Από το φθινόπωρο του 1964, που πρωτοέφτασε ο Δημήτρης Ηλ. Ρεντίφης, ως καθηγητής Φιλόλογος, στο εξατάξιο τότε Γυμνάσιο της Αράχοβας, μέχρι σήμερα, συμπληρώνονται εξήντα (60) χρόνια.
Ήμουν, τότε, στην αρχή της τρίτης (Γ΄) τάξης, δηλαδή, ούτε πρωτάκι άπειρο, αλλά ούτε τελειόφοιτος που θα μπορούσα να κρίνω με ικανοποιητικούς όρους έναν καθηγητή μου. Αυτό, όμως, που θυμάμαι ακόμα και σήμερα είναι ότι μέσα σε λίγες εβδομάδες μετά την έναρξη του σχολικού εκείνου έτους, μια έντονη φήμη άρχισε να πλανιέται στο Γυμνάσιο για τον νέο αυτόν Φιλόλογο από τους Τσουκαλάδες. Φήμες, για άλλου τύπου καθηγητή, που μαγνήτιζε την τάξη με τις γνώσεις του και με τη μεγάλη του όρεξη για διδασκαλία.
Την άλλη χρονιά το διαπίστωσα ο ίδιος, όταν ανέλαβε να μας διδάξει Λατινικά, έστω για λίγο καιρό, καθόσον καταργήθηκε το μάθημα αυτό, με βάση το νέο τότε αναλυτικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα που ακολούθησε. Αργότερα, διδάχτηκα επίσης από τον ίδιο: Ιστορία για λίγο διάστημα, Ψυχολογία, καθώς και Αρχαία Ελληνικά. Ως τελειόφοιτος είχα πλέον διαμορφώσει άποψη για τον καθηγητή Δημήτρη Ρεντίφη, που συνοψίζεται σε μια μόνο λέξη: ανεπανάληπτος!
Εάν, όμως, τότε κάποιος με κτυπούσε στην πλάτη και μου ψιθύριζε ότι αυτός ο καθηγητής θα με / μας δίδασκε και εξήντα (60) χρόνια μετά, αυτό δεν θα μπορούσα, όχι μόνο να το σκεφτώ, αλλά ούτε να το φανταστώ. θα έμοιαζε απλώς σαν μια τρελή σκέψη στο μυαλό μου. Και, όμως, συνέβη και, πράγματι, εξακολουθεί να με / μας διδάσκει ως επιφανής φιλόλογος με την ίδια ζέση, με τον ίδιο οίστρο, και σίγουρα με μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία, που προκύπτει μέσα από τα εξήντα (60) χρόνια βαθυσκαφούς έρευνάς του σε ποικίλα θέματα Φιλολογίας, Φιλοσοφίας, Λογοτεχνίας, Λαογραφίας και Θεατρολογίας.
Η τελευταία φορά που «μπήκαμε» στην… «τάξη» του ήταν πριν πέντε (5) ακριβώς έτη, με το όγδοο βιβλίο του: «Πηγάσιοι Δρόμοι», εκδόσεις «Γκοβόστη». Τώρα, με το νέο του βιβλίο: «Βαθυσκαφής Ολκός Ριζωμάτων», εκδόσεις «Γκοβόστη», Οκτώβριος 2023, χτύπησε ξανά κουδούνι για να μας μαζέψει και πάλι στην.. «αίθουσα».
***
Στα χέρια μου έφτασε το υπόψη βιβλίο του, λίγες μέρες πριν τα πρόσφατα Χριστούγεννα. ήταν το καλύτερο δώρο για τις γιορτές που θα μπορούσα να έχω. Μάλιστα, ο σοφός δάσκαλος, προκειμένου να κεντρίσει, ευθύς εξαρχής, το ενδιαφέρον μας, σκέφτηκε να δώσει κόντρα τίτλο, σε σχέση με τον προηγούμενο, σαν μια ταλάντωση, και να προξενήσει εξ αυτού μια πρώτη ώση στην ευαισθησία και την ενάργειά μας.
Πράγματι, από τον «Πήγασο», το 2018, που… με γρήγορη κίνηση ψηλά και επισκόπηση πάνω σε σπουδαία πνευματικά τοπία μάς είχε οδηγήσει σε: Αναβάσεις, Ανατάσεις και Υπερβάσεις, μας προσγειώνει τώρα στον «Βαθυσκαφή Ολκό», με μια άκρως επιτυχή κονκάρδα στο εξώφυλλο, τον Θηβαίο γεωργό του 6ου π.Χ. αιώνα με το ξύλινο αλέτρι και τα δυνατά βόδια του. και μας καλεί να συμμετάσχουμε μαζί του σε βαθυσκαφή όργο σε αγρό σπουδαίων πνευματικών ζητημάτων, που μπορούν να θεωρηθούν ριζώματα του πολιτισμού μας, κάτι δηλαδή ανάλογο με τα εμπεδόκλεια ριζώματα στην αρχαία προσωκρατική φιλοσοφία (Γη, Νερό, Αέρα και Φωτιά).
Ακολουθεί δεύτερη ιντερλούδια στοχαστική δόνηση, με τα ακροθίνια (κορυφαία - σπουδαιότερα) ως μια ιδιότυπη αφιέρωση στους αναγνώστες, μέσα από δεκαέξι στίχους, με απανωτές θέσεις (στα πρώτα ημιστίχια) και άρσεις (στα δεύτερα ημιστίχια), σε μια συνεχή σπειροειδή ανέλιξη, όπου καταγράφονται τα ουσιώδη της ύπαρξης από το δημιουργία του σύμπαντος (ήλιος) έως τον ανθρώπινο πολιτισμό (αστοί - άστυ), τόσο ως θαύμα, όσο και ως φόβο για τον ολικό αφανισμό του.
Και κλείνει το όλο προκαταρκτικό με την τρίτη δόνηση, (ποιητική), αναφορικά με τη βασική - κλιμακωτή - δομή του έργου σε έξι (6) μέρη, συγκεκριμένα στα μέρη:
· Ο Όνειρος κανοναρχεί
· Η Κυρα - Κάλλω αυγάζει
· Η Μήτις καταδύεται
· Ο Ίακχος ορχείται
· Οι Εσπερίδες αγρυπνούν
· Οι Πιερίδες μέλπουν.
***
Προκειμένου να διευκολυνθεί ο αναγνώστης, στην κατανόηση της όλης αυτής δομής, δίνεται στον Πρόλογο η εκτενής εξήγηση των παραπάνω «κλειδιών» (Όνειρος, Κυρα - Κάλλω, Μήτις, Ίακχος, Εσπερίδες και Πιερίδες), που συγκροτούν και ένα είδος βαθμίδων του ανύσματος της ανθρώπινης πνευματικής δημιουργίας και κατ’ επέκταση του ανθρώπινου πολιτισμού.
Όπως γίνεται φανερό από το παραπάνω εξάστιχο, το υπόψη βιβλίο αποτελείται από έξι(6) μέρη.
Ειδικότερα:
Το Α΄ Mέρος: «Ο Όνειρος κανοναρχεί» περιλαμβάνει έξι (6) κεφάλαια.
Στο 1ο Κεφάλαιο: «Το άφθιτο και αριστόκαρπο κλέος των Μουσών», παρουσιάζεται η περισυλλογή των εννέα(9) Ελικωνιάδων Μουσών στις όχθες της Αγανίππης, όπου αποφασίζουν να προσφέρουν τα δώρα τους στην Άσκρα της Βοιωτίας και συγκεκριμένα στο νέο βλαστάρι της, τον Ησίοδο, που ξέρουν ότι είναι ένας αφοσιωμένος βοσκός, και να τον χρίσουν ποιητή.
Αν σκεφτούμε ότι ο συγγραφέας, στις ευχαριστίες προς τα ξαδέλφια του - χορηγούς της παρούσας έκδοσης - βρίσκει χρόνο να αναφερθεί στους συγγενικούς τους δεσμούς και με αναδρομή φέρνει στο νου του παιδικές βουκολικές - σαρακατσάνικες στιγμές στα Ευρυτανικά βουνά και στον Ελικώνα και πιο κάτω θυμάται και γράφει: «Όταν οι βαβάδες μας γυρόφερναν στο λαιμό μας τη σαλαμάνδρα με την κίτρινη κοιλίτσα της και τις σκούρες βούλες, μας εύχονταν: «Να γίνετε καλοί άνθρωποι»… ορκιστήκαμε: «Δεν θα προδώσουμε ποτέ τη σαλαμάνδρα». Και πέρασε ο καιρός και … ο ξάδελφος Μήτσος σπούδασα αρχαιογνωσία και νεογνωσία και μέσα από τη μελέτη των κωδίκων - των παπύρων και των γουτεμβεργιανών κύρβεων - κατανόησα με επάρκεια την πολυπλοκότητα της ζωής…», τότε, ο αναγνώστης γνωρίζοντας το έργο του Δημήτρη Ηλ. Ρεντίφη, εκπαιδευτικό και συγγραφικό, δεν έχει παρά να συμπεράνει αβίαστα ότι σε κάποιο χειμαδιό των πρώιμων παιδικών του χρόνων, στις παρυφές του Ελικώνα, έλαβε και αυτός, mutatis mutandis, ως άλλος Ησίοδος το χρίσμα της πνευματικής δημιουργίας και διδαχής από τις Ελικωνιάδες Μούσες, με τη μορφή της σαλαμάνδρας και των ευχών της Βαβάς του.
Και δεν είναι τυχαίο ότι ο συγγραφέας ξεκινάει το παρόν έργο με τις Μούσες, κάνοντας ένα είδος επίκλησης, όπως ο Ησίοδος στο: «Ἔργα καὶ Ἡμέραι», για να μπορέσει και αυτός να σημάνει τα άφθιτα σημαινόμενα.
Προτυπώνοντας το επόμενο (2ο) κεφάλαιο με τίτλο: «Δυο πολύτιμα κάδρα» σημειώνει κάπου στο τέλος των ευχαριστιών του: «Κάθε τόσο αναφωνώ άηχα στις σιωπές μου το σοφόκλειο: «Ω πόνοι πρόγονοι πόνων» και οδυνώμαι. Ύστερα όμως από λίγο, σαν από ανάνηψη, υψώνω αθόρυβα και παρορμητικά το ευριπίδειο: «Τους πόνους γαρ αγαθοί / τολμώσι, δειλοί δ’ εισίν ουδέν ουδαμού» και λυτρώνομαι. Αυτές οι δυο αναφωνήσεις μου εκφράζουν όχι μόνο την περιεκτική ουσία της ταυτότητάς μου, αλλά και τη βαθιά σημασία της πορείας του βίου μου.»
Στο ίδιο αυτό κεφάλαιο ο Δημήτρης Ρεντίφης στήνει, ανάστροφα, σκηνικό δανεισμένο από το ποιητικό έργο του Γιάννη Ρίτσου: «Η Σονάτα του Σεληνόφωτος», την οποία ο συγγραφέας μας, όπως θα αναφέρουμε και πιο κάτω, αναλύει εύστοχα στο ΣΤ΄ Μέρος του παρόντος έργου.
Ειδικότερα, στο ρίτσειο σκηνικό: ένα ανοιξιάτικο βράδυ που το φεγγαρόφωτο μπαίνει αμείλικτο από τα ανοιχτά παράθυρα στο δωμάτιο ενός παλιού σπιτιού, μια γυναίκα με μαύρα κάθεται στην καρέκλα, απευθυνόμενη στο νέο που κάθεται και αυτός απέναντί της.
Ουσιαστικά η γυναίκα αυτή που η σκευή της είναι θαυμαστή, έχει μουσική παιδεία και άλλα προσόντα, και ζητάει από τον νέο να την πάρει μαζί του, μονολογεί με εντασιακή θεατρικότητα, ενώ ο νέος μένει επίμονα βουβός (δραστική στατικότητα) και το μόνο που κάνει είναι με τη φωνή της σιωπής του, την κινησιολογία του να πυροδοτεί τον μονόλογο της γυναίκας. Στο τέλος, ο νέος αποχωρεί, κατηφορίζει μέσα στη νύχτα με ένα ειρωνικό και ίσως συμπονετικό χαμόγελο.
Στο ρεντίφειο σκηνικό, αντίστροφα, τη δραστική στατικότητα την έχει η γυναίκα, η οποία «παραμένει ασάλευτη πίσω από τις κουρτίνες, κοντά στο παράθυρο, σαν θολή ζωγραφιά σε κάδρο», που εκφράζει το ανέγγιχτο κάλλος, την ουτοπία, ενώ την εντασιακή θεατρικότητα την έχει ο συγγραφέας (γείτονάς της, νέος αλαφροΐσκιωτος) που από την εποχή καλοκαιριού, προσέξτε όχι άνοιξης (η άνοιξη παραπέμπει σε παιδικά χρόνια), αρχίζει να την παρατηρεί, και επιθυμεί ως νέος να επικοινωνήσει και να βρεθεί μαζί της. Και το ατελέσφορο τον κάνει ταξιδευτή, τον οδηγεί: «στους δρόμους της γνώρας και της αναζήτησης…».
Στη συνέχεια, αναφέρει κάποιους σημαντικούς σταθμούς της αναζήτησής του. Περνάει ο καιρός, έρχεται φθινόπωρο (η ωριμότητα), με τα «Κίτρινα φύλλα» που «τα σκόρπισε ο άνεμος στις σταυρωτές λύπες κάθε είδους χωρισμών». Και μετά μπαίνει ο χειμώνας με το γήρας αλλά και τα Χριστούγεννα, με «την αναγέννηση μέσα από τη γέννηση… την ανάταση, τη λύτρωση από το πάθος, τον κόρο, τον πόνο, το πένθος».
Τώρα, στο κρύο λυκόφως από την «εξώστρα» της παγωνιάς του ο κάποτε νέος βλέπει πάλι το κάδρο, όμως ένα άλλο κάδρο, πάλι δηλαδή το ίδιο παράθυρο, όμως, κλειστό και χωρίς κουρτίνα. Πίσω από την αγνώριστη μορφή (ουτοπία) βλέπει ένα καταπράσινο έλατο με ρυθμική φωτοχυσία, που τον «κατευοδώνει για ένα άλλο ταξίδι» και του «ανοίγει ένα άλλο ιλαρό δρόμο… Είναι ο δρόμος της προσκύνησης στη φάτνη της Βηθλεέμ», μετράει την απόσταση και τη βρίσκει «τόση, όση της φονικής λογικής από τη σωτήρια πίστη... Είναι εύκολα διανύσιμη αυτή η απόσταση με ένα βοσκοράβδι - ταμένη μεταστροφή στο χέρι και με αγνά δώρα ευλάβειας, χρυσό, σμύρνα και λίβανο».
Στο 3ο Κεφάλαιο: «Έτσι μίλησε η Γκρέτα» ο συγγραφέας καταπιάνεται με το πιο κρίσιμο παγκόσμιο πρόβλημα που έχει εμφανιστεί τις τελευταίες δεκαετίες και πρόκειται να ταλανίσει κυριολεκτικά τον πλανήτη μας, τη ζωή πάνω σ’ αυτόν και τη βιοποικιλότητά της, μιλάμε για το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής, που λίγο - πολύ όλοι γνωρίζουμε τη σοβαρότητά του.
Ο συγγραφέας επηρεασμένος, όπως ο ίδιος ομολογεί, από τον τίτλο του έργου: «Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα» του Φρειδερίκου Νίτσε, με ευρηματικό τρόπο και μέσα από ένα επινοημένο του αφήγημα, με βαθυστόχαστες σκέψεις και δραστική διατύπωση που βάζει στα χείλη της παγκοσμίως γνωστής νεαρής ακτιβίστριας για το Περιβάλλον, της Greta Thunberg, κατορθώνει να μας αφυπνίσει και μάλιστα στο τέλος ακόμα πιο έντονα μέσω ονειρικού εφιάλτη της που προσεγγίζει σε δραματικότητα σκηνές από την «Αποκάλυψη του Ιωάννου».
Μετά τα μελαγχολικά μηνύματα της Γκρέτας και τη φόρτιση του ονείρου της, ο αναγνώστης στο επόμενο (4ο) κεφάλαιο: «Ρίτσα, αγάπη μου! Liebste Ritsa!» οδηγείται σε ένα άλλο χώρο: αγάπης, προσφοράς που φέρνει ιλαρότητα, ηρεμία και παραπληρωματικά ενισχύει το μήνυμα ότι πρέπει ο άνθρωπος να προσέξει το περιβάλλον, γιατί έχει ευθύνη από τον Δημιουργό. Εξάλλου, όλα τα ζώα είναι χρήσιμοι φίλοι του και όχι εχθροί του, πόσο μάλλον τα κατοικίδια, και η αγάπη του προς αυτά υποδεικνύει και τη φροντίδα του για το περιβάλλον.
Ειδικότερα, ο Δημήτρης Ρεντίφης συναντάει τυχαία ένα γατάκι στα σκαλιά της πολυκατοικίας του και αυτό σταδιακά τού αλλάζει την καθημερινότητά του. Το κάνει φίλο του και αρχίζει μια αμφίδρομη σχέση, στην οποία η κάθε πλευρά έχει να προσφέρει στην άλλη.
Το γατάκι η Ρίτσα από το Καλογ-ρίτσα < Καλογε-ρίτσα (ολομόναχη μέχρι πριν την τυχαία τους συνάντηση) απολαμβάνει τροφή, περιποίηση και αργότερα στέγη και θαλπωρή, και ο συγγραφέας μας ξεδιπλώνει όλες τις ευαισθησίες του, απολαμβάνει χαλάρωση, οδηγείται σε θαυμασμούς και στοχασμούς, με τους οποίους πλουτίζει και ευαισθητοποιεί τον αναγνώστη και σίγουρα τον οδηγεί σε σωστό παράδειγμα συμπεριφοράς, αναφορικά με το περιβάλλον και τη Φύση. Το κεφάλαιο αυτό μέσα σε όλο τον τόμο αποτελεί, πράγματι, ένα ευχάριστο, αλλά και πολλαπλώς χρήσιμο ιντερμέτζο.
Ενδιαφέρον, επίσης, είναι ότι, ενώ το προηγούμενο κεφάλαιο: «Έτσι μίλησε η Γκρέτα» είναι ένα οιονεί ακτιβιστικό περιβαλλοντικό κείμενο, το κεφάλαιο: «Ρίτσα, αγάπη μου! Liebste Ritsa!» είναι ένα αγαπησιάρικο περιβαλλοντικό κείμενο. Έτσι, παρότι με μια πρώτη ματιά τα δυο αυτά κεφάλαια φαίνονται άσχετα μεταξύ τους, εντούτοις αποτελούν ένα ενδιαφέρον δίπολο. Επομένως, δεν είναι τυχαίο ότι τοποθετήθηκαν δίπλα - δίπλα.
Στη συνέχεια, για να κατανοήσουμε το επόμενο 5ο κεφάλαιο «Αμφίβια αφήγηση», θα πρέπει να σταθούμε στην de profundis δήλωση - εξομολόγηση του συγγραφέα: «… με τη διερευνητική τάση μου… μελετάω φυσιογνωμικά τον άνθρωπο, με την έμφυτη επίμονη περιέργειά μου… προχωρώ στο υπόστρωμα των φαινομένων για να εξακριβώνω τα αίτια της γένεσής τους και με την επακόλουθη κριτική μου αποτίμηση για να ερμηνεύω δικαιολογώντας τα αιτιατά – και όλα αυτά με γρήγορο βαθμιδωτό αυτοματισμό, ανεπιτήδευτη προσπάθεια και ανθρωποπλαστική αποτελεσματικότητα, όπως συμβαίνει σε όλους σε άλλον πολύ και σε άλλο λιγότερο, τους ανθρώπους – »...
Πράγματι, έφτασε να παρατηρήσει μέσα στο τρόλεϊ από τις Τζιτζιφιές μέχρι τη Ριζούπολη τρεις αλλοδαπούς με αραβικά χαρακτηριστικά να μιλάνε μεταξύ τους όρθιοι πιασμένοι από τις χειρολαβές του οχήματος, με τον έναν από αυτούς να μοιάζει καθοδηγητής τους. για να δομήσει, με τις γνώσεις του και με χρήση δανείων από την αρχαία Ελληνική Γραμματεία, στο γραφείο του («κελί» του όπως το λέει), με τη φαντασία του (και ένα επινοημένο όνειρό του), ένα εκτεταμένο αμφίβιο αφήγημα, εικοσιπέντε (25) σελίδων, που έρπει ανάμεσα «στους ιριδισμούς και τους κραδασμούς της απτής πραγματικότητας και τους αναβαθμούς και τους τροπισμούς της φαντασίας» του. όπου εκθέτει θέματα διεθνούς πολιτικής και κινημάτων («Αραβική άνοιξη», ISIS κλπ.), επίσης ζητήματα μετανάστευσης και επιδημιών (Covid - 19), που σαν μυλόπετρες συνθλίβουν τις κοινωνίες και φτάνουν να αλλοιώσουν τoν χαρακτήρα των ατόμων.
Σημειώνει χαρακτηριστικά: «Τα μεγάλα προβλήματα βιοπορισμού και των συναφών οικονομικών δυσχερειών γέννησαν την κατάθλιψη και την παράνομη έως εγκληματική δράση τους, ώστε ήταν αδύνατον να κατανοήσει και να αποδεχτεί ένας γνωστός τους απλός, λογικός άνθρωπος, που τους θαύμαζε για την παραδειγματική ανθρωπιά τους, τη βιαιότητα της συμπεριφοράς τους».
Και λίγο πιο κάτω συμπληρώνει: «Η δυστυχία μας δεν έπρεπε να είναι ελαφρυντικό για την πρόκληση δυστυχίας στους άλλους. Κανένα είδος δυστυχίας δεν απαλλάσσει από την ενοχή κακουργημάτων», έχοντας προφανώς στον νου του το υπέροχο σωκρατικό: («Ου δει ανταδικείν, επειδή γε ουδαμώς δει αδικείν»).
Και εάν σε όλα τα παραπάνω κεφάλαια με κάποιο τρόπο «ο Όνειρος» ήταν εμπλεκόμενος ως ένα βαθμό με τα μηνύματά του για την εκδίπλωση των σκέψεων - στοχασμών του συγγραφέα, στο τελευταίο 6ο Κεφάλαιο: «Ένα υπερρεαλιστικό παλίμψιστο» «ο Όνειρος» έχει πάρει το προσωπείο ενορχηστρωτή σε μια υπερβατική αγρυπνία: «μέσα στο χρυσωμένο με ησιόδεια μακαριότητα φεγγαρόφωτο μιας αυγουστιάτικης βραδιάς» και μέσα σε «μια πολυσήμαντη υπερβατική ζωφόρο» που «πιάνει τον μισό ορίζοντα από Βορρά και όλη τη Δύση», και δημιουργεί «ένα θηριώδες υπερρεαλιστικό παλίμψηστο», τροφοδοτώντας το με συνεχείς σημαντικές εικόνες, τη μια πάνω στην άλλη, από την ιστορία, τους πολέμους, τα γράμματα, τις τέχνες και τους αντίστοιχους πρωταγωνιστές τους που χάραξαν βαθιά την ανθρώπινη πορεία με τη δράση τους επί του πεδίου ή επί… «χάρτου», οι οποίες εικόνες δονούν τον συγγραφέα, τον ταξιδεύουν σε ένα «αλλιώτικο ταξίδι…», και αυτές στη συνέχεια μεταφέρονται στον αναγνώστη με έξοχο τρόπο, αποβαίνοντας έτσι ένα σημαντικό δώρο γι’ αυτόν - ένας πραγματικός πνευματικός πλούτος.
***
Το Β΄ μέρος: «Η Κυρα - Κάλλω αυγάζει» περιλαμβάνει έξι (6) κεφάλαια. Ουσιαστικά είναι μια μικρή διατριβή ή καλύτερα ένα Σεμινάριο για το Δημοτικό μας Τραγούδι και τη Λαϊκή μας Παράδοση. Ο αναγνώστης μελετώντας το με προσοχή εισάγεται με ωραίο τρόπο στη μαγεία του Δημοτικού μας τραγουδιού, κατανοεί τη διαχρονική του αξία και τη συμβολή του στην πνευματική παράδοση του τόπου μας.
Συγκεκριμένα:
Το 1ο Κεφάλαιο: «Η διαχρονικότητα και η μεταφορικότητα του δημοτικού τραγουδιού» είναι μια σύντομη, αλλά περιεκτική ομιλία του συγγραφέα σε μια «Φιλολογική συνεστίαση - εκδήλωση για το Δημοτικό Τραγούδι, στο πλαίσιο των Εκδηλώσεων για την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης», που έγινε στις 27 Μαρτίου 2019, στο Κέντρο «Πέραν» της Νέας Χαλκηδόνας.
Αναφέρει κάποια χαρακτηριστικά στοιχεία που: «αναδεικνύουν τη διαχρονικότητα και τη μεταφορικότητα, δηλαδή την ακατάλυτη διάρκεια, την παραστατικότητα, την εικονοποιία, το συναισθηματικό φορτίο και γενικότερα την απαράμιλλη ομορφιά των δημοτικών μας τραγουδιών».
Και για την απόδειξη της διαχρονικότητας δανείζεται χαρακτηριστικά ποιητικά αποσπάσματα από τους μεγάλους μας ποιητές: Διονύσιο Σολωμό («Ελεύθεροι Πολιορκημένοι»), Κωστή Παλαμά («Ο Διγενής Ακρίτας»), Κωνσταντίνο Καβάφη (ανέκδοτο ποίημά του που αναφέρεται στον απαγχονισμό ενός 17χρονου Αιγύπτιου από τους Άγγλους), Κώστα Βάρναλη («Η μάνα του Χριστού» - «Οι Πόνοι της Παναγιάς»), Άγγελο Σικελιανό («Μήτηρ Θεού» και «Πάσχα Ελλήνων»), Γιώργο Σεφέρη («Άρνηση»), Οδυσσέα Ελύτη («Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου»), Γιάννη Ρίτσο («Επιτάφιο»).
Για τη μεταφορικότητα παραθέτει ένα νανούρισμα κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, τη συμβουλή μιας μάνας στην κόρη της ως μελλόνυμφη και ως μελλοντική μητέρα και επίσης ένα μοιρολόι μιας μάνας για τον απροσδόκητα χαμένο γιο της.
Το 2ο Κεφάλαιο: «Κορύβαντες στην Πεντέλη» είναι ένα «ανακρεόντειο» ιντερμέτζο, (γιατί πιο κάτω, όπως θα δούμε, τα πράγματα… δυσκολεύουν, καθόσον ακολουθούν δυο … «αχερούσια» κεφάλαια).
Συγκεκριμένα, είναι ένα χαρούμενο καλωσόρισμα στενών φίλων σε μάζωξή τους στην Παλαιά Πεντέλη, σε «αγναντερή ταβέρνα, “Το Πηλιορείτικο”», όπου εκτός από κοψίδια και μπρούσκο ή κοκκινέλι οι φίλοι απόλαυσαν ζωντανή δημοτική μουσική.
Στο 3ο Κεφάλαιο: «Η Παράδοση και η Δωτώ Λαογράφος Ντίνα Μήτσου - Παπαλάμπρου», ο συγγραφέας αρχικά καταπιάνεται με το κρίσιμο ζήτημα της ανανέωσης της λαϊκής μας παράδοσης που από δυο μεγάλους Έλληνες φιλολόγους, τον Ιωάννη Κακριδή και τον Δημήτρη Μαρωνίτη ονομάζεται αντίστοιχα: «αντιμέτρηση» και «αποφόρτιση». Ένα παράδειγμα σωστής αντιμέτρησης ή αποφόρτισης είναι π.χ. η αντικατάσταση σε μια δημοτική κομπανία του κλαρίνου (λόγω έλλειψης) με αρμόνιο.
Στη συνέχεια, αναφέρεται στο αγαπημένο χωριό του, τους Τσουκαλάδες, στο Μορφωτικό και Εκπολιτιστικό Σύλλογο του χωριού: «Η Αμαρυλλίς», που αγωνίζεται για να κρατήσει τη σαρακατσάνικη παράδοση, χωρίς να περνάει τα επιτρεπτά όρια που θέτει η ανανέωση («αντιμέτρηση» - «αποφόρτιση»).
Στη συνέχεια, κάνει αναφορά στο έργο της σημαντικής αυτής Βοιωτής Λαογράφου, καθώς και στη σημασία της δωρεάς της με λαογραφικό υλικό προς τον Σύλλογο: «Η Αμαρυλλίς».
Τα επόμενα δυο κεφάλαια: το 4ο «Τρία Δημοτικά Τραγούδια - Μοιρολόγια, Ένα αριστουργηματικό ποιητικό τρίπτυχο» και το 5ο «Ένα κορυφαίο Δημοτικό μας ποίημα - τραγούδι, Η παραλογή του Νεκρού Αδελφού» αποτελούν τα κεντρικά θέματα, κεντρικές εισηγήσεις θα έλεγα, του συγγραφέα Δημήτρη Ρεντίφη πάνω στη Δημοτική μας ποίηση. Ο μελετητής ανατέμνει τα σχετικά ζητήματα σε βάθος, με ευρύτητα και με εκπληκτική εμβρίθεια.
Ειδικότερα, στα «Τρία Δημοτικά Τραγούδια - Μοιρολόγια» έχουν επιλεγεί πολύ εύστοχα από τρεις διαφορετικές περιοχές του ελλαδικού χώρου (Θράκη, Πελοπόννησο και Ήπειρο) τα εξής αντίστοιχα υπέροχα δημοτικά τραγούδια - μοιρολόγια:
· «Με γέλασαν μια χαραυγή»,
· «Είχα μηλιά στην πόρτα μου» και
· «Μαριόλα»
Στο πρώτο :
«Με γέλασαν μια χαραυγή της άνοιξης τ’ αηδόνια,
με γέλασαν και μου’ πανε ο Χάρος δεν με παίρνει.
-Μη με παίρνεις, Χάρε, μη με παίρνεις, γιατί δεν με ξαναφέρνεις.
Και βγήκα ο μαύρος στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια,
βλέπω το Χάρο να’ ρχεται στο άλογο καβάλα
-Τι να κάνω τώρα, τι να κάνω, σαν σκεφτώ πως θα πεθάνω».
Στο Μοιρολόι αυτό, που αναλύεται διεξοδικά από κάθε δυνατή άποψη και με εργαλείο τους αρχαίους Μύθους, ο συγγραφέας καταλήγει:
«Είναι ένα ανεκτίμητο ποιητικό ταξίδι από την οντολογία στη δεοντολογία και στη φιλοσοφία, ένα “τραγώδιον” - τραγούδι με κάθαρση τη συνειδητοποίηση ότι στη νομοτέλεια του κόσμου εντάσσεται και ο θάνατος, ο θάνατος που δεν ακυρώνεται, γιατί είναι κατά τον Ευριπίδη “τανίκατον”, αλλά εξημερώνεται με τη γαλήνια αναγνώριση της αναπότρεπτης επέλευσής του και την καθαρτήρια λειτουργία, μυσταγωγία και παραμυθία της ποίησης.»
Στο δεύτερο μοιρολόι που είναι:
«Είχα μηλιά στην πόρτα μου και δέντρο στην αυλή μου,
και τέντα κατακόκκινη το σπίτι σκεπασμένο,
και κυπαρίσσι ολόχρυσο κι ήμουν ακουμπισμένη,
είχα κι ασημοκάντηλο στο σπίτι κρεμασμένο.
Τώρα η μηλιά μαράθηκε, το δέντρο ξεριζώθη,
κι η τέντα η κατακόκκινη, και κείνη μαύρη εγίνη,
το κυπαρίσσι το χρυσό έπεσε κι ετσακίστη,
τ’ ασημοκάντηλο έσβησε, το σπίτι δε φωτάει»,
όπου η χαροκαμένη σύζυγος μοιρολογεί τον άντρα της, υπάρχουν πολλά σύμβολα, όπως: μηλιά, δέντρο (βελανιδιά), τέντα κατακόκκινη, κυπαρίσσι ολόχρυσο, ασημοκάντηλο, τα οποία ο συγγραφέας αναλύει διεξοδικά. Μεταξύ άλλων για τα δυο πρώτα μοιρολόγια σημειώνει: «Στο πρώτο μοιρολόι ο Χάρος, ο θάνατος, δεν ήρθε ακόμη να πάρει το θύμα του, αλλά βρίσκεται καθ’ οδόν, έρχεται, επέρχεται. Στο δεύτερο μοιρολόι το Αμείλικτο, το Άτεγκτο ήρθε, πήρε και απήλθε…, και ο Χάρος με το θάνατο του πρωτονοικοκύρη φέρνει στην οικογενειακή ζωή το σκοτάδι, σφραγίζει την ηχώ της με το μαύρο επίλογο: “το σπίτι δε φωτάει”».
Στο τρίτο μοιρολόι που είναι:
«-Σήκω, Μαριόλα μ’ απ’ τη γη κι από το μαύρο χώμα,
Μαριώ - Μαριόλα μου,
Κι από το μαύρο χώμα, ψυχή, καρδούλα μου.
-Με τι ποδάρια η μαύρη να σκωθώ, χεράκια ν’ ακουμπήσω,
Μαριώ - Μαριόλα μου,
Χεράκια ν’ ακουμπήσω, ψυχή, καρδούλα μου,
-Κάμε τα νύχια σου τσαπιά, τις απαλάμες φτυάρια,
Μαριώ - Μαριόλα μου,
Τις απαλάμες φτυάρια, ψυχή, καρδούλα μου.
Ρίξε το χώμα από μεριά, τις πέτρες ’πο την άλλη,
Μαριώ - Μαριόλα μου,
Τις πέτρες ’πο την άλλη, ψυχή, καρδούλα μου»,
ο συγγραφέας αναφέρεται, αρχικά, στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιστορία της γένεσης του ηπειρώτικου αυτού μοιρολογιού και αφού το ανατέμνει σε βάθος και με λεπτομέρεια, καταλήγει εύστοχα:
«Στο μοιρολόι της Μαριόλας, σε σύγκριση με τα δυο προηγούμενα μοιρολόγια, στα οποία ο μονόλογος είναι αμοίραστος πόνος των οδυνώμενων προσώπων, ο διάλογος δημιουργεί θεατρική διάσταση με τραγικότητα, που μέσω της ανάκλησης της νεκρής συζύγου από τον Άδη ανοίγει αισιόδοξη αριστοτελική προοπτική για κάθαρση. Οι συγκλονιστικές εικόνες του μοιρολογιού, τα ατέλειωτα μαύρα δάκρυα στον καθαρισμένο τάφο από τον μοιρολογητή σύζυγο για τη λατρεμένη γυναίκα του και τα ισχυρά σαν αιώνιο φως αμοιβαία συναισθήματα αγάπης μεταξύ τους αναδεικνύουν τη ζωή ως το μόνο άφθαρτο και διαρκές μέγεθος που μπορεί να αντιπαλέψει το θάνατο και να εξαλείψει τον τρόμο μέσα στο χρόνο».
Στη συνέχεια, προχωρεί σε γενική θεώρηση και των τριών παραπάνω δημοτικών τραγουδιών, και καταλήγει στο αισιόδοξο:
«Το ταξίδι, κάθε ταξίδι, στη δημοτική μας παράδοση είναι για όσους έχουν άμεσα βιώματα όχι μόνο νόστος και αναπόληση, νοσταλγία και αναβίωση, αλλά και ρέμβη και αναπτέρωση, όραμα και αναγέννηση. Όμως, και για όσους δεν έχουν γνώση ή έχουν ζήσει ή ζουν σε απόσταση από τον παραδοσιακό μας πολιτισμό, έχουν άλλα «σύγχρονα» ξενόφερτα ενδιαφέροντα, και γι’ αυτούς αν ο Αμφίων υποβοηθηθεί από τον Ζήθο ή αν η άγνοια των δεσμωτών του πλατωνικού σπηλαίου δεν εγκλωβιστεί στην αιώνια ειρκτή, αλλά εξέλθει στον ήλιο και φωτιστεί από τη γνώση, υπάρχει ελπίδα καθολικής μέθεξης».
Στο 5ο (τελευταίο) κεφάλαιο με την παραλογή του «Νεκρού αδελφού», κορυφαίου δημοτικού μας τραγουδιού επέρχεται και η κορύφωση του Β΄ Μέρους του υπόψη βιβλίου. Ο συγγραφέας αρχικά επεξηγεί αναλυτικά τη σημασία της λέξης «Παραλογή» και με όλο τον πλούσιο φιλολογικό εξοπλισμό που διαθέτει, εισέρχεται στη λεπτομερή ανάλυση του ανυπέρβλητου αυτού δημοτικού τραγουδιού. Επεξηγεί διεξοδικά τις βασικές παραμέτρους του τραγουδιού, όπως: όρκος, κατάρα, φαντάσματα, θανατικό, αναγνώριση.
Και περαίνοντας την ερμηνευτική του προσέγγιση τονίζει: «Το αριστουργηματικό αυτό ποίημα του λαού μας δεν απηχεί απαισιοδοξία, θλίψη και απογοήτευση, αλλά βαθιά συγκίνηση και αναγωγικό προβληματισμό. Η συγκίνηση και ο προβληματισμός είναι ψυχοπνευματικοί δρόμοι προς την κάθαρση, τη λύτρωση. Ο αριστοτελικός ορισμός της τραγωδίας ότι είναι “μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας… δι ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν” ισχύει απόλυτα και για την ενλόγω παραλογή», με γενικότερο μήνυμα ότι η ποίηση είναι η καθαρτήρια δύναμη των ανθρώπων, που αμβλύνει τον πόνο και δωρίζει την ευδία.
***
Το Γ΄ Μέρος: «Η Μήτις καταδύεται» περιλαμβάνει επτά (7) κεφάλαια.
Ο συγγραφέας στα τρία πρώτα ασχολείται με την παρουσίαση του ποιητικού έργου τριών πολύ αξιόλογων πνευματικών δημιουργών εκτός Κέντρου, συγκεκριμένα, αντίστοιχα, με την ποιητική συλλογή: «Βήμα Πριν» του εκ Πρεβέζης Στέλιου Μαφρέδα, με το γενικότερο ποιητικό, αλλά και πεζογραφικό έργο του εκ Κυπαρισσίας Ηλία Τσιμπλή και, τέλος, με το ποιητικό έργο του εκ Φιλιατρών Χρήστου Πλακονούρη.
Με μεγάλη αγάπη και ξεχωριστό ενδιαφέρον εισέρχεται στην ουσία του έργου τους, το ανατέμνει με προσοχή και το αναδεικνύει, έτσι ώστε να βρει επάξια τη θέση του μέσα στα Ελληνικά Γράμματα. Είναι βαθιά πεπεισμένος ότι κάθε πνευματική προσπάθεια έχει την αξία της και σίγουρα βοηθάει στο να δομηθεί πιο στέρεα και να εξελιχθεί - επεκταθεί το νεοελληνικό πνευματικό οικοδόμημα, που είναι και το ζητούμενο, γιατί ποτέ δεν επαρκούν, για να στεριώσει και να πυργώσει ένα πνευματικό οχυρό, τα εμφανή αγκωνάρια, από μόνα τους, αν δεν «συμμετάσχουν» στο χτίσιμο και άλλοι λίθοι, καθένας γωνιασμένος με το δικό του απαραίτητο τρόπο.
Στα επόμενα τρία κεφάλαια καταπιάνεται με τρεις πολύ αξιόλογους συμπατριώτες Βοιωτούς και φίλους του. Συγκεκριμένα, με το πνευματικό έργο του επιστήθιου και ομότεχνου φίλου του Παναγιώτη Στάμου, με τη συλλογή διηγημάτων: «Ο Βράχος του Ντουρή» του Πέτρου Χουτζούμη και τέλος, μέσω του κειμένου του «Επιστροφές στις Απαρχές», με το υπό έκδοση βιβλίο του Γιώργου Αρ. Βούλγαρη, για το ιστορικό Οκτατάξιο Ιδιωτικό Γυμνάσιο του Ορχομενού, στο οποίο δίδαξε και ο Δημήτρης Ρεντίφης στην αρχή της εκπαιδευτικής του καριέρας, και κατά συνέπεια γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα και διακατέχεται έτσι από ένα οιονεί πνευματικό νόστο.
Θα πρέπει, πάντως, να τονίσουμε τον θαυμασμό τού συγγραφέα μας για τον εκλιπόντα συμμαθητή του Παναγιώτη Στάμο, τον οποίο εκτιμούσε απεριόριστα, τόσο ως άνθρωπο, όσο και ως εκπαιδευτικό και πνευματικό δημιουργό. Ο αναγνώστης καταλαβαίνει γρήγορα τις παράλληλες πνευματικές πορείες και αναζητήσεις των δυο αυτών φίλων. Δυο φίλων που προσέγγισαν το πρότυπο Δάμωνα και Φιντία, όπως ομολογεί ο συγγραφέας.
Είναι σημαντικό ότι και στους δυο είναι αφομοιωμένες με έξοχο τρόπο η Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία, η Νεογνωσία και Νεογλωσσία του μαρωνίτιου γραμματειακού τετραγώνου, τα τέσσερα (4) δηλαδή ριζώματα που είναι απαραίτητα σε κάποιον που επιθυμεί να κατακτήσει τον εκπαιδευτικό Όλυμπο και από εκεί να ατενίσει υψηλά πνευματικά στερεώματα.
Τέλος, το 7ο καταληκτικό κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Γιάννη Δάλλα ποιητή, νεοελληνιστή συγγραφέα, δοκιμιογράφου, πανεπιστημιακού δάσκαλου και μεταφραστή έργων της αρχαίας γραμματείας, τον οποίο ο Δημήτρης Ρεντίφης επίσης θαυμάζει και σέβεται απεριόριστα και έχει ασχοληθεί συστηματικά με το έργο του (βλ. π.χ. «“Η σφαγή του Κομμένου” του Γιάννη Δάλλα», Εκδόσεις ΣΟΚΟΛΗ και μελέτες για τις ποιητικές συλλογές του). Γι’ αυτό και τον αποχαιρέτισε με το: «Καλό σου ταξίδι, Μεγάλε δημιουργέ, για τα Ηλύσια πεδία των αθανάτων».
***
Με το Δ΄ Μέρος: «Ο Ίακχος Ορχείται» που περιλαμβάνει έξι (6) κεφάλαια, ο συγγραφέας στρέφει την ερευνητική του ματιά σε ένα άλλο τόπο, ίσως και τον πιο αγαπημένο του, που είναι το θέατρο (διαχρονικό).
Ειδικότερα:
Στο 1ο Κεφάλαιο ασχολείται με τα ποιητικά δράματα «Παλαμήδης» και «Τράφοι» που έγραψε και παρουσίασε επιτυχώς η Θάλεια Αργυρίου, προβεβλημένη, πρωτίστως, ηθοποιός του θεάτρου, με μεγάλη εμπειρία από τη συμμετοχή της σε παραστάσεις αρχαίου ελληνικού δραματολογίου στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Το 2ο Κεφάλαιο είναι ένα αφιερωματικό κείμενο προς τον αείμνηστο φίλο του, μεγάλο ηθοποιό και σκηνοθέτη, Γιάννη Σταματίου, με θέμα την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή. Την τραγωδία αυτή είχε σκηνοθετήσει ο Γιάννης Σταματίου, με τεράστια επιτυχία στην αρχαιοελληνική γλώσσα, πρωταγωνιστώντας μάλιστα στο ρόλο του Κρέοντα.
Το 3ο Κεφάλαιο ασχολείται με το εξαιρετικό βιβλίο: «Ευριπίδης ο ποιητής του πάθους και των παθημάτων» της Χρύσας Ευστ. Αλεξοπούλου. Μέσα από τη σχετική παρουσίαση του εν λόγω έργου, ο αναγνώστης μπορεί να πληροφορηθεί, εμμέσως, για πολλά σημαντικά ζητήματα της ευριπίδειας δραματουργίας («Άλκηστις», «Μήδεια», «Ιππόλυτος», «Εκάβη», «Ηλέκτρα», «Ελένη», «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» και «Βάκχες»), με προεκτάσεις και σε όλο γενικότερα το αρχαίο ελληνικό τραγικό θέατρο.
Το 4ο Κεφάλαιο είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ομιλία που δόθηκε στις 16-1-2020 από τον συγγραφέα μας στο θέατρο «Εκστάν» των Γιάννη Σταματίου - Ελένης Παπαχριστοπούλου, με θέμα: «Ο Ορέστης και ο Άμλετ. Δυο συγγενείς αλλά και ετερόκλητοι τραγικοί ήρωες».
Το 5ο (σύντομο) Κεφάλαιο περιλαμβάνει κείμενο που ίσως είχε γραφτεί ή για να προλογίσει την παράσταση ή για να περιληφθεί στο πρόγραμμα του έργου: «Η Περαστική» του Ζαν-Πολ Ντενιζόν, το οποίο ανέβηκε στο θέατρο «Εκστάν» και ως εκ τούτου περιέχει το καίριο και ουσιώδες του έργου, απαραίτητο για να προϊδεάσει τον θεατή της παράστασης.
Τέλος, και το 6ο (καταληκτικό) Κεφάλαιο περιλαμβάνει επίσης ένα σύντομο κείμενο που και αυτό ίσως είχε γραφτεί για να προλογίσει την παράσταση ή να περιληφθεί στο πρόγραμμα του θεατρικού έργου: «Κοσμάς ο Αιτωλός» των Λάμπρου Τσάγκα - Χρήστου Τσάγκα που δόθηκε στο θέατρο «Κνωσσός».
***
Στο Ε΄ Μέρος: «Οι Εσπερίδες αγρυπνούν», που περιλαμβάνει πέντε (5) κεφάλαια, ο συγγραφέας εστιάζει σε ισάριθμους στυλοβάτες - γίγαντες του νεότερου παγκόσμιου θεάτρου και ανατέμνει τα πιο εμβληματικά - αντιπροσωπευτικά έργα τους, ξεδιπλώνει τις πτυχές τους αναλύει τους βασικούς θεατρικούς χαρακτήρες των και μυεί τον αναγνώστη στο παγκόσμιο σημαντικό θεατρικό ρεπερτόριο.
Ειδικότερα ασχολείται και παρουσιάζει:
Στο 1ο Κεφάλαιο, τον μέγιστο Νορβηγό θεατρικό συγγραφέα Ερρίκο Ίψεν (1828-1906) και το έργο του: «Τζον Γαβριήλ Μπόρκμαν».
Στο 2ο Κεφάλαιο, τον μεγάλο Σουηδό δραματουργό Αύγουστο Στρίντμπεργκ (1849-1912) και το έργο του: «Ο Πατέρας».
Στο 3ο Κεφάλαιο, τον εξέχοντα Ρώσο δραματουργό Αντόν Τσέχοφ (1860-1904) και το έργο του: «Ο Γλάρος».
Στο 4ο Κεφάλαιο, τον κορυφαίο Ιρλανδό θεατρικό συγγραφέα Σάμουελ Μπέκετ (1906-1989) και το έργο του: «Περιμένοντας τον Γκοντό».
Και στο 5ο (καταληκτικό) Κεφάλαιο, τον μέγιστο Αμερικανό θεατρικό συγγραφέα Ευγένιο Ο’ Νιλ (1888-1953) και το έργο του: «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα».
***
Το καταληκτικό ΣΤ΄ Μέρος: «Οι Πιερίδες Μέλπουν» περιλαμβάνει δυο (2) κεφάλαια, αφιερωμένα σε δυο διάσημα ποιήματα. Συγκεκριμένα, στην «Έρημη Χώρα /Άγονη Γη (The Waste Land )» του Τόμας Στερνς Έλιοτ και στη «Σονάτα του Σεληνόφωτος» του Γιάννη Ρίτσου.
Αναφορικά με το πρώτο ποίημα που θεωρείται ότι είναι ένα από τα δυο πρωτοπόρα πνευματικά δημιουργήματα που εισήγαγαν δυναμικά την ποίηση στη νέα φάση του μοντερνισμού ο Δημήτρης Ρεντίφης, αφού προλογίζει το εν λόγω έργο, στη συνέχεια παραθέτει διαγραμματικά τη δομή του όλου ποιήματος, προκειμένου ο αναγνώστης να έχει καλύτερη νοηματική προσέγγιση. Μετά κάνει μια γενική αποτίμηση και εξάγει το τελικό του συμπέρασμα, με το καταληκτικό:
«Ο Έλιοτ με το ποιητικό του έργο The Waste Land εκφράζει την πορεία του σύγχρονου ανθρώπου μέσα από τις σπασμένες, τις κατακερματισμένες μορφές της ζωής στη φωταύγεια της διάρκειας. Και αυτή η πορεία είναι η μεγάλη αποκάλυψη με το καταληκτικό τρίπτυχο «Ντάττα» (Δώσε), «Ντάγιαντβαμ» (Συμπόνεσε), «Ντάμυατα» (Κυριάρχησε) και τη σφραγίδα «Shantih» (Πνευματική Γαλήνη). Υπάρχει μεγαλειωδέστερη κατακλείδα για την Ανθρωπιά από αυτή την τρίτονη και ανθηρή, σαν τον τρίκλωνο βασιλικό, ρήτρα; Αναμφίβολα, όχι!».
Αναφορικά με τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος» της οποίας αναφέραμε μερικά στοιχεία στην αρχή του παρόντος σημειώματος, ο Δημήτρης Ρεντίφης, μέσα από δέκα (10) υποκεφάλαια μάς εισάγει με συστηματικό τρόπο στον κόσμο της υπέροχης αυτής ποιητικής σύνθεσης, σε συνδυασμό και με τις συνθέσεις: «Γέφυρα» και «Όταν έρχεται ο ξένος», με τις οποίες συναποτελεί σημαντική τριλογία, κατ’ επέκταση μας μυεί στον ποιητικό κόσμο του μεγάλου μας ποιητή Γιάννη Ρίτσου.
Κλείνει, τέλος, την εξαντλητική αυτή ανάλυσή του, ως εξής: «“Η Σονάτα” λοιπόν είναι η παθολογία του ανθρώπου. Ο Ρίτσος όμως αισιόδοξος από τη φύση του δεν καταδίκασε τον άνθρωπο σε ένα ατελεύτητο μαρτύριο, στον αέναο πόνο, αλλά οραματίστηκε με την έμπνευσή του και τη λύτρωσή του από το πάθος. Έτσι, με τη “Γέφυρα” του Γ΄ τόμου των “Απάντων” του καταξίωσε τη συνύπαρξη και τη συντροφικότητα ως μεσολαβητική συμβίωση και κατέληξε με την τελευταία σύνθεση της “Τέταρτης Διάστασης” που είναι η σύνθεση “Όταν έρχεται ο Ξένος”, στην απελευθέρωση από την περιωδυνία. Καταληκτικά, η Γυναίκα με τα Μαύρα στη “Σονάτα του Σεληνόφωτος” μέσα από τον κοινωνικό λόγο του Ένατου της “Γέφυρας” καθαίρεται από τη θλίψη της στον Ξένο με την αναγγελία του, και ο Ρίτσος γεραίρεται στην κορύφωση του θαυμασμού με την ιερουργική Τριλογία του».
***
Εν κατακλείδι, ο Δημήτρης Ρεντίφης και με το βιβλίο του αυτό («Βαθυσκαφής Ολκός Ριζωμάτων», σελ. 552, το οποίο μαζί με το «Πηγάσιοι Δρόμοι» του, σελ. 576 (το 2018) και τις «Αποτιμήσεις» του, σελ. 392 (το 2007), συγκροτούν μια έξοχη Τριλογία), λειτουργεί για άλλη μια φορά (δανειζόμαστε δικά του λόγια για τη λογοτεχνία) ως ένα φάσμα συγκεντρωτικού και αποκεντρωτικού φακού.
Ως συγκεντρωτικός φακός πυκνώνει σε μεταπλάσεις, σε μεταμορφώσεις την Αρχαία και Νεότερη Ελληνική Γραμματεία και Λογοτεχνία αλλά και την ξένη, τη Δημοτική Ποίηση, τη Λαογραφία και το Θέατρο (από το Αρχαίο έως το Σύγχρονο) και ως αποκεντρωτικός φακός εξακτινώνει στους αναγνώστες του, ποικίλες γνώσεις, ποικίλα συναισθήματα και ποικίλες συγκινήσεις, διακτινίζει στο αναγνωστικό του κοινό πολύτροπους απολογισμούς και πολύδρομους προβληματισμούς.
Παραφράζοντας δε γνωστό εδάφιο από αναστάσιμο χρυσοστομικό ύμνο, ας μας επιτραπεί να αναφωνήσουμε: «Ἡ συγγραφική ρεντίφεια τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες. Ὁ πνευματικός μόσχος πολύς, μηδείς ἐξέλθη πεινῶν»!
Το επιπρόσθετο είναι ότι μαζί με τη λειτουργία του παραπάνω φάσματος μαθαίνουμε κάθε φορά και κάτι για τη σύσταση - υφή αυτής της επιρροής, δεδομένου ότι κάπου - κάπου ο συγγραφέας αφήνει να φανούν στον αναγνώστη κάποια στοιχεία από την όντως αξιοθαύμαστη πορεία του, από σαρακατσανόπουλο πάνω στα Ευρυτανικά βουνά και στον Ελικώνα έως την κορυφή του Εκπαιδευτικού Ολύμπου. Μια πορεία που συνέχισε και πέρα από τις σχολικές αίθουσες, σε έρευνες στις βιβλιοθήκες της Σορβόνης, του Λονδίνου και του Μονάχου και συγγραφές και καλεί τους αναγνώστες του σε μια ανώτερη πορεία για περισσότερο γκαιτικό φως!
Νιώθω όχι μόνο τυχερός αλλά και υπόχρεος που στην πορεία της ζωής μου συνάντησα από τα μέσα γυμνασιακά μου χρόνια έναν τέτοιο φωτεινό δάσκαλο και φαντάζομαι ότι το ίδιο θα νιώθουν και οι εκατοντάδες, για να μην πω χιλιάδες άλλοι μαθητές του, στα μέρη όπου ο Δημήτρης Ρεντίφης υπηρέτησε, είτε ως απλός αλλά φλογερός (δαδούχος) Φιλόλογος, είτε ως Γυμνασιάρχης και Λυκειάρχης, είτε τέλος ως διδάκτορας Εκπαιδευτικός Σύμβουλος. Τυχεροί πιστεύω είναι, επίσης, και όσοι έτυχε να τον συναναστραφούν, γιατί πάντα κάτι έχει και σ’ αυτούς να προσφέρει.
- Δάσκαλε, να είσαι πάντα καλά και να συνεχίζεις με αυτό το συναρπαστικό εφηβικό πάθος σου που σε χαρακτηρίζει, ώστε να εξακολουθείς να ερευνάς, να οραματίζεσαι, να συγγράφεις και να μας προσφέρεις εσαεί τα πνευματικά σου ακροθίνια.