Ο Γεώργιος Π. Κρέμος, ένας από
τους πολυσχιδέστερους και πολυγραφότερους Νεοέλληνες ιστορικούς, άφησε
έναν πλούσιο αμητό συγγραφικού έργου, αφενός συμβάλλοντας καταλυτικά
στην διαμόρφωση της πολιτισμικής ταυτότητας του Ελληνισμού και αφετέρου
προωθώντας συστηματικά την συγκρότηση της ιστορικής φυσιογνωμίας της
Βοιωτίας.
Στο Γυμνάσιο ο Αραχωβίτης μαθητής
αρίστευσε βγαίνοντας πρώτος και αμέσως μετά και με την παρέμβαση του εξ
Οικονόμων, γράφηκε το 1857 στην ριζάρειο Σχολή για να σπουδάσει
Θεολογία.
Οι σπουδές και η προσφορά του στην εκπαίδευση
Μετά την Ριζάρειο συνέχισε στην
Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, εντυπωσιάζοντας με τις
επιδόσεις του τους καθηγητές του και την ακαδημαϊκή κοινότητα. Ο
προσανατολισμός του να γίνει κληρικός φαινόταν να προσλαμβάνει πιο
καθαρά χαρακτηριστικά, χωρίς ωστόσο να καθίσταται και οριστικός. Ο
Γεώργιος Π. Κρέμος φάνηκε από πολύ νωρίς ότι είχε ιδιαίτερη κλίση και
προς την δημοσιογραφία· δημοσίευε μελέτες και άρθρα στον Τύπο, εκφωνούσε
λόγους και γενικά συμμετείχε στα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα του
τόπου. Το 1865 ολοκλήρωσε με άριστα τις σπουδές του στην Θεολογική Σχολή
του Πανεπιστημίου Αθηνών και άρχισε αμέσως να αναζητά μεθόδους
εξασφάλισης μίας υποτροφίας για το εξωτερικό. Στην συγκυρία αυτή έγραψε την μελέτη «Ιστορία του σχίσματος των δύο εκκλησιών ελληνικής και ρωμαϊκής», η οποία αποτέλεσε ύστερα από πολλά χρόνια την βάση για να συνθέσει το ομότιτλο ακαδημαϊκό του έργο. Με την συγγραφή της εργασίας αυτής ο Γεώργιος Π. Κρέμος πήρε την υποτροφία για να συνεχίσει τις σπουδές του στην Γερμανία.
εξασφάλισης μίας υποτροφίας για το εξωτερικό. Στην συγκυρία αυτή έγραψε την μελέτη «Ιστορία του σχίσματος των δύο εκκλησιών ελληνικής και ρωμαϊκής», η οποία αποτέλεσε ύστερα από πολλά χρόνια την βάση για να συνθέσει το ομότιτλο ακαδημαϊκό του έργο. Με την συγγραφή της εργασίας αυτής ο Γεώργιος Π. Κρέμος πήρε την υποτροφία για να συνεχίσει τις σπουδές του στην Γερμανία.
Το 1865 έφθασε στην Λειψία, όπου
συνέχισε τις σπουδές του στην Θεολογία, αλλά την δεύτερη ακαδημαϊκή
χρονιά ο Αραχωβίτης φοιτητής άλλαξε προσανατολισμό και κατευθύνθηκε στην
Φιλοσοφική Σχολή, και ειδικότερα στην ιστορία, την ιστορική γεωγραφία
και την φιλολογία.
Επτά συναπτά έτη διήρκεσαν οι σπουδές
του στην Λειψία και αμέσως μετά επέστρεψε στην πατρίδα ως ιστορικός.
Διορίσθηκε ως καθηγητής της ιστορίας και της γεωγραφίας στο Βαρβάκειο
και κατόπιν στο Α΄ Γυμνάσιο Αθηνών. Οι μαθητές του γοητεύθηκαν από την
έμφυτη παραστατικότητα και το διδακτικό του ταλέντο, και γρήγορα έγιναν
οι καλύτεροι πρεσβευτές του έργου και της προσφοράς του.
Βασικός στόχος της προσπάθειας του
νεαρού ιστορικού την περίοδο αυτή ήταν η καθιέρωση του μαθήματος της
γεωγραφίας δίπλα στο μάθημα της ιστορίας, με αποτέλεσμα την συγγραφή και
εκτύπωση του πρώτου μέρους της «Ιστορικής Γεωγραφίας».
Η επιστημονική κατάρτιση και προσφορά
του έμπειρου πλέον λόγιου δημιούργησαν τις προϋποθέσεις, ώστε η
πρυτανεία του Πανεπιστημίου Αθηνών να του αναθέσει την σύνταξη καταλόγου
όλων των χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης, έργο κατεξοχήν δύσκολο
και απαιτητικό. Ως επιβράβευση της προσπάθειας αυτής προέκυψε να ορισθεί
ο Κρέμος για ένα διάστημα ως ο «πρώτος βιβλιοφύλακας» του
Πανεπιστημίου, αφήνοντας πίσω του πλούσιο έργο.
Το 1876 νυμφεύθηκε την ξεχωριστής
ομορφιάς Μαρία Κούρου, γόνο πλούσιας αθηναϊκής οικογένειας, με την οποία
απέκτησε τρεις κόρες, την Βασιλική, την Αικατερίνη και την Μαρίκα,
καθώς και ένα γιό, τον Φιλόμηλο. Η Μαριγώ Κούρου, ωστόσο, άφησε την
τελευταία της πνοή από επιλόχειο πυρετό στις 27 Νοεμβρίου 1881 και
ύστερα από λίγο την ακολούθησε στον τάφο και ο γιός της Φιλόμηλος από
μηνιγγίτιδα.
Ο Γεώργιος Π. Κρέμος έμεινε για πολύ
καιρό απαρηγόρητος μέσα στο πένθος του. Οι υποχρεώσεις και το αίσθημα
προσφοράς του Αραχωβίτη καθηγητή εν τούτοις τον έσπρωξαν για μία φορά
ακόμη να προσηλωθεί με μεγαλύτερο ζήλο στις πνευματικές του
ενασχολήσεις. Από το 1880 έως το 1883 χρημάτισε γυμνασιάρχης στον
Πειραιά, συμμετείχε επίσης με ενεργό ρόλο στην ομάδα ίδρυσης του
Πειραϊκού Συνδέσμου και ακόμη κατάρτισε με μεθοδικότητα την Δημοτική
Βιβλιοθήκη Μαυροκορδάτου, που ώς τα χρόνια εκείνα τα βιβλία της ήταν
διασκορπισμένα.
Ο Γεώργιος Π. Κρέμος, αξιοποιώντας τα
ερεθίσματα που είχε δεχθεί στην διάρκεια των σπουδών του στην Γερμανία
σχετικά με τα ιδεώδη της σφαιρικής εκπαίδευσης της νέας γενιάς, πήρε την
ρηξικέλευθη πρωτοβουλία να εισαγάγει την γυμναστική ως μάθημα στο
σχολείο του, στο Γυμνάσιο του Πειραιά. Το εγχείρημα ήταν πρωτόγνωρο και
ξένισε πάρα πολύ τους ανθρώπους και το κατεστημένο της εποχής, με
συνέπεια να εκδηλωθούν μεγάλες αντιδράσεις. Παρ’ όλα αυτά όμως, ο
πεισματάρης Αραχωβίτης λόγιος κατάφερε να εισαγάγει την γυμναστική ως
μάθημα όχι μόνο στο δικό του σχολείο, αλλά και σε όλα τα σχολεία της
ελληνικής επικράτειας.
Από το 1882 έως το 1885 ο Γεώργιος Π.
Κρέμος προσέφερε τις πολύτιμες υπηρεσίες του ως έφορος στην Ιστορική και
Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, στην οποία μάλιστα χάρισε την πλούσια
σε έγγραφα της Ελληνικής Επανάστασης συλλογή του, ανάμεσα στα οποία ήταν
και το διοριστήριο έγγραφο του Αθανάσιου Διάκου ως αρματολού στην
περιοχή της Λιβαδειάς.
Το 1886 νυμφεύθηκε την Ασημίνα Λούκα, από την οποία απέκτησε ένα γιό, τον Πάνο, και μία κόρη, την Σωσώ.
Το συγγραφικό του έργο
Το 1887 άρχισε να δημιουργεί το
κυριότερο μέρος του συγγραφικού του έργου και ξεκίνησε με την «Ιστορία
του σχίσματος των δυο εκκλησιών ελληνικής και ρωμαϊκής», ένα έργο του
οποίου την πρωτόλεια μορφή είχε συνθέσει το 1865. Στο συγκεκριμένο έργο ο
Γεώργιος Π. Κρέμος παρουσίασε με γλαφυρό τρόπο τις σταυροφορίες και τις
αρνητικές πλευρές της φραγκοκρατίας, καυτηριάζοντας τις ανταγωνιστικές
συμπεριφορές των Λατίνων απέναντι στους Έλληνες. Την ίδια περίοδο
ολοκλήρωσε το τρίτομο έργο του, τα «Φωκικά», στο οποίο παρουσίαζε
στοιχεία για το μοναστήρι του Οσίου Λουκά.
Το 1889 συνέθεσε την πραγματεία
«Ιερόσυλοι του Πυθοί ιερού και ιεροί πόλεμοι» και την υπέβαλε ως
υφηγεσία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έγινε παμψηφεί υφηγητής και παρέμεινε
υφηγητής σε όλη του την ζωή. Αν και ο Χαρίλαος Τρικούπης, στενός φίλος
του, του πρότεινε σε κάποια από τις πρωθυπουργικές του θητείες να
καταλάβει την έδρα του καθηγητή της Ιστορίας και Φιλοσοφίας στο
Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο Αραχωβίτης ιστορικός αρνήθηκε λέγοντας
χαρακτηριστικά: «Ο λαός, Χαρίλαε, θα εκλάβη την πράξιν ως εύνοιαν λόγω
της φιλίας μας. Προτιμώ αυτή η διάκρισις να προέλθη από την
αντιπολίτευσιν, εφόσον πράγματι την αξίζω!».
Τα πολιτικά πράγματα όμως εξελίχθηκαν
διαφορετικά, και όταν ο Θεόδωρος Δεληγιάννης ήλθε στην εξουσία, όχι μόνο
δεν έδωσε την πανεπιστημιακή έδρα στον ταλαντούχο Κρέμο, αλλά και τον
μετέθεσε στην θέση του γυμνασιάρχη της Λαμίας.
Ο παραγκωνισμένος γυμνασιάρχης, αντί να
πτοηθεί, επένδυσε όλες του τις δυνάμεις στα καινούργια του καθήκοντα και
ρίχθηκε με μεράκι και ζήλο στις σχολικές του υποχρεώσεις, εμπνέοντας
και συμπαρασύροντας τους μαθητές και την τοπική κοινωνία σε νέες
πρωτοβουλίες. Έτσι, δρομολογήθηκε πολύ γρήγορα ένας έρανος, προκειμένου
να ανεγερθεί ένα μνημείο του Αθανάσιου Διάκου που έλειπε από τον τόπο
του μαρτυρίου του. Τότε στήθηκε στην Λαμία ο ανδριάντας του ήρωα της
Αλαμάνας, που κοσμεί μέχρι σήμερα την πόλη.
Το 1901 παραιτήθηκε από την ενεργό
υπηρεσία και αφιερώθηκε στην παραγωγή του συγγραφικού του έργου. Δυο
ήταν τα σημαντικά γεγονότα που χρωμάτισαν έντονα την περίοδο αυτή του
βίου του Βοιωτού ιστορικού. Το πρώτο ήταν η εμπλοκή του στην ευόδωση της
αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα το 1896. Λειτούργησε,
άλλωστε, πολύ θετικά στην προετοιμασία του κλίματος της διοργάνωσης της
Ολυμπιάδας η εισαγωγή και καθιέρωση του μαθήματος της γυμναστικής στα
γυμνάσια της χώρας, μία πρωτοβουλία που, όπως προαναφέρθηκε, ανήκει
αποκλειστικά στον Γεώργιο Π. Κρέμο.
Το δεύτερο σημαντικό γεγονός, στο οποίο
μάλιστα είχε πρωταγωνιστικό ρόλο, ήταν η έκρηξη του ατυχούς
Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897, στις παραμονές του οποίου είχε
εκφωνήσει πύρινους λόγους, προτρέποντας τους Έλληνες να πάρουν τα όπλα
εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που καταδυνάστευε τους αλύτρωτους
πληθυσμούς στην Ήπειρο, την Μακεδονία και την Θράκη.
Μετά την αποχώρησή του από την μάχιμη
υπηρεσία ο Γεώργιος Π. Κρέμος επένδυσε όλο τον εαυτό του στην έρευνα και
την συγγραφή των βιβλίων του. Από την δεκαετία του 1890 είχε
κατασταλάξει μέσα του η σκέψη να συνθέσει ένα γενικό πολύτομο έργο με
τον τίτλο «Ιστορία του Ελληνισμού», στο οποίο θα αποθησαύριζε το
πανόραμα των σημαντικότερων σταθμών του ελληνικού κόσμου και πολιτισμού.
Για τις ανάγκες μάλιστα του συγκεκριμένου έργου ταξίδευσε το 1902 στην
Αίγυπτο, όπου παρέμεινε για τρία περίπου χρόνια ερευνώντας τα
εναπομείναντα τεκμήρια της εποχής του Μεγάλου Αλεξάνδρου και της
ελληνιστικής περιόδου, ενώ δημοσιογραφούσε παράλληλα στην εφημερίδα
«Κάϊρον», στην οποία υπέγραφε ορισμένες φορές με το ψευδώνυμο
«Ανεμωρεύς» (= Αραχωβίτης).
Το 1916, άγνωστοι διέρρηξαν το σπίτι του
στην Καλλιθέα και έκλεψαν τα χειρόγραφα του σχεδόν ολοκληρωμένου έργου
της «Ιστορίας του Ελληνισμού», χωρίς να πειράξουν αντικείμενα αξίας ή
χρήματα. Το χτύπημα ήταν μεγάλο. Η πράξη -σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις-
ήταν επινόηση των ανταγωνιστών του Γεωργίου Π. Κρέμου και όχι μόνο
εκείνων που προέρχονταν από τον ακαδημαϊκό αλλά και από τον πολιτικό
χώρο, εφόσον ο ίδιος είχε εμπλακεί στην δίνη του εθνικού διχασμού της
περιόδου (1915-1917). Στην αρνητική αυτή συγκυρία προστέθηκε και ο
θάνατος της κόρης του Αικατερίνης, το 1916, η οποία έφερε το όνομα της
μητέρας του.
Ήταν μεγάλα και απρόσμενα τα χτυπήματα
που δέχθηκε την εποχή εκείνη ο Βοιωτός λόγιος, τα οποία προσπάθησε όμως
να τα αντιμετωπίσει με ψυχραιμία και αξιοπρέπεια. Απάλυνε κάπως τον πόνο
και την πικρία του την ίδια αυτή περίοδο η απονομή του μεταλλίου της
φιλολογικής αξίας εκ μέρους της Γαλλικής Ακαδημίας για το έργο και την
εν γένει προσφορά του.
Ο θάνατός του
Στις 3 Δεκεμβρίου 1926 παίχθηκε η
τελευταία πράξη στην ζωή του Γεωργίου Π. Κρέμου, ο οποίος έφυγε πλήρης
ημερών από «θλάσιν του ποδός», αφήνοντας όμως πίσω του ένα δυσαναπλήρωτο
κενό στον χώρο της ιστοριογραφίας και των ελληνικών γραμμάτων
γενικότερα. Υπηρέτησε με ευσυνειδησία και υψηλό αίσθημα ευθύνης την
ελληνική παιδεία σε όλες της τις βαθμίδες, χαρισματικός δάσκαλος και
παιδαγωγός, χαλκέντερος ερευνητής και ευρηματικός ιστορικός, έγραψε έργα
που παρέμειναν ανέπαφα από την φθορά του χρόνου, αγάπησε με πάθος και
ευθυκρισία την ιδιαίτερή του πατρίδα, την Αράχωβα, και ευρύτερα την
Βοιωτία, και συνέβαλε όσο κανείς άλλος στην διαμόρφωση και τεκμηρίωση
της νεότερης Βοιωτικής ιστορίας.
Παρατήρηση: το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στο τεύχος Νο 21 του περιοδικού ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ (Αύγουστος – Νοέμβριος 2006)
ΠΗΓΗ : http://www.pemptousia.gr/2011/09/%CE%B3%CE%B5%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CF%80-%CE%BA%CF%81%CE%AD%CE%BC%CE%BF%CF%82-1839-1926/