της Άλτας Φίλου-Πατσαντάρα
Η γειτονιά μας ήταν κοριτσογειτονιά. Αυτό μας δυσκόλευε κάπως σε κάποια πράγματα που ήταν δουλειά των αγοριών. Έρχονταν για παράδειγμα οι Απόκριες και η κάθε γειτονιά έπρεπε να φροντίσει να έχει τα απαραίτητα για τις φωτιές, που ανάβαμε στους δρόμους και στις πλατείες. Έπαιρναν τα γαϊδουράκια τους, τ΄αγόρια από τις άλλες γειτονιές και πήγαιναν στον «Κμαριά» και έφερναν φορτώματα τις σπαρτιές. Δύσκολο να τους συναγωνιστούμε, τον Ηλία, τον Σπύρο, τον Θοδωράκη και τον Στάθη από τη διπλανή Κάτω Λάκκα ή τον Θανάση, τον Γιάννη, τον Λουκά και τον Σπύρο, ψηλά στον Πλάτανο, που άναβαν τις μεγαλύτερες φωτιές, τουλάχιστον στο δυτικό μέρος του χωριού και τις οποίες μπορούσαμε να δούμε και από τη δική μας γειτονιά. Ήταν οι γειτονιές με τα περισσότερα αγόρια και το έβλεπες αυτό ξεκάθαρα τις Απόκριες. Εκεί να δεις ζήλια από μέρους μας! Αλλά τί να κάναμε το είχαμε πάρει απόφαση ότι έτσι θα τράβαγε το πράγμα μέχρι να μεγαλώσουν τα δικά μας αγόρια της γειτονιάς. Κάναμε χάζι τη φωτιά στην Λάκκα μέσα από το περιβόλι της Κεφαλαστέρως, ή την άλλη στον Πλάτανο, όταν η δική μας έπνεε ήδη τα λοίσθια και κατά περίσταση παίρναμε το μέρος του ισχυροτέρου.
«Πάνω ο Πλάτανος, κάνω η Λάκκα», φωνάζαμε με ενθουσιασμό, όταν βλέπαμε τις φλόγες να φουντώνουν ψηλά, στην Πληκόβρυση. (….Μια νύχτα που φυσούσε ο Κατεβατός τον έσπασε στα δύο. Το πρωί τον θρήνησε όλο το χωριό, σα να χάσανε δικό τους άνθρωπο τον κλαίγανε οι γειτόνισσες.)
Έτσι βολευόμασταν με τα υπάρχοντα στη γειτονιάς και κάθε χρόνο τέτοια εποχή ρημάζαμε τον φτάχτη από το περιβόλι της θειά-Θυμιώς, που ήταν και ο πιο πρόχειρος. Δυο σύρματα, ένα πάνω και ένα κάτω, ήταν η περίφραξη και ανάμεσά τους ξερές σπαρτιές, που τις αναπλήρωνε αναγκαστικά κάθε χρόνο για να μη μπαίνουν οι γάτες μέσα στο περιβόλι. Ευτυχώς που η θειά-Θυμιώ ήταν η πιο καλόβολη της γειτονιάς, ερχόταν την άλλη μέρα βέβαια και έκανε τα παράπονά της στις μανάδες μας, αλλά μέχρις εκεί. Καταφέρναμε έτσι να φτάνουμε ως τις Μεγάλες Αποκριές, ανάβοντας φωτιά μπροστά στης Κουτσοελένης το φούρνο, αλλά μόνο τις Κυριακές. Το τί πανηγύρι κάναμε γύρω από τη φωτιά δεν λέγεται. Βάζαμε και στοίχημα, ποιος θα πηδήσει τη φωτιά χωρίς να καεί. Σε μια τέτοια απόπειρα βρέθηκα ένα βράδι καταμεσής στη χόβολη, «αγκαλιά» με τον Θανάση από τον Πλάτανο που είχε έρθει επίσκεψη στη γιαγιά του. Είπε να πηδήσει κι εκείνος τη φωτιά, όπως ήταν το έθιμο, αλλά το έκανε από την αντίθετη πλευρά, την ώρα που κι εγώ το επιχειρούσα από την άλλη. Μας τράβηξαν ευτυχώς εγκαίρως έξω και τους δύο με μόνο τα σημάδια από τα κάρβουνα στα ρούχα μας και τη μυρωδιά καμένου στα μαλλιά μας. Άντε να τα δικαιολογήσεις όλα αυτά στο σπίτι μετά…
Ο μπάρμπα-Θιοχάρης ήταν τακτικός στις φωτιές μας, γιατί γυρίζοντας από το καφενείο του Ξενοδόχου περνούσε κάθε βράδυ από το σπίτι μας να πει την καληνύχτα στην αδελφή του, την γιαγιά μου και έμενε για λίγο μαζί μας μιας και είμασταν στο δρόμο του. Οι υπόλοιποι από τους μεγάλους, μόνο τις Μεγάλες Αποκριές έβγαιναν και κάθονταν γύρω από τη φωτιά. Με τις πίττες τους οι νοικοκυρές, τη μπουκάλα με το κρασάκι ο μπάρμπα-Λευτέρης και με το σουράβλι του ο μπάρμπα-Γιώργης. Αλλά τα λίγα λιόκλαρα που είχαμε καίγονταν νωρίς και η φωτιά λιγόστευε και μαζεύονταν όλοι στα σπίτια τους, με τα τελευταία αποκριάτικα τραγουδάκια, λέγοντας και του χρόνου. Τα παιδιά που μέναμε μέχρι να γίνει και το τελευταίο κάρβουνο στάχτη ζηλεύαμε που ακούγαμε από τη Λάκκα τον Μητσάρα με την κιθάρα του να διασκεδάζει την από κει γειτονιά.
«Αφού δεν ήξερες κυρά να φτιάχνεις μακαρόνια, τί τον ήθελες, κυρά, τον άντρα με γαλόνια;», ακούγαμε να τραγουδάνε και έφταναν τα γέλια τους μέχρις εμάς και ζηλεύαμε. Έπρεπε κάτι να κάνουμε.
Εκείνη τη χρονιά, παραμονή της Μεγάλης Αποκριάς, είχαμε πάρει με την συνονόματη, οι δυο μας, από νωρίς το απόγευμα σβάρνα τις γύρω γειτονιές και με ζήλια αντικρύζαμε τις αγκαλιές τα λιόκλαρα και τις σπαρτιές που με σπουδή έκρυβαν στις αυλές των σπιτιών τους τα αγόρια για την μεγάλη φωτιά την άλλη μέρα. Πεταχτήκαμε και στην Κουμούλα, ήταν βασικά η γειτονιά μας αλλά επειδή πήγαινε ο δρόμος στα σπίτια μόνο από την πίσω πλευρά δεν είχαμε και πολλά πάρε-δώσε με τα παιδιά της γειτονιάς από κει. Συναντιόμασταν μόνο για να παίξουμε στην Κουμούλα στα πλατάνια και όσο ήταν οι βρύσες έξω στο χωριό για να πάρουμε κρύο νερό, που μας έστελναν οι μανάδες μας για το μεσημέρι. Αν καταφέρναμε να «κλέψουμε» και καμιά τριχιά από τα μουλάρια της γειτονιάς, φτιάχναμε κούνιες στα κλαδιά από τα τρία πλατάνια που ήταν στη κορυφή του λοφίσκου και άντε να μας μαζέψουν στο σπίτι. Οι τριχιές, όμως τρίβονταν στο ξύλο των κλαδιών και ξέφτιζαν. Γινόντουσαν επικίνδυνες να σπάσουν στο φόρτωμα των σακιών με τις ελιές στα ζώα, όπως ήταν και η χρήση τους. Το τί ακούγαμε δεν λέγεται, έτσι και μας ανακάλυπταν.
Φτάνοντας λοιπόν το σούρουπο στον μεγάλο πλάτανο της Κουμούλας και κοιτώντας πέρα προς το Σφαλάκι, πήρε το μάτι μας μια μεγάλη ρόδα από φορτηγό μαζί με λίγα λιόκλαρα, στο ξέφωτο κάτω, εκεί που άναβαν τη φωτιά στη γειτονιά τους, οι δυο Γιώργηδες, συμμαθητές μας στο σχολείο. Είχαν φροντίσει -φως φανάρι η υπόθεση- για τις Μεγάλες Αποκριές με άλλον τρόπο. Θα έβαζαν στη χόβολη τη ρόδα και εκείνη θα καιγόταν μπορεί και όλη τη νύχτα χωρίς να χαλάνε τη ζαχαρένια τους για ξύλα. Μεγάλη τύχη να εξοικονομήσει κάποιος μια τέτοια ρόδα εκείνη την εποχή. Δεν ήταν και πολλά τα φορτηγά στο χωριό. Ποιος ξέρει, πού τη βρήκαν. Κοιταχτήκαμε με νόημα και χωρίς να βγάλουμε λέξη από το στόμα μας. Αυτό ήταν!
Μόλις νύχτωσε για τα καλά βάλαμε το σχέδιο σε εφαρμογή. Φάγαμε στα γρήγορα και βγήκαμε από τα σπίτια μας λέγοντας πως πάμε η μια στο σπίτι της άλλης που ήταν απέναντι. Είχε κρύο ακόμα έξω για να τριγυρνάμε χωρίς να δίνουμε λόγο και να μαζευόμαστε στο σπίτι αργά, όπως τα καλοκαίρια, όταν γύριζαν και οι πατεράδες μας από την αγορά. Με κάθε προφύλαξη φτάσαμε στο μέρος που είχαμε δει το απόγευμα τη ρόδα. Ήταν ακόμα εκεί, μόνη και παρατημένη στο έλεος του κάθε ενός που έβαζε κακό στο νου του για πάρτη της. Στην από κει τη γειτονιά επικρατούσε ησυχία, οι άνθρωποι ήταν όλοι στα σπίτια τους. Και από τους συμμαθητές μας ούτε που φαινόταν κανένας έξω. Πώς και δεν το σκέφτηκαν να μπάσουν για καλό και για κακό την ρόδα στη αυλή πριν νυχτώσει; Εμείς τουλάχιστον έτσι θα κάναμε, αν είχαμε στην κατοχή μας τέτοιον αποκριάτικο «θησαυρό». Με κάθε προφύλαξη και στα γρήγορα την στήσαμε όρθια και αρχίσαμε να την κυλάμε στο ίσωμα. Ήταν σχετικά εύκολο μέχρι σ΄ενός σημείου. Μετά τα πράγματα δυσκόλευαν. Θα έπρεπε να διαλέξουμε, είτε να συνεχίσουμε από τον κανονικό δρόμο που έβγαζε στη δική μας γειτονιά και ήταν στρωτός, με κίνδυνο όμως να πέσουμε σε κανέναν αργοπορημένο μπάρμπα, που θα ερχόταν από την αγορά προς το σπίτι του, είτε να βρούμε άλλον τρόπο. Χωρίς να το πολυσκεφτούμε αποφύγαμε το δρόμο και τραβήξαμε την ανηφόρα προς τα πλατάνια. Θα την ανεβάζαμε σιγά-σιγά την μικρή ανηφόρα μέχρι επάνω τα πλατάνια, που ήταν και πίσσα σκοτάδι εκείνη την ώρα και μετά θα την περνούσαμε μέσα από την αυλή της θειά-Γιωργίας και από την αυλόπορτα θα την κυλούσαμε το καλντερίμι κάτω για τη δική μας γειτονιά.
Δεν είχαμε υπολογίσει όμως το στένεμα του εδάφους σε κάποιο σημείο, γιατί δρόμος δεν υπήρχε εκεί, πάνω από το σπίτι της θειά-Ξούλας. Μόλις και μπορούσε να περπατήσει ένας άνθρωπος χωρίς να κινδυνέψει να βρεθεί με την πρώτη στραβοπατημασιά επάνω στα κεραμίδια της σκεπής της, που άρχιζε εκεί που τελείωνε η μικρή κατηφόρα δίπλα στην αγριοσυκιά. Πώς θα περνούσαμε τη ρόδα από κει χωρίς να μας πάρει πόδι για κάτω; Με μεγάλη δυσκολία την ανεβάσαμε στην ανηφόρα, αλλά στο στενό εκείνο σημείο με την κατηφόρα στη μια πλευρά και τον τοίχο του ενός σπιτιού στην άλλη τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ήταν αδύνατο να την κουμαντάρουμε. Σα ρόδα που ήταν θα έπαιρνε φόρα και θα κυλούσε προς τα κάτω, αν ξέφευγε από τα χέρια μας. Θα κατέληγε στα κεραμίδια της θειά-Ξούλας και τότε ποιος μας γλύτωνε…
Ήταν τόση η λαχτάρα μας και η χαρά μας για το απόκτημά μας που μέχρι σήμερα απορώ, πού βρήκαμε εκείνες τις δυνάμεις, δωδεκάχρονα κορίτσια, να τολμήσουμε το ακατόρθωτο. Και κυρίως χωρίς να μας πάρει μυρουδιά κανένας. Η ρόδα πάντως έφτασε και μπήκε με ασφάλεια στην αυλή της συνονόματης. Την σκεπάσαμε με τις σπαρτιές από το φράχτη της θειά-Θυμιώς για κάθε ενδεχόμενο και πήγαμε η κάθε μια στο σπίτι της. Τύψεις συνείδησης για την κλεψιά, είτε της ρόδας είτε των σπαρτιών, φυσικά δεν είχαμε, ούτε καν πέρασε από τη σκέψη μας κάτι τέτοιο. Ήταν Απόκριες!
Ξημερώνοντας οι Μεγάλες Αποκριές δεν βλέπαμε την ώρα να νυχτώσει πάλι για να ανάψουμε τη φωτιά. Λέγαμε σε όλους στο κουσούλτο από το απόγευμα να βγουν το βράδι στη φωτιά για να αποκρέψουμε όλοι μαζί έξω και να μη νοιάζονται για ξύλα, είχαμε φροντίσει για μεγάλη φωτιά αυτή τη φορά. Μαζευτήκαμε τα παιδιά απ΄όλη τη γειτονιά, πιο νωρίς από κάθε άλλη φορά, και βάλαμε πρώτοι εμείς από όλες τις άλλες γειτονιές φωτιά. Βιαζόμασταν να ανάψουμε και τη ρόδα γιατί σίγουρα οι δυο Γιώργηδες θα είχαν ανακαλύψει εν τω μεταξύ, ότι θα τους έλειπε και θα την έψαχναν. Αν είχε πάρει ήδη φωτιά σ΄εμάς άντε να αποδείξουν ότι ήταν η δική τους ρόδα αυτή που καιγόταν. Αλλά και πού να το έβαζε νους ανθρώπου, ότι θα «κύλαγε» μια τέτοια ρόδα σε ανηφοριές και κατηφόρες μέχρι την από δω τη γειτονιά!
Χωρίς να λυπηθούμε αυτή τη φορά τις σπαρτιές, τις βάλαμε όλες μαζί από την αρχή σ΄ένα σωρό και από πάνω σπρώξαμε τη ρόδα. Άρπαξαν αμέσως φωτιά και φωτίστηκε ο τόπος. Η χαρά μας αλλά και η προσμονή μας ήταν στο κορύφωμα. Δεν άργησε και η ρόδα να πάρει φωτιά. Με μια μικρή φλόγα στην αρχή που συνοδεύτηκε σύντομα από ένα μαύρο και πυκνό σύννεφο καπνού. Μια δυσάρεστη οσμή μας τύλιξε και μας έκανε όλους να κάνουμε προς τα πίσω. Σχεδόν ταυτόχρονα ακούσαμε να ανοίγουν πόρτες και παραθύρια και τις γειτόνισσες να βγαίνουν από τα σπίτια με φωνές και κατάρες, που ήταν κάτι το συνηθισμένο εκείνη την εποχή.
«Αχρόνιαγα, τί βάλατε στη φωτιά;»
Είχαν πουμώσει μέσα τα σπίτια από τον καπνό και έξω σ΄όλη τη γειτονιά μύριζε το καουτσούκ της ρόδας τόσο που δεν μπορούσες να σταθείς. Άρπαξαν από έναν κουβά νερό η κάθε μια και έσβησαν με αποφασιστικές κινήσεις τη φωτιά, ρίχνοντάς μας άγριες ματιές. Πού να τολμήσουμε να αντισταθούμε εμείς… Σα βρεγμένες γάτες στεκόμασταν παράμερα και παρακολουθούσαμε τα αποκαϊδια του ονείρου μας. Τί τα θέλαμε κι εμείς τα μεγαλεία; Γιατί δεν μέναμε στις ταπεινές σπαρτιές;
Έληξε έτσι άδοξα η αποκριάτικη εκείνη βραδιά. Η μεγάλη φωτιά που προσδοκούσαμε κατέληξε σε μια άμορφη μαύρη μάζα καουτσούκ, που βρομοκοπούσε. Ούτε τον κόπο συλλογίζομαι, κατοπινά, ούτε την σκασίλα μέχρι να φτάσει το προηγούμενο βράδι η ρόδα στην από δω τη γειτονιά. Μόνο θυμάμαι την πίγκωση και την στεναχώρια που τράβηξα, που δεν κάναμε Απόκριες εκείνη τη χρονιά γύρω σε μια φωτιά. Μας άρπαξαν οι μανάδες μας άρον-άρον από το μανίκι και μας έκλεισαν για τιμωρία στα σπίτια μας μέσα, ενώ στις άλλες γειτονιές μόλις ξεκινούσε το γλέντι με τις φωτιές.
Αλλά ήρθε και ο καιρός να μάθετε, Γιώργηδες, ποιες ήταν οι κλέφτρες της ρόδας σας εκείνες τις Απόκριες. Με …παρρησία το αποκαλύπτω δημοσίως, μια και το αδίκημα έχει πλέον παραγραφεί…
Απόσπασμα από το βιβλίο, «Αναμνήσεις στην Αράχωβα», της Άλτας Φίλου-Πατσαντάρα