ΘΑΡΡΕΙΣ ΜΝΗΜΗΣ
ΛΙΤΑΝΕΙΑ
Χρίστος Ε. Μαυρόπουλος
Καημοί και ντέρτια στο ποτήρι,
μεζέδες, κοκορέτσια στο τραπέζι,
και η ζωή τους μια ατέλειωτη υπομονή κι ένα
καρτέρεμα,
ώσπου
να φάει, να πιεί και το φεγγάρι !
Οι
ταβερνιάρηδες που μοσκοβόλιζαν την αγορά, τις μέρες και τα χρόνια μας.
Του Τόπου μου οι ταβερνιάρηδες με
ψησταριές στα όξω, σούβλες πολλές,
αδερφωμένες,
να τρογυρνάνε, να ψήνονται σπληνάντερα, κοκορέτσια, κοντοσούβλια, ν’ αλλοφρονεί
και να μοσκομυρίζει ο τρόγυρος κι οι διαβατάρηδες, ντόπιοι και ξενομπάτες,
χοντραχείληδες και αχαμνοί, να χάνονται στην τσίκνα και στης ξυγκιάς τη
λιγωμάρα !
Οι ταβερνιάρηδες
του Τόπου μου, ο μπαρμπα ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΣΑΡΓΥΡΗΣ, ο ΚΑΡΜΑΛΗΣ, ο ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΣ, ο
ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗΣ, ο ΚΑΡΔΑΡΑΣ, ο Α. ΖΑΜΠΑΣ…
Όλοι τους εκεί
στην άκρη πλιόνε.
Στη μαρμαρένια
πολιτεία.
Στο κοιμητήρι.
Εκεί που στέκουνε
ολόρθοι οι σταυροί με τα ονόματά τους και μια παλιά, θαμπή φωτογραφία τους, στο
εικονοστόλιστο καντύλι.
Κι όλοι τους στο ίδιο μπόι πλιόνε, με τη φαρδειά στον ώμο τους
πετσέτα για του σοφρά το σφούγγισμα. Στο χέρι τη μισή, το πιάτο στ’ άλλο με τα
μεζεκλίκια, στα χείλια η φχαρίστηση, στα μάτια η φωτιά, στα πόδια η γεργάδα και
στη βαβούρα, στο χαμό της πλέμπας και στη γκρίνια, η κούτρα τους να
γεννοσποριάζει πάντα καλότροπη απόκριση.
Οι ταβερνιάρηδες που πλιόνε ανέγνοιαστοι, γαλήνιοι, σιωπηλοί,
σαν Άγιοι βουνίσιοι τον Κόσμο θωρούνε βλάμηδες, τακίμια κι αδερφοποιτούς.
Όλους αυτούς που
αντάμα πορευτήκανε
στους δρόμους τους
παλιούς,
του ονείρου, της ανάγκης,
της φιλίας,
στ’ «ατέλειωτο»
ταξίδι τους, στη γλύκα του κρασιού και του μεζέ πιστοί,
προσκυνητές στην
Αγιοσύνη της ζωής
ώσπου να ‘ρθει η
ώρα η στερνή.
Σιμά τους, η ΠΑΝΑΓΙΑ η αριστεροκρατούσα.
Πιο κει, Άγιος δίχως όνομα, βουβός κι αυτός και στρατοκόπος !
Κι έτσι που ανατρεμίζουνε τα κυπαρίσσια απ’ τον πολύν αγέρα,
παράθυρο θαρρείς ανοίγουνε ως κάτω την ασημένια θάλασσα του ελαιώνα,
όπου
τα ντρίλια, τα χαμώπανα, τα δίμιτα, οι αλατζάδες,
μια-μια μαζεύουν, όπως και κάθε χρόνο, τις ελιές !
Κι αυτοί να τους τηράνε απ’ τ’ αψηλά !
Αυτοί που σκαπετίσανε νωρίς-νωρίς απ’ τη ζωή, ότε που
ερχότανε ο ήλιος με φορεσιά της άνοιξης. Όμως κι αυτός στα σήμερα, έχει αλλοφρονήσει
!
Μια κρύβεται στου φεγγαριού τη σκιάδα, μια έρχεται, μια
φεύγει πυρρόχρωμος
και πότενες χτικιάρης, τόσο που δεν κατέχω πλιόνε την άνοιξη
αν φέρνει, ή μπαίνει τάχατες ντουγρού στο καλοκαίρι !
Όλα, μα όλα έχουν αλλάξει πλιόνε απ’ το φευγιό τους.
Φύγανε,
κι ο ΜΗΛΙΩΝΑΣ, ο ΑΛΕΞΑΚΗΣ, ο ΤΣΕΛΕΠΗΣ, ο ΚΑΦΑΣΗΣ, ο
ΣΙΑΜΗΤΡΟΣ, ο ΤΑΡΕΛΟΓΙΑΝΝΟΣ, ο ΜΑΥΡΕΠΗΣ, ο ΦΛΑΔΑΣ, ο ΤΑΛΑΓΑΝΗΣ, γερόντια γνωστικά, πελάτες στις
ταβέρνες και αδερφοποιτοί στου ποτηριού τις στράτες, που στα μεγάλα κέφια τους ξεμανταλώνανε
στορήματα με τάραχο και θαμασμό, πάντα με το σουγιά τους ξύνοντας το κοκκαλάκι
του μεζέ, ώσπου ν’ ασπρίσει, να στραφταλίσει θαρρείς ξερακιασμένο απ' τον αψιόνε
ήλιο !
Πάνε κι οι ρούγες, τα κρασοπουλειά, τα καπηλιά, τα χάνια οι
καφενέδες που μοσκομυρίζανε…
Οι άντρες με τη λεβεντωσύνη τους, τη μπέσα τους, οι μάγκες,
οι ασίκηδες με τη χωρίστρα στα μπριγιολέ μαλλιά τους…
Ακρίβησε και η λακέρδα, το κοντοσούβλι, ο τσίρος, το χαψί, η
ρέγγα, το κρασί…
Κι αν ζούσανε στα σήμερα εκείνοι οι παλιοί, σίγουρα θα
φουγιάζανε : «Ει, εσείς οι νιοί, στραβά την πάτε τη ζωή.»
Έτσι είναι όμως το ταξίδι και η… ανηφοριά !
Πρώτα και πάνω απ’ όλα η… αλλαγή !
Να έρχονται δηλαδή οι νιοί, να φεύγουν οι παλιοί.
Το ‘χενε πει κι ο… Βούδας.
«Σ’ αυτόν τον Κόσμο, τίποτα μονιμότερο της αλλαγής.»
Ας είναι λοιπόν,
αιώνια η μνήμη των παλιών, ωραίων μας γερόντων, που πότενες
την κάπα τους ζαλικωμένοι, πότενες το σουρτούκο και πότενες το «σωκάρδι» τους,
πνίγαν τα ντέρτια τους και πλάθανε τα ονείρατά τους στου
ποτηριού τα ηλιοβασιλέματα,
όλοι τους αντάμα,
σάμπως σε μιας στιγμής θαρρείς φωτογραφία,
που σήμερα στα μέσα μου, διαβαίνει σα μνήμης Λιτανεία !