Του Στέργιου Μπακολουκά
Στις δυο δεκαετίες που ακολούθησαν το μεγάλο πόλεμο,
το ψωμί που κυριαρχούσε στο τραπέζι των
νοικοκυριών της Αράχοβας είχε δυο χαρακτηριστικά: ήταν τόσο μαύρο, σχεδόν
κατάμαυρο, όσο κι ο έβενος, και κολασμένα νόστιμο, περισσότερο και από μελ’τωμένο
….παντεσπάνι. Η μυρουδιά του σε λίγωνε
και σε χόρταινε πριν ακόμα το βάλεις στο στόμα σου. Το ζύμωναν οι γυναίκες του χωριού σε τεράστια
καρβέλια δυο και τριών οκάδων το καθένα, και σε ποσότητα σύμφωνη με
τα στόματα, που το κάθε σπίτι είχε να θρέψει.
Το λιγότερο μια φορά το μήνα, οι γυναίκες του σπιτιού
ακολουθούσαν αυτή τη διαδικασία, αναπιάνοντας προζύμι αποβραδίς στο ζ’μουσκάφ’δου (ξύλινη σκάφη για ζύμωμα ψωμιού) και την άλλη
μέρα, οι ίδιες σαν χειροδύναμοι παλαιστές, αφού ανασήκωναν τα μανίκια τους,
ζύμωναν τα καρβέλια τους και τα έψηναν
στους χτιστούς ξυλόφουρνους που κάθε σπίτι είχε στην αυλή του. Μετά,
αφού κρύωναν, τ’ αράδιαζαν σε μια
μακρόστενη ξύλινη τάβλα στερεωμένη απ’ τις δυο πάντες με σύρμα ψηλά στο ταβάνι
του κατωγιού, για να μην τα φτάνουν τα ποντίκια και τα …παιδιά, και σιγά-σιγά τα κατανάλωναν.
Τότε, όλα τα σπίτια του χωριού και μικρά περβόλια είχαν
που σ’ αυτά καλλιεργούσαν τα χρειώδη ζαρζαβατικά, και αυλές, όπου και κότες
έτρεφαν μαζί με κουνέλια, και σε χτιστούς φούρνους έψηναν
ψωμί και π’ταλιές με πετιμέζι (λεπτό παραδοσιακό γλυκόψωμο), και
τραχανόπιτες - ψαρέλες (χωρίς φύλλα) τις Αποκρές, και μπριγιάνι-μπακαλιάρο (παραδοσιακό φαγητό),
με σέσκουλα, στρέφλα, λάπαθα, παπαρούνες, πρασλήθρες και μυρωδάτες καυκαλήθρες
και μυρμνίδες του Ευαγγελισμού και το Βαγιό, και λαχανόπιτες την άνοιξη, και
γλυκά στριφτά και μπακλαβάδες παραδοσιακούς, αλλά και σαμάτους (με σουσάμι) την
Πρωτοχρονιά, μυγδαλάτα και κουραμπιέδες τ’
Άϊ Γιωργιού και στις άλλες
γιορτές.
Βλέπετε ήταν ανοιχτά νοικοκυριά που στηρίζονταν στην
οικονομία της εσωτερικής παραγωγής, στο αλληλοβόηθειο και στην ανταλλαγή των
δικών τους προϊόντων. Το ρητό: «Ο Θεός
και ο Γείτονας» ίσχυε στην κυριολεξία. Όλ’ αυτά χάθηκαν, όταν οι κάτοικοι άρχισαν να
οικοδομούν και το τελευταίο τετραγωνικό που τους ανήκε, «ξεπατώνοντας» τα
περβόλια και μετατρέποντας τα κοτέτσια σε ενοικιαζόμενα δωμάτια.
Το ψωμί αυτό
προερχόταν από στάρι - σήμερα ο σπόρος του έχει χαθεί - που λεγόταν διμηνιό, σπαρμένο και θερισμένο κατ’ αποκλειστικότητα στο οροπέδιο του
Λιβαδιού στα χίλια τριακόσια μέτρα υψόμετρο, στους δυο μήνες που εκεί
επικρατούσε καλοκαίρι, εξ ου και τ’
όνομά του(διμηνιό = δυο μηνών).
Το άλεθαν μετά, στο μύλο του Συνεταιρισμού και του Κοκορέλη, μαζί με
τη φλούδα του, αυτός ήταν ο λόγος που έβγαινε τόσο μαύρο, και αφού
πλήρωναν αξάϊ(αλεστικά) από το ίδιο τ’
άλεσμα στο μυλωνά, ακολουθούσαν την αράδα που χρειαζόταν για να γίνει
ψωμί.
Τις πρώτες ώρες που τα καρβέλια έβγαιναν από το φούρνο,
καθώς το ψωμί ήταν απαλαγό(μαλακό), αν είχες
κρεμμύδια ξερά, ελιές καδήσιες (από ξύλινο δοχείο αποθήκευσης ελιών σε
άρμη), ντομάτες από το περβόλι, καμιά σφλέγγα(κομμάτι) τυρί, και, βεβαίως, παλιόκρασο (παλαιωμένο Αραχοβίτικο κρασί), το
γεύμα σου ήταν πλουσιοπάροχο. Αν τύχαινε να μαζευτεί και παρέα, το γεύμα
γινόταν ηγεμονικό και με τη συζήτηση, το κρασί και με το επιπλέον κατιτίς της νοικοκυράς, πάταγε χρονικά μέχρι το δείπνο και οι συνδαιτυμόνες
γίνονταν Δειπνοσοφιστές, γουργουρίζοντας
στο τέλος και κανένα χαβά παραπονιάρικο,
ενώ οι δουλειές «πάγαιναν κατ’
ανέμ’».
Όμως, μετά
την πρώτη βδομάδα που έβγαιναν από το
φούρνο, τα καρβέλια μπαγιάτευαν και χωρίς να χάσουν την νοστιμιά τους,
σκλήραιναν, η δε κόρα τους σου μάδαγε τα ….ούλα, όταν την έτρωγες. Στις περιπτώσεις αυτές τη λύση την έδινε το ζεστό φαΐ ή το
νερό, στο οποίο βρεχόταν το ψωμί, ή
ακόμα και το γάλα στο οποίο τα μικρά παιδιά,
αφού το βούταγαν, για να παπαρώσει , το έτρωγαν…
Έτσι γινόταν
εύλογη η απορία της
πρωτευουσιάνας δασκάλας στο
δημοτικό, όταν της έλεγαν τα παιδιά, ότι πριν έρθουν στο σχολειό είχαν ….φάει το γάλα τους και αυτή δεν μπορούσε να
καταλάβει πώς γινόταν αυτό, αφού το γάλα …πίνετε! Χρειάστηκαν διευκρινιστικές
ερωτήσεις εκ μέρους της για να καταλάβει
ότι τα παιδιά το έτρωγαν με το
κουτάλι, γιατί νωρίτερα είχαν τρίψει ψωμί μέσα σε αυτό.
***
Την ίδια
εποχή, στην κεντρική πλατεία του χωριού,
λειτουργούσε ένας και μοναδικός επαγγελματικός φούρνος για όλο το χωριό.
Ήταν ο ξυλόφουρνος του Μπάρμπα Μήτσου,
αλλά επειδή αυτός είχε γεράσει, τον δούλευε ο γιος του ο Αντώνης με τη γυναίκα
του. Βέβαια ο γέρο Μήτσος ήταν πάντα εκεί, όπως και η γριά του, παρέχοντας τις
συμβουλές τους, όταν χρειαζόταν. Βόηθαγαν επίσης στη δουλειά, μετά το σχολείο,
και τα δυο παιδιά του ζευγαριού.
Ήταν
εγκαταστημένος στο ισόγειο γωνιακό κτήριο, το
εφαπτόμενο στην πλατεία Λάκκας και στην αριστερή γωνιά της ανηφοριάς του
Αφανού, ιδιοκτησίας των αδελφών Ξερομερίτη (παλιότερα βρισκόταν στα Μαντέϊκα,
δίπλα στο κρεοπωλείο του Λαμπράκου -Αλεξάκη).
Τα καρβέλια που
έψηνε αυτός ο φούρνος, ήταν διαφορετικά, δεν έμοιαζαν μ’ εκείνα των
χωριατόσπιτων. Ήταν κάτασπρα, μαλακά, μπαγιάτευαν πιο γρήγορα και είχαν αλλιώτικη μυρουδιά,
όταν έβγαιναν από το φούρνο, λιγότερο έντονη, πιο λεπτεπίλεπτη, αλλά και πιο σύντομη απ’ τα χωριάτικα.
Τρωγόντουσαν, όμως, πολύ πιο εύκολα και ήταν πιο λαχταριστά. Παρασκευάζονταν σε
τρεις τύπους. Την παραδοσιακή λευκή μακρόστενη φρατζόλα, και την αντίστοιχη …πολυτελείας
που ψηνόταν σε μεταλλική φόρμα και είχε τη μορφή της σημερινής συσκευασίας
ψωμιού του ….τοστ, καθώς και σε οβάλ
καρβέλια του κιλού. Και οι τρεις προορίζονταν για τις ταβέρνες, τις πλούσιες
οικογένειες του χωριού, γι’ αυτούς που
δεν …άδειαζαν να ζυμώσουν, τους
καλομαθημένους πρωτευουσιάνους που τα καλοκαίρια παραθέριζαν στο χωριό και τους περαστικούς επισκέπτες ή τους
επιβάτες των διερχόμενων λεωφορείων της
γραμμής, που πάντα έκαναν στάση για να
ξαποστάσουν για λίγο, στην Αράχοβα. Βεβαίως, ο φούρνος έψηνε και φαγητά σε
ταψιά, αλλά και γλυκά κατά παραγγελία.
Το μαγαζί
είχε στη φάτσα του τρεις πόρτες. Η αριστερή χρησίμευε ως είσοδος προς το πίσω
μέρος του μαγαζιού που ήταν αποθήκη και παρασκευαστήριο μαζί. Από κει κάθε
λογής υλικά: μπούρδες(ειδικά σακιά για
αλεύρι) άλευρα, προσανάμματα και καυσόξυλα, στάχτη από το φούρνο, αντικείμενα
για ζύμωμα, δοχεία κάθε είδους και μεγέθους, σκάφες ξύλινες και μεταλλικές,
τσουβάλια με ζάχαρη και αλάτι, μπαινόβγαιναν καθημερινά.
Η δεξιά πόρτα
ήταν πάντα κλειστή και πίσω της, εκτός από τα διάφορα χρηστικά
αντικείμενα, υπήρχε και ένα στρογγυλό μεταλλικό τραπέζι με δυο καρέκλες, στο
οποίο έπαιρνε τον καφέ του, πρωί - απόγευμα
ο μπάρμπα - Μήτσος. Από την κεντρική πόρτα μπαίνοντας, συναντούσες μπροστά σου, στα
πέντε βήματα, τον ξύλινο πάγκο με τα ψωμιά. Πίσω του ανοιγόκλεινε χάσκοντας, σαν γεροντική οδοντοστοιχία, το
στόμα του ... μπαρουτοκαπνισμένου, από τα πολλά ψησίματα, φούρνου.
Πολλές φορές τα
παιδιά του φούρναρη, με τα παιδιά της γειτονιάς, αντάλλασσαν αυτό το κάτασπρο
ψωμί, με αντίστοιχο μαύρο. Βλέπετε ο καθένας επιθυμούσε αυτό που δεν είχε.
Βέβαια, συχνά, η ισοτιμία ανταλλαγής έμπαινε σε αμφισβήτηση και από τις δύο
πλευρές, γιατί ενώ με μια φέτα μαύρο ψωμί χόρταινες, αντίθετα για να …. «πατώσεις» μόνο με το άσπρο, έπρεπε να φας
ένα καρβέλι.
Τα γειτονόπαιδα
αυτές τις κάτασπρες μακρόστενες
φρατζόλες τις είχαν μάλλον για γλυκό ή επιδόρπιο, παρά τις έπαιρναν ως ψωμί για χόρταση. Δυστυχώς, όμως, επειδή η προσφορά μαύρου
ψωμιού σε σχέση με το λευκό ήταν σε
….πληθωρισμό, αν και οι δυο πλευρές είχαν την ανάγκη της αλλαγής
στο μονότονο σιτηρέσιο, ναι μεν τα εύρισκαν στο ζύγι, αλλά όλες τις
φορές σε βάρος του μαύρου. Η μεγάλη τους διαφορά ήταν ότι το μεν μαύρο είχε
κόπο για να παραχθεί, τον οποίο οι χωριάτες μπορούσαν να τον διαθέσουν
απλόχερα, ενώ το λευκό ήθελε λεφτά, που αυτά τα
….μαγκούφια! όπως λέει και η λέξη ήταν …. λειψά! και οι χωρικοί της
εποχής τα ντουφέκαγαν με το ….καλάμι.
Όσο για τα
παιδιά που έμεναν χωρίς ανταλλαγή,
μπορούσαν να ...ξελαχταρίσουν αγοράζοντας
μια μερίδα ψωμί με ένα πενηνταράκι, που σπάνια το είχαν. Αλλιώς έβαζαν αυτόν που το έφαγε να ...περιγράψει με δικά του λόγια την απόλαυση. Ήταν
συνηθισμένες οι εκφράσεις μεταξύ των
παιδιών:
«Τσι τι λουγιώ ήταν, τώρα π’ το ’φαγις;» ή «ρε, δώμ’
λίγου τσι ’μένα, τσ’ άμα πάρου δ’κόμ’,
θα σ’ δώσου» .
Άλλοτε πάλι οι γείτονες και μόνο αυτοί, αγόραζαν καμιά
μεριά(τσουβάλι) αλεύρι από το φούρναρη, ο οποίος τους έκανε χάρη σε αυτό, γιατί
δεν ήταν η δουλειά του να πουλάει αλεύρι αλλά ψωμί, για να το αναμίξουν με το
διμηνιό και έτσι να του δώσουν ανοιχτότερο χρώμα και μαλακότερη υφή.
***
Ένα καλοκαιρινό
πρωινό εμφανίστηκε, τραβώντας το γάιδαρό του, μπροστά στο φουρναριό της
πλατείας, ο γέρο Γιάννης ο Σκαμπανέας,
που έμενε δυο τρία σπίτια πίσω από το
φούρνο, κοντά στην πλατεία του Αφανού. Είχε συνεννοηθεί από την προηγούμενη με
τον Αντώνη το φούρναρη να του πουλήσει,
μάλλον με ανταλλαγή άλλου προϊόντος παρά
με λεφτά, ένα τσουβάλι αλεύρι,
κυλινδρόμυλου, λευκό. Έδεσε το γάιδαρο στο τσεμπερέκι(μάνταλο) της αριστερής
πόρτας και μπήκε στο μαγαζί. Είδε τον γέρο Μήτσο, σκυμμένο και στεναχωρημένο να
πίνει τον καφέ του στο τραπεζάκι της άλλης πόρτας και αφού τον χαιρέτησε τον
ρώτησε.
«Τι έχεις γέροντα τσ’ είσι β’ζουμένους (συνοφρυωμένος);»
«Τι να ’χου; Να,
πέρασ’ η αγορανομία του πρωί, δεν είχαμ’ προυλάβει να σκουπίσουμ’ καλά - καλά τσι μας έγραψ’ για καθαριότητα!’’
«Τσι τι θα κάμ’ς
τώρα;» τον ξαναρώτησε.
«Τι να κάμου; Τίπ’τα! θα πάει
κατηγουρούμενος ου Αντώνης τ’ν
άλλη Τετάρτη στου αγορανομικό τσι όσα γράψει η μαυρουμύτα(μολύβι) πρέπ’ να τα
πληρώσουμ’.»
«Άϊ μη στσιάζεσ’, τσι θ’ αθουουθείτι, δεν είν’ τίπ’τα
αυτό που κάμ’τι», του απάντησε ο γέρος.
«Μακάρ’ Γιάννη», είπε εκείνος και ύστερα τον
παρότρυνε να πάρει το σακί με το αλεύρι
που του είχε φυλάξει και το οποίο είχε ακουμπήσει έξω από το μαγαζί. Ο γέρο Σκαμπανέας το φόρτωσε πανουσόμαρα (στην κορυφή απ’ το σαμάρι του
ζώου) και τράβηξε για το σπίτι του.
Φτάνοντας εκεί διαπίστωσε ότι είχε γίνει λάθος και
το τσουβάλι, αντί γι’ αλεύρι
περιείχε ...σιμιγδάλι! του οποίου η τιμή,
συγκριτικά, ήταν πολύ μεγαλύτερη. Φυσικά, θα μπορούσε να το κρατήσει χωρίς να
πει τίποτα. Όμως, ως τίμιος άνθρωπος που ήταν, το ξαναφόρτωσε στο γαϊδούρι και
το πήγε πίσω στον ιδιοκτήτη του, έχοντας κατά νου τη ζημία που θα του
προξενούσε, αν το κράταγε.
«Γιάννη, γιατί μ’ του επέστρεψες»; Τον ρώτησε ο γέρο φούρναρης, που εκείνη τη
στιγμή είχε βγει ν’ αγναντέψει έξω από το μαγαζί.
«Είναι σιμιγδάλ’ι Μήτσου και όχι άλευρα που ζήτ’σα»,
του απάντησε.
«Σιμιγδάλ’ι;» Ρώτησε έκπληκτος εκείνος.
«Μα θα μπορούσες να το κρατήσεις και να το πληρώσεις
στην τιμή των αλεύρων», συνέχισε με απορία.
Ο γέρο Γιάννης θέλοντας να υποτιμήσει την τιμιότητά
του, του απάντησε καλαμπουρίζοντας:
«Άκου να σου ειπώ Μήτσου. Αν του κράταγα, θα κέρδιζα
απ’ τ’ διαφορά τιμής, αλλά ύστερα θα ’χα ζημιά, γιατί τα πιδιά (εγγόνια του) θα
συνήθ’ζαν στ’ς ….καθαρές τρουφές, δηλαδή
στου σιμιγδάλ’ι, τσ’ άιντι ύστιρα, π’ θα σουνόταν του τζάμπα, να τ’ς του κόψου!
Θα ’βρισκα του μπιλά μ’ απού δαύτα!». Η ανταλλαγή έγινε και η ζωή συνέχισε να ξεδιπλώνετε
με τους βραδείς χωριάτικους ρυθμούς της, παρασέρνοντας από κοντά όλους με το
καλό ή με το ζόρι.
***
Το ειρηνοδικείο
της Αράχοβας ήταν μια πολύ παλιά υπόθεση που μέχρι τις μέρες μας
παραμένει ...πονεμένη, λόγω της
μετακόμισής του από την πόλη, τελεσίδικα και αμετάκλητα πλέον. Λειτουργούσε και
στα τέλη του 19ου αιώνα, καταργήθηκε για μια μεγάλη χρονική περίοδο και
επανασυστήθηκε κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Έκανε μια μικρή διακοπή στην
περίοδο της Γερμανικής κατοχής, δίνοντας τη θέση του στο επονομαζόμενο «Λαϊκό Δικαστήριο», το οποίο και πάλι ίδιες
υποθέσεις δίκαζε, με τη διαφορά, όμως, ότι οι
δικαστές τότε - «ἀντιστασιακῷ δικαίῳ» - είχαν αντικατασταθεί με απλοϊκούς χωρικούς που
περιβάλλονταν από τον ευφάνταστο τίτλο
του «Λαϊκού Δικαστή».
Συνέχισε τη λειτουργία του μετά τον πόλεμο, δικάζοντας
αγορανομικές και αγρονομικές υποθέσεις, έχοντας πλέον στο έδρανο κανονικούς
δικαστές, οι οποίοι, ανάκτησαν τις
θέσεις τους μετά την εκ νέου συγκρότηση του
Ελληνικού κράτους. Ουσιαστικά ήταν
Πταισματοδικείο με ένα δικαστή και
χωρίς εισαγγελέα. Τη θέση του δημόσιου κατήγορου καταλάμβανε, ή ένας
αστυνομικός, ή ένας δραγάτης(αγροφύλακας), ανάλογα με την παράβαση. Εκείνη την
περίοδο στεγαζόταν στο κτήριο του Χριστοφ. Σιδηρά, αριστερά στον κεντρικό
δρόμο, μετά την πλατεία Λάκκας προς την αγορά, πριν από τη στροφή του Μαντά και
πάνω από τον μπακαλοκαφενέ του Ι. Πλήτσου, είχε δε είσοδο από το διπλανό
στενό Μπόκα - Καραθανάση.
Ήταν μια λιτή
τριγωνική αίθουσα που έφτανες σε αυτή, ανεβαίνοντας καμιά δεκαριά ξύλινα
σκαλοπάτια σε καμπύλη διάταξη, αφού περνούσες πρώτα μια δίφυλλη και από το ίδιο
υλικό κατασκευασμένη με αυτά εξώπορτα.
Μπαίνοντας,
στη βάση της τριγωνικής αίθουσας, υπήρχε ένας ελεύθερος χώρος, στον οποίο
περιφέρονταν, σχετικοί και άσχετοι ενδιαφερόμενοι, πριν πάρουν τις θέσεις
τους, στις πέντε - έξη σειρές από ψάθινες καρέκλες καφενείου, που ήταν
παραταγμένες πιο μπροστά, αφήνοντας δεξιά και αριστερά δυο διαδρόμους για να
διευκολύνεται η πρόσβαση προς τα μπροστινά καθίσματα και την έδρα.
Στο πίσω μέρος της αίθουσας το κάπνισμα ήταν ελεύθερο
και το προϊόν των εκπνοών των θεριακλήδων, διαχεόταν σ’ ολόκληρη την αίθουσα με αποτέλεσμα πολλές
φορές, για να δεις τα δρώμενα του
….παλκοσένικου μπροστά σου, έπρεπε να κάνεις …βαθιά υπόκλιση ….σκύβοντας ικανά.
Στο βάθος του κτηρίου προς τα δυτικά και μπροστά από
τις αραδιασμένες καρέκλες, ένας
υπερυψωμένος πάγκος είχε τη θέση εδράνου, στο οποίο καθόταν ο δικαστής κατά τη διάρκεια της
ακροαματικής διαδικασίας. Ήταν ενσωματωμένη επίσης σε αυτό μια θήκη, που
φιλοξενούσε το απαραίτητο ευαγγέλιο στο
οποίο ορκίζονταν οι μάρτυρες και αρκετές φορές λειτουργούσε σαν ... «από
μηχανής θεός», σώζοντας από το πρόστιμο πολλούς από τους κατηγορούμενους. Δυο
μέτρα μπροστά του υπήρχαν τρεις καρέκλες, ίδιες με αυτές του ακροατηρίου,
προορισμένες για τους δικαζόμενους και δεξιά και αριστερά ήταν τοποθετημένα
δύο πράσινα ξύλινα σχολικά θρανία της
εποχής, που φιλοξενούσαν αντίστοιχα τους
συνηγόρους υπεράσπισης και το δημόσιο κατήγορο.
Η τριγωνική αίθουσα κατέληγε σε μια μπαλκονόπορτα,
πίσω από το έδρανο, στα μάτια της οποίας ήταν κολλημένες μπλε κόλες χαρτί, για να μην ενοχλεί ο ήλιος
που έμπαινε από κει, το δικαστή και τους συμμετέχοντες στη διαδικασία. Στην αριστερή πλευρά της αίθουσας, τρεις
ακόμα μπαλκονόπορτες κρατούσαν το ρόλο της βαλβίδας εκτόνωσης από την … ανθρώπινη αποφορά, και ανοιγόκλειναν
ανάλογα με το πλήθος των .. θαμώνων, που
είχαν εισρεύσει στην αίθουσα, και βεβαίως την εποχή.
Μία φορά την
εβδομάδα, κάθε Τετάρτη, είχε δικάσιμο. Διάφορες μικρο-υποθέσεις αγορανομικού
τοπικού ενδιαφέροντος και διάφορες άλλες που αφορούσαν αγροτικές διαφορές
συζητούντο σε αυτή. Το πρωί κάθε τέτοιας
μέρας τα καφενεία ερήμωναν, γιατί όλοι οι αργόσχολοι, παροπλισμένοι
γέροντες και μη, καθώς και οι μαθητές των μεγαλύτερων τάξεων του γυμνασίου που
είχαν σχολάσει ή είχαν κενό χρόνο, μαζεύονταν σε αυτή την αίθουσα και
καταλάμβαναν τα καθίσματα, με την ελπίδα να πετύχουν κάποια …κουτσομπολίστικη δίκη, για να ….διασκεδάσουν. Άλλωστε αυτή η
διαδικασία είχε και τη θέση προφορικής εφημερίδας, που μετέφερε τα νέα του
χωριού από στόμα σε στόμα. Πολλές φορές οι γαβριάδες της γειτονιάς - μεταξύ των
οποίων και ο ...γράφων - περιφέρονταν
μέσα και γύρω από την αίθουσα, προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσουν τα δρώμενα
και ταυτόχρονα να αποφύγουν τις …. σφαλιάρες
από τους μεγαλύτερους.
Η έλλειψη άλλων πηγών ψυχαγωγίας στο χωριό,
αντικαθίστατο από την προσδοκία για
εκτόνωση που το δικαστήριο με τις υποθέσεις του, προσέφερε.
Συνήθως οι καρέκλες, αυτές τις Τετάρτες, ήταν γεμάτες και πολλές φορές υπήρχαν και
όρθιοι θεριακλήδες καπνιστές στη γαλαρία, οι οποίοι συχνά με διάφορες ατάκες,
και σε πείσμα της δυσαρέσκειας της έδρας, συμμετείχαν γράφοντας Ιστορία, με τα
περιστατικά που διαδραματίζονταν εκεί, τα οποία μέσω της προφορικής παράδοσης,
σώζονται μέχρι σήμερα!
***
Ο Αντώνης ο
φούρναρης, με καθαρό λευκό πουκάμισο κουμπωμένο μέχρι το λαιμό και σταυρωτό
γκρι σακάκι, παρουσιάστηκε μια από αυτές τις Τετάρτες στο κτήριο του
δικαστηρίου, πρωί-πρωί, μουδιασμένος, στενοχωρημένος και με το κεφάλι σκυφτό,
περιμένοντας τη σειρά του να δικαστεί για παράβαση του νόμου …. «περί
καθαριότητας των καταστημάτων εστίασης»,
μπροστά σε ένα κοινό που προσδοκούσε θέαμα αναβάλλοντας τον … άρτο γι’ αργότερα. Πριν ακόμα εμφανιστεί ο
δικαστής, η αίθουσα ήταν σχεδόν γεμάτη από τζαμπατζήδες ….θεατρόφιλους και φιλοθεάμονες πολίτες.
Μετά από λίγο έκανε την εμφάνισή του και ο Θόδωρος ο καφετζής. Ήταν κατηγορούμενος και
αυτός για αντίστοιχη υπόθεση. Ήταν ο θρυλικός ιδιοκτήτης του μοναδικού
καφενείου της πλατείας Λάκκας, που μαζί
με το διπλανό …ρόκ καφέ-μπαρ, με τον
ευφάνταστο τίτλο «Τα πράσινα πουλιά», του Χ.
Κουτσούμπα με την ενημερωμένη, σε δισκάκια των σαράντα πέντε στροφών, ρεμπέτικα, μπλουζ, τζαζ και ροκ
τραγούδια, ραδιόλα(τζούκ μποξ) του,
έδιναν το ρυθμό διασκέδασης των
παραγωγικών ηλικιών του χωριού, ειδικά τα καλοκαίρια.
Ο καφετζής, την εποχή εκείνη ήταν πενήντα πέντε χρονών
περίπου. Είχε δεχτεί την επίσκεψη του υγειονομικού πριν από λίγες μέρες και
αφού τον «έγραψαν» και αυτόν για ασήμαντες
παραβάσεις, τον έστειλαν στην αίθουσα του δικαστηρίου να βρει το δίκιο
του, ενώπιον του Θεού και του ακροατηρίου που καραδοκούσε, στα στασίδια
της μικρής αρένας του ...Κολοσσαίου
της Αράχοβας!
Ο μπάρμπα Θόδωρος ήταν άνθρωπος ταμαχιάρης, άλλα και μπερκέτης.
Το καφενείο του ήταν ανοιχτό από τις τέσσερις τα χαράματα και για όλη τη μέρα,
φτιάχνοντας καφέδες και πουλώντας γλυκά του κουταλιού, τσίπουρο, κονιάκ,
αναψυκτικά «Παρνασσός», μπύρα «Φιξ» και
γλυκόπιοτο ….πίπερμαν, στους εργάτες, στους αγρότες, στους ταξιτζήδες της
πλατείας και στους κάθε λογής
διερχόμενους απ’ το χωριό.
Τα καλοκαίρια έφερνε διάφορα μουσικά συγκροτήματα, τα
οποία εγκαθιστούσε σε εξέδρα κάτω από την πελώρια αρχαία μουριά στη γωνία της
πλατείας με το δρόμο - σήμερα δεν υπάρχει πια - και άπλωνε τραπέζια και
καρέκλες σε όλο το πλάτωμα. Σε αυτά κάθονταν οικογενειακώς για να διασκεδάσουν
οι συγχωριανοί του. Το σήμα αναγνώρισης και περιποίησης τιμής
προς αυτόν εκ μέρους των πελατών του, ήταν οι μεγάλες μερίδες τσίπουρο που
προσέφερε, συνοδευόμενες με μεζέ από
τηγανιτές πατάτες και σφιχτά αυγά, πνιγμένα στο
φρεσκοτριμμένο πιπέρι και στη
μυρωδάτη ρίγανη. Και αυτές οι μερίδες
των μεζέδων ήταν εξίσου κουβαρντάδικες,
ταιριάζοντας με την απλοχεριά του τσίπουρου.
Αυτό το αψύ, τοπικό, οινοπνευματώδες ποτό, ήταν δικής
του παραγωγής! Το έφτιαχνε μόνος του το χειμώνα, από δικά του ή αγορασμένα
σταφύλια, αποσταγμένα σε νόμιμο ρακοκάζανο, εγκαταστημένο σε ειδική αποθήκη
του σπιτιού του στον Αφανό. Ήταν ο λόγος που, σε συνδυασμό με τον ...ευρύχωρο
χαρακτήρα του, οι μερίδες τσίπουρου και μεζέδων στο μαγαζί του, ήταν αντίστοιχες με τη μεγαλοσύνη της καρδιάς
του.
Ο μπάρμπα Θόδωρος δεν ήταν μόνο καφετζής, ήταν και
χοντρονοικοκύρης του χωριού, με κτήματα και ακίνητη περιουσία. Ο γιος του ο Δημήτρης
σε νεαρή ηλικία, ήταν ο πρώτος που έφερε τον κινηματόγραφο στο χωριό και
μάλιστα σε …..σινεμασκόπ προβολή, σε
ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα πίσω ακριβώς από το καφενείο. Η παρουσία του
σινεμά, είχε σαν αποτέλεσμα την
…πολιτιστική αναβάθμιση του χωριού και ταυτόχρονα την τροφοδότηση με
παράδες στο κεμέρι της φαμίλιας.
Όταν εμφανίστηκε στην αίθουσα του δικαστηρίου, δεν
είχε το φοβισμένο ύφος του φούρναρη.
Αντίθετα, έχοντας επίγνωση ότι το
πταίσμα θα μεταφραζόταν σε δραχμές, έστω και αν αυτές ήταν ...μεταλλικές, και ότι το πουγκί του άντεχε αυτή την
αφαίμαξη, προχώρησε μέσα στην αίθουσα αεράτος, κορδωμένος και σίγουρος για τον
εαυτό του.
Δεν ήταν μονάχα αυτό. Συνοδευόταν και από το δικηγόρο
του που είχε καταφτάσει από την Άμφισσα. Όπως είπα, άνθρωπος
κουβαρντάς ο μπάρμπα Θόδωρος, θέλοντας να βγάλει μια παλιά υποχρέωση που
είχε στον συγκεκριμένο δικηγόρο, βρήκε ευκαιρία και τον κάλεσε σε αυτή την
ουσιαστικά ασήμαντη υπόθεση, με σκοπό να του δώσει νόμιμα κάποια αμοιβή και
έτσι να κλείσει τα παλιά χρωστούμενα.
Το σφυρί της έδρας κτύπησε και η διαδικασία άρχισε.
Ακόμα και η γαλαρία ήταν γεμάτη από άντρες που διψούσαν για θέαμα! Οι
μπαλκονόπορτες ήταν και οι τρεις ανοιχτές, για να ανακουφίζεται η
αίθουσα από την κάπνα και την ανθρώπινη αποφορά.
Μετά από μερικές γρήγορες και χωρίς ενδιαφέρον δικαστικές «διεκπεραιώσεις» ήρθε η
σειρά του καφετζή. Πήρε τη θέση του σε μια από τις καρέκλες των κατηγορουμένων,
έχοντας μπροστά του το δικαστή, στ’ αριστερά του τον αστυνομικό κατήγορο και
δεξιά του τον Αμφισσιώτη δικηγόρο.
Η κατηγορία απαγγέλθηκε, μάρτυρες δεν εξετάστηκαν,
αλλά φαίνεται ότι ο μαγαζάτορας με την απολογία του έπεισε, για την αθωότητά
του, το δικαστή. Ίσως βοήθησε σ’ αυτό και η παρουσία του δικηγόρου, ο οποίος
δέσποζε με το τουπέ του στο χώρο, αν και δεν χρειάστηκε να πει λέξη στο
δικαστήριο. Όταν έφτασε λοιπόν η ώρα της ετυμηγορίας, ο κυρίαρχος της έδρας,
αφού του ζήτησε να σηκωθεί όρθιος, αλαφιάζοντας
με την αργοπορία του το συνήγορο, είπε σοβαρά και μονολεκτικά:
«Αθώος!»
Ο καφετζής
άκουσε την εκφώνηση του δικαστή και κατάλαβε το νόημά της. Όμως,
σεβόμενος την ιεραρχία και χωρίς να θέλει να την υπερβεί, στράφηκε προς τον
δικηγόρο του, τον οποίο όχι μόνο εμπιστευόταν, αλλά πλήρωνε κιόλας και επομένως
από αυτόν ήθελε να ακούσει το επίσημο
…. «δια ταύτα» της απόφασης, ρωτώντας τον:
«Νίκο, τι κάμαμ’;»
«Αθωωθήκαμε!» απάντησε ο νομικός, περήφανα και με
στόμφο.
«Κατούρατ’ς, τσι πάμι!» αντιγύρισε, μοιραία, ο καφετζής, νομίζοντας ότι βρίσκεται στο
καφενείο του, στο οποίο εκείνος επέβαλε τους κανόνες.
«Πώς το είπες αυτό κατηγορούμενε;» Ρώτησε έκπληκτος
και με αυστηρότητα ο δικαστής, του
οποίου η καταγωγή έτυχε να είναι από διπλανό χωριό και συνεπώς γνώριζε τη
ντοπιολαλιά και άρα κατάλαβε το νόημα της φράσης που εκστομίσθηκε. Ύστερα,
χωρίς να περιμένει απάντηση, συνέχισε με σκληρότητα:
«Δέκα μέρες φυλακή, επί προσβολής του δικαστηρίου, που
μετατρέπετε σε είκοσι πέντε μεταλλικές,
εκάστη! …Τέλος της διαδικασίας.»
Τέζα ο μπάρμπα Θόδωρος, ενώ ο συνήγορος τράβαγε τα
μαλλιά του. Στη συνέχεια, συνοδευόμενος από τον
εμβρόντητο δικηγόρο του που γκρίνιαζε συνεχώς, αφού πλήρωσε την ποινή, βγήκε από την αίθουσα κάτω
από τις επευφημίες, τα γέλια και τα χειροκροτήματα των θαμώνων και έφυγε,
μάλλον ευχαριστημένος, επιστρέφοντας στο
πόστο του στο καφενείο, για να συνεχίσει
τη δουλειά που ήξερε να κάνει πολύ καλά, αλλά συγχρόνως συμπληρώνοντας με
αυτό το γραφικό περιστατικό μια
ακόμα στιγμή της εποχής που η Αράχοβα
ήταν ακόμα ...αθώα!
Μετά από
κάμποση ώρα και αφού ο φούρναρης Αντώνης είχε παρτουρθ’εί (ανυπομονήσει)
περιμένοντας, ήρθε η σειρά του. Οι ποινές και τα πρόστιμα που είχε ακούσει να
επιβάλλονται στις προηγούμενες υποθέσεις, τον είχαν θορυβήσει και γι’ αυτό όχι
μόνο είχε χάσει το θάρρος του, αλλά του είχαν «κοπεί» και τα πόδια. Τα χέρια του έτρεμαν χωρίς να μπορεί να τα ελέγξει, αν και μάταια τα κρατούσε πλεγμένα
μεταξύ τους. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που έμπαινε σε αίθουσα δικαστηρίου
και όλη αυτή η ατμόσφαιρα στο εσωτερικό της
τον είχε συνταράξει. Η παρουσία
των συγχωριανών του τον έκανε να μαζευτεί ακόμα παραπάνω, γιατί καταλάβαινε
ότι οι περισσότεροι δεν ήταν για καλό εκεί, παρά για να γελάσουν
με τα παθήματα των άλλων. Το πρόβλημα μεγάλωσε όταν ο δικαστής φώναξε τ’ όνομά
του και κλήθηκε να καθίσει στην καρέκλα του κατηγορούμενου μπροστά - μπροστά.
Τώρα είχε σχεδόν χάσει και την ομιλία του, αλλά
ευτυχώς ανακουφίστηκε κάπως, όταν σωριάστηκε στην ψάθινη καρέκλα που
αντικαθιστούσε το περιβόητο σκαμνί του κατηγορουμένου που είχε ακουστά. Ο
Δικαστής από την αρχή αντιλήφτηκε τον παράλογο
φόβο του φούρναρη και αφού άκουσε το λόγο της παρουσίας του ταλαίπωρου μαγαζάτορα μπροστά του,
κατάλαβε ότι η κατηγορία ήταν σχεδόν ασήμαντη και γι’ αυτό θέλησε να τον
απαλλάξει. Για να δώσει νόημα στην επικείμενη αθωωτική του απόφαση, του ζήτησε
να σηκωθεί όρθιος και όταν εκείνος το έκανε, με αυστηρό ύφος τον ρώτησε:
«Κατηγορούμενε, θα φροντίσεις από τώρα και στο εξής να
κρατάς καθαρό το κατάστημά σου;»
Περιμένοντας την καταφατική απάντηση του
τρομοκρατημένου Αντώνη, ετοιμάστηκε να
εκφώνηση την περιπόθητη λέξη «Αθώος».
Μάταια! Ο άνθρωπος μπροστά του δεν μπορούσε να βγάλει
μιλιά. Νεκρική ησυχία επικρατούσε στην αίθουσα, ενώ αυτοί που κάθονταν στα
μπροστινά καθίσματα, δρώντας σαν χορός αρχαίου δράματος, ασυναίσθητα έκαναν
καταφατικά νοήματα κουνώντας το κεφάλι τους προς τα κάτω, θέλοντας έτσι να
παροτρύνουν τον αποσβολωμένο φούρναρη να συμφωνήσει με ένα απλό «Ναι» σε αυτό
που τον ρωτούσε ο δικαστής. Δυστυχώς, όμως,
εκείνος δεν μπορούσε να τα δει και επομένως δεν αντιδρούσε.
Ο πρόεδρος σκύβοντας μπροστά, επανέλαβε μαλακότερα: «Πες μου κύριε, θα μεριμνάς για την καθημερινή καθαριότητα του χώρου σου,
ως είθισται;»
Καμία απάντηση. Ο κατηγορούμενος τον κοίταζε με θολό
βλέμμα, μάλλον χωρίς να τον …βλέπει, αδυνατώντας ν’ αποκριθεί. «Θα είσαι
καθαρός;» Συνέχισε σχεδόν παρακαλώντας. Τίποτα!
ο φούρναρης, ούτε μιλιά! «Κατηγορούμενε,
θα μου απαντήσεις; Θα επιμελείσαι της καθαριότητος των χώρων του μαγαζιού σου;» Επανέλαβε για πολλοστή φορά ο δικαστής,
σχεδόν χάνοντας την ψυχραιμία του, αλλά και αγωνιώντας για την καταφατική
απάντηση του αποσβολωμένου άντρα.
Ο Αντώνης ο φούρναρης, μάζεψε όλες του τις δυνάμεις
και απ’ τα κατάβαθα της ψυχής του, βγήκε
ένα στριγκό «Ναι!» τόσο δυνατό
που ακούστηκε σε ολόκληρη την σιωπηλή
αίθουσα. Η ανακούφιση του δικαστή έγινε αντιληπτή σε όλους. Το ακροατήριο
ανάσανε κι αυτό ευχαριστημένο.
Αυτό το «Ναι» δεν ήταν μονάχα η λέξη που ήθελε ν’ ακούσει
από εκείνον ο δικαστής, δεν ήταν
μόνο το προοίμιο της επικείμενης
αθωωτικής απόφασης, παρά φάνηκε, στην
αρχή, ότι ήταν ο τερματισμός του μελοδράματος
που εκτυλισσόταν στην αίθουσα και η αποκατάσταση της δικαστικής ηρεμίας.
Γι’ αυτό και το αφεντικό της έδρας και του χώρου, άφησε επίτηδες να μεσολαβήσει
μια στιγμή ησυχίας, πριν εκφωνήσει την αναμενόμενη αθωωτική απόφαση.
Όμως, «πολλά πέλει μεταξύ κύλικος καὶ χείλεος ἄκρον»(=
πολλά μπορούν να συμβούν από το ποτήρι έως την άκρη των χειλιών).
Δυστυχώς, αυτό
που συνέβη αυτή την ελάχιστη στιγμή, επιβεβαίωσε το αρχαίο ρητό, κάνοντας το
δικαστή ν’ αλλάξει την αρχική αθωωτική
απόφαση που είχε φαίνεται στο μυαλό του, με νέα, αλλά σε βάρος του κατηγορουμένου.
Από το βάθος της αίθουσας και από τα χείλη κάποιου κακόπιστου θαμώνα, εκ των όρθιων του
ακροατηρίου, ακούστηκε η αδιανόητα σκληρή φράση: «Σαν τ’ς κότας τα…. πόδια!» εννοώντας πιθανώς,
ότι ο κατηγορούμενος δεν θα διορθωθεί!
«Δέκα ημέρες φυλακή, μετατρεπόμενες σε πέντε
μεταλλικές(δραχμές) εκάστη», απάντησε άμεσα ο δικαστής, κάνοντας έτσι το χατίρι
του ασεβή στο βάθος της αίθουσας, αλλά και ρίχνοντας στα πολύ μαλακά τον ήρωά
μας.
Έξοδος!
Επέστρεψε
και αυτός στη δουλειά του, αφού πλήρωσε το πρόστιμο, συνεχίζοντας να ψήνει
καρβέλια και φαγητά, για αρκετά χρόνια ακόμα. Το περιστατικό καταγράφηκε και
αυτό στα κιτάπια της προφορικής
παράδοσης του χωριού, και με σεβασμό ας το περάσουμε σήμερα στη γραπτή!