Σάββατο 28 Μαΐου 2022

Οι «φίλοι» μου

 

Πολλές φορές σκέφτηκα να γράψω για τους αγαπημένους μου «φίλους», που συνεχώς  μου το υπενθύμιζαν εδώ και πολύ καιρό. και άλλες τόσες το ανέβαλλα, είναι αλήθεια. Αλλά αυτοί, όχι μόνο είναι ευχάριστοι και μελωδικοί, αλλά και  επίμονοι. Εν τέλει, τα κατάφεραν…

Πράγματι, σχεδόν κάθε μέρα, είτε άνοιξη και καλοκαίρι είτε φθινόπωρο ακόμα και χειμώνα, τα τελευταία χρόνια, και μάλιστα νωρίς τα πρωϊνά, αλλά και τα απογεύματα, φαίνεται ότι ζητούν να γράψω. όχι επαινετικά λόγια - ανάγκη δεν το έχουν - αλλά για να μεταφέρω μέσα από τις μελωδίες τους, τους φόβους και τις προειδοποιήσεις τους. Έτσι, παρόλο που δεν είμαι καλός στις «μεταφράσεις», δεν μπορώ πια να αρνηθώ την επιθυμία των υπέροχων αυτών φτερωτών φίλων μου.

***

Ζω επί τέσσερις περίπου δεκαετίες στον Βύρωνα, μια περιοχή που βρίσκεται υπό την εποπτεία του Υμηττού. Τόσα χρόνια, απασχολημένος με τις έγνοιες τις δουλειάς και τις φροντίδες της οικογένειας, δεν έδινα σημασία σε μελωδικά τους καλέσματα, γιατί παρόλες τις προσπάθειές τους δεν μπορούσαν να με αποσπάσουν από τον αχό της πόλης και της κίνησης.

Έπρεπε να πλησιάσουν τα χρόνια της σύνταξης, να ρίξω τους ρυθμούς μου, για να αρχίσω να τους ακούω, να τους προσέχω και να τους ξεχωρίζω μέρα τη μέρα καλύτερα, αρχικά, στο απέναντι πάρκο της Ανάληψης και στο όμορο ομώνυμο Μετόχι («Ανάληψη») της αγιορίτικης Μονής Σιμωνόπετρας.

Δεν γνώριζα το όνομά τους, ούτε τους διέκρινα γύρω μου. Όμως, ήταν θέμα χρόνου να τους συναντήσω, γιατί σχεδόν καθημερινά με καλούσαν μελωδικά και επίμονα με το δυνατό, καθαρό και λίγο κρουστό κελάδημά τους.

Η πρώτη σύσταση έγινε αρχές κάποιου Νοέμβρη, στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Διασχίζοντας ένα πρωινό, σχεδόν θαμπά, βιαστικός το δρόμο που διχοτομεί το απέναντι από το σπίτι μου πάρκο, προκειμένου να πάρω το αυτοκίνητο, για φτάσω έγκαιρα σε ραντεβού μου, το βήμα μου συνοδεύτηκε από το γνώριμο σε μένα, τόσο καιρό, μελωδικό ήχο.  

Σε λίγο, δίπλα στα σιδερένια κάγκελα που οριοθετούν το δρόμο του πάρκου από τις λοιπές εγκαταστάσεις του, είδα έναν από τους φτερωτούς γείτονες, προπορευόμενο και κελαηδώντας, να με συνοδεύει, σαν να μου έλεγε να μην ανησυχώ και ότι όλα θα πήγαιναν καλά.

Ήταν με το μαύρο του φτέρωμα σχεδόν αόρατος μέσα στο σύθαμπο. Έφτανε, όμως, το κατακίτρινο ράμφος του και το κελάδημα, για να καταλάβω ποιος ήταν ο φίλος που με είχε επιλέξει για να τον προσέξω. Ήταν ένα ωραίο και ζωηρό κοτσύφι! Έκτοτε, σχεδόν κάθε μέρα οι φτερωτοί φίλοι μου - τα κοτσύφια της Ανάληψης - που σίγουρα κατεβαίνουν από το γειτονικό Υμηττό, ήταν η ευχάριστη παρέα που περίμενα, και απολάμβανα τη μελωδία τους.

Πίστευα αρχικά ότι γυρόφερναν κάπου εκεί στα πεύκα του πάρκου και στα κυπαρίσσια του Μοναστηριού, σ’ αυτήν τη μικρή όαση πράσινου που υπάρχει μέσα στην πυκνή αστική δόμηση του Βύρωνα.

Κατεβαίνοντας, όμως, και ένα επίπεδο πιο κάτω, προς τα «Αγαλματάκια», μια μικρή πράσινη νησίδα κατάντη της της Ανάληψης, μια μέρα πρόσεξα και διαπίστωσα ότι και εκεί στήνουν οι καλοί μου φίλοι τις «παρτιτούρες» τους και αρχίζουν  τις συναυλίες τους.

Και όταν το’φεραν οι συνθήκες, αργότερα, να μείνω με τη γυναίκα μου για κάποιο καιρό πιο κάτω και από τα «Αγαλματάκια», κοντά στο θερινό σινεμά «Λάουρα» - ένα από τα ελάχιστα που έχουν πλέον απομείνει στην Αθήνα - γρήγορα διαπίστωσα ότι οι φτερωτοί μου φίλοι μας … ακολούθησαν.

Τυχαίνει, μάλιστα, ο χώρος ακριβώς απέναντι από το διαμέρισμα που μένουμε να μην έχει οικοδομηθεί ακόμα - ποιος θα το πίστευε - και έτσι δημιουργείται από τις γύρω μακρόθεν πολυκατοικίες ένας μεγάλος χώρος, σαν  κοίλο αρχαίου θεάτρου.

Και οι «φίλοι» που φτάνουν μέχρις εδώ, δίνουν και παίρνουν με τη συναυλία τους, από νωρίς πριν φέξει ο ήλιος, όλο και νωρίτερα, καθώς οδεύουμε από την εαρινή ισημερία προς το θερινό ηλιοστάσιο και όλο και αργότερα, καθώς οδεύουμε μετά προς τη φθινοπωρινή ισημερία, και κατά αντίστροφο τρόπο τα απογεύματα. Έτσι, τα βυρωνιότικα αυτά κοτσύφια έχουν τρία μουσικά στέκια, σε τρία απανωτά επίπεδα, κάτι σαν «κρεμαστά ωδεία», κατά το ανάλογο των «κρεμαστών κήπων».

Φαίνεται ότι διεκδικούν αποφασιστικά τα μέρη των προγόνων τους, όπου ζούσαν κάποτε σμήνη ολόκληρα, τότε που, αντί για πολυκατοικίες και αυτοκίνητα, υπήρχαν άλση με γάργαρα νερά στις ρεματιές που κατέβαιναν από τον Υμηττό προς το Παγκράτι, φτάνοντας στον κάποτε μαγευτικό ποταμό Ιλισσό και το Κλεινόν Άστυ

Έχει τύχει αρκετές φορές, νωρίς το πρωΐ, ανεβαίνοντας από το ένα σπίτι στο άλλο, να ακούω τη μελωδία τους, συνεχώς, σε όλη τη διαδρομή από τη Λάουρα μέχρι και την Ανάληψη. Λες και σταδιακά με υποδέχονται μουσικά, καθώς ανεβαίνω προς τα πάνω, σταματώντας το ένα και αρχίζοντας το άλλο.

Μάλιστα, δεν  κελαηδούν πετώντας μόνο από κλαδί σε κλαδί πάνω στα υπάρχοντα εκεί δέντρα. Επιλέγουν, τις περισσότερες φορές τις γωνιακές πολυκατοικίες και, φτερουγίζοντας από γωνία σε γωνία των εκεί ρετιρέ, ώστε από ψηλά να ακούγονται καλύτερα και να έχουν εποπτεία,  γεμίζουν το χώρο με το εξαίσιο ηχόχρωμά τους. 

Τέτοιο ευχάριστο συναίσθημα δεν έχω νιώσει αλλού, ούτε στις παρυφές του Παρνασσού στο γενέθλιο τόπο μου, την Αράχοβα, παρά μόνο αν τύχει και περπατήσω εκτός οικισμού, μέσα στην εξοχή, κοντά σε ρέματα.

Πρέπει να τονίσω ότι οι καληκέλαδοι φίλοι μου, στο Βύρωνα, είναι τόσο πολύ ζωηροί μουσικοί, ώστε δεν χρειάζεται να ανοίξω το παράθυρο, για να τους απολαύσω. Τους ακούω καθαρά και στα μέσα δωμάτια του σπιτιού. Ακόμα και στο μπάνιο ακούγεται το κελάδημά τους. Σιγούν μόνο τα μεσημέρια και τη νύχτα.

Δεν ξέρω, αλλά μετά τα αμέτρητα ακούσματά τους άρχισα πλέον να καταλαβαίνω καλύτερα τι θέλουν να πουν. Αρχίζω να νιώθω το κελάδημά τους, σαν μια επίμονη προειδοποίηση προς όλους τους κατοίκους της περιοχής και του Λεκανοπεδίου ευρύτερα, αλλά και γενικότερα. Είναι σαν να μας καλούν μελωδικά πάντα, αλλά αποφασιστικά και επίμονα ως εξής: «Προσέξτε άνθρωποι, έχουμε και εμείς εδώ δικαιώματα. το περιβάλλον και η φύση ανήκει σ’ όλους. Αν με αστόχαστες ενέργειες αφανίστε κάθε ζωντανό γύρω σας, θα ακολουθήσει αναπόδραστα και ο δικός σας αφανισμός…».

***

Αυτό για το οποίο κακίζω τον εαυτό μου είναι ότι για να δώσω σημασία στο μήνυμά τους, έπρεπε να φτάσω  στη σύνταξη, ώριμος πια και απόμαχος. Αλλά, αν οι καθημερινές έγνοιες μας καλύπτουν τα μηνύματα, που μας στέλνει το περιβάλλον μέσα από την πανίδα και τη χλωρίδα του, από την κατάσταση του αέρα και των νερών του, δεν πρόκειται να υπάρξει μέλλον για την ανθρώπινη ύπαρξη, που ευθύνεται αποκλειστικά για τη διατάραξη της ισορροπίας στο γήϊνο παράδεισο, τον οποίο μας εμπιστεύτηκε ο Δημιουργός.

Ας δώσουμε μεγάλη προσοχή σε τέτοιου είδους  καλέσματα και σημάδια, έστω και την τελευταία στιγμή, στο παρά πέντε που λέμε. Προσωπικά, πάντως, μόνο έτσι μπορώ να μεταφράσω την επίμονη κρουστή λαλιά των φτερωτών μου φίλων.

ΥΓ. Το παρόν, ας θεωρηθεί ότι εξοφλεί και ένα άλλο χρέος προς κάποιους άλλους φτερωτούς διαβάτες που συνάντησα τυχαία, το 2009, στο λόφο της Πνύκας και με εντυπωσίασαν.

Συγκεκριμένα, δυο όμορφους τσαλαπετεινούς που γυρόφερναν εκεί μεταξύ Λουμπαρδιάρη και Πνύκας και τους οποίους πρόφτασα να φωτογραφίσω με τη μηχανή μου. Τη σχετική φωτογραφία τους, την παραθέτω στην αρχή του κειμένου. Και αυτοί οι «φίλοι», χωρίς μελωδίες, αλλά με το περήφανο και αλλόκοτο ύφος τους, ίσως το ίδιο μήνυμα έστελναν.

Η έκπληξή μου, που τους έβλεπα να γυροφέρνουν με τα λοφία τους εκεί κοντά στα αρχαία μάρμαρα, εν έτει 2009, ήταν για μένα απερίγραπτη, ανεξίτηλη και εύκολα δεν σβήνει!   

Στάθης Ασημάκης
Βύρωνας 28/5/2022