Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2020

Τα Κουκουριώτικα(III)


Σκηνέςαπό τα μέσα της δεκαετίας του ’50
έως τα μέσα της δεκαετίας του ’60 


Gerrisremigis
Ερωτήματα στ’ αυλάκι
Εκείνα τα χρόνια, στη γειτονιά μου, όλα σχεδόν τα σπίτια είχαν κήπο για τα χρειώδη: σίναπα και λάπαθα το χειμώνα και κάθε είδους ζαρζαβατικό το καλοκαίρι. Το πότισμα   γινόταν, από τη δημοτική τρίκρουνη βρύση του Κούκουρα, με το μεγάλο δίπλα πλάτανο. Ξεκινούσε από θαμπά και διαρκούσε μέχρις αργά το βράδυ. Γινόταν με τη σειρά, σε επάλληλους ποτιστικούς κύκλους. Τη νύχτα, το νερό της βρύσης αφηνόταν ελεύθερο,κατάντη,κι έτρεχε στους στενούς κατηφορικούς δρόμους του χωριού για τον ελαιώνα. 
Στη διαδρομή του ποτίσματος υπήρχαν τρεις(3)“δεσιές” και φυσικά τρεις(3)“καταπότες”, προκειμένου να εξυπηρετούνται οι ομάδες περιβολιών. Στην πρώτη και μεγαλύτερη“δεσιά”, λόγω της εκεί διαμόρφωσης του εδάφους, σχηματιζόταν μικρή λιμνούλα, που ήταν η χαρά των παιδιών της γειτονιάς.
Εκεί, το τσαλαβούτημα τα καλοκαίρια ήταν για μας δροσιστική απόλαυση, αλλά και το κυνηγητό απ’ τους μεγάλους αναπόφευκτο, αφού ξυπόλητοι με το χοροπηδητό μας χαλάγαμε τη “δεσιά”,και το νερό έτρεχε προς τον “καταπότη”, που δεν έπρεπε, κι έτσι η παροχή λιγόστευε.  
Η  νοικοκυρά που πότιζε εκείνη την ώρα, δεν αργούσε να καταλάβει το πρόβλημα κι ερχόταν δρόμο - δρόμο προς την πλευρά της βρύσης, για την αναζήτηση  του αιτίου κι ήταν έτοιμη για καβγά.
Όταν μας έβλεπε να χορεύουμε «το χορό των νερών», το κυνήγι ήταν αναπόφευκτο και οι κατάρες πήγαιναν σύννεφο. “Να π’να μη σώστι αχρόνιαγα - μαύρα”. Εμείς τρέχαμε μακριά, αλλά σε λίγο πάλι το χαβά μας, οπότε στη δεύτερη εμφάνιση της, έριχνε τα πιο δυνατά φραστικά όπλα της: “Να π’ναμη σώστι, Να π’νασας πάνι παρτσές-αμτσιές - κουμμάτια”.
Ευτυχώς, ο ουρανός ήταν κλειστός, όταν εκστομίζονταν αυτές οι φοβερές κουβέντες, οι οποίες συνήθως ήσαν επικοινωνιακά μαλώματα, χωρίς να εννοούνται στη βάση τους, γιατί διαφορετικά κανένα από τα παιδιά της γειτονιάς δεν θα είχε επιζήσει.
Και μη θεωρήσετε ότι οι κατάρες της νοικοκυράς που πότιζε απευθύνονταν μόνο στα ξένα παιδιά.Συμπεριλάμβαναν αδιακρίτως όλο το τσούρμο, άρα και τα δικά της παιδιά, εάν τύχαινε να βρίσκονται κι αυτά εκεί στο πάρτι του νερού.
Μάλιστα, στα δικά της παιδιά,μόλις τα έβλεπε,απηύθυνε και το πρόσθετο: “Τσατσμάρα στου σπίτ’, γιατ’ θα του βάλου στο φτί τ’ πατέρα σ’”, οπότε θα υπήρχε και τιμωρία δευτέρου βαθμού, όχι πλέον φραστική, αλλά ουσιαστική-πραγματική.
Το νερό πέρα απ’ αυτή τη “δεσιά” και μέχρι έξω από το σπίτι μας - απόσταση πενήντα(50) περίπου μέτρων - ερχόταν σχεδόν με μηδενική  κλίση, γι’ αυτό οι γείτονες φρόντισαν κάποια στιγμή να φτιάξουν τσιμεντένιο αυλάκι στη μέση του δρόμου, για καλύτερο εγκιβωτισμό της παροχής και  καλύτερη ρύση.
Με εγκιβωτισμένο,όμως, το νερό σε ανοικτό τσιμεντένιο αγωγό,ορθογωνικής διατομής, το παιχνίδι γινόταν καλύτερο, διότι από τοπικό (σημείου)εξελισσότανσε περιπατητικό (γραμμής),καθώς αφήναμε τη μεγάλη“δεσιά” ανενόχλητη και εφορμούσαμε στον ανοιχτό αγωγό ξυπόλητοι, ο ένας πίσω από τον άλλο, τρέχοντας με ταχύτητα και φωνάζοντας ό,τι μας κατέβαινε εκείνη της στιγμή στο παιδικό μας μυαλό.
Πάλι το νερό πεταγόταν έξω και η παροχή λιγόστευε, και πάλι η νοικοκυρά που πότιζε, ερχόταν για να αποθέσει πάνω μας, τις δικαιολογημένες φραστικές της αβρότητες. Στη γωνία του σπιτιού μου, το νερό άλλαζε πορεία κι έμπαινε σε κατηφόρα, κι από ήσυχο σε όλη τη διαδρομή του αποκτούσε κελαρυστό πλέον ήχο, που ενισχυόταν από το κλειστό της μπασιάς.
Ήταν, πράγματι,ευχάριστο και το απολάμβανα, όταν κάποια καλοκαιρινά απόβραδα πότιζε η μάνα μου ή οι άλλες γειτόνισσες τούς κήπους τους.
Καθόμουν εξουθενωμένος από το απογευματινό παιχνίδι, στο κύριο δωμάτιο του σπιτιού μας που γέμιζε, από τα δυο ανοικτά παράθυρα,με αρώματα απ’ βασιλικό,γαρυφαλλιά, μαντζουράνα και γεράνι (αχ! αυτό το «ξινό» άρωμα των γερανιών είναι ακόμα στη μύτη μου), φυτεμένα μέσα στους ασβεστωμένους τενεκέδες στα εξωτερικά περβάζια των παραθύρων- πατζούρια τότε δεν υπήρχαν -κι έβλεπα σε μιαν άκρη τ’ ουρανού να  ανάβουν  ένα -  ένα τ’ αστέρια.καθώς έπεφτε το σκοτάδι, με το νερό να κατεβαίνει το καλντερίμι της μπασιάς και μετ ο κελάρυσμά του να ισοκρατεί τους ήχους της γειτονιάς εκείνη την ώρα!
***
Θυμάμαι ένα ανοιξιάτικο πρωινό της προσχολικής μου ηλικίας - τα μεγαλύτερα παιδιά της γειτονιάς βρίσκονταν στο σχολείο -και εμένα κυρίαρχο του αυλακιού μπροστά στο σπίτι μου.
Παρατηρώντας το νερό που είχε απομείνει ήσυχο, σε κάποιο βαθούλωμα, καθώς είχε κοπεί πριν λίγο η παροχή,  είδα ένα μακρύ λεπτό έντομο με μακριά πόδια να στέκει πάνω στο νερό, χωρίς να βυθίζεται καθόλου.
Μου έκανε εντύπωση και δεν μπορούσα, φυσικά, να το εξηγήσω. Το είπα, με θαυμασμό,  στα αδέλφια μου, αλλά  αυτά ούτε που έδωσαν σημασία. Είχαν, φαίνεται, πιο ενδιαφέροντα πράγματα για να ασχοληθούν, και πιο πιεστικά πράγματα  να κάνουν για το σχολείο, από το να ακούνε για κάποιο έντομο με μακριά πόδια  που στέκει αβύθιστο πάνω στο νερό!...
Πέρασαν τα χρόνια, όχι και λίγα, πενήντα(50) τον αριθμό(!), και το ’φερε η τύχη να πάρω την απάντηση, που αναζητούσα από μικρός. Σε κάποιο επιστημονικό ένθετο κυριακάτικης εφημερίδας είδα, σε μεγάλη φωτογραφία,το ίδιο αυτό έντομο, πάνω σε νερό, και διάβασα την όλη εξήγηση, που έχουν δώσει οι επιστήμονες μετά από πολλές έρευνες, προκειμένου να αντλήσουν χρήσιμα συμπεράσματα για ένα ευρύ φάσμα δυνητικών εφαρμογών.
Το υπόψη έντομο,που συναντάται παντού στη γη,λέγεται «Gerrisremiges»,και η ομάδα του περίφημου«Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Μασαχουσέτης» («Μ.Ι.Τ») κατάφερε να ανακαλύψει, μέσω βιντεοσκοπήσεων υψηλών ταχυτήτων, ότι χρησιμοποιεί τα πόδια του ως κουπιά. Μάλιστα, Κινέζοι ερευνητές παρατηρώντας το εν λόγω έντομο σε μικροσκόπιο, διαπίστωσαν ότι τα έξι(6) πόδια του περιβάλλονται από αμέτρητες μικροσκοπικές υδροφοβικές τρίχες.Οι τρίχες αυτές είναι γεμάτες εγκοπές στο εσωτερικό των οποίων διατηρείται ο αέρας, ακόμη και κατά την επαφή με το νερό.
Εξαιτίας, λοιπόν, των μικροσκοπικών μαξιλαριών αέρα, που κρύβει το έντομο αυτό στα πόδια του, επιπλέει, χωρίς να βρέχεται. “Γράφει” πάνω στην επιφάνεια του νερού λακκουβίτσες, χωρίς να τις διασπά. Μάλιστα,θα μπορούσε να κουβαλήσει ως και δεκαπέντε(15) φορές το βάρος του, χωρίς να βουλιάξει!
Τελικά, είναι να θέσεις το ερώτημα. την απάντηση θα την πάρεις, έστω κι αν χρειαστεί να περιμένεις... μισό αιώνα!

Το βάσανο του καλοκαιριού
Η ‘‘Αγιατριάδα’’, το 1933.
Το παιδικό μας βάσανο, το καλοκαίρι, ήταν ένα και μοναδικό. Ο μεσημεριανός ύπνος. Μετά το φαγητό ο πατέρας έλεγε: “Μπρος για ύπνο, να μην ακούσω φωνή”. Ετοιμάζαμε τη στρωματσάδα μας βαριεστημένοι, λες και πηγαίναμε στο εκτελεστικό απόσπασμα, και ξαπλώναμε. Η πόρτα του δωματίου μας έκλινε, σε λίγο έκλινε και η πόρτα του υπνοδωματίου των γονιών μου.
Δεν ήθελε και πολύ, κουβέντα στη κουβέντα στην αρχή, ακολουθούσε το μεταξύ μας πείραγμα, και μετά, πείραγμα στο πείραγμα, ανέβαιναν οι τόνοι και η οργισμένη πατρική φωνή έφτανε στ’ αφτιά μας προειδοποιητικά. Και πώς να μην ήταν οργισμένη, όταν αυτός τα καλοκαίρια ξυπνούσε σχεδόν κάθε μέρα πολύ νωρίς, στη δυο η ώρα μετά τα μεσάνυχτα, για να βρίσκεται με το μουλάρι, θαμπά στο Ξεροβούνι, προκειμένου να κόψει λατσούδια από ξερά έλατα, να τα λιανίσει με τέχνη και να τα φορτώσει μεθοδικά στο μουλάρι,ώστε  να έχει επιστρέψει μέχρι τις έντεκα(11) το πρωί, για να μην τον πιάσει η ζέστη  του καλοκαιριού;
Πάλι, λοιπόν, ησυχία, πάλι νέος κύκλος πειραγμάτων, και νέα μεγαλύτερη φασαρία. Οπότε ακούγαμε πιο αυστηρές προειδοποιητικές πατρικές φωνές και, τέλος, δεν αποφεύγαμε την τιμωρία.
Άλλες φορές ήμασταν ήσυχοι, με σκοπό την παραπλάνηση, κι έτσι καταφέρναμε να δραπετεύσουμε  την κατάλληλη ώρα, για να πάμε να συναντήσουμε, ο καθένας την παρέα του. Τότε, στο δρόμο της γειτονιάς ακολουθούσε η δεύτερη, πιο... ζόρικη, σκηνή αυτού του έργου με φοβερότερες απειλές, με κατάρες ακόμα και εκτοξεύσεις λιθαριών από τους ενοχλημένους γείτονες που τους είχαμε χαλάσει το μεσημεριανό τους ύπνο.
Το τρέξιμο ήταν η ασφαλής μας άμυνα, με το που ακούγαμε την πόρτα του γείτονα να ανοίγει με ορμή και βλέπαμε το οργισμένο ύφος του. Το θέαμα  εκτός από τρόμο, ειδικά εάν τύχαινε κάποιο παιδί να βρίσκεσαι εκείνη τη στιγμή κοντά στην πόρτα του, είχε και πλάκα, διότι έβλεπες το γείτονα με το ένα χέρι να κρατάει το παραδοσιακό μακρύ του σώβρακο και με το άλλο να σκύβει να πιάσει πέτρα για να μας κυνηγήσει, ως ενοχλητικούς σκύλους!
Στη συνέχεια, οι παρέες μας μετακόμιζαν πιο πέρα, έξω από άλλο σπίτι της γειτονιάς.  Κι αν τύχαινε ο νοικοκύρης του άλλου σπιτιού να είναι βολικός και ανεκτικός, αναλάμβανε η γυναίκα του να μας στολίσει με λογιών - λογιών κατάρες.
Τελικώς, αποφασίζαμε να εκτελέσουμε την τελική φάση του σχεδίου μας. Απομακρυνόμαστε και οδεύαμε έξω από το χωριό, στις παρυφές του Κούκουρα, στο εκκλησάκι της «Αγίας Τριάδας», με την περίοπτη θέση της, με τα πολλά δέντρα(κυπαρίσσια), γύρω-γύρω, στον περίβολο και ένα μέτριου μεγέθους πλάτανο στη μέση, δίπλα από το εκκλησάκι.
Εδώ υπήρχε επαρκής απόσταση ασφαλείας, τόσο για τα θορυβώδη παιχνίδια μας,όσο και για την αποφυγή  τιμωρίας από τους μεγάλους. Το παιχνίδι εκεί σε πρώτη φάση είχε αναρρίχηση στα κυπαρίσσια, με αγώνα ποιός θα ανέβει  πρώτος στο αγριοκυπάρισσο (όπως το λέγαμε) με τα ανοιχτά κλαδιά του, και ποιος θα φτάσει στην «αναπαυτική πολυθρόνα» - το «θρόνο»που λέγαμε, ένα κλαδί,δηλαδή, που είχε καλή διαμόρφωση για να κάθεσαι, και ευλυγισία για να μπορείς να  κουνιέσαι στην κορυφή του δέντρου και να απολαμβάνεις τη γύρω θέα, οπότε οι άλλοι αναγκαστικά κάθονταν πιο κάτω, σε πιο άβολα κλαδιά, που σε εμπόδιζαν  να μείνεις στη θέση σου επί πολύ ώρα.
Το πρόγραμμα, μετά, πρόβλεπε τη μετακίνηση από κυπαρίσσι σε κυπαρίσσι μέσω των γειτονικών κλαδιών τους, ώσπου φτάναμε στο τελευταίο, και τέλος με ένα σάλτο όλοι στο έδαφος! Αν μας έβλεπε κάποιος ξένος τουρίστας - μαύρους από τον ήλιο,σκονισμένους και βρώμικους να σκαρφαλώνουμε, να ουρλιάζουμε και να πηδάμε από δέντρο σε δέντρο -  σίγουρα θα νόμιζε ότι κάποιο σπάνιο είδος πιθήκων με ανθρώπινη φωνή  υπήρχε στο χωριό μας.
Μετά, σειρά είχε ο πλάτανος για αναρρίχηση και κυρίως για σκάλισμα  με το σουγιά μας, των ονομάτων μας (αρχικών γραμμάτων) π.χ. Ε.Ι.Α., Θ.Π.Μ., Ι.Ε.Κ., Κ.Ν.Δ. Η καλλιτεχνική απόλαυση από τις χαράξεις αυτές έδινε και έπαιρνε. το ευχαριστιόμασταν πιο πολύ μετά από καιρό, όταν  ο φλοιός του δέντρου είχε θρέψει και είχε δώσει μόνιμη μορφή στα χαράγματα. Το τι τατουάζ είχε κάνει άθελά του αυτός ο πλάτανος από τα παιδιά της γειτονιάς του Κούκουρα, δεν περιγράφεται.
Μάλιστα, όταν τα μεγαλύτερα σε ηλικία παιδιά  αποφάσισαν κάποια στιγμή να σκάψουν σκάμμα, για να προπονούνται στο άλμα απλούν και στο άλμα τριπλούν, καθώς και να πηδούν άλμα εις ύψος και άλμα επί κοντώ, ο κορμός του πλάτανου χρησίμευε για  στύλος, όπου δενόταν «καρπ’τόνεμα»(ως υποκατάστατο του πήχη του άλματος). Η άλλη άκρη του νήματος καρφωνόταν στον τοίχο του παρακείμενου εξωκκλησιού.
Άλμα επί κοντώ; Ναι, καλά διαβάσατε,άλμα επί κοντώ! Κοντάρι ήταν το φουρνόξυλο(ξύλο μακρύ με ικανή  και μεταβαλλόμενη διατομή, που είχε μια κάποια ευλυγισία) το οποίο οι μανάδες μας το χρησιμοποιούσαν για να σπρώχνουν τα ξύλα, βαθιά στο φούρνο,  όταν τον άναβαν για το ψήσιμο του ψωμιού.
Έτσι, προπονούνταν τα παιδιά της γειτονιάς μου, προκειμένου να είναι οι καλύτεροι στο σχολείο και αργότερα, όταν θα μεγάλωναν, για να μπορέσουν,γιατί όχι,να πάρουν και το αρνί, ως έπαθλο, στο αντίστοιχο αγώνισμα στο πανηγύρι του Αϊ Γιώργη. Μεταξύ μας, απ’ όσους είδα να προπονούνται εκεί στην «Αγια Τριάδα», κανένας δεν διακρίθηκε στο πανηγύρι. Έφταιγε,φαίνεται, που δεν είχαμε κατάλληλο προπονητή…
Όταν προχωρούσε ο Αύγουστος, και τα καρύδια στις καρυδιές είχαν φτιάξει τρυφερέςκουκόσες, αλλά δεν είχαν ακόμα αποβάλει το πράσινο φλούδι τους, γινόταν τροποποίηση του μεσημεριάτικου προγράμματος και έτσι περιλάμβανε και ….αγροτική συγκομιδή(!) πράγμα που σημαίνει ότι οι καρυδιές που ήταν δίπλα στο χωριό δέχονταν καθημερινά τις επισκέψεις - επιθέσεις  μας.
Όταν είχαμε κατεβάσει ικανό αριθμό καρυδιών,χωρίς να απομακρυνθούμε μερικές φορές από τον τόπο της …συγκομιδής, απολαμβάναμε κάτω από τον ίσκιο του δέντρου που μόλις είχαμε ξαλαφρώσει, τους άνομους κόπους μας.
Το κάθε τρυφερό καρύδι με το σουγιά μας υπέκυπτε σε τρεις μόνο κινήσεις.
-  Κίνηση 1η, εφαπτομενική τομή της πράσινης φλούδας στον πεπλατυσμένο πόλο του καρπού.
-  Κίνηση 2η, μπήξιμο και ελαφρό στρίψιμο της μύτης του σουγιά στη θέση που ενώνονται τα δυο ημικελύφη και το καρύδι είχε ανοίξει.
-  Κίνηση 3η, βύθισμα του σουγιά στα ημισφαίρια (ημικελύφη) του καρπού και συνεχόμενη κίνηση, με μαεστρία χειρουργού, για την εξαγωγή της φρέσκιας και λαχταριστής καρυδόψιχας.
Ακολουθούσε το σχετικό καθάρισμα και η γευστική απόλαυση ήταν πλέον γεγονός!
Τέλειο,όμως, έγκλημα δεν υπάρχει,  διότι ο δράστης πάντα όλο και κάποιο ίχνος  θα αφήσει. Εμείς ξέραμε από την αρχή, τι ίχνη θα αφήναμε, γιατί τα χλωρά φλούδια από τα καρύδια έβαφαν αμέσως τα δάχτυλά μας. Ξέραμε, μάλιστα, ότι την πρώτη μέρα που εγκαινιάζαμε τη νέα μας συγκομιδή, θα την πληρώναμε με ξύλο από τον πατέρα μας, αλλά δεν μπορούσαμε να βλέπουμε τους άλλους της παρέας να τρώνε καρύδια και να γελούν σε βάρος μας.        

Εξάλλου, τις υπόλοιπες μέρες δεν μπορούσε να στοιχειοθετηθεί νέα “συγκομιδική” αταξία μας, αφού τα χέρια μας ήταν έτσι κι αλλιώς βαμμένα από την πρώτη μέρα. Έτσι, παρότι το έγκλημα ήταν διαρκές, εμείς το πληρώναμε ως στιγμιαίο, δηλαδή μόνο στην αρχή. 
Στάθης Ασημάκης