Σκηνέςαπό τα μέσα της δεκαετίας του ’50
έως τα μέσα της δεκαετίας του ’60 Gerrisremigis |
Εκείνα τα χρόνια, στη γειτονιά μου, όλα
σχεδόν τα σπίτια είχαν κήπο για τα χρειώδη: σίναπα και λάπαθα το χειμώνα και
κάθε είδους ζαρζαβατικό το καλοκαίρι. Το πότισμα γινόταν, από τη δημοτική τρίκρουνη βρύση του
Κούκουρα, με το μεγάλο δίπλα πλάτανο.
Ξεκινούσε από θαμπά και διαρκούσε μέχρις αργά το βράδυ. Γινόταν με τη σειρά, σε
επάλληλους ποτιστικούς κύκλους. Τη νύχτα, το νερό της βρύσης αφηνόταν ελεύθερο,κατάντη,κι
έτρεχε στους στενούς κατηφορικούς δρόμους του χωριού για τον ελαιώνα.
Στη διαδρομή του
ποτίσματος υπήρχαν τρεις(3)“δεσιές” και φυσικά
τρεις(3)“καταπότες”, προκειμένου να
εξυπηρετούνται οι ομάδες περιβολιών. Στην πρώτη και μεγαλύτερη“δεσιά”, λόγω της εκεί διαμόρφωσης του
εδάφους, σχηματιζόταν μικρή λιμνούλα, που ήταν η χαρά των παιδιών της γειτονιάς.
Εκεί, το
τσαλαβούτημα τα καλοκαίρια ήταν για μας δροσιστική απόλαυση, αλλά και το
κυνηγητό απ’ τους μεγάλους αναπόφευκτο, αφού ξυπόλητοι με το χοροπηδητό μας χαλάγαμε
τη “δεσιά”,και το νερό έτρεχε προς τον
“καταπότη”, που δεν έπρεπε, κι έτσι η
παροχή λιγόστευε.
Η νοικοκυρά που πότιζε εκείνη την ώρα, δεν
αργούσε να καταλάβει το πρόβλημα κι ερχόταν δρόμο - δρόμο προς την πλευρά της
βρύσης, για την αναζήτηση του αιτίου κι ήταν
έτοιμη για καβγά.
Όταν μας έβλεπε να
χορεύουμε «το χορό των νερών», το
κυνήγι ήταν αναπόφευκτο και οι κατάρες πήγαιναν σύννεφο. “Να π’να μη
σώστι αχρόνιαγα - μαύρα”. Εμείς τρέχαμε μακριά, αλλά σε λίγο πάλι το χαβά
μας, οπότε στη δεύτερη εμφάνιση της, έριχνε τα πιο δυνατά φραστικά όπλα της: “Να
π’ναμη σώστι, Να π’νασας πάνι παρτσές-αμτσιές - κουμμάτια”.