Του κ. Λ. Γ. Κορομηλά
Του κ. Λ. Γ. Κορομηλά
(Σκελετοί με κέρατα ! στο "Πάνω Χάνι")
Ἀράχωβα (Βοιωτίας) (Τοῦ ἀνταποκριτοῦ μας). Εἰς τὴν διάνοιξιν τῆς ὁδοῦ Ἀραχώβης - Λεβαδείας καὶ πλησίον τοῦ ἐν τῇ θέσει Ζεμενῷ Ἄνω Χάνι ἀνευρέθη ὑπό ἐργατῶν ἀρχαιότατος τάφος λίθινος, περιέχων ὀστά δύο ἀνθρώπων. Αἱ διαστάσεις τῶν ὀστῶν τοῦ ἑνός σκελετοῦ εἶναι μεγαλύτεραι τοῦ ἄλλου. Εἰς τὸ κρανίον τοῦ μεγαλυτέρου σκελετοῦ καὶ ἄνωθι τοῦ μετώπου ὑπάρχουσιν ἐπ’ αὐτοῦ δύο κέρατα[1] μήκους 3 - 4 ἑκατοστῶν τοῦ μέτρου ἀπέχοντα ἀπ’ ἀλλήλων περί τὰ 7 ἑκατοστά, εἰς δὲ τὸ τοῦ μικροτέρου καὶ εἰς τὴν αὐτήν θέσιν ἕτερα δύο μήκους 1 (ἑνός) ἑκατοστοῦ. Συναρμολογηθέντων καλῶς τῶν κρανίων τούτων καὶ τῶν σκελετῶν, ἐγένετο ἡ ἐξέτασις ἐπ’ αὐτῶν. Φαίνεται ὅτι ἀνήκουν εἰς ἀνθρώπους τεραστίων διαστάσεων. Οἱ δὲ ἐπί τῶν σιαγόνων ἀμφοτέρων τῶν κρανίων ὀδόντες τὴν νύκτα παράγουσι φῶς.
της Άλτας Φίλου-Πατσαντάρα
Η γειτονιά μας ήταν κοριτσογειτονιά. Αυτό μας δυσκόλευε κάπως σε κάποια πράγματα που ήταν δουλειά των αγοριών. Έρχονταν για παράδειγμα οι Απόκριες και η κάθε γειτονιά έπρεπε να φροντίσει να έχει τα απαραίτητα για τις φωτιές, που ανάβαμε στους δρόμους και στις πλατείες. Έπαιρναν τα γαϊδουράκια τους, τ΄αγόρια από τις άλλες γειτονιές και πήγαιναν στον «Κμαριά» και έφερναν φορτώματα τις σπαρτιές. Δύσκολο να τους συναγωνιστούμε, τον Ηλία, τον Σπύρο, τον Θοδωράκη και τον Στάθη από τη διπλανή Κάτω Λάκκα ή τον Θανάση, τον Γιάννη, τον Λουκά και τον Σπύρο, ψηλά στον Πλάτανο, που άναβαν τις μεγαλύτερες φωτιές, τουλάχιστον στο δυτικό μέρος του χωριού και τις οποίες μπορούσαμε να δούμε και από τη δική μας γειτονιά. Ήταν οι γειτονιές με τα περισσότερα αγόρια και το έβλεπες αυτό ξεκάθαρα τις Απόκριες. Εκεί να δεις ζήλια από μέρους μας! Αλλά τί να κάναμε το είχαμε πάρει απόφαση ότι έτσι θα τράβαγε το πράγμα μέχρι να μεγαλώσουν τα δικά μας αγόρια της γειτονιάς. Κάναμε χάζι τη φωτιά στην Λάκκα μέσα από το περιβόλι της Κεφαλαστέρως, ή την άλλη στον Πλάτανο, όταν η δική μας έπνεε ήδη τα λοίσθια και κατά περίσταση παίρναμε το μέρος του ισχυροτέρου.
«Πάνω ο Πλάτανος, κάνω η Λάκκα», φωνάζαμε με ενθουσιασμό, όταν βλέπαμε τις φλόγες να φουντώνουν ψηλά, στην Πληκόβρυση. (….Μια νύχτα που φυσούσε ο Κατεβατός τον έσπασε στα δύο. Το πρωί τον θρήνησε όλο το χωριό, σα να χάσανε δικό τους άνθρωπο τον κλαίγανε οι γειτόνισσες.)