Αυτές τις
χριστουγεννιάτικες μέρες ο Ελικών κι’ ο Παρνασσός έχουν τα εξαιρετικά
χειμωνιάτικα θέλγητρά των. Αρκετά χρόνια τα εχάρηκα κι’ η σύμπτωσις μ’ έφερε
κι’ εφέτος σ’ εκείνα τα μέρη. Με τη γλύκα, που άρχισεν ο εφετεινός χειμώνας,
θαρρούσε κανείς πως ήταν σχεδόν άνοιξις.
Τις ορμητικές βροχές
επακολουθούσαν καλές ηλιόλουστες ώρες και χειμώνα καιρό ίδρωνε κανείς σ’
ανηφοριές και κατηφοριές. Ευωδίαζαν τα κυπαρισσόκεδρα, οι κέδροι, τα έλατα.
Μονάχα η κορυφή του Παρνασσού είχε χιονισθεί. Άλλοτε τέτοιο καιρό ήταν
αποκλεισμένα τ’ αλβανόφωνα χωριά του Ελικώνος Κούκουρα, Κυριάκι και προ παντός
το Ζερίκι. Εφέτος έσπερναν ακόμα οι ορεινοί τα χωράφια των παραμονές
Χριστουγέννων. Και τον λεβεντόκορμο Παπασπύρο του Ζιρικίου συναντούσα χαραυγή
στα χωράφια του μαζί με τα γερά σαν τα δυνατότερα έλατα ογδόντα χρόνια του.
Απάνω στον ελατότοπο Μπομπόκου με τη φημισμένη βρυσούλα Κρέουζα, όπου τον
χειμώνα τσιμεντώνει το χιόνι, τοίχωμα τριών μέτρων και κλείνει την δίοδον των
ζαρικιτών προς την Λεβάδεια τέσσαρες βδομάδες ήταν χειμερινή καλωσύνη της ακτής
της Ηλείας. Κοτσύφια κελαδούσαν, τραγούδι υλοτόμου στο ελατόδασος τα συνώδευε
και κουδουνίσματα, βελάσματα προβάτων απηχούσαν. Αν εξακολουθήση η χειμωνιάτικη
γλύκα, θα λησμονήσουν οι περισσότεροι ποιμένες εφέτος τα χειμαδιά των κάτω στα
βουνώδη παράλια του Κορινθιακού κόλπου. Σμαράγδια οι βοσκότοποι του Ελικώνος.
Παντού το χορτάρι άφθονο και λαμπερό στον ήλιο, δροσόλουστο στη βροχή.
Η τόση ευτυχία εφέτος
και στους μεγάλους ελαιώνας της Παρνασσίδος, που σκεπάζουν ολόκληρη τη μεγάλη,
δεινή κατηφόρα προς τον ποταμόν Πλειστόν. Τα ελαιόκλαδα τσακίζονται από το
βάρος του καρπού. Αραχωβίτες, καστρίτες, χρισαΐτες, τοπολιώτες τινάζουν και
μαζεύουν τον ελαιόκαρπον και με την βροχήν ακόμα. Βιάζονται να προφθάσουν να
μαζέψουν όσον μπορέσουν περισσότερο, γιατί ξέρουν τις χειμερινές κακίες του
Παρνασσού, επιζήμιες κακίες χιονιού, πάγου για την ελαιοπαραγωγή των. Κι’ ο
ελαιών της Αμφίσσης στις δόξες του. Η Άμφισσα στις μεγάλες χαρές της. Χρόνια
πέρασαν πικρά για την εφετεινή ευτυχία. Μονάχα οι καϋμένοι δεσφινίτες εστάθησαν
πολύ άτυχοι. Ούτε σιτάρι εφέτος, τόσο που το κράτος τους διένειμε σιτάρι για να
μη πεινάσουν, ούτε καρπός στον μεγάλον ελαιώνα των κάτω στην Αντίκιρρα. Αλλά με
νέον διάθεσιν αδωσιώθησαν και πάλιν στην γεωργίαν των στο μεγάλο, μακρύ,
εύμορφον οροπέδιόν των. Εκεί φυτεύουν και καινούργια αμπέλια εφέτος κι’ από τα
χαράματα έως το σουρούπωμα εργάζονται οκτακόσιες οικογένειες στη σπορά, στο
σκάψιμο, στο αμπελοφύτευμα, στο αμυγδαλοφύτευμα. Κοκκονίτσες έκαμαν τις
γκοριτσιές των τώρα. Καμιά άλλη εποχή στην Ελλάδα δεν έβλεπε κανείς τόση
πλατειά και πληθωρική αγροτική εργασία.