[…] Κατά την πορείαν μας προς τους Δελφούς, εφθάσαμεν εις εν μέρος, όπου
υπήρχε βαθεία πετρώδης χαράδρα, σχηματιζομένη από καθέτους βράχους, από τους
οποίους έτρεχε διαυγέστατον ύδωρ. Ολίγον περαιτέρω, το ύδωρ τούτο εχύνετο διά
τριών κρουνών εις μεγάλην μαρμαρίνην δεξαμενήν, οπόθεν υπερεξεχείλιζεν επί των
φαλακρών βράχων.
Από βράχου εις βράχον,
το διαυγέστατον ύδωρ κατήρχετο προς την κοιλάδα, την οποίαν διέρρεεν ως καθαρόν
ρυάκιον.
Εκεί είδομεν γυναίκας
αι οποίαι έπλυνον αφωσιωμέναι εις την εργασίαν των και αι οποίαι μόλις λοξώς
κάπως μας παρετήρησαν. Τας ηρωτήσαμεν πως ωνομάζετο η τοποθεσία η οποία
εφαίνετο εκεί πλησίον και όπου μόνον καλύβια υπήρχον. Αλλά καμμίαν απάντησιν
δεν ελάβομεν από αυτάς. Ήτο φανερόν ότι δεν εγνώριζον ελληνικά.
Τότε ήλθον πλησίον μας
μερικοί άνδρες, άσχημοι και με εξωγκωμένα τα μήλα του προσώπου των, οι οποίοι
ωμιλούν γλώσσαν και μας είπον, ότι το από ολίγα καλύβια αποτελούμενον χωρίον
ωνομάζετο Δελφοί και είχεν ολίγους αλβανοφώνους κατοίκους. Αι γυναίκες των δεν
εγνώριζον ελληνικά, διότι εις την οικίαν των μόνον την αλβανικήν γλώσσαν
μετεχειρίζοντο.
Οι άνδρες εκείνοι μας
έδειξαν μερικά σπίτια εντός της πετρώδους χαράδρας, μιαν υπόγειον στοάν ύψους
πέντε περίπου ποδών και ολίγον περαιτέρω μιαν μικράν λίθινην εκκλησίαν από την
θύραν της οποίας εξήλθε λευκογένειος ιερεύς, όστις με ζωηράν φωνήν είπεν ολίγας
λέξεις αλβανιστί εις τας εκεί πλησίον ευρισκομένας γυναίκας.
Τους λόγους του
γέροντος ήκουσαν με πολλήν προσοχήν, αλλά και με καταφανή έκπληξιν αι αγαθαί
γυναίκες.
Τότε εμάθομεν παρά των
ανδρών, ότι προ δεκατεσσάρων ημερών ο ιερεύς είχε προείπει εις τας γυναίκας
των, ότι ξένοι πολεμισταί έμελλον να φθάσουν μέχρι των Δελφών.
Ακολούθως ηρωτήσαμεν αν
οι κάτοικοι του μικρού καλυβοχωρίου εγνώριζον οπωσδήποτε την αρχαίαν του τόπου
εκείνου ιστορίαν ούτοι όμως δεν είχον γνώσιν της σπουδαιότητος της χώρας, ούτε
του ονόματος των Δελφών.
Το μόνον το οποίον ήσαν
εις θέσιν να μας είπουν, ήτο ότι ο εκάστοτε ιερεύς της μικράς εκκλησίας της
χαράδρας είχε το χάρισμα του προφητεύειν, πράγμα το οποίον και εις την
προκειμένην περίπτωσιν είχεν αποδειχθή. Διότι όντως, ιδού ότι ημείς, Βαυαροί
στρατιώται δηλαδή ξένοι πολεμισταί, ευρισκόμεθα, συμφώνως προς την πρόρρησιν
του γέροντος ιερέως, εις τους αρχαίους ενδόξους Δελφούς.
Ούτως από το παρελθόν
έμεινεν ακόμην η παράδοσις περί της έδρας της Πυθίας, το προφητικόν χάρισμα της
οποίας είχε κληρονομήσει ο ιερεύς της εκκλησίας της χαράδρας, ενώ οι σημερινοί
των Δελφών κάτοικοι ουδεμίαν διετήρουν ανάμνησιν των θαυμασίων εκείνων
πραγμάτων της εποχής των αρχαίων Ελλήνων.
Εκ Δελφών εβαδίσαμεν
προς την Άμφισσαν δια δυσβάτου στενού δρόμου, όστις καταλήγει εις την
στρογγύλην ομώνυμον κοιλάδα, εις το τέρμα της οποίας, παρά την βάσιν παλαιού
ενετικού πύργου, κείται η από πενιχράς καλύβας συγκειμένη πολύχνη.
Ολίγιστα μόνον λίθινα
κτίρια, εσπαρμένα μεταξύ των καλυβών, υπήρχον τότε εις την Άμφισσαν. Εις την
αγοράν της πολίχνης ταύτης υπήρχε καφενείον, το οποίον είχεν εν και μόνον
παράθυρον, αλλά σχετικώς μέγα και φέρων ύαλον. Δια τον λόγον ακριβώς τούτον
είχε το μεγαλοπρεπές όνομα: Το υάλινον καφενείον. Δευτέρα ύαλος δεν υπήρχεν εις
κανέν άλλο παράθυρον της Αμφίσσης.
Την εσπέραν της αφίξεώς
μας εις την πολίχνην ταύτην, εγώ κατέλυσα εις την οικίαν του γνωστού αρχηγού
παλληκαριών του καπετάν Μαμούρη. […]
Το παραπάνω κείμενο είναι από τα
απομνημονεύματα του Βαυαρού αξιωματικού του βασιλιά Όθωνα, Χριστόφορου Νέζερ. Ο
Νέζερ πέρασε από την περιοχή μας στα τέλη του Οκτωβρίου του 1833. Την περιγραφή
του για την Αράχωβα όπου πέρασε, μπορείτε να την διαβάσετε στο βιβλίο του Στάθη
Ασημάκη “Περιηγητές στο Πύθιο Ιερό, και τα πέριξ από το 10ο έως το
19ο αιώνα”, στην ψηφιακή βιβλιοθήκη του Λαογραφικού Μουσείου
Αράχωβας εδώ:http://www.arachovamuseum.gr/files/pdfs/a_tomos_9_o_teuxos.pdf