Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016

ΣΤΟΝ ΑΡΓΑΛΕΙΟ


-Κράκα!... κράκ!... τα χτένια τ’ αργαλειού, κράκα!... κράκ!... κράκα!... κρίκ!... κ’ η καρελλόψυχες, κράκ!... κρίκ!...

Και τα ποδαρικά το ίδιο. Και πετάει η σαΐτα. Και σειέτ’ ο αργαλειός. Και γιομίζει τ’ αντί. Και διπλιάζει το πανί. Και χαίρετ’ η κόρη. Η Ανθούλα, η ξακουσμένη Ανθούλα, η προκομμένη Ανθούλα, η Ανθούλα η ζηλευτή, η πιο προκομμένη ανυφάντρα του χωριού.

Και τι δεν υφαίνει; Και τι;

Κι αλαντζωτά. Και δίμιτα. Και ρασοπάτια. Για μαξιλάρια. Για σακκιά. Για στρώματα. Τα προικιά της έτοιμα. Υφαμένα με τα χεράκια της. Με τα χεράκια της όλα, με τα χεράκια της τα κοντυλένια, τα ζωγραφιστά.

Για τούτο είναι το καμάρι του χωριού. Όλες την ζηλοφθονάνε, όλες. Όλες οι κοπέλες του χωριού. Και είναι να μην ζηλοφθονάνε; Όλα τα παλληκάρια του χωριού για την Ανθούλα. Όλα έχουν την κουβέντα της. Όλα γι’ αυτή λένε, σ’ αυτή προσέχουνε. Και οι γέροι ακόμα. Την Ανθούλα στο στόμα τους. Όποιος την πάρει, σου λένε οι γέροι, θ’ ανοίξει το σπίτι του. Θα μεγαλώσει. Θα πλουτίσει.


Και τα ξέρει η Ανθούλα. Και χαμογελάει. Και χαίρεται. Και πιο πολύ δουλεύει. Και διάζει. Και μασουρίζει. Και τυλίγει. Και υφαίνει. Και ξυφαίνει. Και στοιβάζει προικιά. Απάνου-καταπάνου. Σωρούς. Ως τη σκεπή, ως τις καλαμωτές. Και γυρίζει η ανέμη, και πηδάει η σαΐτα, και τρέμει ο αργαλειός. Χορεύει κάτω απ’ τα χέρια της Ανθούλας. Και τα πόδια της. Χορεύει κ’ αυτός. Χαίρεται. Χαίρεται ο αργαλειός Χαίρεται ο καλύτερος της Ανθούλας σύντροφος. Ο μπιστευμένος της φίλος. Χαίρεται ο παιδικός της αδεργός.

Είναι μονάκριβη η Ανθούλα. Μοναχοκόρη. Μοναχοκληρονόμισσα. Πάντα στο σπίτι από μικρή. Μόλις ένοιωσε τον κόσμο αγκάλιασε τον αργαλειό. Παιδάκι ακόμα ύφαινε η Ανθούλα. Δέκα χρονών ακόμα πρωτομπήκε στον αργαλειό. Στον αργαλειό της. Τον γέρο-αργαλειό της όπως τον έλεγε. Προικιό της μάνας της. Έξι χρονών ημέρες τώρα, από τότε. Έξι σωστά χρόνια από τότε που πρωτοϋφαν’η Ανθούλα. Έξι σωστά.

Και δεν θυμήθ’ η μάννα της ημέρα που να πέρασε δίχως να υφάνει η Ανθούλα της. Ούτε μια μέρα. Μόνο τις Κυριακάδες. Και τις άλλαι γιορτές. Τις βαριές. Καλά λένε οι γέροι. Όποιος την πάρει θ’ ανοίξει το σπίτι του. Θα μεγαλώσει. Θα πλουτίσει. Ευτυχία ζωντανή η Ανθούλα. Ολοζώντανη. Χειροπιαστή. Μα είναι να μην τρελαίνονται τα παλληκάρια;… Είναι να μη ζηλοφθονούν οι κοπέλλες;… Τι προκοπ’ ήταν τούτη; Τι σβερτοσύνη, γυιέ μου;…

Κράκα!... κράκ!... ο αργαλειός. Κράκα!... κράκ!... Ο καλός σύντροφος της Ανθούλας. Ο γκαρδιακός της.

- Κράκα!... κράκ!... Πόσα δεν ξέρει ο αργαλειός της Ανθούλας!... Ο καλός σύντροφος. Πόσα; Δε δάκρυσε στο δάκρυο της Ανθούλας; Δε χάρηκε στην παιδική χαρά της; Δε χόρεψε στο πρώτο τραγουδάκι της; Δε δέχθηκε καθημερινά τα χάδια της; Τα παιδικά της χάδια;  Τα πρώτα παιχνιδάκια της;

Τώρα θα παντρευτεί  η Ανθούλα. Θα νοικοκυρευτεί. Τάχα θα τον χαϊδεύει και τότε; Τάχα θα παίξει μαζί του πλειά; Θα τον καταδέχεται, τάχα, τον γέρο-αργαλειό της; Ποιος ξέρει! Και συλλογάται λυπητερά ο αργαλειός. Και χαίρεται για την παντρειά της Ανθούλας.

Και λυπάται, θλίβεται για τον εαυτό του… Το ξέρει αυτός!.. Το μαντεύει!.. Έτσι τον άφησε και η μάννα της Ανθούλας. Έτσι του τάκαμε. Όσο ήτανε μικρή τον αγάπαγε. Παντρεύτηκε; Πάει-πάει… Τον καταφρόνησε τον απαράτησε. Ούτε τον εθυμήθηκε πλειά. Ούτε γύριζε να τον κοιτάξει. Κι έμενε στην αγκωνή, σε μια άκρη. Κατασκονισμένος. Περιφρονεμένος. Δύστυχος. Το ξέρει αυτός. Το μαντεύει!...

Το ίδιο θα πάθει. Το ίδιο και τώρα. Θα τον παρατήσει η Ανθούλα του. Θα τον αλησμονήσει. Ποιος ξέρει;.. Και τώρα πλειά αν τον αφήσει η Ανθούλα πάει-πάει!.. Πάει!..-Πάει!.. Δε θα μπορέσει να βαστάξει  τον καημό. Γέρασε  πλειά τώρα. Αδυνάτισε. Θα τον πετάξουν σε μια αγκωνή, κι εκεί θα μείνει για πάντα. Για πάντα ο κακόμοιρος! Θα τον φάν’ τα σκουλίκια. Ο σκόρος. Ο δύστυχος!
Έτσι χαίρεται για της Ανθούλας την παντρειά, μα λυπάται κιόλα. Η παντρειά της – ο τάφος του. Το ξέρει αυτός!... Το μαντεύει!... Το ξανάπαθε. Γι’ αυτό. Τώρα είναι η τελευταία του… Αϊ! Τι να κάμεις;… Και συλλογάται και δακρύζει κρυφά-κρυφά. Και ξανασυλλογάται και τον παίρνουν τα κλάματα τον γέρο. Δεν μπορεί να βαστάξει. Η παντρειά της κι ο θάνατός του. Χαίρεται και κλαίει. Κλαίει ο γέρος;… Γιατί;… Ποιος ξέρει!...

Χαίρεται για της Ανθούλας την παντρειά;… Και κλαίει… Ποιος ξέρει!...

Και η χαρά δεν κλαίει καμιά φορά; Αϊ! Δεν κλαίει;…

-Κράκα!... κράκ!... Ο αργαλειός κράκα!... κράκ!... Ο γέρος λυπητερά, κράκ!... κρίκ!... Τον ένοιωσε η Ανθούλα και θα τον παρηγορήσει. Τι καλή!.. Τι καλή!... Θα τον παρηγορήσει,

Μια λυγερή μασούριζε μετάξι και χρυσάφι.
Στ’ άγρια βουνά μασούριζε στους κάμπους το τυλίγει
Και μέσ’ την Παναγιά μπροστά σταίνει τον αργαλειό της
Παίρνει βορειάς τον αργαλειό, κι αγέρας το μετάξι…
Ψιτ !...

ΠΗΓΗ: ΝΕΑ ΕΦΗΜΕΡΙΣ, ΙΟΥΛΙΟΣ 1893