Σκηνές από τα μέσα της δεκαετίας του ’50
έως τα μέσα της δεκαετίας του ’60
Η
σκάλα μας, λίγο πριν αρχίσει το
κουσούλτο.
Ζωγρ. Πίνακας Γ. Σύρου (Ραπανάκια) |
Η σκάλα της εξώπορτας
To
πατρικό μου, πριν την πρώτη του
ανακαίνιση, δεν είχε ανοίγματα προς τη μεριά του δρόμου, όπως και το
αδερφομοίρι του, αυτό του γεροΠαναγιώτη
Ζαβού, για τους ίδιους λόγους,
κλιματικούς, δηλαδή για την αποφυγή του βορινού χειμωνιάτικου κρύου. Έτσι, η
πρόσβαση γινόταν από τη διπλανή κοινή
μπασιά.
Ο πατέρας μου στην οικοδομική
ανακαίνιση που έκανε, αποφάσισε να παραβλέψει τους κλιματικούς λόγους και
θεωρώντας ότι θα ήταν πιο ωραίο να βγάλει ανοίγματα (είσοδο και παράθυρα) προς
την πλευρά του δρόμου, άλλαξε εντελώς
την αρχική κάτοψη.
Έκτοτε, μπορεί ο
ψυχρός αέρας, το χειμώνα, να κτυπούσε κατευθείαν πάνω στην εξώπορτα και τα
παράθυρα, και να γινόταν πιο αισθητό το κρύο, όμως το σπίτι είχε πάρει άλλη όψη.
Είχε αποκτήσει εξωστρέφεια, διότι με τη σκάλα από την πλευρά του δρόμου και όχι
απ’ τη μπασιά έγινε ευκολότερα προσβάσιμο και εντέλει πιο... κοινωνικό.
Η σκάλα αυτή φτιάχτηκε
με τρία μεγάλα σκαλοπάτια, κι ήταν εξωτερικά βατή από τρεις κατευθύνσεις, κάθετα
και παράλληλα με το δρόμο. Τα σκαλοπάτια
της τσιμεντένια, αλλά με σχετικά περιποιημένη όψη. Με αυτόν τον τρόπο ανοίχτηκε
ένα καινούργιο κεφάλαιο, όχι μόνο στην επικοινωνία του σπιτιού, αλλά και στο
παιχνίδι των παιδιών της γειτονιάς.
Κι ενώ από το
παράθυρο της φωτοκαγιάς έβλεπα, όταν ήμουν μικρός, την απέναντι «Κίρφη»(«Ξεροβούνι»), από τη σκάλα μας, καθώς περνούσα την εξώπορτα, έβλεπα
την κορυφογραμμή του «Πετρίτη» με
δέος να δεσπόζει, σχεδόν να επικρέμαται πάνω από τον Κούκουρα. Είναι ο «Κατοπτήριος
χώρος»των αρχαίων, τον οποίον ύμνησε ο μεγάλος ποιητής Πίνδαρος με τον
στίχο του:
«Οὔρειάς τε
σκοπιάς θεῶν, νιφοβόλον τ’ ὄρος ἱερόν».