Του Στέργιου Μπακολουκά
Προσοχή! Τα κουκιά ΔΕΝ
είναι για όλους! Κάποιοι άνθρωποι στους οποίους λείπει ένα συγκεκριμένο ένζυμο,
μπορεί να εμφανίσουν συμπτώματα δηλητηρίασης!
Κουκιά Ξερά!
Παππούλη να σου βράσω λίγα κουκιά για
να πιείς το κρασάκι σου; Ρώτησε το εντεκάχρονο αγόρι, σχεδόν παρακαλετά,
εκφράζοντας έτσι την αγάπη του στον γέρο. Εκείνος βυθισμένος στις σκέψεις του, είχε
ακουμπισμένο το κεφάλι του λίγο κάτω από τη γωνία του κεντημένου με το βελονάκι
τζακόπανου και πάταγε τα πόδια του στο
παράσταθο (εξωτερικό μέρος της παραστιάς), πυρώνοντας το γέρικο κορμί του μπρος
από τον μισοσβησμένο σταχτολόγο του αρχαίου τζακιού.
Το παλικαράκι γνώριζε την αδυναμία του παππού του στα ξερά κουκιά και φρόντιζε, όταν έβρισκε ευκαιρία, να την εκμεταλλευτεί για να του εκφράσει την δική του λατρεία προς αυτόν, αλλά και επειδή το ίδιο είχε μυηθεί σε αυτές τις φτωχικές γεύσεις τούτων δω των ταπεινών φαγητών, οι οποίες όμως παραδόξως του άρεσαν πάρα πολύ. Ήταν βέβαιος ότι με αυτόν τον τρόπο θα έβγαινε διπλά ωφελημένος! και τον παππού του θα ευχαριστούσε αλλά και ο ίδιος θα του έκανε παρέα, τρώγοντας κουκιά και ακούγοντας διηγήσεις για πραγματικά γεγονότα, αλλά και μυθικές αντίστοιχες ιστορίες, οι οποίες πάντα κάτι ήθελαν να του διδάξουν!
Ο γέρος βγήκε απότομα από τον λήθαργο του μυαλού του,
αναδεύτηκε και κοίταξε τον εγγονό του με στοργή. Ναι πουλάκι μου, βάλε κάμποσα
ξερά να βράσουν και μην τα λυπηθείς για να φάμε και αύριο λίγα, αλλιώτικα όμως
μαγειρεμένα, θα σου πω εγώ τον τρόπο! Βάλ’τα στη χόβολη κι έλα να σου διηγηθώ πόσο
τσαγανό έδειξε ο καπετάνιος όταν
βυθιζόταν το μεγάλο βαπόρι!
Το παιδί πήρε το αλουμινένιο, εξωτερικά
κατάμαυρο από τη μουτζούρα της φωτιάς, τσουκάλι, κατέβασε τη μαξιλαροθήκη που
κρεμόταν από το τσιγκέλι στο νταβάνι του κατωγιού, έβγαλε από μέσα τρείς
χούφτες ξερά κουκιά και τα έριξε στο κατσαρόλι. Στη συνέχεια τα έπλυνε καλά και ύστερα τα σκέπασε με καθαρό
νερό. Έβαλε στο τζάκι δυό ξύλα σταυρωτά, τα ζ’ντάβλισε (αναμόχλευσε) από κάτω για
να ξανάψει τη φωτιά και μετά έσυρε μπρος πίσω το μαυροτσούκαλο για να χωθεί στη
θράκα.
Ο γέροντας παρακολουθούσε τον εγγονό
του ευχαριστημένος. Κάτσε εκειδά στο σκαμνί να σε βλέπω, έχε τον νου σου στα
κουκιά μέχρι να πάρουν μια βράση και να μαλακώσουν, ώστε ύστερα να τα …. ‘‘ξεματιάσουμε’’
εύκολα, κι εγώ θα σου μιλώ για τον άντρα που ήταν καπετάνιος στο καράβι που
βούλιαξε, του είπε και ξεκίνησε να διηγείται.
Αυτό το βαπόρι ήταν το μεγαλύτερο
και το πολυτελέστερο που είχε φτιάξει ο άνθρωπος μέχρι τότε! Έφυγε από την
Αγγλία με προορισμό την Αμερική κάνοντας το πρώτο και στερνό του ταξίδι, γιατί βούλιαξε
στον ωκεανό όταν προσέκρουσε σ’ ένα μεγάλο παγόβουνο την άνοιξη του 1912,
γεγονός που κανένας τότε δεν πίστευε ότι μπορεί να γίνει, διότι όλοι έλεγαν ότι
το πλοίο ήταν αβύθιστο! Τότε εγώ ήμουνα εικοσιδυό χρονών παλικάρι και είχα
καταταγεί κληρωτός στον Ελληνικό Στρατό, ο οποίος μόλις είχε αρχίσει τους
Βαλκανικούς Πολέμους.
Το παιδί είχε ακούσει την ιστορία
πολλές φορές, ποτέ όμως δεν την χόρτασε ίσως επειδή ο παππούς του κάθε φορά πρόσθετε
και νέες παρατηρήσεις, εστιασμένες πάντα στη συμπεριφορά του καπετάνιου, το
θάρρος , την αυταπάρνηση, την αυτοθυσία του, αλλά και επειδή περίμενε ν’
ακούσει το λυγμικό τέλος του, το οποίο τον συνάρπαζε και τον συγκλόνιζε
ταυτόχρονα.
Τράβηξε με προσοχή το μαγειρικό
σκεύος από τα κάρβουνα και στη συνέχεια αφού πρώτα τα κρύωσε με φρέσκο νερό, ‘‘τσίμπησαν’’
αντάμα τα μαυράδια από τα μαλακωμένα κουκιά.
Κράτησε καμπόσα για να τα μαγειρέψουν …. ‘‘αλλιώς’’ την άλλη μέρα και βάζοντας
τα υπόλοιπα πίσω στη φωτιά, τ’ άφησε να
βράσουν, μόνο με νερό και ελάχιστο αλάτι.
Ο γέρος περιέγραφε με στόμφο το βαπόρι, την ευρύχωρη και αρματωμένη με
πολλά όργανα καμπίνα πλοήγησης, τα
πολυτελή διαμερίσματα, τον πλούτο των ξύλινων σκαλιστών επίπλων, την ποικιλία των
φαγητών και τη λάμψη των ασημένιων σερβίτσιων, τις τεράστιες μηχανές του, το
πλήθος των ανθρώπων που δούλευαν σ’ αυτό, την μεγάλη διαφορά μεταξύ των πλουσίων και των φτωχών επιβατών
που τους είχαν χώρια στα πάρα κάτω καταστρώματα μαντρωμένους με κάγκελα, την
ομορφιά των σαλονιών του, την άνεση των καμπινών και τους τεράστιους κρυστάλλινους πολυέλαιους.
Στεκόταν στο τέλος, μετά την
πρόσκρουση του πλοίου επάνω στο παγόβουνο, στην συμπεριφορά του καπετάνιου, ο
οποίος φρόντισε να επιβιβαστούν με τάξη οι επιβάτες στις σωσίβιες βάρκες, ώστε όλοι να
γλυτώσουν. Στερνά περιέγραφε την μορφή του και τον παίνευε διότι όπως έλεγε, έμεινε
μοναχός του στο κατάστρωμα του πλοίου, αρνούμενος να το εγκαταλείψει,
χαρακτηρίζοντάς τον, τον ‘’Μόνο ….Μόνο ‘’ και ότι αυτός, λίγο πριν το βαπόρι βυθιστεί,
έβαλε το πιστόλι κάτω από το πιγούνι του και αποχώρισε αυτοθέλητα, ακολουθώντας
το στα βάθη του Ωκεανού, αποφεύγοντας όμως να πει τη λέξη ‘’αυτοκτόνησε’’.
Έλεγε ότι η υπερηφάνεια, τον έκανε να
πάρει την ευθύνη της καταστροφής στην πλάτη του και να μην δεχτεί να
εγκαταλείψει το πλοίο, σώζοντας με αυτόν τον τρόπο την αξιοπρέπειά του, αλλά
όχι την ζωή του αν και θα μπορούσε!
Συμπέραινε κάθε φορά ότι ο σωστός
άνθρωπος, ο ηγέτης, ο συνειδητά υπεύθυνος, ποτέ δεν εγκαταλείπει τον αγώνα στη
ζωή, ούτε φορτώνει τις ευθύνες στους άλλους, παρά τις αναλαμβάνει ο ίδιος. Μάχεται
για τους δικούς του ανθρώπους. Δεν τον
απελπίζουν οι κακοτυχίες, τις οποίες αντίθετα υπομένει. Δεν ζητά ανταμοιβή,
παρά δε, αποζητά να κερδίσει την αγάπη και την εκτίμησή τους. Έλεγε ακόμα ότι η
ανθρώπινη ιστορία είναι γεμάτη από απλούς ανθρώπους που έμειναν στη αιώνια
μνήμη για την πρεπιά τους, επειδή την κατάλληλη στιγμή στάθηκαν στο ύψος των
περιστάσεων. Έγιναν δηλαδή ήρωες χωρίς να γνωρίζουν από τα πριν ότι θα
μπορούσαν να γίνουν τέτοιοι.
Αυτή τη φορά του περιέγραψε και το νόημα από ένα ποίημα, το οποίο αναφερόταν στο μεγάλο ΝΑΙ, που φτάνει μια στιγμή όπου οι περιστάσεις το
βάζουν μπροστά σε κάποιους ανθρώπους καλώντας τους, δίχως κανένας να τους
υποχρεώνει, να το ξεστομίσουν, χωρίς να τους ζητηθούν επίσης εξηγήσεις αν
αντίθετα στο ΟΧΙ καταλήξουν, γιατί κι αυτό αποδεκτό μπορεί να γίνει, ίσως και
παραπανήσια!
Πολύ αργότερα, όταν το αγόρι
μεγάλωσε και ο παππούς του είχε φύγει από τη ζωή, κατάλαβε ότι η ιστορία που
του περιέγραφε, πάλι και πάλι, ο γέροντας τότε για εκείνο το πλοίο, ήταν ωραιοποιημένη! διότι του απόκρυβε τους
εκατοντάδες πνιγμένους, την ευθύνη του
καπετάνιου και τα εγκληματικά λάθη της εταιρείας του πλοίου. Συνειδητοποίησε
ακόμα ότι ο γέρος χρησιμοποιούσε την ιστορία αυτή, σαν μέσο για να τον διδάξει
με τα συμπεράσματα που έβγαζε στο τέλος της, για την συμπεριφορά των ανθρώπων
κι έναν κόσμο όπως αυτός θα ήθελε να είναι, όπως θα έπρεπε να είναι! Του
δίδασκε δηλαδή τον σκοπό, την κατεύθυνση και την ιδανική στράτα.
Επίσης έκπληκτος διαπίστωσε ότι
το νόημα του ποιήματος που τότε του είχε
αναφέρει, δεν το είχε βγάλει από το μυαλό του, όπως νόμιζε τότε, αλλά ανήκει
στον Κ.Π. Καβάφη, τον κορυφαίο Έλληνα
λογοπλάστη και οραματιστή, ερμηνεύοντας έτσι ίσως την προέλευση της δικής του αγάπης για τον
συγκεκριμένο ποιητή, αλλά και τις δεκάδες φορές που συνάντησε αυτό το ΝΑΙ στα
διαβάσματά του.
Τα κουκιά ήταν έτοιμα! Το παιδί
τράβηξε τον τέντζερη από τη φωτιά και τ’
άφησε στην άκρη της παραστιάς για να μαρουβίσουν (Κρητική διάλεκτος- ηρεμίσουν).
Δυο πιάτα, δυό κουτάλια, ένα καρβέλι
κατάμαυρο διμηνιό ψωμί, δυό κρασοπότηρα, ένα νεροπότηρο γεμάτο μπρούσκο κρασί και μια κανάτα με φρέσκο
νερό, γέμισαν το τραπέζι, γέρου και εγγονού. Έριξαν τα κουκιά με το νερό τους
στα πιάτα, μπόλικο αγνό λάδι από πάνω, αρκετό πιπέρι, συμπλήρωσαν το αλάτι που
έλειπε, ο γέρος έσταξε δυό σταγόνες ξύδι, ενώ το παιδί έβαλε ελάχιστο ξινό αραιωμένο
γιατί λεμόνια δεν είχαν επειδή ήταν χειμώνας, έβαλαν στα ποτήρια τους κρασί,
νερωμένο στα δύο τρίτα για το παιδί και άρχισαν να τρώνε, συνεχίζοντας ο γέρος
τις διηγήσεις τις οποίες ο νεαρός αποτύπωνε στο μυαλό του ρουφώντας τες σαν
σφουγγάρι.
Όταν απόφαγαν, ο γέρος δεν παράλειψε
να φωνάξει την μάνα του παιδιού και κόρη του για να της δώσει συμβουλές για τον
τρόπο που την άλλη μέρα θα τους έφτιαχνε τα υπόλοιπα κουκιά ….στιφάτο! Με πελτέ ντομάτας (χρειαζόντουσαν και
φρέσκιες ντομάτες, αλλά επειδή ήταν Χειμώνας δεν είχαν), ξερό κρεμμύδι και
μπόλικο σκορδάκι. Εκείνη βέβαια ήξερε να
τα μαγειρέψει, αλλά ο γέρο γονιός ήθελε να της θυμίσει, να μην ξεχάσει να βάλει
μέσα λίγο …… κίμινο, γιατί το κίμινο, όπως υποστήριζε γελώντας ο γέρος, είναι η
….εξώγαμη σχέση του αιώνια παντρεμένου με το πιπέρι, αλατιού. Δεν ταιριάζει με
όλα τα φαγητά, αλλά με όποια ταιριάζει τ΄ απογειώνει! !
Το ημερολόγιο υπενθύμιζε ότι ήταν
Χειμώνας του 1965 !
Ξερά κουκιά σούπα
Υλικά:
· Μισό κιλό ξερά κουκιά
· Νερό
· Αλάτι, πιπέρι
· Λεμόνι ή ξινό, ή ξύδι (κατά το γούστο και το έχει του
καθενός)
· Ελαιόλαδο για το σερβίρισμα
Επί το έργον
1 Βάζουμε αποβραδίς τα κουκιά σε
μπόλικο νερό να φουσκώσουν. Την επομένη βγάζουμε εύκολα με ένα μαχαιράκι το
μαυράδι τους (τα …ξεματιάζουμε!). Τα ξεπλένουμε και τα βάζουμε σε κατσαρόλα με
μπόλικο νερό (κρύο) και αφού πάρουν μια βράση, τα σουρώνουμε.
2 Προσθέτουμε φρέσκο νερό να σκεπάζει
τα κουκιά μας. Τα βάζουμε σε δυνατή θερμοκρασία μέχρι να πάρουν βράση.
Μετά χαμηλώνουμε αρκετά την φωτιά, ώστε
να σιγοβράζουν αλλά να μη μας … ‘‘πιάσουν’’.
3 Στο τέλος, τ’ αλατοπιπερώνουμε
προσθέτοντας και το χυμό ενός λεμονιού ή
μισό κουταλάκι ξινό διαλυμένο σε ένα σφηνάκι νερό ή δυο κουταλιές ξύδι.
4 Αφήνουμε να ‘’σταθούν’’ και τα σερβίρουμε χλιαρά ή σε
θερμοκρασία δωματίου ή ακόμη και κρύα από το ψυγείο, με ωμό ελαιόλαδο καλής
ποιότητας.
5
Έχουμε φροντίσει στα μισά του βρασμού
να κρατήσουμε δυό κούπες μισοβρασμένα κουκιά για να τα φτιάξουμε ….στιφάτο την
επομένη!
Ξερά κουκιά στιφάτο
Υλικά:
• 2
κούπες μισοβρασμένα ξερά κουκιά από την προηγούμενη ημέρα.
• 3-4
κρεμμύδια χοντροκομμένα
• 2-3
σκελίδες σκόρδο
• 1
κούπα τριμμένη ντομάτα( ή δυο κουταλιές σούπας πελτέ)
• 1
κούπα ελαιόλαδο
• 2-3
φύλλα δάφνης
• Κύμινο
• Αλάτι,
πιπέρι
• 1-2 κουταλιές ξύδι ή λεμόνι!
Επί το έργον
1. Βάζουμε το λάδι με τα κρεμμύδια σε
μια κατσαρόλα να μαραθούν ελαφρά. Προσθέτουμε το σκόρδο, τη δάφνη, την ντομάτα
και τα μπαχαρικά και βράζουμε σε χαμηλή θερμοκρασία μέχρι να μαλακώσουν τα κρεμμύδια. Αν χρειαστεί προσθέτουμε νεράκι.
2. Προσθέτουμε τα κουκιά που κρατήσαμε
από την προηγούμενη μέρα, ανακατεύουμε να πάνε παντού μέσα στη σάλτσα και
αφήνουμε να βράσουν μέχρι να μαλακώσουν.
3. Καρτεράμε να ‘’σταθεί’’ το φαγητό και
σερβίρουμε.
4. Δεν αλατίζουμε τα κουκιά από την αρχή,
γιατί μετά δεν βράζουν, ούτε τα ανακατεύουμε συχνά γιατί πιάνουν. Χρησιμοποιούμε
ξύλινη και όχι μεταλλική κουτάλα.
Κουκιά Χλωρά!
Μόλις είχε γυρίσει βιαστικός
από το γήπεδο ποδοσφαίρου του χωριού. Τους βρήκε να μετράνε τα διαβατάρικα αυτοκίνητα
με ξένες πινακίδες που κατευθύνονταν προς τους Δελφούς, μαντεύοντας την Εθνικότητα καθενός, περνώντας
έτσι την ώρα τους, καθισμένοι στα
πέτρινα, κοκκινωπά σκαλοπάτια, του
παλιού αρχοντικού στην πλατεία Λάκκα, στο πλάι του κεντρικού δρόμου, ελέγχοντας
την ευθεία του δρόμου από την στροφή του Μαντά ανατολικά, μέχρι την στροφή στο
καφενείο του Τάσου δυτικά.
- Τα κουκιά έγιναν! μόλις τα δοκίμασα!
Πάμε απόψε να τα ….φάμε;
Ανήγγειλε ρωτώντας γεμάτος έξαψη ο
έφηβος τους άλλους δυό ομοίους του, ξεστομίζοντας
τις λέξεις …. μιάμιση- μιάμιση από την ένταση.
Οι δυό νεαροί αδερφοποιτοί του, σηκώθηκαν όρθιοι και
τον πλησίασαν με ενδιαφέρον και συνωμοτικό
ύφος, κάνοντάς του νόημα να μην φωνάζει.
Ήταν η δεύτερη χρονιά που οι
τρείς τους θα έτρωγαν- η σωστή λέξη ήταν έκλεβαν- τα κουκιά από το συγκεκριμένο
περιβόλι. Τ’ ανακάλυψαν τυχαία το καλοκαίρι που πέρασε, επειδή το μποστάνι ήταν
στην κάτω πάντα από το γήπεδο που έπαιζαν μπάλα.
Τέσσερες σειρές λαχταριστά
καταπράσινα κουκιά σε δυό βραγιές, τους έγνεφαν με την γυαλιστερή, χνουδωτή,
φρέσκια εμφάνισή τους να τα …..πάρουν!
Την πρώτη φορά τα έφαγαν αγνοώντας τις
παρενέργειες της κυάμωσης που αυτά δημιουργούν σε κάποιους ανθρώπους, λόγο της
έλλειψης ενός συγκεκριμένου ενζύμου.
Αυτός ο φόβος άλλωστε ήταν και ο αόρατος φύλακάς της καλλιέργειας από τις
ορέξεις των περαστικών. Τα παιδιά όμως, αφού
την πρώτη φορά δεν έπαθαν τίποτα, δεν χρειάστηκε να γνωρίζουν αν έχουν ή όχι
τέτοιο πρόβλημα, έτσι ….ρήμαζαν ‘’χωρίς αιδώ’’ τα δροσερά χλωροκούκια του
μποστανιού όλο το καλοκαίρι! ο ιδιοκτήτης τους αποκλείετε να έφαγε ακόμα και
μια …βρασ’ά! Ο γέρο Στάθης ο Τσούλκας όμως ούτε τους ενόχλησε ποτέ για την
ζημιά που προκάλεσαν στον κήπο του, ούτε
ακούστηκε στο Χωριό οτιδήποτε για τη δική τους αναβουλιά (ο ποντικός που
σκάβοντας, τρώει τις ρίζες, μεταφορικά ο ζημιάρης), ενώ οι ίδιοι πίστευαν ότι
δεν τους είχε εντοπίσει ποιοι ήταν !
Την τρέχουσα χρονιά
παρακολουθούσαν διακριτικά, από νωρίς την άνοιξη, τον μπάρμπα Στάθη, που τα φύτεψε, τα πότιζε κουβαλώντας νερό από
την πηγή της Χτυριαρούς, τα βοτάνιζε και τα σκάλιζε! Τον ….λυπόντουσαν, επειδή
νόμιζαν ότι ο περιβολάρης δεν κάτεχε ποιοι τρύγαγαν τον κόπο του!
Οι τρείς φίλοι, όλο το
καλοκαίρι, φύλαγαν ‘’αλέστα’’ και μόλις το κάθε ‘’χέρι’’ ωρίμαζε,
γλένταγαν τον ιδρώτα του Τσουλκοστάθ’, τρώγοντας τους καρπούς του
μπαχτσέ του, χωρίς κανένα …έλεος και χωρίς να φιλοτιμηθούν ν’ αφήσουν και
κάποιους λίγους για τον ίδιο! Το μόνο που έκαναν ήταν ν’ αλλάζουν την ώρα της
….επίθεσης. Εφορμούσα πάντα νύχτα, παίρνοντας πολλές προφυλάξεις για να μην τους δει
ανθρώπου μάτι ή να τους πιάσουν στα
πράσα, ώστε να υποστούν τις συνέπιες!
Η ίδια διαδικασία επαναλήφτηκε και
την επόμενη χρονιά, χωρίς κανένα κόστος γι’ αυτούς! Για τρίτη και στερνή χρονιά
γεύτηκαν τα χλωροκούκια και τον αγώνα του πατριώτη τους και ύστερα την επόμενη,
τέταρτη χρονιά στη σειρά οι τρείς έφηβοι,
δεν …..πρόλαβαν να συνεχίσουν την ….λαθροχειρία, διότι αποφοίτησαν από το εξατάξιο Γυμνάσιο Αράχοβας
και ….. ξενιτεύτηκα για σπουδές στην
Αθήνα, αφήνοντας ήσυχο το περβόλι στον ιδιοκτήτη του, δόλιο μπάρμπα Στάθη, ώστε
να ευχαριστηθεί κι αυτός κανένα απ’ τα χλωρά κουκιά του, με μπόλικο λάδι, είτε
λεμονάτα, είτε με ντομάτα!
Τα χρόνια πέρασαν και ένας από
τους τρείς… μακαντάσηδες (στενοί φίλοι) αδερφοποιτούς, βρήκε τον γέροντα σ’ ένα από τα καφενεία της Αράχοβας και τον
ρώτησε με απορία:
- Μπάρμπα Στάθη, γιατί κάθε χρόνο
φύτευες στο μποστάνι κουκιά, αφού ήξερες ότι θα σού τα φάμε; ή έστω, γιατί
δεν τα φύλαγες από εμάς τους …. ‘’τρουποφράχτες’’;
Η απάντησή του ήταν απολύτως διευκρινιστική
και αφοπλιστική:
- Ήξερα ότι εσείς τα τρυγάγατε! Μην σας
περνάει από το μυαλό ότι δεν σας γνώριζα! …. Εσείς όμως δεν ξέρατε ότι για σας τα έσπερνα και χαιρόμουνα που μου τα
τρώγατε! Άλλωστε ακόμα και τώρα, άμα νταγιαντάνε (αντέχουν, βαστάνε) οι
δυνάμεις μου, πάλι κουκιά σπέρνω κάποιες
χρονιές, με την ελπίδα να φανούν τα παιδιά και πάλι. Όμως, αυτά δεν τ’
ακουμπάνε πλέον, είναι χορτάτα και δεν
τα καταδέχονται. Κι έτσι, μου μένει η ελπίδα,
που κάθε χρόνο απεγνωσμένα την ανανεώνω
και κοντά, μοναχός μου,
στανάχωρα τα τρώω, ενώ αυτή με τρώει λίγο –λίγο σαν τον λιανοπυρετό, γιατί χωρίς τα παιδιά καμιά νοστιμιά δεν έχουν, ούτε η ελπίδα
στέκεται!
Το ημερολόγιο υπενθύμιζε ότι η τελευταία χρονιά της …… λαθροχειρίας των χλωρών κουκιών, στο περβόλι του μπάρμπα Στάθη Τσούλκα, από τους: Ηλία Πασά, Σπύρο Κριτσούδα και Στέργιο Βλάχο ή Σκαμπανέα, ήταν το καλοκαίρι του 1969! Οι δύο σύντροφοι σήμερα, Ιούνιος του 2024, είναι ζωντανοί ακόμα, ο πρώτος μας έφυγε νωρίς, ενώ τα κουκιά και φέτος κοντεύουν να γίνουν. Ο μπάρμπα Στάθης ο Τσούλκας δεν απέκτησε δικά του παιδιά, όμως αγάπαγε τα παιδιά του χωριού σαν δικά του. Μερικά από αυτά σήμερα τον θυμούνται ακόμα, αν και έχει φύγει από τη ζωή εδώ και πολλά χρόνια!
Κουκιά Χλωρά λαδερά
Υλικά:
· 1 κιλό κουκιά
φρέσκα
·
2 ξερά
ψιλοκομμένα κρεμμύδια
·
2 σκελίδες σκόρδο
·
1/2 κούπα
ψιλοκομμένος άνηθος
·
1/2 κούπα μικρή,
ελαιόλαδο
·
Αλάτι - πιπέρι
·
Νερό όσο
χρειαστεί
· Λεμόνι
Οδηγίες:
1.
Καθαρίζουμε γύρω
γύρω τα κουκιά , τα πλένουμε, τα ζεματάμε λίγο με νερό στην κατσαρόλα και τα
στραγγίζουμε.
2. Τα βάζουμε στην κατσαρόλα , ρίχνουμε από πάνω το
ψιλοκομμένο κρεμμύδι, το σκόρδο, τον άνηθο, λίγο νεράκι και τα αχνίζουμε για 5
λεπτά.
3. Συμπληρώνουμε αλάτι , πιπέρι , το λάδι και νερό αν
χρειαστεί και τα ψήνουμε μέχρι να μαλακώσουν.
4. Ρίχνουμε μπόλικο λεμόνι και τα συνοδεύουμε με
γιαούρτι.
Φρέσκα κουκιά με ντομάτα
Υλικά:
· 500 γρ. φρέσκα κουκιά, ολόκληρα (επιλέγουμε να είναι τρυφερά και λεπτά)
· 240 ml ελαιόλαδο
· 1 κρεμμύδι ξερό
· 2 σκελίδες σκόρδο ψιλοκομμένο
· 4-5 φρέσκα κρεμμυδάκια, ψιλοκομμένα
· 2-3 φρέσκα σκόρδα, ψιλοκομμένα (αν έχουμε)
· ½ φλ. φρέσκος μάραθος ή άνηθος, ψιλοκομμένος
· Μισή κουταλιά σούπας πελτέ ντομάτας
· 3 ντομάτες, κομμένες σε κυβάκια
· Μερικά φυλλαράκια δυόσμο, ψιλοκομμένα
· 1 κ.σ. αλεύρι (προαιρετικά)
· Αλάτι, μαύρο πιπέρι
Διαδικασία:
1.
Καθαρίζουμε τα
κουκιά στα πλάγια σαν τα φασολάκια.
2.
Σε μια κατσαρόλα
ρίχνουμε το λάδι και σοτάρουμε πρώτα το ξερό κρεμμύδι και στη συνέχεια ρίχνουμε
μέσα το σκόρδο χλωρό και ξερό και τα χλωρά κρεμμυδάκια.
3.
Προσθέτουμε τον
πελτέ και ύστερα τα κουκιά , τα ανακατεύουμε
και ρίχνουμε τα μυρωδικά.
4.
Βάζουμε την
ντομάτα και νερό ίσα να τα σκεπάσει.
5.
Αλατοπιπερώνουμε
και αφήνουμε να βράσουν σε χαμηλή φωτιά μέχρι να μαλακώσουν (περίπου 1 ώρα).
6.
Προς το τέλος,
διαλύουμε σε μισό φλιτζάνι νερό το αλεύρι και το προσθέτουμε στο φαγητό
(προαιρετικά).
7.
Πιάνουμε από τα
χερούλια την κατσαρόλα, αναταράσσουμε και σερβίρουμε!
Ένα
ροζέ βαρελίσιο κρασί είναι ο καλύτερος
σύντροφος σε αυτό το φαγητό σε όλες του τις εκδοχές!
Η
φέτα, οι ελιές, τα ραπανάκια και τα ξιδάτα μαρουλόφυλλα, ταιριάζουν ως συνοδεία
του. Απαραίτητο είναι και το φρέσκο ψωμί!
