1/12. Των
αλλωνών τα βάσανα, δύσκολα προσεγγίζονται!
Του Στέργιου Μπακολουκά
Το
καλογεροπαίδι, διαφεντεύοντας τη μοίρα του και σίγουρο για την ευόδωση της
αποστολής του, σταλμένο από τον εθνεγέρτη Ησαΐα Σαλώνων στις αρχές τις
επανάστασης του 1821, χωρίς να κοιτάξει
πίσω του, ακολούθησε το δρόμο που διαγραφόταν μπροστά του, μέσα από την
πρωινιάτικη αχλή, προς τον όγκο του Παρνασσού.
Έφυγε από την Άμφισσα, στα δυτικά,
και τράβηξε προς το μοναστήρι της Αγίας Ιερουσαλήμ πάνω από τη Δαύλεια,
ανατολικά. Είχε εντολές να μεταφέρει ένα
άκρως εμπιστευτικό μήνυμα στον ηγούμενο της μονής που αφορούσε στην επανάσταση.
Αυτός ήταν ο λόγος που εκείνος, τον
πρόσταξε να διαλέξει όχι την κανονική στράτα ανάμεσα στα χωριά, γύρω
από τα ριζά του Παρνασσού, αλλά να διασχίσει το βουνό, χειμώνα καιρό, ακολουθώντας
τ’ αμυδρά καλοκαιρινά σύρματα(στενά μονοπάτια) των τσοπάνηδων και των κοπαδιών
τους, που κρυφοφαίνονταν κάτω απ’ το χιόνι.
Χωρίς χάρτη - που να βρεθεί εκείνη
την εποχή - και χωρίς προμήθειες, παρά μονάχα με ένα ταγάρι, που είχε μέσα ένα
ξεροκόμματο και ένα μικρό δερμάτινο «σκοπλάκι»(μικρό ασκί) με νερό, τράβηξε
τον ανήφορο.
Είχε για συνοδό το θάρρος και την πίστη του στο σκοπό που του
είχε αναθέσει ο γέροντας, καθώς και την εμπιστοσύνη του στο βουνό που, από μικρό, τον είχε αναθρέψει.
Πήρε μια τέτοια τύχη στα χέρια του και ακολούθησε το πεπρωμένο του. Ήξερε ότι οι
κακουχίες θα ήταν πολλές και η προσπάθεια ακόμα μεγαλύτερη, για να τα
βγάλει πέρα, ενάντια στον πρώιμο χειμώνα.
Ανίχνευε το φόβο που ορθωνόταν
μέσα του, έχοντας μπροστά του, μορφές
από ξετράχηλες νεράιδες, ξουδ’κά αδειανά κι ανίσκιωτα και θεόρατους «αληθιανούς» χιονάνθρωπους, έτοιμους να
γίνουν απρόσμενα συναπαντήματα και σύνορα
στη θέλησή του να τελέψει την αποστολή που του είχε εμπιστευτεί ο φωτισμένος ιεράρχης.
Δυόμιση μέρες περιπλανήθηκε το παιδί, νηστικό και ταλαιπωρημένο, μέσα από
τις γρούσπες και τις αποκλείστρες του Γεροντόβραχου
και του Τσάρκου, μέχρι να φτάσει εξαντλημένο και εξουθενωμένο από τη μάχη που έδωσε με τα στοιχειά της φύσης και
τα εσωτερικά του διλήμματα, στο μοναστήρι της Αγιαρσαλής (Αγίας Ιερουσαλήμ)
πάνω από την αρχαία Δαυλίδα.
Κατέρρευσε μπροστά στη δίφυλλη ξύλινη θεόρατη αυλόπορτα του κοινοβίου, αφού
πρώτα η τελευταία του ανάσα και όχι το
χέρι του, χτύπησε το σιδερένιο σήμαντρο της πόρτας. Οι καλόγεροι που τον είχαν αγναντέψει από
μακριά, περίμεναν ν’ ακούσουν το γνωστό σ’ αυτούς, χαρακτηριστικό μεταλλικό
θόρυβο της εξώπορτας και ύστερα να τον
μαζέψουν από κει, ξυλιασμένο από το κρύο
και λιγωμένο από την αδυναμία. Αδυνατούσαν να καταλάβουν ότι η πείνα
περισσότερο είχε καταβάλει το παιδί,
παρά δε … οποιαδήποτε άλλη αρρώστια. Τον μετέφεραν στα χέρια τους, με
κρεμασμένα τα σχεδόν άψυχα άκρα του να πάλλονται ακανόνιστα, μπρός απ’ το
μοναχικό κελί του ηγούμενου της Μονής, με σκοπό εκείνος ν’ αποφασίσει για την
τύχη του.
Πράγματι, ο γέρο - ηγούμενος, αφού
εξέτασε το παιδί μυρίζοντας την ανάσα του και παρατηρώντας τις αντιδράσεις του
προσώπου του, κατάλαβε ότι ακόμα ήταν ζωντανό. Αφού σήκωσε τα φρύδια του και
παραμέρισε με το δεξί του χέρι νωχελικά τη γενειάδα του, με σοφία έβγαλε
πόρισμα, διατάζοντας τους παρόντες καλόγερους να ….βράσουν μια μεγάλη «πινιάτα»(πήλινη κατσαρόλα) τραχανά και να κάνουν επαλείψεις με τη
μορφή κομπρέσας σε όλο το κορμί του καλογερόπαιδου, για να ζεσταθεί και να
συνέλθει.
Χορτάτος ο ίδιος από την …ασκητική του διατροφή, όπως και οι καλόγεροί του, αδυνατούσε ν’ αντιληφτεί
ότι το παιδί είχε καταρρεύσει πλιότερο από την πείνα παρά από τις
κακουχίες του βουνού.
Και το καλογεράκι, Ω! αυτό το ταλαίπωρο
πλάσμα, αν και ημιλιπόθυμο, ακούγοντας
τη διάγνωση του ηγούμενου, μάζεψε τις ικμάδες των δυνάμεων που του
απέμεναν και με ασθενική φωνή αποτάθηκε με ταπεινοφροσύνη και σεβασμό προς
αυτόν:
-Άγιε
Ηγούμενε, του αποκρίθηκε, κοιτάζοντάς τον με τα κατάμαυρα μάτια του που
καίγονταν:
- …Από
μέσα οι κομπρέσες του τραχανά, άγιε! Από μέσα!
Όχι απ’ έξω, τον ικέτευσε.
Θέλησε να του δώσει να καταλάβει ότι
πεινούσε και ότι η σούπα του τραχανά θα τον έκανε καλά μόνο άμα την έτρωγε και
όχι αν του την έβαζαν κομπρέσες.
Το πιο πάνω γεγονός
επιβεβαιώνει την παροιμία:
«Ό χορτάτος, το νηστικό δεν τον
καταλαβαίνει!»
Πόσο
δύσκολο είναι άλλωστε; Πόσο μεγάλη κατανόηση και συνειδητή προσπάθεια,
προσέγγισης χρειάζεται, για να
μπορέσουμε να συμμεριστούμε τα προβλήματα των διπλανών μας! Να έρθουμε στη θέση
του άλλου, για να μπορέσουμε έτσι και οι ίδιοι να γίνουμε άνθρωποι.