Της Άλτα Φίλου – Πατσαντάρα
Ερχόντουσαν φορτωμένοι με ένα μπόγο στην πλάτη τους και τον απίθωναν στο καλντερίμι και φώναζαν τραγουδιστά να βγουν οι γυναίκες να δουν την πραμάτεια τους. Θυμάμαι τα αλισβερίσια που είχαν οι γυναίκες μαζί τους γιατί περνούσαν τα πρωινά κυρίως από τις γειτονιές. Οι περισσότερες βέβαια δεν είχαν χρήματα «επάνω τους», όπως δικαιολογιόντουσαν, αλλά από περιέργεια έβγαιναν όλες να ρίξουν μια ματιά, μόλις άκουγαν τη φωνή. Αυτό το ήξεραν οι πραματευτάδες, που είχαν ήδη φροντίσει να έχουν μαζί τους και έναν τενεκέ «πετρελαίου», όπως τον έλεγαν. Εκεί μάζευαν το λάδι, που δεχόντουσαν για την συναλλαγή, αντί για χρήματα. Ξακουστό το ελαιόλαδο της Αράχωβας από τότε, ότι δεν είχε πολλά οξέα, όπως άλλα λάδια. Το μοσχοπουλούσαν εκείνοι κατόπιν στα καμποχώρια που δεν είχαν ελιές και ερχόντουσαν έτσι στα ίσα τους. Ποτέ δεν κατάλαβα την αναλογία, πόσα δηλαδή «κατοστάρια» λάδι, το τσίγκινο δοχείο της εποχής για το μέτρημα, αναλογούσαν στα δύο «προσόψια», που είχε αγοράσει η νοικοκυρά, αλλά από τα ευχαριστημένα πρόσωπα και των δύο και του πραματευτή και της νοικοκυράς καταλάβαινες πως ήταν έντιμη η συναλλαγή!