Χρίστος Ε. Μαυρόπουλος
Άκουγε ο Μάνθος
το Μαρικάκι να γλυκοτραγουδεί κι
έλιωνε σαν το κερί !
Στου Στράτου την ταβέρνα, ότε που
έφερνε «κομπανία».
Κάθε βαριογιορτή.
Μια αρμαθιά οργανοπαίχτες και κειό το
σεβνταλούδικο το Μαρικάκι, που ράγιζε καρδιές με τη φωνή του.
Μια τσαπερδόνα όλο τερτίπια και στη
φωνή αηδόνα !
Την άκουγε ο σερνικόκοσμος κι «αλλαξοπίστηζε»,
σαν τον καιρό στο πέλαγο.
Την άκουγε κι ο καψερός ο Μάνθος και
μοσχοκάρφια κεντούσανε τα μέσα του.
Το ίδιο κι απόψε μόλις που γύρισ’ απ’
τη θάλασσα.
Είπενε να περάσει απ’ την ταβέρνα,
έτσι για μια «οσμή», και στο κατόπι να πάγαινε για ύπνο, μια κι έπρεπε
πουρνό-πουρνό το δίχτυ του να σηκώσει.
Ότε όμως που δρασκέλισε το κατώφλι
και την αντίκρυσε απάνω στο σανίδι, στο φτενό φέγγος του μαγαζιού, στην
αλεγκρία και στα νεραϊδοτσακίσματά της, έχασε το μπουσουλά του !
Τρυγώνα π’ αναπετάριζε τα φτεράκια της
!
Κι είχενε πιάσει το βλογημένο θηλυκό κι
ένα Σμυρνέϊκο χαβά, που λόξεψε ευτύς ο νούς του.
«Θα σπάσω κούπες, για
τα λογάκια που’ πες…
Θα σπάσω και ποτηράκια,
για τα πικρά λογάκια…»
Λωλάθηκε ο φτωχός ψαράς και στρώθηκε σε
μια καρέκλα παραγγέλνοντας μισή οκά μπρούσκο, από κείνο, το δυνατό, τ’
Αραχωβίτικο που του διαγούμιζε γλυκά τα σωθικά !