ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΙΩ. ΔΡΑΓΟΥΜΗ
ΜΕΡΟΣ Β'
(ΑΤΤΙΚΗ ΚΑΙ ΒΟΙΩΤΙΑ 1872 - 1873)
Η μέχρι Αραχώβης ατραπός, ανάντης και απότομος επί των υπωρειών του Παρνασσού είναι επίπονος προς πορείαν και δη έν νυκτί , απεφάσισα να διανυκτερεύσομεν παρά το Ζεμενόν αφού πρότερον άψωμεν πυράς πέριξ. Η νύξ ην θαυμασία, ώς εκ της νηνεμίας και μόνη η παγερά ατμόσφαιρα, καθίστα την διαμονήν οχληράν, αλλά είμεθα εφωδιασμένοι, δια χλαινών και αι πυρραί καθίστων, την ατμόσφαιραν ήττον ψυχράν. Επί πρίνου πυκνοτάτου ερρίφθην και παρεδόθην, είς ύπνον όχι δυσάρεστον. Το άρωμα του πρίνου, αι σελλαγίζουσαι πυρραί αι εκ των καιομένων πρίνων, η φωνή του βύου (μπούφου), του νυκτινόρου τούτου πτηνού, με εβαυκάλιζον, τρόπον τινά και καθίστων ήττον αισθητή την από του υπαίθρου ύπνου τικτομένην δυσφορίαν. Βαθέως όρθρου, παρεκάλουν να γίνη η έγερσις και αφού, πρότερον ερροφήσαμεν, κύαθον καφφέ και εφάγομεν, άρτου τεμάχια πολλά, αναβάντες των ημιόνων, οδηγούμεθα δια των ατραπών, προς την ωραίαν κωμόπολιν της Αραχώβης, όπου εφθάσαμεν μετά παρέλευσιν τριών ωρών. Όταν δε ο Ηλέκτωρ Υπερίων, (ο ακτινοβόλος ήλιος), εφάνη εις τας κορυφάς των οικιών, της ωραίας κωμοπόλεως, ημείς διεσχίζομεν τας οδούς της, χαίροντες και επάτουμεν τας κορυφάς του Παρνασσού, όπου εγγύς του, των Δελφών μαντείου του Απόλλωνος, εύρηται.