Του Στέργιου Μπακολουκά
Η γωνιακή ισόγεια αίθουσα του διώροφου κτηρίου με τα ξύλινα
πορτοπαράθυρα, λειτουργούσε πριν από αρκετά χρόνια ως καφενείο. Από τη μια
μεριά βλέπει στη στενή τριγωνική πλατειούλα, ακριβώς απέναντι από τη μεγάλη
πέτρινη βρύση του χωριού με τις δυο γούρνες, που τη λένε «Τομαρόβρυση» από τα ασκιά (τομάρια) που ξεπλένανε οι αγωγιάτες,
μόλις γυρίζανε στο χωριό από όλα τα
μέρη της Ελλάδος, αφού είχαν ξεπουλήσει το νέκταρ τους(«μπρούσκο Αράχοβας»).
Στο πίσω μέρος της, κολλητά με το κτήριο, κάθε άνοιξη ανθίζει ακόμα μεθυστικά
μια εκατοχρονίτικη κουκ’ματσά (κουτσουπιά) παριστάνοντας το μοντέλο πασαρέλας
και περιμένοντας φωτογράφιση από υποψιασμένους περαστικούς που δεν χάνουν την
ευκαιρία, όταν στολισμένη με φανταχτερά ροζ και μωβ
λουλούδια, που ξεφυτρώνουν από
παντού ακόμα και απ’ τον κορμό της,
κρατάει σκιερή τη γωνιά.
Απ’ την άλλη πλευρά το κτήριο φάτσα στον κεντρικό δρόμο, με τη μόστρα του να αγναντεύει
τα κόκκινα πέτρινα σκαλοπάτια του «Αγκάρσιου»(Εγκάρσιος-
τα σκαλοπάτια προς τον Άϊ Γιώργη) που αρχίζουν, ακριβώς απέναντι, με ένα
πλατύσκαλο και συνεχίζουν με κοντά διακόσα εξήντα πατήματα, για να καταλήξουν αποσταμένα
στην κορφή μπροστά απ’ το προαύλιο του Άϊ Γιώργη.