(Μνήμες από το Λιβάδι και τα Καλύβια)
Του
Γιώργου Δ. Ανδρέου
Το Καφέ– οίνο – κρεο– παντοπωλείο
Έγραφα κλείνοντας το προηγούμενο σημείωμα:
Άρχιζε όμως , νυχτώνοντας, και η
νυκτερινή ζωή στα Καλύβια με επίκεντρο το καφέ, οίνο, κρεο,
παντοπωλείο, που δεν μπορούσε να μην υπάρχει στον οικισμό, τότε που έσφυζε από
ζωή το καλοκαίρι.
Σχεδόν από τις αρχές Ιουνίου άρχιζαν οι
προετοιμασίες για να ανοίξει το υποτυπώδες κατάστημα στο Καλύβια για την εξυπηρέτηση των
εκατοντάδων τότε Αραχωβιτών που άρχιζαν
να ανεβαίνουν σιγά – σιγά. Θυμάμαι το μαγαζί αυτό από όταν άνοιγε στο δικό μας
καλύβι, στο κέντρο σχεδόν του οικισμού.
Το «δημητρακέϊκο» καλύβι ήταν μακρόστενο παραλληλόγραμμο 25 σχεδόν μέτρα
μήκος και 8-9μ. βάθος, πετρόκτιστο με κεραμοσκεπή
όπως όλα τότε , χωρίς ταβάνι με εμφανή τα ελάτινα πάτερα, τα καδρόνια και τα
σανίδια της οροφής, με τρεις χωριστές πόρτες εισόδου. Μέσα ήταν χωρισμένο με όρθια ελάτινα σανίδια, σε τρία χωριστά
διαμερίσματα. Παρένθεση. Ανάμεσα στις
πολλές ιστορίες και τα ανέκδοτα της ζωής στο Λιβάδι,ήταν και αυτό του νεαρού Αραχωβίτη, «μαμαλιγκά», που πήγε φαντάρος και γυρίζοντας όχι μόνο είχε
εγκαταλείψει τη ρουμελιώτικη βαριά προφορά
με τα συγκομμένα φωνήεντα, αλλά μιλούσε επιτηδευμένα «Αθηναίικα», όπως λέγανε
τότε στην Αράχωβα, κοροϊδεύοντας τους όψιμους πρωτευουσιάνους. Χρησιμοποιούσε μάλιστα
και καθαρευουσιάνικες λέξεις. Ανέβηκε με
τον πατέρα του στα καλύβια ο νεαρός, όταν απολύθηκε από το στρατό και βλέποντας
σε ένα «πάτερο» της σκεπής του καλυβιού «σβουνιά» από βόδι, ήταν σημειωτέον μέχρι τα
μέσα της δεκαετίας του 50 αρκετά τα βόδια στο Λιβάδι, ρώτησε «πατέρα, πως ανήλθε ο βους και εσβώνησε»; Κόκκαλο ο πατέρας.