οχήματος. 
Πιο πίσω ερχόμαστε εμείς τα παιδιά, μερικά απ’ τα οποία, όπως εγώ, είχαν μαζί  και τα σκυλιά τους. Είχαμε μαζευτεί καμιά εικοσαριά παιδαρέλια, που βρέθηκαν άραγε τόσα πολλά πρωί - πρωί; άλλα τρέχοντας και άλλα πάρα πέρα περπατώντας, πύκνωναν γεμάτα  περιέργεια την κουστωδία, χωρίς όμως ν’ ακούγετε ...άχνα από αυτά. Ούτε και τα  σκυλιά γαύγιζαν! Κουρνιαχτός σηκωνόταν από το χωμάτινο δρόμο πάνω στον οποίο σερνόταν τρίζοντας η πόρτα. Ενωνόταν, ο θόρυβος της  μηχανής του ελκυστήρα  και ο κρότος των ξύλων πάνω στα οποία ήταν ξαπλωμένος ο γάιδαρος, με το κλάμα της γερόντισσας και τα ποδοβολητά,  παιδιών και σκυλιών από πίσω. Φτάσαμε σ’ ένα ανηφορικό χωράφι ιδιοκτησίας της  και στην άκρη του, προς την κορφή, το μηχάνημα σταμάτησε αποθέτοντας το φορτίο του.
Στα ριζά των λόφων, λίγο πάρα πάνω, πέντε - έξη κοντούλες αγκόρτσες (αγριαχλαδιές), αντί για καρπούς είχαν κρεμασμένα στα κλαριά τους αρκετά  κατάμαυρα κοράκια, που είχαν μυριστεί το κουφάρι του γαιδάρου και είχαν πιάσει θέση στο ενδεχόμενο τραπέζι που θα στρωνόταν, επιβεβαιώνοντας το νόμο της φύσης ότι η ζωή χάνετε, αλλά ταυτόχρονα δίνετε ξανά με άλλο τρόπο πίσω, διότι ένας θάνατος στα λαγκάδια σημαίνει ταυτόχρονα και επιβίωση.
Στον ουρανό πάνω μας, είχαμε νέες αφίξεις.  Μερικά όρνια έκαναν ανοιχτούς, αργούς και διερευνητικούς κύκλους. Αυτά τα μεγαλόσωμα πουλιά που στο έδαφος είναι κακάσχημα, στον αέρα φαίνονταν να έχουν μια απρόσμενη ομορφιά και χάρη.  Οσφράνθηκαν  τη δυσοσμία που γι’ αυτά είναι άρωμα ζωής και με το δικό τους τρόπο δήλωσαν την παρουσία τους κοπιάζοντας στο ενδεχόμενο τραπέζι.  
Όμως απ’ ότι φάνηκε, ο πατέρας μου και η γριά  είχαν άλλα στο μυαλό τους. Εκείνος  αφού συζήτησε μαζί της για λίγο, έφυγε και σε λίγο ξαναγύρισε κουβαλώντας πίσω από τον ελκυστήρα ένα άροτρο με μονό υνί. Με αυτό έσκαψε ένα βαθύ λάκκο στο χωράφι, όπου αφού μέσα σε αυτόν  έσπρωξε το κουφάρι του ζώου, ύστερα με προσοχή το έχωσε, βάζοντας πάνω από το σκεπασμένο σκάμμα μια μεγάλη πέτρα.
Σαν πήραν όλα τέλος, αρχίσαμε το δρόμο της επιστροφής, σκορπώντας δώθε - κείθε, ο καθένας στη δουλειά του.
Μέχρι που φύγαμε από το βουνό, η θειά Μουρφιά ήταν εκεί,  δούλευε από νύχτα σε νύχτα, ο πατέρας μου της έκανε τις διάφορες μεταφορές που χρειαζόταν, όμως στο βραδινό κουσούλτο δεν ξαναφάνηκε. Τον πένθησε το γάιδαρό της για τα καλά και άλλον δεν θυμάμαι ν’ αγόρασε.
Κατεβήκαμε κι εμείς στο χωριό, αφού πρώτα ήρθε και η δική μου σειρά να πενθήσω, με γοερό θρήνο. Την απόφαση δεν την πήρα εγώ, παρά ο πατέρας  μου και δεν σήκωνε αντιρρήσεις. Το σκυλί δεν θα το παίρναμε μαζί μας στο χωριό!
 Όσο εγώ θρηνούσα με αναφιλητά, έχοντας τον αδερφό μου, δίπλα, να με σιγοντάρει κλαίγοντας κι αυτός, αγναντεύοντας  από  μακριά τη ράχη του Αϊμιρκούρ’, εκείνος σκαπέταγε, έχοντας  τον “Μπαρούτ’’’ δεμένο μ’ ένα σκοινί,  στη στροφή προς  τα έλατα, τραβώντας κατά τη στρούγκα του Μπάρμπα Αλέκου του Γρε, στο Σκαμνό. Εκεί αυτός θα εύρισκε νέο αφεντικό και θ’ αναλάμβανε νέες αρμοδιότητες, περισσότερο δύσκολες. Μεγαλώνοντας θα συμμετείχε στη φύλαξη ζώων και ανθρώπων, κερδίζοντας με αγώνα  το ψωμί του.
Η μία αρνάδα θυσιάστηκε στο τραπέζι του αποχαιρετισμού. Η μάνα της με την άλλη αρνάδα, φιλοξενήθηκαν κι αυτές από τον μπάρμπα Αλέξη μέχρι να αποφασιστεί και τούτων δω  η τύχη!

Η Αράχοβα μας περίμενε για να μας καλοδεχτεί και να μας προσφέρει την αγκαλιά της.