Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2019

Μυθοπλασίες!



7/12.    "Έρως, έρις, θάνατος;"

Του Στέργιου Μπακολουκά
           
 Δυο πράγματα είχε χορτάσει στη ζωή του ο Παναγιώτης  ο Μπέκος, τη δουλειά και τη γκρίνια. Δούλευε παλικαρίσια, διπλά  και τρίδιπλα ολημερίς στα κτήματα και, ύστερα, το βράδυ που γύρναγε αποκαμωμένος πίσω στο σπίτι, μπούχτιζε από τη γκρίνια των τριών γυναικών του σπιτιού. Της γυναίκας του, που την παντρεύτηκε, γιατί ήταν ο παιδικός του έρωτας και γιατί το δικράνι του πατέρα της  …είχε το  …μεράδι του σ’ αυτό το γεγονός.  της πεθεράς του, που από τότε που έμεινε χήρα,  εγκαταστάθηκε στο σπίτι του αναλαμβάνοντας τα …πρωτεία. και της κουνιάδας του που πρόσφατα  κι αυτηνής ο άντρας πέθανε στα καλά καθούμενα, αφήνοντάς την όχι στους πέντε δρόμους, αλλά …σιτεμένη πενηντάρα πλέον,  χήρα, χωρίς παιδιά, παντέρημη μεν και μόνη, αλλά με γεμάτο το κεμέρι της από παράδες και με πολύ χρόνο στη διάθεσή της, γιατί τα χωράφια της τα παραχώρησε σ’ αυτόν να τα καλλιεργεί, με διάφορο βέβαια, ενώ η ίδια το χρόνο της τον ξόδευε σπέρνοντας με τη γλώσσα της μάγγανα, διαβόλους και τριβόλους, στο δικό του σπίτι,  όταν  κι αυτή με τη σειρά της του κουβαλήθηκε σ’ αυτό.

***
Οι τρείς αυτές γυναίκες, εκτός από το αίμα τους που ήταν ένα,  έκαναν  και τα …πάχητά τους φράχτη αδιαπέραστο κι έτσι, με ενωμένες  δυνάμεις … «φτάρωναν»(όμοια  με μαύρο μπαρούτ’, που σηκώνει λαμπρό και καπνό, όταν με αυτό παλιά φόβιζαν τα  …κλωτσνιάρ’κα  μπλάρια, για να κόψουν τα χούγια τους), τον Παναγιώτη παίρνοντάς του τον αέρα, περνώντας έτσι το «δικό τους» στην καθημερινότητα ως αδιαμφισβήτητο γεγονός.            
       
     Συγκροτημένες σε  αμιγές και στέρεο μέτωπο, τούτες δώ, και με πρόσχημα τα πέντε παιδιά του  ζευγαριού που ήθελαν περιποίηση, τάχατες, γιατί η γυναίκα του μόνη της  δήθεν δεν τα έβγαζε πέρα, έβαζαν  καθημερινά τα δυο πόδια τού δύστυχου φαμελίτη σ’ ένα παπούτσι, και μάλιστα στενό, αναγκάζοντάς τον να περπατάει …τον κατήφορο, κάνοντάς του τη ζωή κατάμαυρη και πολύ αρμυρή έως  λύσσα και κάποιες φορές  …αρμόλυσσα.

      Η καθημερινή γκρίνια άρχιζε αργά το απόγευμα, όταν  ο νοικοκύρης  αποσταμένος γύριζε από τα κτήματα και ετοιμαζόταν να βγει στην αγορά, να πιεί τον καφέ του ή κανένα τσίπουρο και  για ν’ ανταλλάξει καμιά κουβέντα με τους συγχωριανούς του. Πάντοτε αυτές οι τρείς, κάτι είχαν να του παραγγείλουν να ψωνίσει από τα μαγαζιά, λες και όλη μέρα οι ίδιες δεν μπορούσαν να πάνε να τ’ αγοράσουν γιατί  βλέπετε ….‘‘τρούπαγαν το πανί’’  ή  “ύφαιναν τα …προικιά!’’  τόοοσες πολλές δουλειές είχαν!

      Ήξεραν  ότι μέχρι να πλυθεί, να ξυριστεί, ν’ αλλάξει ρούχα και μέχρι να περάσει λίγο από το καφενείο, η ώρα θα πέρναγε, δεν θα προλάβαινε  τα εμπορικά ανοιχτά και άρα δεν θα τους έφερνε τα ψώνια που του είχαν παραγγείλει. Έτσι θα έβρισκαν την ευκαιρία να του ρίξουν ένα …μπερντάχι γκρίνιας μαζί με το βραδινό φαγητό. Επειδή η συνεχής ΕΡΙΔΑ τις έθρεφε, έχοντας ως αντικείμενο εφαρμογής της, αλλά και κύρια ασχολία τους τον Παναγιώτη και τον ….παιδεμό του, άρχιζαν απ’ αυτή την ώρα,  πριν βγει στην αγορά,  να τον ζ’νταβλάνε (αναμοχλεύουν),   δίνοντάς του έτσι ένα ….προσμπούκι  σαν προκαταβολή  του κυρίως …γεύματος του καβγά  που θα επακολουθούσε κατά την επιστροφή του. Αυτός ο καθημερινός γυρισμός από την αγορά στο σπίτι με τα επακόλουθά του,  είχε καταντήσει, τα τελευταία χρόνια,  βάσανο για τούτον δω τον αγωνιστή, που δεν θα το εκχωρούσε, ούτε στο χειρότερο εχθρό του.

   Εκείνο το Σαββατόβραδο όμως, έβαλε τα δυνατά του και τα κατάφερε. Στο καφενείο στάθηκε όρθιος και έτσι ήπιε τον καφέ του, κουβεντιάζοντας για λίγο, έχοντας όμως το μάτι του στο ξύλινο ρολόι, κούκο, που ήταν στερεωμένο στον τοίχο του μαγαζιού, προσέχοντας να μην τον πάρει πίσω ο χρόνος. Ύστερα, αφού ψώνισε …μια μπροστινή «τραχ’λιά» από ζυγούρι,  για να το κάμουν οι γυναίκες κοκκινιστό με μακαρόνια μέσα, που θα ήταν  το  κεντρικό φαγητό του κυριακάτικου τραπεζιού, εκτέλεσε κατά γράμμα τις παραγγελίες των γυναικών, πήρε  φρεσκοκομμένο καφέ απ’ το «καφεκοπτείο Τσότρα» και,  χωρίς να αστοχήσει ν’ αγοράσει λίγες καραμέλες για τα παιδαρέλια, κίνησε στην ώρα του για το σπίτι. Ήταν σίγουρος ότι, τουλάχιστον γι’ αυτό το βράδυ, τα βάσανά του θ’ αναβάλλονταν, δίνοντάς του τη δυνατότητα να περάσει  μια νυχτιά, χωρίς μάγγανα και γκρίνια βρε αδερφέ και ναι ορέ! ακόμα και σε μια τρυφερή αγκαλιά, όπως παλιά - δεν θα έλεγε όχι.  

Γελάστηκε!

Επιστρέφοντας, τον περίμεναν και οι τρείς, ακροβολισμένες διαδοχικά στην είσοδο, στην κουζίνα και το καθιστικό του σπιτιού. Η γκρίνια αυτή τη φορά  άρχισε με αφορμή άσχετους με τα ψώνια λόγους και συνεχίστηκε με αμείωτους ρυθμούς, έχοντας ως αίτια γεγονότα ασήμαντα που χάνονταν πίσω στο βάθος του χρόνου. Αμ δεν ήξερε πως «ο διάολος γίδια δεν είχε και τυρί πούλαγε;» Κατάληξαν να τον χαρακτηρίζουν ακαμάτη και τεμπέλη, αδιάφορο και ασυνεπή, ατομιστή και καλοπερασάκια, καθώς και ένα σωρό άλλες κουβέντες γι’ αυτόν και το σόι του!   

 Εκείνη τη νυχτιά, ο ύπνος του Παναγιώτη ήταν γεμάτος εφιάλτες. Είδε στ’ όνειρό του τη συχωρεμένη τη θειά του, την Ασήμω του Τσιχλή, πρωτοξαδέρφη της μάνας του, που ο άντρας της, θεός σχωρέστον κι αυτόν, ήταν ανάποδος και ζαβός και την έδερνε με το παραμικρό, παίρνοντας ως αφορμή το φαγητό, που ποτέ δεν ήταν της αρεσκείας του, έστω και αν η φουκαριάρα η Ασήμω ήταν καλή μαγείρισσα. Βέβαια το φαγητό ήταν το πρόσχημα που χρησιμοποιούσε ο ερίφης για να τη δέρνει. Αυτό αποδείχτηκε, όταν μια μέρα μαζεύτηκαν οι γυναίκες της γειτονιάς που, για να τη γλιτώσουν από το καθημερινό ξυλοδαρμό, μαγείρεψαν όλα τα φαγητά που τότε τα σπίτια του χωριού παρασκεύαζαν: πίτες, όσπρια όλων των ειδών, χώρια το καθένα, αλλά και μαμαλίγγα, κρέας κοκκινιστό με μακαρόνια ή με ρύζι, ντολμάδες, πατάτες γιαχνί, κολοκυθοκορφάδες με φρέσκια ντομάτα, κεφτέδες τηγανητούς με πατάτες, σουτζουκάκια, πλατάρια με ρύζι, μπομπόλια χωματίσ’α με χόρτα, τραχανά και …τραχανόφ’λλο, φασολάκια φρέσκα απ’ τα περβόλια! και τι δεν έφτιαξαν οι προκομμένες της γειτονιάς.

    Μόλις ο άντρας της ήρθε από τη δουλειά και του έβαλε φακές να φάει, αυτός προσποιήθηκε ότι δεν του αρέσουν και ετοιμάστηκε να την ξυλοφορτώσει. Όταν, όμως,  τον ρώτησε, ποιο θα ήταν το φαγητό της επιλογής  του, και στη συνέχεια τού το παρουσίασε μπροστά του, τούτος δω άλλαξε δυο τρείς φορές τις προτιμήσεις του, προσκρούοντας, όμως, σε τοίχο κάθε φορά, γιατί με τη βοήθεια της γειτονιάς, η ταλαίπωρη Ασήμω είχε όλα τα πιθανά φαγητά,   που αυτός θα μπορούσε να της  ζητήσει. Προς το παρόν γλιτώνοντας το ξύλο η ανυποψίαστη νοικοκυρά  και θέλοντας να δώσει  ….συνέχεια στην εύθραυστη ευωχίας της, έστρωσε να κοιμηθούν κάτω από τον απέραντο έναστρο θόλο τ’ ουρανού στο χαγιάτι του σπιτιού, προσδοκώντας πιθανώς και σε άλλα ωφέλη, ως απότοκα της απρόσμενης  νηνεμίας.

    Η ελευθερία, όμως, της σκέψης, της έκφρασης και των επιθυμιών έχουν το τίμημά τους. Εκστασιασμένη από την καλοκαιρινή φωταψία των αστεριών η Ασήμω, θέλησε να κάνει κοινωνό και τον άντρα της στον αστερισμό του Ζυγού, δείχνοντάς του, όπως αυτός κρεμόταν αχνοφέγγοντας, στο στερέωμα εκείνη την εποχή.

- Για κοίτα Μήτσο μου, πόσο όμορφη είναι η νύχτα και πόσο μαστορικά είναι ζυγιασμένος αυτός ο αστερισμός από πάνω μας!

-Ζυγός λέγετε, του είπε.

Ο Μήτσος ο μοβόρος! πιάστηκε απ’ αυτές τις λέξεις και τις έκανε  αφορμή. Αφού σηκώθηκε, της έδωσε το ξύλο που  ….δικαιούταν νωρίτερα, λέγοντάς της!

-Και τι καταλαβαίνεις μωρή; Μ’ έφερες να κοιμηθώ κάτω από την παλάντζα (Ζυγό) να πέσει το βαρίδι (από το καντάρι - Ζυγό) και να μου σπάσει το κεφάλι; Πάρε κι αυτή, πάρε και την άλλη!!!

«Αμ’ ο Λύκος πρόβατο δεν γίνεται, όσα κουδούνια και να του κρεμάσεις!», αυτό το ’μαθε καλά η θειά του η Ασήμω εκείνο το βράδυ.
***
Ο Παναγιώτης σηκώθηκε ιδρωμένος και κακονυχτισμένος πολύ νωρίς το πρωί της Κυριακής και, αφού άλλαξε φανέλα, πέρασε  την αορτή του δίκαννου στον ώμο, πήρε «τα πλάγια», περ’σσότερο  για να ξεσκάσει και να αλλάξει τις μαύρες σκέψεις του, παρά για να κυνηγήσει. Περιπλανήθηκε στα ρότζια αρκετές ώρες, χωρίς  προορισμό και χωρίς σκοπό. Ο νους του τριγύριζε στο σπίτι του, στα βάσανά του,  στα παιδιά του και τη γυναίκα του την Παρασκευή, που την αγάπησε από όταν ήταν ακόμα παιδί, και την καλή ζωή που έζησε πριν του κουβαληθούν οι …άλλες στο σπίτι του.       

Χαμογέλασε, χωρίς να το καταλάβει,  όταν θυμήθηκε που στο γάμο του χόρευε μπροστά πατώντας στα …νύχια. Φορώντας μαύρο, τρίκουμπο κουστούμι, βαθυκόκκινη γραβάτα και γαρύφαλλο στο πέτο. Κρεμόταν από  το μαντίλι που κράταγε ο κουμπάρος του, ακολουθώντας το χαβά της πίπιζας, όπως αυτή ακουγόταν  με το στριγκό της ήχο στ’ αυτί του. Κάνοντας τσαλίμια και τρίσχαρος για την ευτυχία που του έλαχε και από την ευδαιμονία,  στην οποία νόμιζε ότι είχε βάλει πόδι, χοροπήδαγε χαρούμενος και πληρωμένος.
***
 Άδολα από μικρός είχε ΕΡΩΤΕΥΤΕΙ  τη γειτονοπούλα του, την Παρασκευή, όταν, παίζοντας αμάδες και κρυφτό, ανακάλυψαν ότι τα χνώτα τους ταίριαζαν. Αργότερα, στην εφηβεία, φρόντιζε να τη συναντά συχνά - πυκνά στις ρούγες, στα ρέματα και τις απόσκιες φυλλωσιές των  σχινόκρανων  του βουνού, απ’ το φόβο του μην τον δει ανθρώπου μάτι και το μάθει ο κόσμος του μαχαλά και ύστερα, ακόμα χειρότερα, ο πεθερός του, που τον φοβόταν, έτσι που παραφύλαγε σα Λύκος  πίσω από τα τσιγκελωτά μουστάκια και τα δασιά φρύδια του. Λάβαινε τα μέτρα του και φυλαγόταν, φροντίζοντας η νύχτα να πεπλώνει με σιωπή, τις  ….ανομίες του.  Ο κόσμος το ’χε τούμπανο κι αυτός …κρυφό καμάρι!  Όλοι γνώριζαν το μυστικό του και μονάχα αυτός καμωνόταν τον ανήξερο. 

Ο πεθερός του ήταν μικροτσέλιγκας του χωριού και  καλός νοικοκύρης. Αλλά ήταν αυστηρός, παλαιών αρχών και οι απόψεις του περί ηθικής δεν σήκωναν αμφισβήτηση. Στο βιός του, εξόν του πέτρινου δίπατου σπιτιού στο χωριό και των λιόδεντρων στον ελαιώνα, όπως   και των  δυό αμπελιών που του έδιναν το κρασί και το τσίπουρο της χρονιάς, είχε και καμιά εκατοστή πρόβατα, πέντε- έξη γίδες, ένα γάιδαρο, μια αψιά γυναίκα που έκανε τη διαφορά, καθώς και δυο κορίτσια το ένα παντρεμένο και την Παρασκευή στα ντουζένια της έτοιμη για παντρειά. Τα μάτια τα ’χε ανοιχτά και δεν σήκωνε παραπανίσιες κουβέντες γιατί, όπως έλεγε, την τιμή του την είχε   …κορόνα στο κεφάλι του.

Τούτος δω, όμως, ο νιός,  δεν καταλάβαινε από τέτοια, γι’ αυτό ξεθαρρεμένος και αφήνοντας της νύχτας τα διανέματα και τους φόβους της ρούγας, άρχισε να μπαίνει στο σπίτι της Παρασκευής κρυφά, ακόμα κι όταν οι δικοί της κοιμούνταν  στο απάνω πάτωμα. Τον παραφύλαξαν, όμως, και τον έπιασαν στα πράσα, ο πεθερός του και τ’ αδέρφια του, την ώρα που αυτός ήταν παραδομένος στις απολαύσεις της αγκαλιάς του γιού …..της Πενίας και του Πόρου. Του έβαλαν το δικράνι στο λαιμό και τον υποχρέωσαν να ορίσει, θέλοντας και μη, ημερομηνία γάμου. Αυτός, επειδή την Παρασκευή την αγαπούσε και την ήθελε για γυναίκα του, αλλά και λόγο που το δικράνι στεκόταν απίκο, εκεί πάρα δίπλα, είπε το ναι.
***
Νάτος τώρα, έρχεται γύρω - γύρω, σφυρίζοντας, χορεύοντας και βαρώντας το πόδι, απάνω στα μερακλώματα του γλεντιού. Είχε προηγηθεί ο γάμος και το τραπέζι με τα σφαχτά απ’ το κοπάδι του πεθερού του  και τώρα που απόφαγαν και ήρθε η ώρα του τραγουδιού της τάβλας και  του χορού  στο γαμήλιο τραπέζι, αυτός ακολουθούσε τα έθιμα κατά γράμμα, λυγίζοντας τα γόνατα, βαρώντας με την παλάμη το κούτελο και πηδώντας ψηλά, κοπανώντας  με τέχνη την άκρη από το παπούτσι του, στο χαβά των μουσικάντηδων.
 Ο πεθερός του καμάρωνε  κι αυτός από μιαν άκρη. Καθόταν με το ένα πόδι πάνω στο άλλο, κρατώντας στο ένα χέρι την κομπολόγα του και στο άλλο μια κούπα με κρασί που φρόντιζε να είναι πάντα γεμάτη. Παρακολουθούσε τους γλεντοκόπους γύρω του και το γαμπρό που χόρευε κυκλικά. Αργιά(αραιά) και που έστριβε το μουστάκι του και ευχαριστημένος, ίσως και λίγο ειρωνικός, του απευθύνθηκε:  

Άιντε ορέ παλιό Μπέκο, έ παλιο Μπέκο! σ΄ άρεσ’  το μ’νί  τ’ς Παρασκευής ε! σ’ άρεσ’; έλα τώρα γυρ’βολιά!!!  και συνέχισε συλλογισμένος πιο χαμηλόφωνα: 
 Να ιδώ, με τ’ς άλλες όμως τι θα κάμ’ς, να ιδώ πότε θα σε βάλ’νε κι ’σένα στο σταλό!!!
***
Ο Παναγιώτης όλ’ αυτά τ’ άκουσε και δεν έδωσε  σημασία, τότε. Όμως, το νόημα από τη δεύτερη φράση, τώρα δα μόλις το κατάλαβε. Αντιλήφτηκε  τι ήθελε να  πει ο πεθερός του, τώρα που οι τρεις γυναίκες τον είχαν φτάσει στα όριά του. Κατάλαβε ότι όσο ο πεθερός του ήταν ζωντανός, έπαιζε το ρόλο του φράχτη ανάμεσα στον Παναγιώτη και τη γυναίκα του από τη μια  και τις  …άλλες δυό από την άλλη.

  Τα βήματά του, τώρα,  τον έφεραν πίσω στο χωριό. Σαν σε όνειρο τ’ αγνάντεψε να διαγράφετε μπροστά του. Στο διάβα του αντίκρισε μια ασπρόμαυρη καρακάξα να κάθεται στο κλωνάρι μιας μυγδαλιάς. Κατέβασε το όπλο από την πλάτη του και φέρνοντάς το μπροστά τη σημάδεψε, επιδιώκοντας, ματώνοντάς το, να ξεθυμάνει τη στενοχώρια και την οργή του. Η καρακάξα χτύπησε τα φτερά της και αντί να φύγει μακριά  στάθηκε δίπλα του.
 Άφησέ με  να σου πω μια ιστορία και, αν δεν σου αρέσει, τότε μπορείς να με τουφεκίσεις, του είπε.

Ο Παναγιώτης δέχτηκε ξενόκαρδα (με πολλή πίεση), γεμάτος περιέργεια, όμως, γι’ αυτά που είχε να του πει το πουλί. Εκείνη άρχισε με ζήλο να του λέει μια ανιαρή και άνευρη ιστορία, χωρίς να τον εντυπωσιάζει. Σήκωσε ξανά το όπλο και της έκοψε τη συνέχεια της διήγησης, λέγοντας:

Δεν γλιτώνεις! Τέτοιες ιστορίες σαν κι αυτή που μου τσαμπούνισες, ακούω κάθε μέρα από τη γυναίκα μου.

Άσε με, τότε, να σου πω άλλη μια, τον ικέτεψε η καρακάξα, κι αν αυτή δεν σου αρέσει, πυροβόλησέ με.
Εντάξει! συμφώνησε βαριεστημένα ο κυνηγός.

Και πάλι εκείνη άρχισε  για δεύτερη φορά να του διηγείται μια ακόμα ιστορία. Δεν πρόλαβε να τελειώσει και αγανακτισμένος ο Παναγιώτης την αντίσκοψε  θυμωμένος:

Τέτοιες κουτές αφηγήσεις, όπως αυτή  που  τώρα δα μου λες, η πεθερά μου εκατοντάδες μου έχει αραδιάσει τα τελευταία χρόνια και τις έχω σιχαθεί, αλλά έχω ακόμα ένα λόγο να σε σκοτώσω, επειδή μου τη θύμισες.

Άμα είναι έτσι, δώσε μου μια τρίτη ευκαιρία, επειδή κι εγώ παλεύω για τη ζωή μου, να προσπαθήσω με μια ακόμα μικρή, αυτή τη φορά,  ιστορία να σε πείσω να μ’ αφήσεις να ζήσω. Σου υπόσχομαι ότι αυτή θα είναι η τελευταία. Μετά μπορείς να κάνεις ότι θέλεις.

Είπε η καρακάξα και αναδιπλώθηκε.

Ξεκίνα!  Της είπε ξερά ο Παναγιώτης, ετοιμάζοντας το δίκαννο.

Η τρίτη ιστορία της ήταν και αυτή εκνευριστικά βαρετή,  χωρίς κανένα ενδιαφέρον και παρόμοια με τις προηγούμενες.

Δεν έχεις καμία τύχη, έσκουξε εκείνος, βάζοντας σβέλτα το κοντάκι στον ώμο του και το δάχτυλο στη σκανδάλη.

Έχω την κουνιάδα μου στο σπίτι, η οποία βρίσκεται στο στοιχείο της, όταν με φλομώνει  με τέτοιες ιστορίες, είπε θυμωμένος.

Είδε την καρακάξα  να τον κοιτάζει με έκπληξη, αλλά δίχως φόβο. Για κάποιο λόγο είχε αναθαρρήσει και ο οίκτος διαγραφόταν στο βλέμμα της. Του είπε με περιφρονητικό ύφος:

Καλά βρε άνθρωπε του Θεού, έχεις στο σπίτι σου τρείς καρακάξες και ήρθες να σκοτώσεις εμένα; Ντροπή! Αυτό, ούτε θεοί, ούτε άνθρωποι το δικαιώνουν.
Ο Παναγιώτης ο Μπέκος  συνήλθε. Ήξερε πλέον ποιο ήταν το σωστό. Είδε μπροστά του πεντακάθαρα τι έπρεπε να κάνει. Αφού βεβαιώθηκε ότι είχε δυό φυσίγγια στη θαλάμη του όπλου, το έκοψε στον ώμο και τράβηξε για το χωριό, ίσα για το σπίτι του. Θα τις ΣΚΟΤΩΝΕ  και τις δυο, πεθερά και κουνιάδα και θα ησύχαζε.  Έτσι νόμιζε!

 Ο Μπάρμπα Θόδωρος ο Χ…., γείτονας του Παναγιώτη, ηλικιωμένος και συνετός άνθρωπος, είχε βγει ν’ αγναντέψει στο μικρό πλατειάκι, κάτω από το μεγάλο πλατάνι, μπροστά από το σπίτι του. Είδε από μακριά τον Παναγιώτη να έρχεται τριποδίζοντας ζωσμένος το δίκαννο και ξαφνιάστηκε. Κοντά, χοντρά ήξερε τι τραβάει ο γείτονάς του, αλλά ποτέ μέχρι τότε δεν τον είχε ρωτήσει. Όμως, τώρα,  που τον είδε σ’ αυτή την κατάσταση, μπήκε μπροστά του και του έκοψε το δρόμο

Για πού το’ βαλες γείτονα, έτσι αλαφιασμένος;

Πάω να τις σκοτώσω!

Ποιες ορέ παιδί μου θέλεις να σκοτώσεις;

Αυτές τις δυό που μου κατέστρεψαν τη ζωή. Την πεθερά μου και την  κουνιάδα μου.

Βρε Παναγιώτη, άμα τις σκοτώσεις θα χαλάσεις το σπίτι σου, γιατί θα πας φυλακή.  Τα παιδιά σου δεν τα σκέφτεσαι;  

Δεν έχω άλλη λύση μπάρμπα Θόδωρε, η ζωή μου έχει γίνει κόλαση.

Ξέρω, ξέρω παιδί μου. Όμως έχω να σου προτείνω μια ….κάποια λύση, η οποία μπορεί να φτιάξει τα πράγματα στο σπιτικό σου και να γυρίσει την κατάσταση προς τη δική σου μεριά. Άκου την  λοιπόν πρώτα, σκέψου την  και άμα την προκρίνεις  ακολούθα την, άμα δεν θες κάμε ότι σε φωτίσει ο θεός.

Ο Παναγιώτης κοντοστάθηκε και τον κοίταξε με ενδιαφέρον και προσδοκία.
Τι έχεις να μου δόσεις γέροντα;

 Αφουγκράσου! αντί να σεκλετίζεσαι και να βάζεις με το νου σου φρικτές πράξεις, για αίματα και φονικά, καλύτερα θα ήταν να εφαρμόσεις το σχέδιο που θα σου προτείνω.

Δηλαδή; Ποιο σχέδιο μπάρμπα; κάντο μου λιανότερα!

Να! ψυχανεμίζομαι ότι οι τρείς γυναίκες, σου έχουν πάρει τον αγέρα. Πρέπει αυτό να το αναστρέψεις.

Δηλαδή γέροντα;

Την επόμενη φορά που θα επιστρέψεις στο σπίτι, δεν πρέπει να τους δώσεις το χρόνο να σε βάλουν μπροστά, αρχίζοντας αυτές τη γκρίνια. Πρέπει να τις προλάβεις. Πριν μπεις στο σπίτι θ’ αρχίσεις πρώτος να φωνάζεις, να βροντάς τις πόρτες, να βρίζεις και να παριστάνεις το θυμωμένο. Έτσι, αυτές θα αρχίσουν να ξαφνιάζονται στην αρχή και ύστερα να φοβούνται. Όταν φροντίσεις ο ψεύτικος θυμός σου να διαρκέσει όσο το δυνατόν περισσότερο, τότε τόσο αυτές θα μαζεύονται. Αν καταφέρεις και το κάνεις αυτό δυο - τρεις φορές, πίστεψέ με όλα θ’ αλλάξουν.

Ο Παναγιώτης κατάλαβε την πρόταση του γεροντότερου, άφησε το δίκαννο στην άκρη και εφάρμοσε το σχέδιο του μπάρμπα Θόδωρου. Στη βδομάδα επάνω τα πράγματα άλλαξαν. Μπροστά στις φωνές, τις προσποιητές απειλές, το σαματά και την δήθεν επιθετική διάθεση του Παναγιώτη οι τρείς γυναίκες ξαφνικά μεταμορφώθηκαν σε αξιαγάπητα αρνάκια. Μερικές φορές υπερέβαλε κιόλας, έμπαινε πρώτα στο κατώι του σπιτιού, που παχνιζόταν ο γάιδαρος, αρχίζοντας τις φωνές και προσποιούμενος πώς τον δέρνει. Ο γάιδαρος γκάριζε και οι γυναίκες από πάνω ακούγοντας το σαματά, έντρομες κοιταζόντουσαν λέγοντας μεταξύ τους :

Σουτ! Σουτ!  Μη μιλάτε, έρχεται!

Ο Παναγιώτης ο Μπέκος, έκτοτε, έζησε πολλά ευτυχισμένα και ήρεμα χρόνια, με τη γυναίκα του και τα παιδιά του, έχοντας χρήσιμη βοήθεια και συντροφιά, από την πεθερά του και την κουνιάδα του, χάριν της  συμβουλής  του γείτονά του, του μπάρμπα Θόδωρου του Χ….., τον οποίο δεν έχανε ευκαιρία να σ’χωράει, γιατί τον γλίτωσε από τη φυλακή και του καλυτέρευσε τη ζωή. Μετά από κάμποσο καιρό δεν χρειαζόταν να τις φοβερίζει, γιατί από μόνες τους είχαν «στρώσει», γιατί κατάλαβαν ότι με την γκρίνια δεν βγαίνει πέρα η ζωή.  

Έτσι είναι…