Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020

«Ο Μουτζούρης»

 


Χρίστος Ε. Μαυρόπουλος

Το φως της μέρας έγειρε σιγά-σιγά στο ζεστό του κρεβάτι. Ήταν τόσο αποσταμένο… Σήμερα είχε πολλή δουλειά. Φώτιζε την τελευταία μέρα του χρόνου. Κι έκανε τόσο κρύο, είχε τόσο πολύ χιονίσει, ξεπάγιασε στα πόδια του ολημερίς, βλέποντας κόσμο να τρέχη πάνω-κάτω, αριστερά, δεξιά. Το ’νοιωθε ότι κάτι συνέβαινε.

Έβλεπε ένα πλήθος από νέους, νέες, γέρους και κάθε ηλικίας ανθρώπους, να τρέχουν σε καταστήματα, σε σπίτια, σε αποθήκες, με τα μάγουλα και τη μύτη κατακόκκινα απ’ την παγωνιά του Δεκέμβρη, αλλά με πρόσωπο γελαστό και μάτια λαμπερά. Το ’νοιωθε ότι όλο τούτο το πλήθος ετοιμαζόταν να δεχτή το καινούργιο χρόνο. Να δεχτή το νεαρό αυτό, που γεμάτος ελπίδες, υποσχέσεις, όνειρα και γοητεία για το άγνωστο, ερχόταν στολισμένος χαμογελαστός. Οι πόρτες των σπιτιών ήταν πανέτοιμες ν’ ανοίξουν τα μεσάνυχτα και να τον δεχτούν με λαχτάρα.

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2020

Ο Χαραλάμπης

 Αναμνήσεις στην Αράχωβα. Συνέχεια...


Της Άλτα Φίλου - Πατσαντάρα

Είχε το «μαγαζί» του, μια τρύπα δηλαδή, στο ισόγειο του Χαρίτου, κοντά στο Δημοτικό. Όλη τη βδομάδα ήταν θεόκλειστο, το βλέπαμε που περνούσαμε για να πάμε στο σχολείο.Μόνο την Παρασκευή άνοιγε διάπλατα την ξύλινη πόρτα του, οκτώ με δέκα το βράδυ και την ίδια ώρα πάλι την επόμενη, το σαββατόβραδο. Πουλούσε κυρίως γυναικείο ρουχισμό, από εσώρουχα μέχρι φορέματα, μπλούζες και φούστες, που τις είχε σε κρεμάστρες στους τοίχους δεξιά και αριστερά μπαίνοντας μέσα, γιατί βιτρίνα της προκοπής δεν είχε βέβαια το μαγαζί. Ακόμα και είδη προικόςέφερνε, αν του γινόταν επί τούτου παραγγελία. Ήταν, έλεγαν, μεγάλος και τρανός έμπορας στην Άμφισσα με μεγάλο μαγαζί και εξίσου μεγάλη επιγραφή απ΄έξω, «Γυναικεία ενδύματα, Χαράλαμπος Ξηρός». Εκεί το μαγαζί είχε και βιτρίνες από πάνω μέχρι κάτω στους τοίχους, που τραβούσαν σα μαγνήτης τα μάτια των γυναικών από τα γύρω χωριά, που κατέβαιναν επί τούτου για τις αγορές τους. Θα τον θυμούνται σίγουρα οι παλιές Δελφιώτισσες, Χρισσαϊτισσες και Ιτιώτισσες. Θαρρώ πως μόνο στο δικό μας χωριό ερχόταν ανελλιπώς και αυτοπροσώπως κάθε βδομάδα με ένα παλιό κλειστό φολκσβάγκεν και  με την πραμάτεια του μέσα σε βαλίτσες. Λέγανε, πως παλιότερα περνούσε κι αυτός στο χωριό με  τους μπόγους του από γειτονιά σε γειτονιά, όπως έκαναν και άλλοι πλανόδιοι έμποροι. Έτσι γνώριζε προσωπικά την κάθε νοικοκυρά και το νοικοκυριό της.

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2020

ΚΟΥΚΟΥΡΙΩΤΙΚΑ (V)

 Σκηνές από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 

έως τα μέσα της δεκαετίας του ’60 


Δεμένοι στη σειρά

Πρέπει να ήταν μέσα Σεπτέμβρη. τα σχολεία δεν είχαν ανοίξει ακόμα και το παιχνίδι στις γειτονιές καλά κρατούσε. Ήταν απόγευμα και το ποδόσφαιρο μόλις είχε τελειώσει μέσα στο δημόσιο δρόμο, στο έμπα του χωριού (η κυκλοφορία των αυτοκινήτων εκείνα τα χρόνια ήταν περιορισμένη). 
Μετά, όλη η “παλιοπαρέα” της ευρύτερης γειτονιάς του Κούκουρα, κάπου δέκα (10) παιδιά, αποφάσισε να τραβήξει για βόλτα ανατολικά, λίγο έξω από το χωριό προς το «Πίσω ρέμα». Τα σταφύλια είχαν ήδη αρχίσει να ωριμάζουν και στα αμπέλια που βρίσκονταν κοντά στο δημόσιο δρόμο. 
Έτσι, η ύλη που θα πυροδοτούσε τη νέα σκανταλιά μας ήταν ακριβώς δίπλα μας, πρόσφορη. Και δεν χρειάστηκε πολύ για να ξεκινήσει η απογευματινή αταξία μας με το πρώτο σάλτο, ενός από μας, στο πρώτο αμπέλι που ήταν εκεί κοντά κάτω από τη δημοσιά. Αστραπιαία, επιπέσαμε στο αμπέλι οι περισσότεροι σαν τα κοράκια πάνω σε ψοφίμι. Διαλέγαμε τα πιο ώριμα σταφύλια, και τα τρώγαμε μέσα στο ξένο αμπέλι. 
Λίγο μετά, από την απέναντι μακρινή στροφή του δημόσιου δρόμου, στα Καρούτια, που βρισκόταν μέσα στο οπτικό πεδίο μας, εμφανίστηκε το μοναδικό τότε τρακτέρ του χωριού και αμέσως δόθηκε το σύνθημα αποχώρησης από το ξένο κτήμα.
Ανεβήκαμε, γρήγορα - γρήγορα,  σαν κύριοι στο δρόμο και το παίζαμε αδιάφοροι. Μόλις, όμως, έφτασε κοντά μας το τρακτέρ, σταμάτησε ακριβώς δίπλα μας. και για κακή μας τύχη κατέβηκε απ’ αυτό ο δραγάτης του χωριού, που επέστρεφε εκείνη την ώρα, έχοντας κάνει τη βάρδια του. 

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2020

1918 – Η Ισπανική γρίπη στην Αράχοβα.

 


Πριν λίγες ημέρες ο καλός μου φίλος Κώστας Κατσίμπας μου έδωσε μια φωτοτυπημένη επιστολή από τον Αραχοβίτη Αλέξανδρο Ν. Καλαμαρά (παππού του), σταλμένο στην Αμερική στον πατέρα του (προπαππού του), τον Δεκέμβριο του 1918.
Το γράμμα αυτό εκτός τις οικογενειακές πληροφορίες που μας δίνει, μας δίνει επίσης και σημαντικές πληροφορίες που τουλάχιστον για μένα ήταν άγνωστες, για την Ισπανική γρίπη κατά την περίοδο της εμφάνισή της στην Αράχωβα, που άφησε πίσω της αρκετούς νεκρούς όπως θα διαβάσετε για ένα χωριό των 3500 περίπου κατοίκων.
Ακολουθεί η επιστολή:

Εν Αραχώβη τη 10 Δεκεμβρίου 1918.

Σεβαστέ μου πατέρα μάθε ότι πήγαμε εις την Αγόριανην και πήραμε ένα φόρτωμα σιτάρι κόκκινο(1) μία και πενήντα πέντε και πήραμε και ένα φόρτωμα βλάχο(2) μια και 40 και 50 οκάδες αραποσίτι 90 λεπτά. Μάθε ότι έχουμε σπείρει τα Μούλκια(3), θα τα σπείρουμε όλα τα χωράφια. Έχουμε 110 οκάδες διά να σπείρουμε, όλα κόκκινο διότι δεν βρίσκουμε κιντράδι(4) και λέμε να πάμε στη Δαύλεια να πάρουμε. Μάθε ότι έχω και 100 κλήματα βαλμένα στη Σέρπινα(5) και έχω καμία εκατόν 50 άβαλτα.

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020

Γράμμα από το Μέτωπο.

 


Μέτωπον 27-2-41
Κύριε Ανδρέα

Η από 20-2-41 επιστολή σας βρήκε την ομήγυρι όλων των παιδιών της Αραχώβης, μαζί με τον εξ Αμφίσσης Κώστα Μαρτίνον, στο λεωφορείον του Αρμούτη, στο οποίο τις διαβάστηκε σε κατανυκτική σιγή.

Η χαρά μας αγαπητέ Κε Ανδρέα ήταν απερίγραπτος. Με δακρυσμένα μάτια απ’ τη συγκίνησι, χτύπησαν τα λόγια σας και τυπώθηκαν βαθιά στην καρδιά μας, και μας έδωσαν καινούργιο θάρρος και δύναμη διά την συνέχισιν των υψηλών καθήκον των, τα οποία μας ανέθεσεν η γλυκιά μας πατρίδα.

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2020

ΤΑ ΒΕΡΕΣΕΔΙΑ ΤΗΣ ΔΗΜΑΡΧΙΑΣ



Δυο σελίδες από μπλοκάκι του καφενείου «ΤΟ ΚΕΝΤΡΟΝ», που βρισκόταν  στην κεντρική πλατεία της Αράχωβας (οι πιο πολλοί το θυμούνται), με βερεσέδια της Δημαρχείας της Αράχωβας, από 22/4/56 παραμονή του Αγίου Γεωργίου έως τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς. Πάντως απ’ ότι βλέπουμε σε 7 μήνες εξυπηρέτησης από το καφενείο, μόνο ΔΟΥΝΑΙ είναι, από ΛΑΒΕΙΝ… τίποτα.

Πρώτη σελίδα

Καφφενείον «Κέντρον»

Δημαρχείον

Δούναι

22 – 4 – 56 Στη πλατεία

                   4 καφφ. 6 Λεμον. 2 Νιγρίτες, 6 Γλυκά δρ.                                          28

23 – 4 – 56 Στη πλατεία στο χορό

                   10 καφ. 15 Γλυκά, 15 Λεμον. 10 Λουκούμια                                      70

24 – 4 – 56 Στο Γραφείο 4 καφφέδ. 

                   6 Γλυκά, 4 Λεμονάδες                                                                         21

25 – 4 – 56 Γραφείο και Πλατεία

                   4 καφφ. 6 Λεμον. 12 Γλυκά, 2 Νιγρίτες                                              37

1 – 5 – 56 Με κ. Νομάρχη, 3 καφφ.

                 1 τσάϊ, 1 Νιγρίτα, 2 Γλυκά                                                                     11

Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2020

Δεκαεπτά τράγοι…ἄφαντοι.



Ἀλλά οἱ ζωοκλέπται συνελήφθησαν, ἀφοῦ ἔφαγαν τοὺς 5.
Ἐπιτυχής ἀστυνομική δρᾶσις.
Ἄμφισσα (Τοῦ ἀνταποκριτοῦ μας). -Θρασυτάτη ζωοκλοπή 17 ὅλων τράγων διεπράχθη πρὸ ἡμερῶν εἰς τὴν περιφέρειαν Χρισσοῦ, δικαίως ἀνησυχήσασα τοὺς κατοίκους, οἵτινες ἦσαν ἀπηλλαγμένοι τῆς μάστιγος ταύτης. Οἱ τράγοι ἐκλάπησαν ἐκ τῆς θέσεως «Καλόγηρος»  τοῦ Χρισσοῦ, ἀνῆκον δὲ εἰς τὸν ἐκεῖ παραχειμάζοντα ἐξ Ἀραχώβης ποιμένα Κωνστ. Κομματᾶν.
Ἅμα ὡς ἀνεφέρθη ἡ ζωοκλοπή, ὁ μοίραρχος κ. Τριανταφύλλου διοικητής τῆς  Ὑποδ/ως  Παρνασσίδος, ὀργανώσας πάραυτα τὴν δύναμιν τῆς καταδιώξεως, ἐτέθη ἐπί τὰ ἴχνη τῶν δραστῶν καὶ ὑπό τὰς δυσμενεστέρας καιρικάς συνθήκας. 

Τετάρτη 26 Αυγούστου 2020

Η ΘΑΛΑΣΣΑ



 Χρίστος Ε. Μαυρόπουλος

      Καλοκαιράκι στο ξεπερδίκισμά μου, κοντά στα πέντε, έβγαινα συχνά στο μπαλκονάκι του σπιτιού μας, και χάζευα τη φυλλουριά του κόσμου!
     Στρατάριζαν τα μάτια μου στον ουρανό, στο γέρσιμο του ήλιου, στα σπίτια του χωριού κι ακούμπαγαν μακραγναντεύοντας την ασημολουρίδα που λίμπιζε πέρα στο ξάγναντο αστραφτερή!
    -Μάνα τι είν’αυτό που στραφταλίζει; ρώτησα κάποια μέρα παραξενεμένος, δείχνοντας την ασημολουρίδα.
    -Η θάλασσα παιδί μου, μου αποκρίθηκε εκείνη θαρρώντας πως αυτό ήταν αρκετό για να καταλάβω.

     Η θάλασσα!
     Τι ήτανε στ’αλήθεια η θάλασσα; Πράμα παρόμοιο δεν είχα ματαδεί.
     Γι’αυτό και στάλα δεν φέγγρισαν τα λόγια της στο φεγγί μου.
     Όμως πολύ μου άρεσε έτσι που στραφτάλιζε στο ασημόχρωμο σκουτί της, καθώς ο ήλιος έλουζε το κορμί της!!

Δευτέρα 17 Αυγούστου 2020

11/12 Άλικο Νυφικό !



Του Στέργιου Μπακολουκά

Στις 13:30 μ. μ. ακριβώς ήταν προγραμματισμένος ο γάμος, Σαββάτο μεσημέρι στις είκοσι εννιά του μήνα, στα ξεβγάλματα του Απρίλη.

Είχε προηγηθεί το τριήμερο Πανηγυράκι  προς τιμήν του Αϊ Γιώργη, πολιούχου της Αράχοβας και ο Ναός ήταν ακόμα στρωμένος με τα χειροποίητα υφαντά καρπίτια, τους μονόφυλλους ολόμαλλους διαδρόμους και τα ‘’φλιουτά’’ ορθογώνια πατάκια μπροστά από κάθε πόρτα. Ο Χώρος  μοσχοβόλαγε  ανοιξιάτικα αρώματα, από τα λουλούδια  που οι λυγερές είχαν αποθέσει στα πόδια  του επιταφίου καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεγαλοβδόμαδου νωρίτερα, αναμιγμένα με τη μυρωδιά  του λιβανιού και των κεριών.

Η εκκλησία στη λαμπροστολισμένη μορφή της, μαζί με το καθηλωτικό τοπίο που αγναντεύετε απ’ όλες τις μεριές του περιβόλου, ήταν η αιτία που το ζευγάρι αποφάσισε ότι, μόνο αυτός ο τόπος και το συγκεκριμένο ιερό μπορούσαν να περιληφθούν στην απαρχή των  ονείρων του.

Αυτοί οι δυο νέοι άνθρωποι, αφού το σκέφτηκαν  καλά και το ….’’κοιμήθηκαν’’ καλύτερα! φρόντισαν να ορίσουν το γάμο τους σε τούτη εδώ την κόχη των βουνών, στο ψηλό αγνάντιο του ακοντιστή καβαλάρη, απ’ όπου οι στρατολάτες όλων των λογιών φαίνονται ευδιάκριτα.  

Το ζευγάρι δεν καταγόταν από την περιοχή, είχε όμως  φίλους αγαπημένους σ’ αυτήν,  που μαζί με την ομορφιά και την  επιβλητικότητα του ορίζοντα, το έκανε να πάρει αυτή την  απόφαση.

Τετάρτη 12 Αυγούστου 2020

Η απαλλοτρίωση των κτημάτων στη “Μαρμαριά” των Δελφών


Στο φύλλο 111 της 25 Μαΐου 1901 της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ), διαβάζουμε τη δημοσίευση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης των κτημάτων που βρίσκονταν στην θέση «Μαρμαριά» των Δελφών, με σκοπό την διεξαγωγή ανασκαφών στο σημείο εκείνο. Μέσα από αυτή τη δημοσίευση της απαλλοτριώσεως μαθαίνουμε ποιοι από τους κατοίκους είχαν κτήματα στην περιοχή εκείνη και πόσα τετραγωνικά κατείχαν.


Περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως κτημάτων εν θέσει
«Μαρμαριά» της περιφερείας Δελφών.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α’
ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Έχοντες υπ’όψει τους νόμους ΒΡΞΖ’ της 16 Φεβρουαρίου 1893 και ΒΤΞΖ’ της 2 Μαρτίου 1896, το από 21 Απριλίου 1901 έγγραφον της αρχαιολογικής εταιρείας, δι’ου βεβαιούνται η εν τω Κεντρικώ ταμείω κατά το υπ’αριθ. 769 γραμμάτιον αυτού κατάθεσις δραχμών 5.550, ποσού απαιτουμένου προς αναγκαστικήν απαλλοτρίωσιν των κατωτέρω καταλεγομένων ιδιωτικών κτημάτων εν τη θέσει «Μαρμαριά» της περιφερείας των Δελφών κατά το από 12 Απριλίου ε.έ. πρωτόκολλον προσωρινής εκτιμήσεως κατά το άρθρον 2 του ΒΡΞΖ’ νόμου, έτι δε λαβόντες υπ’όψει την από 5 Μαΐου ε.έ. απόφασιν του Υπουργικού Συμβουλίου και τα τη αποφάσει ταύτη σχετικά έγγραφα, το διάγραμμα των απαλλοτριωτέων κτημάτων και το πρωτόκολλον της εκτιμήσεως.

Παρασκευή 31 Ιουλίου 2020

Κυδώνι γλυκό (Η Κεφαλαστέρω)



Της Άλτα Φίλου-Πατσαντάρα

Κεφαλαστέρω την φώναζαν όλοι στη γειτονιά και ποτέ με το βαφτιστικό της, Αστέρω, σκέτο. Ήταν η γυναίκα του μπάρμπα-Σταύρου, πρώτου ξαδέρφου του παππού μου από τον πατέρα μου μεριά. Ψηλή και γεμάτη, με καλοσυνάτο πρόσωπο και βροντερή φωνή, που την άκουγε όλη η γειτονιά, η πέρα και η δώθε, όταν μιλούσε. Φαντάζομαι, τι ομορφογύναικα θα ήταν στα νιάτα της. Το τσεμπέρι στο κεφάλι της  πάντα με τη σωστή τσάκιση και η φούστα της καλοσιδερωμένη. Αρχόντισσα στο παρουσιαστικό  και στη συμπεριφορά της.

Δεν είχε ομπασιά το σπίτι της  από μας, από την Κουμούλα μεριά. Η αυλόπορτα με την είσοδο του σπιτιού, έβλεπε σε ένα σοκάκι που άρχιζε από την πλατεία της Λάκκας, όχι αυτή με τα καφενεία, αλλά την Κάτω Λάκκα, όπως την λέγαμε. Από το μπαλκόνι του σπιτιού μας έβλεπα το δικό της μπαλκονάκι που ήταν και η είσοδος του επάνω ορόφου. Τ΄Αι-Θανασού, που γιόρταζε ο γιός της, έκανα χάζι από την μπαλκονόπορτα την δική μας, να βλέπω να περνάει όλο το χωριό για το καρυδάτο της, που το παινευόταν. Αυτό ήταν δική της δουλειά. Γιατί όταν ο γιός της παντρεύτηκε και άνοιξε δικό του σπίτι, η θειάΑστέρω με τον μπάρμπα Σταύρο περιορίστηκαν στο κατώι, για να έχουν επάνω «οι νιοί την άπλα τους», όπως πληροφόρησε τις γειτόνισσες από το φράχτη του περιβολιού της, γιατί έτσι μόνο έπαιρνε μέρος στα δρώμενα της από δω γειτονιάς. Ποτέ δεν την θυμάμαι να κάθεται στο κοσούλτο μας.

Δευτέρα 27 Ιουλίου 2020

Discotheque "APOLLO"



Καταχώρηση διαφήμισης της Discotheque "APOLLO" στην Αράχωβα στην τοπική εφημερίδα «Η ΑΡΑΧΩΒΑ ΤΟΥ ΠΑΡΝΑΣΣΟΎ» που εκδότης της ήταν ο Γεώργιος Παπαστάθης, τον Νοέμβριο του 1973.
Οι πιο παλιοί θυμούνται…

Τρίτη 21 Ιουλίου 2020

ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΔΑΥΛΕΙΑ ΤΟ 1939



Αναμνηστική φωτογραφία ερασιτεχνών ηθοποιών της Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας (Ε.Ο.Ν.) Δαύλειας, μετά από την θεατρική παράσταση που έδωσαν ανήμερα της Εθνικής εορτής της 25ης Μαρτίου 1939.

(Πατήστε πάνω στη φωτογραφία για μεγέθυνση).

Παρασκευή 10 Ιουλίου 2020

Τα Κουκουριώτικα(IV)

Σκηνές από τα μέσα της δεκαετίας του ’50

έως τα μέσα της δεκαετίας του ’60  


Η τετράδα

Ένα από τα πρώτα παιδιά που ήλθα σε επαφή στη γειτονιά μου, ήταν ο Θωμάς, ένα χρόνο μικρότερός μου. Ήταν επόμενο ο Θωμάς να γίνει ο πρώτος παιδικός μου φίλος. Μικρότερος και πιο μικρόσωμος από μένα έγινε ένα είδος μικρότερου αδελφού μου, που απλώς ζούσε σε διπλανό σπίτι.
Θυμάμαι το παιδικό του ποδήλατο με το κόκκινο-κεραμιδί χρώμα και τις τρεις ρόδες, που μου έκανε εντύπωση. Τον θυμάμαι να κόβει ατέλειωτες βόλτες πέρα - δώθε πάνω στο ξύλινο πάτωμα της στεγασμένης βεράντας του σπιτιού τους. Λίγες φορές, είναι αλήθεια, μου επιτράπηκε να ανέβω κι εγώ πάνω σ’ αυτό το ποδήλατο. Η γιαγιά του, η θεια Στυλιανή, είχε πάντα ένα δικό της τρόπο να σε νουθετεί και να σου επιβάλει αυτό που ήθελε, χωρίς να μπορείς να αντιδράσεις. Ήταν του... “διπλωματικού σώματος”.  
Και επάνω που είχα αρχίσει να μαθαίνω το γειτονικό σπίτι, τα δωμάτια, το μέσα και το έξω κατώγι, τα φουρναριά, τον κήπο με τη βυσσινιά στο βάθος, και το δέντρο με τις «χιονιές», ο Θωμάς, μια μέρα, μου είπε  ότι θα έφευγαν και θα έμεναν σε ένα άλλο σπίτι τους στην επάνω γειτονιά.
Δεν τον πίστεψα. Λίγο καιρό αργότερα, όμως, βρέθηκα κι εγώ να συμμετέχω στη μετακόμιση. Πρέπει να ήμουν τότε έξι(6) χρονών κι ο Θωμάς πέντε(5).Συμμετείχαμε στη μετακόμιση, παίρνοντας ο καθένας μας από ένα κόσκινο, για να το πάμε στο καινούργιο σπίτι τους!

Τρίτη 30 Ιουνίου 2020

1963 – ΤΟ ΣΥΛΛΑΛΗΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΕΛΑΙΟΠΑΡΑΓΩΓΩΝ ΣΤΗΝ ΑΜΦΙΣΣΑ



Πριν λίγες ημέρες ήρθε στην κατοχή μου η παραπάνω φωτογραφία που βλέπετε από μία δημοπρασία. Στο πίσω μέρος στη φωτογραφία έγραφε «Συλλαλητήριο ελαιοπαραγωγών Αμφίσσης» και ήταν φωτογραφία ειδησεογραφικού πρακτορείου δηλ. φωτογραφία που θα χρησίμευε σε δημοσίευση σε κάποια εφημερίδα στον ελληνικό τύπο. Και πράγματι στην έρευνα που έκανα την είδα δημοσιευμένη στην εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ» στις 22/2/1963.
Αλλά ας πάρουμε τα γεγονότα που συνδέουν αυτή τη φωτογραφία με την Άμφισσα και τι έγινε τον Φεβρουάριο του 1963 στην πόλη αυτή.
Μία βροχερή ημέρα του Φεβρουαρίου του 1963, και συγκεκριμένα στις 21 Φεβρουαρίου κατόπιν προσκλήσεως της Ενώσεως των Γεωργικών Συνεταιρισμών Άμφισσας, διοργανώνεται στην Άμφισσα συλλαλητήριο από όλον τον αγροτικό κόσμο της Φωκίδας, για να διαδηλώσουν κατά της κυβερνήσεως για την κατάργηση του από το 1926 προστατευτικού νόμου, για τις ελιές της περιφερείας Αμφίσσης και της εξαγωγής των από το λιμάνι της Ιτέας.
Ο αγροτικός κόσμος της Φωκίδας αλλά και της Αράχωβας Βοιωτίας που κατά κάποια εφημερίδα ήταν γύρω στις 5.000, συγκεντρώθηκε στην πλατεία Ησαΐα στην Άμφισσα και στο «Κορδώνειο» θέατρο όπου ακούστηκαν οι ομιλίες των βουλευτών του νομού και άλλων. Μετά το τέλος των ομιλιών ομάδα της συντονιστικής επιτροπής του συλλαλητηρίου παρέδωσε ψήφισμα στον Νομάρχη Φωκίδας για να το διαβιβάσει στην τότε Κυβέρνηση Καραμανλή.

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2020

1896 - ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΝ «Ο ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ»



Την παλιότερη καταγραφή ξενοδοχείου στην Αράχωβα που γνωρίζουμε την βρίσκουμε καταχωρημένη σε αγγελία εφημερίδας και μάλιστα αθηναϊκής, στα τέλη του 19ου αιώνα και πιο συγκεκριμένα τον Φεβρουάριο του 1896. Παλιότερα από καταγραφές περιηγητών γνωρίζουμε ότι κάθε επισκέπτης που επισκεπτόταν την Αράχωβα τον φιλοξενούσαν είτε ο Δήμαρχος είτε σε κάποιο σπιτικό εξέχουσας οικογένειας της εκεί τοπικής κοινωνίας.

Το 1896 ήδη έχουν αρχίσει να καταφθάνουν πολλοί επισκέπτες για να επισκεφτούν τους Δελφούς που οι ανασκαφές έφερναν στο φως πολλές αξιόλογες αρχαιότητες (εκείνη τη χρονιά ανακαλύφθηκε και το περίφημο άγαλμα του Ηνιόχου),αλλά και να επισκεφθούν το Κωρύκειο άντρο και την Λιάκουρα στον Παρνασσό, και έτσι πολλοί από τους περιηγητές θα έπρεπε να καταλύσουν σε κάποιο ξενοδοχείο των Δελφών, ή της ευρύτερης περιοχής.

Παρασκευή 29 Μαΐου 2020

ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΜΟΥΣΟΥΣ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣ ΤΗΣ ΑΡΑΧΩΒΑΣ



Στις 27 Ιουνίου του 1965 ημέρα Κυριακή στην Αράχωβα η Χορωδία της Ελλάδος με διευθυντή τοκ κ. Σώτο Βασιλειάδη παρουσίασε το πρόγραμμά της με έργα του Χατζιδάκη, Θεοδωράκη, Λαυράγκα, Μότσαρτ και λαϊκών δημοτικών τραγουδιών.
Σε εφημερίδα της εποχής διαβάζουμε:

«ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΣΤΗΝ ΑΡΑΧΩΒΑ
Σύσσωμοι οι κάτοικοι Αραχώβης με επί κεφαλής τον Δήμαρχον κ. Ισίδωρο Μαντάν μετά του Δημοτικού Συμβουλίου και των αρχών της πόλεως παρηκολούθησαν και εχειροκρότησαν με ενθουσιασμόν την χορωδία Ελλάδος την οποία διηύθυνε ο μαέστρος κ. Βασιλειάδης.

Τετάρτη 22 Απριλίου 2020

1926: Mια ωραία πανήγυρις εις την Αράχωβαν



Ἀράχωβα (Ἔκτακτος ἀνταπόκρισις). Ἡ πόλις, ἡ ὁποία κατέχει τὸ δυτικόν ἄκρον τῆς Ἀττικοβοιωτίας ἔχει τὸ  πλεονέκτημα νὰ ἀναπνέῃ τὴν αὔραν τοῦ Παρνασσοῦ εἰς ὕψος χιλίων μέτρων ὑπέρ τὴν θάλασσαν. Ἐάν μάλιστα οἱ ὑπερχίλιαι αὐτῆς οἰκίαι δὲν ἦσαν τόσον πυκνά κατασκευασμέναι, ἡ Ἀράχωβα θὰ ἦτο ἀληθής Ἑλβετική πόλις γραφικῶς περιχαρακωμένη ὑπό λοφοσειρῶν τοῦ Παρνασσοῦ, ὧν ὁ χρωματισμός ποικίλλει, ἀλλοῦ μὲν παρατηρουμένης δασώδους ἐξ ἐλάτων ἐκτάσεως καὶ μελανῆς ἐκ τῆς πυκνότητος τῶν δένδρων, ἀλλαχόθι δὲ διά μιᾶς πρασινάδας καὶ ἀλλοῦ καταστίκτου ὑπό στιβάδων ζωηρῶν ἐκ συμπεπυκνωμένης χιόνος.
    Βλέπει τις κατά τὸν περίπατόν του ἀπειρίαν λόφων ἐκ πρασινωπῶν ἀμπελώνων γραφικωτάτων καὶ ἐκτεταμένων ἐνιαχοῦ διακοπτομένων ὑπό λευκαζόντων ἀγρῶν, ὥστε τὸ πᾶν νὰ ἐμφαίνῃ ἕνα παμμέγιστον τάπητα πολυτελέστατον καὶ θαυμαστὸν, ὅν ὑποστηρίζει ἀπέραντος ἐλαιών διαυλακούμενος ὑπό χαραδρῶν. καὶ ὑδάτων, ἅτινα στολίζουσι τὴν ὅλην περιφέρειαν κατά τρόπον ἀληθῶς μαγευτικόν.
    Εἰς τὸ ὑψηλότερον μέρος τῆς πόλεως ὀρθοῦται ὑπερήφανος καὶ μεγαλοπρεπής ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Γεωργίου - διά τὴν μνήμην τοῦ ὁποίου ἡ πόλις ὁλόκληρος θυσιάζει κατ’ ἔτος ἀμνούς ὀβελίας καθ’ ὁμάδας ψηνομένους κατά παλαιοτάτην συνήθειαν.
    Συρρέει πλῆθος ὁλόκληρον ξένων πάσης προελεύσεως φιλοξενούμενον ὑπό τῶν Ἀραχωβιτῶν, οἵτινες ἀνοίγουσι διάπλατα τὰς οἰκίας των, ἀλλά καὶ συγχρόνως τὰ οἰνοβάρελα  αὐτῶν, ὥστε νὰ ὑπερχειλίζῃ ἡ φιλοξενία καὶ ἡ αἰσθηματολογία  τῆς Ἀραχώβης ἀκμαία καὶ ζωηρά πάντοτε.

Τετάρτη 15 Απριλίου 2020

Ο Γυρισμός του Ξενιτεμένου





Της Άλτας Φίλου-Πατσαντάρα

[…]
«ΑΥΤΑ ΜΕΧΡΙ ΤΟ 1940, που άρχισε ανέλπιστα ο πόλεμος. Ένα ξάφνιασμα στην αρχή σε όλο το χωριό και μια βουβαμάρα όταν άρχισαν να χτυπάνε ασταμάτητα οι καμπάνες και από τις δύο εκκλησίες. Μετά, φωνές σαστισμένες, τρομάρα, ανακατωσούρα παντού. Ο κόσμος τα είχε χαμένα.

Έστειλαν την Κατερίνη της Αλτάνας μοναχή της στο Καστρούλι, δυο ώρες δρόμο με τα πόδια, να πάει να πει στον μπάρμπα της τον Θεοχάρη, που ήταν στο αμπέλι, ότι έπρεπε να γυρίσει επειγόντως στο χωριό γιατί τον ζητούσαν για το μέτωπο. Ήταν η εποχή του τρύγου.

«Τι είναι, ωρέ; Τι γίνεται;» τη ρωτούσαν οι αγωγιάτες, που ανέβαζαν στο χωριό φόρτωμα τις κόφες και τα σακιά με τα σταφύλια από τα αμπέλια. Οι καμπάνες και των δύο εκκλησιών δεν σταμάτησαν από το μεσημέρι και μετά να χτυπάνε ασταμάτητα. Ο κόσμος που ήταν στα αμπέλια ανησύχησε και κοιτούσαν κατά το χωριό, μπας και έβλεπαν καπνό, σημάδι ότι κάποιο σπίτι καιγόταν. Ήταν συνήθεια να χτυπούν οι καμπάνες και να καλούν τον κόσμο να τρέξει σε βοήθεια για να σβηστεί η φωτιά. Ετούτη η φωτιά όμως που άναψε εκείνο το πρωινό του Οκτώβρη του 1940 δεν θα έσβηνε εύκολα…

«Πόλεμος! Πόλεμος!» τους απαντούσε εκείνη με κλάματα. «Πάω να πω στον μπάρμπα μου πως τον ζητάνε για το μέτωπο…»

Σε λίγο οι πρώτες κλάσεις άρχισαν να φεύγουν, μαζί και ο μπαρμπα-Θεοχάρης, ο αδελφός της Αλτάνας. Άλλοι με τα πόδια και άλλοι με φορτηγά. Στα «Μαύρα Λιθάρια», στην ανατολική άκρη του χωριού, είχαν μαζευτεί τα γυναικόπαιδα και με κλάματα και μοιρολόγια αποχαιρετούσαν με μαντίλια αυτούς που έφευγαν για το μέτωπο. Και ήταν πολλοί από το χωριό, όπως και πολλοί ήταν αυτοί που δεν ξαναγύρισαν…

Δευτέρα 6 Απριλίου 2020

Πιστίλλια και παράνταλα



Τώρα, που o covid-19 μάς έχει κάνει … «πιστίλλια» και  απαγορεύεται σε όλους μας να πάρουμε τα… «παράνταλα» για να ξεδώσουμε, ας σκεφτούμε τρόπους διαχείρισης της κλεισούρας μας, ώστε να τηρήσουμε μέχρι τέλους και με ευλάβεια το σωτήριο: «μένουμε σπίτι».
Θα πείτε, τέτοιες μέρες - τέτοιες ώρες, τι να κάνουμε; Ας εφαρμόσουμε, μεταφορικά, αυτό που έκαναν παλιότερα στο χωριό μας οι πατεράδες και οι παππούδες μας, όταν είχε κακοκαιρία το χειμώνα. Τι έκαναν; Κατέβαιναν και συγύριζαν το κατώι τους! Το «μέσα» και το «έξω»,με σκούπισμα, με συμμάζεμα, με μικρομαστορέματα και μικροδιαρρυθμίσεις.
Έτσι κι εμείς σήμερα, πέρα από το τυχόν συγύρισμα του κανονικού σπιτιού, μπορούμε να συγυρίσουμε και το «πνευματικό μας κατώι» (π.χ. βιβλιοθήκες) με διάβασμα,  με κάτι πιο δημιουργικό, όσοι μπορούν, χωρίς να καθόμαστε παθητικά μπροστά στην τηλεόραση και χάνουμε το κέφι μας, ακούγοντας τόσα απανωτά δυσάρεστα απ’ όλο τον κόσμο.

Κυριακή 15 Μαρτίου 2020

Τα Καλυβιώτικα ΙIΙ


(Μνήμες  από το Λιβάδι και τα Καλύβια)


Του Γιώργου Δ. Ανδρέου

Το Καφέ– οίνο – κρεο– παντοπωλείο

Έγραφα κλείνοντας το προηγούμενο σημείωμα:
Άρχιζε όμως , νυχτώνοντας,  και η νυκτερινή  ζωή στα Καλύβια  με επίκεντρο το καφέ, οίνο, κρεο, παντοπωλείο, που δεν μπορούσε να μην υπάρχει στον οικισμό, τότε που έσφυζε από ζωή το καλοκαίρι.
 Σχεδόν  από τις αρχές Ιουνίου άρχιζαν οι προετοιμασίες για να ανοίξει το  υποτυπώδες κατάστημα  στο Καλύβια για την εξυπηρέτηση των εκατοντάδων τότε  Αραχωβιτών που άρχιζαν να ανεβαίνουν σιγά – σιγά. Θυμάμαι το μαγαζί αυτό από όταν άνοιγε στο δικό μας καλύβι, στο κέντρο σχεδόν του οικισμού.  Το «δημητρακέϊκο» καλύβι ήταν  μακρόστενο παραλληλόγραμμο 25 σχεδόν μέτρα μήκος και 8-9μ.  βάθος, πετρόκτιστο με κεραμοσκεπή όπως όλα τότε , χωρίς ταβάνι με εμφανή τα ελάτινα πάτερα, τα καδρόνια και τα σανίδια της οροφής, με τρεις χωριστές πόρτες εισόδου. Μέσα ήταν χωρισμένο με  όρθια ελάτινα σανίδια, σε τρία χωριστά διαμερίσματα.  Παρένθεση. Ανάμεσα στις πολλές ιστορίες και τα ανέκδοτα της ζωής στο Λιβάδι,ήταν και αυτό του νεαρού  Αραχωβίτη, «μαμαλιγκά»,  που πήγε φαντάρος και γυρίζοντας όχι μόνο είχε εγκαταλείψει τη ρουμελιώτικη βαριά προφορά  με τα συγκομμένα φωνήεντα, αλλά  μιλούσε επιτηδευμένα «Αθηναίικα», όπως λέγανε τότε στην Αράχωβα, κοροϊδεύοντας τους όψιμους πρωτευουσιάνους. Χρησιμοποιούσε μάλιστα και καθαρευουσιάνικες λέξεις.  Ανέβηκε με τον πατέρα του στα καλύβια ο νεαρός, όταν απολύθηκε από το στρατό και βλέποντας σε ένα  «πάτερο» της σκεπής του καλυβιού  «σβουνιά» από βόδι, ήταν σημειωτέον μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 50 αρκετά τα βόδια στο Λιβάδι, ρώτησε  «πατέρα, πως ανήλθε  ο βους και εσβώνησε»; Κόκκαλο ο πατέρας.

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2020

Τα Κουκουριώτικα(III)


Σκηνέςαπό τα μέσα της δεκαετίας του ’50
έως τα μέσα της δεκαετίας του ’60 


Gerrisremigis
Ερωτήματα στ’ αυλάκι
Εκείνα τα χρόνια, στη γειτονιά μου, όλα σχεδόν τα σπίτια είχαν κήπο για τα χρειώδη: σίναπα και λάπαθα το χειμώνα και κάθε είδους ζαρζαβατικό το καλοκαίρι. Το πότισμα   γινόταν, από τη δημοτική τρίκρουνη βρύση του Κούκουρα, με το μεγάλο δίπλα πλάτανο. Ξεκινούσε από θαμπά και διαρκούσε μέχρις αργά το βράδυ. Γινόταν με τη σειρά, σε επάλληλους ποτιστικούς κύκλους. Τη νύχτα, το νερό της βρύσης αφηνόταν ελεύθερο,κατάντη,κι έτρεχε στους στενούς κατηφορικούς δρόμους του χωριού για τον ελαιώνα. 
Στη διαδρομή του ποτίσματος υπήρχαν τρεις(3)“δεσιές” και φυσικά τρεις(3)“καταπότες”, προκειμένου να εξυπηρετούνται οι ομάδες περιβολιών. Στην πρώτη και μεγαλύτερη“δεσιά”, λόγω της εκεί διαμόρφωσης του εδάφους, σχηματιζόταν μικρή λιμνούλα, που ήταν η χαρά των παιδιών της γειτονιάς.
Εκεί, το τσαλαβούτημα τα καλοκαίρια ήταν για μας δροσιστική απόλαυση, αλλά και το κυνηγητό απ’ τους μεγάλους αναπόφευκτο, αφού ξυπόλητοι με το χοροπηδητό μας χαλάγαμε τη “δεσιά”,και το νερό έτρεχε προς τον “καταπότη”, που δεν έπρεπε, κι έτσι η παροχή λιγόστευε.  
Η  νοικοκυρά που πότιζε εκείνη την ώρα, δεν αργούσε να καταλάβει το πρόβλημα κι ερχόταν δρόμο - δρόμο προς την πλευρά της βρύσης, για την αναζήτηση  του αιτίου κι ήταν έτοιμη για καβγά.
Όταν μας έβλεπε να χορεύουμε «το χορό των νερών», το κυνήγι ήταν αναπόφευκτο και οι κατάρες πήγαιναν σύννεφο. “Να π’να μη σώστι αχρόνιαγα - μαύρα”. Εμείς τρέχαμε μακριά, αλλά σε λίγο πάλι το χαβά μας, οπότε στη δεύτερη εμφάνιση της, έριχνε τα πιο δυνατά φραστικά όπλα της: “Να π’ναμη σώστι, Να π’νασας πάνι παρτσές-αμτσιές - κουμμάτια”.

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2020

1937: ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΣΤΟΝ ΟΜΦΑΛΟ ΤΗΣ ΓΗΣ ΜΕ ΜΠΕΤΟΒΕΝ ΣΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ


Ο μαέστρος Δ. Μητρόπουλος διευθύνει την Συμφωνική Ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών, 
στο αρχαίο Θέατρο των Δελφών τον Σεπτέμβριο του 1937.

ΑΘΗΝΑΙ, Σεπτέμβριος 1937. – Πρωΐ – πρωΐ το πλοίο μας αράζει στην Ιτέα. Είναι μια γλυκειά, φωτεινή ημέρα, ούτε ένα συννεφάκι στον ουρανό, ούτε μια ρυτίδα στη θάλασσα, οι κορυφές του Παρνασσού προβάλλουν πέρα στο γαλανό βάθος τις υπερήφανες γραμμές τους, η μικρή πόλις απλώνεται ράθυμα σ’ όλη την παραλία, λες και τεντώνεται με ηδυπάθεια, στις θωπείες του ήλιου. Θεία γαλήνη. Μ’ ερωτούν αν θέλω να βγω, να ιδώ την Ιτέα. Όχι. Θα μείνω εδώ, στην γωνιά μου, στο καράβι, ως που νάρθη η ώρα που θ’ ανεβώ στο προσκήνημα. Όλη μου η σκέψι είναι προσηλωμένη τώρα απάνω. Και τίποτα δεν πρέπει να την ταράξη. Η ψυχή και ο νους πρέπει ν’ ανεβούν ολοκάθαρα εκεί, στο Ιερό του Απόλλωνος.

Το αυτοκίνητο, αφού περάση απ’ το πράσινο πέλαγος των ελαιώνων, αρχίζει την ανάβασι στις κορδέλλες του βουνού. Τα μάτια πονούν απ’ την ωμορφιά που αντικρύζουν. Σε κάθε στροφή κι’ ένα νέο πανόραμα. Τίποτα το απαλό εδώ, τίποτα το τρυφερό. Γραμμές σκληρές, κορυφές γυμνές, μια αγριάδα συγκλονιστική, ιδίως μέσα στην αντίθεσι του ολογάλανου αυτού ουρανού, της πλημμύρας του φωτός και των χρωμάτων, του μικρού λιμανιού της Ιτέας, που από κει ψηλά φαντάζει σαν ζωγραφιστό. Κι’ όταν πια το αυτοκίνητο σταματήση στην είσοδο της ορεινής κοιλάδας, που απετέλεσε κάποτε τον ομφαλό της γης και προχωρήστε προς τα ιερά, τότε νοιώθετε την καρδιά σας να σφίγγεται μπροστά στη μεγαλοπρεπή τραγικότητα του τοπίου, τραγικότητα που καθιστούν ακόμα πιο συγκλονιστική, όλα αυτά τα δοξασμένα ερείπια, τα σπασμένα μάρμαρα, οι στήλες, τα αγάλματα…

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2020

Τα Κουκουριώτικα(II)

Σκηνές από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 
έως τα μέσα της δεκαετίας του ’60  

Η σκάλα μας, λίγο πριν αρχίσει  το κουσούλτο.
Ζωγρ. Πίνακας  Γ. Σύρου (Ραπανάκια)

Η σκάλα της εξώπορτας

To πατρικό μου,  πριν την πρώτη του ανακαίνιση, δεν είχε ανοίγματα προς τη μεριά του δρόμου, όπως και το αδερφομοίρι του, αυτό του γεροΠαναγιώτη Ζαβού, για  τους ίδιους λόγους, κλιματικούς, δηλαδή για την αποφυγή του βορινού χειμωνιάτικου κρύου. Έτσι, η πρόσβαση γινόταν από τη διπλανή κοινή  μπασιά.
Ο πατέρας μου στην οικοδομική ανακαίνιση που έκανε, αποφάσισε να παραβλέψει τους κλιματικούς λόγους και θεωρώντας ότι θα ήταν πιο ωραίο να βγάλει ανοίγματα (είσοδο και παράθυρα) προς την πλευρά του δρόμου, άλλαξε εντελώς  την αρχική κάτοψη.
Έκτοτε, μπορεί ο ψυχρός αέρας, το χειμώνα, να κτυπούσε κατευθείαν πάνω στην εξώπορτα και τα παράθυρα, και να γινόταν πιο αισθητό το κρύο, όμως το σπίτι είχε πάρει άλλη όψη. Είχε αποκτήσει εξωστρέφεια, διότι με τη σκάλα από την πλευρά του δρόμου και όχι απ’ τη μπασιά έγινε ευκολότερα προσβάσιμο και εντέλει πιο... κοινωνικό.
Η σκάλα αυτή φτιάχτηκε με τρία μεγάλα σκαλοπάτια, κι ήταν εξωτερικά βατή από τρεις κατευθύνσεις, κάθετα και  παράλληλα με το δρόμο. Τα σκαλοπάτια της τσιμεντένια, αλλά με σχετικά περιποιημένη όψη. Με αυτόν τον τρόπο ανοίχτηκε ένα καινούργιο κεφάλαιο, όχι μόνο στην επικοινωνία του σπιτιού, αλλά και στο παιχνίδι των παιδιών της γειτονιάς.
Κι ενώ από το παράθυρο της φωτοκαγιάς έβλεπα, όταν ήμουν μικρός, την απέναντι «Κίρφη»(«Ξεροβούνι»), από τη σκάλα μας, καθώς περνούσα την εξώπορτα, έβλεπα την κορυφογραμμή του «Πετρίτη» με δέος να δεσπόζει, σχεδόν να επικρέμαται πάνω από τον Κούκουρα. Είναι ο «Κατοπτήριος χώρος»των αρχαίων, τον οποίον ύμνησε ο μεγάλος ποιητής Πίνδαρος με τον στίχο του:
«Οὔρειάς τε σκοπιάς θεῶν, νιφοβόλον τ’ ὄρος ἱερόν».

Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2020

10/12 Πρώιμος Έρωτας!



Του Στέργιου Μπακολουκά

Αρχές δεκαετίας του εξήντα. Παραμονές Χριστουγέννων, σε μια φτωχική κωμόπολη, σκαρφαλωμένη στα 1.000 μέτρα που αισθανόταν, όμως, κεφαλοχώρι και ως πολυάριθμη, σε τέτοιο υψόμετρο, είχε την τύχη να φιλοξενεί εξατάξιο Γυμνάσιο.
Ο χειμώνας που είχε μπει, ήταν αλλιώτικος, μήτε χιόνια έπεσαν, μήτε πολύ κρύο έκανε. Μονάχα, να, πέρα κει κατά το Μάρτη, έριξε μια ξέπνοη πασπάλα, ίσα για φοβέρα. Για δυο νεαρά παιδιά του σχολειού, όμως, ήταν ακόμα πιο διαφορετικός, γιατί ο έρωτας τράνταξε τις καρδιές τους, βάζοντάς τα να χορέψουν στο δικό του, αρχαίο ρυθμό! 
Οι δυο έφηβοι φοιτούσαν στις τελευταίες τάξεις του «Μεικτού Εξαταξίου Γυμνασίου Α…». Ο νεαρός Ν…. , μαθητής της παλιάς ογδόης, ήταν ντόπιος. Είχε αθλητικό κορμί, ήταν μελαχρινός, νευρώδης, ξερακιανός, με σκληρά χαρακτηριστικά, αλλά…. κακός μαθητής. Προερχόταν από φτωχικό, πλην νοικοκυρεμένο σπιτικό. Ήταν καπάτσος, μελιστάλακτος πολλά υποσχόμενος έφηβος!

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2020

Εφοπλιστές και εφοπλιστές…



Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από το αποτυχημένο επαναστατικό κίνημα του Ορλώφ (1770) και η Σκεύω Πινότση, έγκυος και ετοιμόγεννη,έφτασε, όπως αναφέρεται, στην Πόλη για να επισκεφτεί στη φυλακή το σύζυγό της, Υδραίο πλοίαρχο Σταυριανό Πινότση, τον οποίο είχαν φυλακίσει οι Οθωμανοί για τη συμμετοχή του στα Ορλωφικά.
Εκεί, λοιπόν,μέσα στη φυλακή, στις 11 Μαΐου 1771,  γεννήθηκε η κόρη τους, και ο πολέμαρχος της Μάνης Παναγιώτης Μούρτζινος, επίσης φυλακισμένος,ίσως για τον ίδιο λόγο, ο οποίος έπαιξε το ρόλο της μαμής, βάφτισε τη νεογέννητη και της έδωσε το όνομα της μάνας του, Λασκαρίνα.
Η Σκεύω μετά το θάνατο του άντρα της επέστρεψε με τη νιογέννητη κόρη της οίκαδε, αλλά για λόγους οικογενειακούς δεν εγκαταστάθηκε στην Ύδρα, παρά στις Σπέτσες,όπου παντρεύτηκε τον Δημήτριο Λαζάρου - Ορλώφ.
Η μικρή Λασκαρίνα μεγάλωνε με τα οκτώ(8) ετεροθαλή αδέλφια της και όταν έφτασε σε ηλικία 17 ετών παντρεύτηκε τον Σπετσιώτη Δημήτρη Γιάννουζα και στα τριάντα της χρόνια τον πλοίαρχο Δημήτρη Μπούμπουλη. Και οι δυο αυτοί άντρες σκοτώθηκαν από Αλγερινούς πειρατές. Της άφησαν, όμως, μια τεράστια περιουσία,την οποία η Λασκαρίνα αύξησε με σωστή διαχείριση και εμπορικές δραστηριότητες.
Έχοντας ήδη μυηθεί, κατ’ εξαίρεση, στη Φιλική Εταιρεία, στον κατώτερο βεβαίως βαθμό, αφού οι γυναίκες δεν γίνονταν δεκτές στο μυστικό αυτό σύνδεσμο, αγόραζε με κίνδυνο για την ίδια και τα παιδιά της όπλα και πολεμοφόδια, τα οποία έκρυβε στο σπίτι της.