Της Άλτας Φίλου – Πατσαντάρα
Το ξέστρωμα των χαλιών στο σπίτι μας σηματοδοτούσε και την αρχή του καλοκαιριού. Εκεί κοντά της Αγίας Τριάδας, που πότε έπεφτε τον Μάη πότε αρχές του Ιούνη, άρχιζε η γιαγιά μου να «παραμερίζει», όπως έλεγε, την μεγάλη αρκούδα που ήταν μπροστά στη στόφα στο καθιστικό. Ήταν εκείνο το υφαντό το χοντρό, υφασμένο από χιλιάδες μικρά πολύχρωμα κουρέλια, κομμένα στο ίδιο μήκος και πάχος από χοντρά ή τσόχινα κυρίως παλιόρουχα κατά τέτοιον τρόπο, ώστε αυτά τα φλόκια να σχηματίζουν ένα παχύ στρώμα με ελεύθερες και αιωρούμενες τις άκρες των κουρελιών στο επάνω μέρος, σαν φλοκάτη. Ήταν βαρύ και ασήκωτο γι΄αυτό οι υφάντρες το προτιμούσαν συνήθως στο ένα μέτρο μήκος, ίσα να το βάζουν μπροστά στον νεροχύτη, στη στόφα ή στο τζάκι, όσα σπίτια το διατηρούσαν ακόμα. Γιατί από μια εποχή και μετά οι στόφες είχαν μπει σε όλα σχεδόν τα αραχωβίτικα σπίτια. Τί ήταν οι στόφες; Κουζίνες ξύλου, μανταμένιες, άκρως πρακτικές γιατί είχαν μια μεγάλη επιφάνεια όπου μπορούσαν συγχρόνως να πάρουν θέση τουλάχιστον δύο κατσαρόλες για φαγητό και ένα μεγάλο αλουμινένιο τσαγερό για ζεστό νερό. Αυτό ήταν μόνιμο εκεί, δίνοντας έτσι την πολυτέλεια στη νοικοκυρά να έχει ζεστό νερό μέσα στο σπίτι όλη την ημέρα και για κάθε χρήση. Σε μια άκρη είχε μόνιμη θέση και η «πλάκα» του παππού, από την Παλαμωνίδα, που ζεσταινόταν όλη μέρα για να τυλιχτεί προς το βραδάκι από την γιαγιά μέσα σε μια μάλλινη κάλτσα, πριν την βάλει στο κρεβάτι του το βράδι, κάτω από τα σκεπάσματα, «για τα ξερά του», όπως έλεγε τάχα απαυδησμένη. Ξέραμε όμως, πως τον συμπονούσε για την αναπηρία του και τον νοιαζόταν και πως αυτά ήταν λόγια του αέρος, όπως την μαϊμούδιζε και ο ίδιος.