Η συντροφιά εσταμάτησεν εκεί επάνω
την 9ην πρωϊνήν.
Αρκετά άτομα, ο γιατρός Λουκάς, δυο
δικηγόροι, ο Μήτσος και ο Πέτρος, ο απαραίτητος δάσκαλος ο Γιάννης, ο φίλος από
το χωριό ο Πανάγος, τρείς αγωγιάτες, ο Μήτρος, ο Γιώργος και ο Παναγιώτης, εξ
μουλάρια καλά και τρία σκυλιά του δικηγόρου Μήτσου, ο οποίος ήτο μανιακός
αλήθεια κυνηγός.
Μια μικρή λάκκα 1700 ή 1800 μέτρα
υψηλότερα από τας θαλλάσσας, με ολίγους μικρολοφίσκους πετρώδεις εδώ και εκεί
και προς βορράν ένα απότομον βράχον πολύ υψηλον 200 ή 300 ακόμη μέτρα από την
λάκκαν, ο οποίος σχηματίζει εν από τα μεγάλα αντερείσματα των ακροτάτων κορυφών
του Παρνασσού, της Λιάκουρας και του Γεροντόβραχου.
Κάτω από την λάκκαν αυτήν προς τον
νότον, είνε η χαράδρα εις μιαν θέσιν της οποίας ο Οιδίπους εφόνευσε τον πατέρα
του Λάϊον. Από τον σταθμόν μας όμως δεν φαίνεται καθόλου αυτή η χαράδρα.
Εσταματήσαμεν λοιπόν στο Ακρινό Νερό,
δηλαδή κοντά σ’ ένα μικρό σωρό μεγάλων πετρών, κάτω από τας οποίας βγαίνει το
νερό, ολίγον τώρα τον Ιούνιον, αλλά κρύο πολύ. Δυο δάχτυλα νερό μόνον. Γίνεται
απ’ αυτό μια λεκανίτσα, όσον ένα βήμα, έπειτα ένα αυλακάκι και έπειτα τίποτε.
Ούτε δένδρα καθόλου εκεί. Μόνον ολίγη
χλόη και κάτι αδάντα που σαλεύουν τόσο όμορφα με τους μακρούς και λεπτούς και
μαύρους μίσχους των βαθυπρασίνων φύλλων στο νεράκι που μόλις κινείται. Τα έλατα
είνε πολλά και πυκνά, αλλά εις απόστασιν αρκετήν από το νερό από τους λοφίσκους
και πέραν.
***
Ο Πέτρος ο δικηγόρος κοντός πολύ και
φαγάς τρομερός, επομένως και ολοστρόγγυλος, καταγίνεται σκυμμένος εις την
λεκάνην του νερού, να την καθαρίση από τα χώματα και τες πρασινάδες, δια να
τοποθετήση μέσα στο κρύο νερό εύμορφες στρογγυλές ξανθοκόκκινες ντομάτες και τα
σχετικά αγγούρια.
- Θα
φας, Λουκά, σε λίγο – έλεγε στο γιατρό – ντομάτες γκλασέ και αγγούρι κατεψυγμένο. Σώπα κι’ έννοια σου.
Ο Μήτσος με τον Δάσκαλο εσφύρηξαν στα
σκυλιά τους και τώβαλαν για το μεγάλο βράχο.
- Με μια ώρα κι’ ούτε, θα σας έχουμε
όσες πέρδικες χρειάζεσθε για να φάτε ένα πόδι καθένας.
- Περπατάνε
μ’ ένα πόδι κυρ Μήτσο; Ηρώτησεν ο Γιώργος.
- Οι
αγωγιάτες αλήθεια θα φάνε από δυο πόδια. Το υπόσχομαι.
-Λέω μαθές.
Και ο Μήτσος εσκάλωνεν εις τον
υπερκείμενον βράχον με τον σύντροφόν του, ενώ ο Γιώργος ο αγωγιάτης ετακτοποίει
τας προμηθείας δια το πρόγευμα πλησίον της μικράς πηγής.
Και ο Πανάγος ο χωρικός, φρόνιμος
άνθρωπος πάντοτε, κατευθύνετο προς την στρούγγαν, που εγνώριζε πίσω από τους λοφίσκους
εκεί, εις απόστασιν πέντε λεπτών από το Νερό.
- Λίγο
κρέας, έλεγε προχωρών, και τυρί
φρέσκο, δεν είνε τόσο νόστιμα σαν τις πέρδικες του βουνού, μα είνε φαγητό πολύ
βεβαιότερο από τα πετούμενα αυτά.
***
Είχε παρέλθει η 10η ώρα
και είχον φαγωθή από τον Πέτρον τον δικηγόρον και τον Λουκάν τον ιατρόν σχεδόν
οι ντομάτες, όταν και πάλιν συνεκεντρώθη η συντροφιά εις την μικράν πηγήν.
-Άκουσες
πολλά ντουφέκια; Έλεγεν ο Γιώργος ο αγωγιάτης, σφίξε καλά την κοιλιά σου. Νηστικός θα μείνης χωρίς άλλο από πέρδικες.
- Όχι όμως και από το
Γιάννο τοντσοπάνη τα’ Ακρινού Νερού, εφώναξεν ο χωρικός ο
οποίος εκείνην την στιγμήν επέστρεψε με τον Γιάννο του και δυο
σκύλους,παρακολουθήσαντας από την στρούγγαν.
-
Αυτό έλειπεν, είπε πειραχθείς ο Μήτσος ο κυνηγός. Να φάμε τώρα και το Γιάννο.
- Ή το ωραίο κρέας, που
έχει ομορφοψημένο ο Γιάννος, κυρ Μήτσο.
***
Το κρέας εξεδιπλώθηκεν από μια
καταλιγδωμένη πετσέτα και διανεμήσθη εν τάχει εις τους συντρόφους.
Τρώγει κανείς αλήθεια και πέτρες εις
ένα τόσο ύψος, μ’ εκείνον τον κατακάθαρον αέρα και όταν έχει κάμη τριών ωρών
πορείαν, ακόμη και αν προ στιγμής είχε καταβροχθίσει κάδες κρυωμένες ντομάτες.
Ο καλός αυτός άνθρωπος και
κατεβρόχθιζε και εφλυάρει εν ταυτώ. Οι άλλοι μασσούν μόνον και σιωπώσιν.
- Γιάννο,
ένα μικρό αγγούρι θα το πεθύμησες βέβαια, είπεν ο Πέτρος. Είναι παγωμένο αληθινά. Είχε κρυφθεί από κάτω
στην πρώτη πέτρα του νερού.
- Κι’ έτσι σου γλύτωσε,
προσέθηκεν ο φουρκισμένος κυνηγός της συντροφιάς.
- Ενώ οι πέρδικες οι
δικές σου, γλύτωσαν χωρίς να κρυφθούν.
***
Μιαν ώραν έπειτα η συντροφιά ήτο
έτοιμη δια την εξακολούθησιν της πορείας. Δρόμον ενός τετάρτου απ’ εκεί και θα
εισήρχοντο εις δάσος πυκνόν από ωραία έλατα, Ήτο πλέον ανάγκη και σκιάς.
Όλοι ηυχαρίστουν ήδη τον Γιάννο διά
το εκλεκτόν κρέας του.
Και ο Γιάννος με κάποια φανερή
συγκίνηση
- Ήταν η πιο γριά
προβατίνα, που είχα στο κοπάδι μου. Ιννιά χρόνια γύριζα μαζί της εδώ στα
κατσάβραχα, που βλέπετε. Ιννιά σωστά χρόνια. Θεός σχωρές την.
- Και σένα ποιος Γιάννο;
- Εμένα; Τ’ Ακρινό
Νερό. Αυτό χωνεύει και σίδερα. Αλλά κοιμηθήτε και λιγάκι, όπου βρήτε καλόν
ίσκιο. Κάνει κι ο ύπνος τα θαύματά του.
Το παραπάνω
κείμενο δημοσιεύτηκε σε Αθηναϊκή εφημερίδα τον Ιούλιο του 1920.