Παρασκευή 6 Μαρτίου 2015

Πως να διοικείς τους Έλληνες!

(Από τους Οξυρρύγχειους Πάπυρους)


Τα παρακάτω είναι αποσπάσματα αλληλογραφίας του Ρωμαίου συγκλητικού Μενένιου Άπιου, στο φίλο του Ατίλιο Νάβιο, ο οποίος τον διαδέχεται στη διακυβέρνηση της Αχαΐας και τον συμβουλεύει για το πως μπορεί να χειριστεί τους Έλληνες. Οι πάπυροι βρέθηκαν στην τοποθεσία Οξύρρυγχος της Αιγύπτου, εξ ου και το όνομα του υπότιτλου.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΠΡΩΤΟ
Κερδίσαμε αγαπημένε Ατίλιε τον κόσμο με τις λεγεώνες μας, αλλά θα μπορέσουμε να τον κρατήσουμε μονάχα με την πολιτική τάξη που θα του προσφέρουμε. Διώξαμε τον πόλεμο στις παρυφές της γης. Από τον Περσικό κόλπο, ως την Μαυριτανία και από τη γη των Αιθιόπων ως την Καληδονία, αδιατάρακτη βασιλεύει η ρωμαϊκή ειρήνη. Δύσκολο φαίνεται να εξηγήσει κανείς, πως μια πόλη έφτασε να κυβερνά την οικουμένη. Μέσα στους λόγους, όμως, που θα αναφέρονταν για μια τέτοια εξήγηση θα έπρεπε πρώτος να ήταν ετούτος:
Καταλάβαμε καθαρά και έγκαιρα πως υποτάσσοντας ξένους λαούς αναλαμβάνουμε μιαν ευθύνη για την ευημερία τους. Τούτη η συνείδηση της ευθύνης διακρίνει τους βαρβάρους κατακτητές από τους κοσμοκράτορες. Μονάχα ο Αλέξανδρος πριν από μας είχε την συνείδηση τούτης της ευθύνης. Ευτυχώς για την δόξα της Ρώμης, πέθανε νέος, γιατί αλλιώς θα ήτανε οι Έλληνες σήμερα οι άρχοντες του κόσμου. Αλίμονο στους λαούς, όταν τις προσπάθειές τους τις ενσαρκώνουν μονάχα σε μεμονωμένα άτομα που περνούν και όχι σε ανθρώπινες κοινότητες, σε θεσμούς που αντέχουν στην ροή των πραγμάτων και σηκώνουν άνετα τον όγκο των πολύχρονων έργων. Έχουμε την σοφία να μην θέλουμε να είμαστε δυσβάσταχτοι εκμεταλλευτές των λαών που υποτάχτηκαν στην εξουσία μας. Αλλά δεν φτάνει να τους χαρίζουμε την ειρήνη και τάξη, γιατί αυτά είναι αρνητικά στοιχεία, είναι όροι, δεν αποτελούν την ουσία της ευδαιμονίας των ανθρώπων. Θα έπρεπε και της φιλοσοφίας και της ποίησης τα δώρα να σκορπούσαμε στις χώρες που κυβερνούμε. Το μέγα όμως τούτο έργο είμαστε άξιοι να το κάνουμε μόνο στις δυτικές επαρχίες, γιατί εκεί που βρίσκεσαι εσύ, οι Έλληνες το επιτελούν ακόμη σήμερα καλύτερα από μας. Ας επαναλάβουμε και εμείς την δυσάρεστη ομολογία του Οράτιου Φλάκκου: “Graecia capta, ferum victorem cepti, et artes intulit agresti Latio”.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ
Μάθε φίλτατέ μου Ατίλιε, πως όσοι θέλουν να είναι κοσμοκράτορες, πρέπει να έχουν νοοτροπία πατρικίων και όχι νοοτροπία ιππέων.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΡΙΤΟ
Ο Έλληνας είναι πιο εγωιστής από εμάς και συνεπώς από όλα τα έθνη του κόσμου. Το άτομό του είναι «πάντων χρημάτων μέτρον» κατά το ρητό του Πρωταγόρα. Αδέσμευτο, αυθαίρετο και ατίθασο, αλλά και αληθινά ελεύθερο, ορθώνεται το «εγώ» των Ελλήνων. Χάρις σε αυτό σκεφθήκανε πηγαία, πρώτοι αυτοί, όσα εμείς αναγκαζόμαστε σήμερα να σκεφθούμε σύμφωνα με την σκέψη τους. Χάρις σε αυτό βλέπουν με τα μάτια τους και όχι με τα μάτια εκείνων που είδαν πριν από αυτούς. Χάρις σε αυτό η σχέση τους με το σύμπαν, με τα πράγματα και τους ανθρώπους δεν μπαγιατεύει, αλλά είναι πάντα νέα, δροσερή και το κάθε τι, χάρις σε αυτό το «εγώ» αντιχτυπάει σαν πρωτοφανέρωτο στην ψυχή τους. Είναι όμως και του καλού και του κακού πηγή τούτο το χάρισμα. Το ίδιο «εγώ» που οικοδομεί τα ιδανικά πολιτικά συστήματα, αυτό διαλύει και τις πραγματικές πολιτείες των ανθρώπων. Και ήρθανε καιροί όπου ο ελληνικός εγωισμός ξέχασε την τέχνη που οικοδομεί τους ιδανικούς κόσμους, αλλά δεν ξέχασε την τέχνη που γκρεμίζει τις πραγματικές πολιτείες. Και εμείς τους συναντήσαμε, καλέ Ατίλιε, σε τέτοιους καιρούς και γι’ αυτό η κρίση μας γι’ αυτούς συμβαίνει να είναι τόσο αυστηρή που κάποτε καταντά άδικη. Αλλά και πώς να μην είναι; Η μοίρα μας έταξε νομοθέτες του κόσμου και το ελληνικό άτομο περιφρονεί τον νόμο. Δεν παραδέχεται άλλη κρίση δικαίου παρά την ατομική του, που δυστυχώς στηρίζεται σε ατομικά κριτήρια. Απορείς πώς η πατρίδα των πιο μεγάλων νομοθετών, έχει τόση λίγη πίστη στον νόμο. Και όμως από τέτοιες αντιθέσεις πλέκεται η ψυχή των ανθρώπων και η πορεία της ζωής των. Σπάνια οι Έλληνες πείθονται «τοις κείνων ρήμασι». Πείθονται μόνο στα ρήματα τα δικά τους και ή αλλάζουν τους νόμους κάθε λίγο ανάλογα με τα κέφια της στιγμής, ή όταν δεν μπορούν να τους αλλάξουν, τους αντιμετωπίζουν σαν εχθρικές δυνάμεις και τότε μεταχειρίζονται εναντίον τους ή τη βία ή τον δόλο.
Α! πόσο την χαίρεται ο Έλληνας την εύστροφη καταδολίευσή τους, τους σοφιστικούς διαλογισμούς που μεταβάλλουν τους νόμους σε ράκη! Ο Έλληνας έχει την πιο αδύνατη μνήμη από μας, έχει λιγότερη συνέχεια στον πολιτικό του βίο. Είναι ανυπόμονος και κάθε λίγο, μόλις δυσκολέψουν λίγο τα πράγματα, αποφασίζει ριζικές μεταρρυθμίσεις. Θες να σαγηνεύσεις την εκκλησία του δήμου σε μια πόλη ελληνική; Πες τους: «Σας υπόσχομαι αλλαγή» Πες τους: «Θα θεσπίσω νέους νόμους» Αυτό αρκεί. Με αυτό χορταίνει η ανυπομονησία τους, το αψίκορο πάθος του. Τι φαεινές συλλήψεις θα βρεις μέσα σε αυτά τα ελληνικά δημιουργήματα της ιδιοτροπίας της στιγμής! Εμείς δειλά-δειλά και μόνο με το χέρι του πραίτωρα τολμήσαμε, διολισθαίνοντας μέσα στους αιώνες να ξεφύγουμε από τους άκαμπτους κλοιούς της Δωδεκαδέλτου μας και πάλι διατηρώντας όλους τους τύπους, όλα τα εξωτερικά περιβλήματα. Τούτη η υποκρισία των μορφών, όταν η ουσία αλλάζει, δείχνει πόση είναι η ταπεινοφροσύνη μας μπρος σε κάθε τι που είναι θεσμός και έθος και παράδοση, πόσο το παρελθόν και η συνέχειά του βαραίνουν στην πορεία μας και πόσο δίκαια αντέχουμε αιώνες εκεί που οι Έλληνες εκάμφθησαν σε δεκαετηρίδες.
Μέσα στους πιο πολλούς Έλληνες, άμα σκάψεις λίγο, θα βρεις ένα ισχνό υπερόπτη Κοριολανό, έναν άσημο εκδικητικό Αλκιβιάδη, ένα εγώ μεγαλύτερο από την πατρίδα. Όχι βέβαια σε όλους, αλλιώς δεν θα υπήρχαν σήμερα πια ελληνικές πόλεις. Αλλά όποιος διοικεί, σαν κι εσένα, έναν λαό, πρέπει να γνωρίζει τις άρχουσες ροπές, που δεν φτάνουν βέβαια ως την φανερή ακρότητα του ωραίου Αθηναίου[εννοεί τον Αλκιβιάδη] ή του δικού μας Γάιου Μάρκου, αλλά τείνουν προς τα εκεί. Οι πολλοί, από χίλιους δυο λόγους, γιατί είναι πιο μικροί και πιο αδύνατοι, σταματούν μεσοδρομίς. Μα και μ’ αυτούς, το κακό γίνεται. Οι Έλληνες λίγα πράγματα σέβονται και σπάνια όλοι τους τα ίδια. Και προς καλού και προς κακού στέκουν επάνω από τα πράγματα. Για να κρίνουν αν ένας νόμος είναι δίκαιος, θα τον μετρήσουν με το μέτρο της προσωπικής τους περίπτωσης, ακόμα κι όταν υπεύθυνα τον κρίνουν στην εκκλησία η στο δικαστήριο. Ο Έλληνας ζητεί από τον νόμο δικαιοσύνη για τη δική του προσωπική περίπτωση. Εάν τύχει και ο νόμος, δίκαιος στην ολότητά του και δεν ταιριάζει σε λίγες περιπτώσεις όπως η δική του, δεν μπορεί αυτό να το παραδεχτεί. Και εν τούτοις τετρακόσια χρόνια τώρα το διακήρυξε ο μεγάλος τους Πλάτων, πως τέτοια είναι η μοίρα και η φύση των νόμων, πως άλλο νόμος και άλλο δικαιοσύνη. Το διακήρυξε αυτό και ο Σταγειρίτης, χωρίζοντας το δίκαιο από το επιεικές. Δεν δέχεται να θυσιάσει την δική του περίπτωση, το δικό του εγώ σε έναν νόμο σκόπιμο και δίκαιο στην γενικότητά του. Έτσι είναι πολλοί στις πόλεις που τώρα πρόκειται να διοικήσεις. Έτσι διαφορετικοί, αν όχι από μας, όμως από τους πατέρες μας, που θεμελίωσαν το μεγαλείο της παλιάς, της αληθινής μας δημοκρατίας.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΕΤΑΡΤΟ
Όσο περνούν οι αιώνες, τόσο εμείς και οι λαοί που κυβερνούμε γινόμαστε περισσότερο ατομιστές, ως που μια μέρα να μαραθούμε όλοι μαζί μέσα στην μόνωση των μικρών μας εαυτών. Νομίζω ότι οι Έλληνες επάνω στους οποίους εσύ τώρα άρχεις είναι πρωτοπόροι σε αυτόν τον θανάσιμο κατήφορο. Δεν σου έκανε κιόλας εντύπωση καλέ μου Νάβιε, η αδιαφορία του Έλληνα για τον συμπολίτη του; Όχι πως δεν θα του δανείσει μια χύτρα να μαγειρέψει, όχι πως αν τύχει μια αρρώστια δεν θα τον γιατροπορέψει, όχι πως δεν του αρέσει να ανακατεύεται στις δουλειές του γείτονα, για να του δείξει μάλιστα την αξιοσύνη του και την υπεροχή του, βοηθά ο Έλληνας περισσότερο από κάθε άλλον. Βοηθά και τον ξένο πρόθυμα, με την ιδέα μάλιστα, που χάρις στους μεγάλους στωικούς, πάντα τον κατέχει, μιας πανανθρώπινης κοινωνίας. Του αρέσει να δίνει στον ασθενέστερο, στον αβοήθητο. Είναι κι αυτό ένας τρόπος υπεροχής … Λέγοντας πως ο Έλληνας αδιαφορεί για τον πλησίον του, κάτι άλλο θέλω να πω, αλλά μου πέφτει δύσκολο να σου το εξηγήσω. Θα αρχίσω με παραδείγματα, που αν προσέξεις, ανάλογα θα δεις και εσύ ο ίδιος πολλά με τα μάτια σου. Ακόμη υπάρχουν ποιητές πολλοί και τεχνίτες στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας. Πλησίασέ τους καθώς είναι χρέος σου και πες μου, αν άκουσες κανέναν από αυτούς ποτέ να επαινεί τον ομότεχνό του. Δεν χάνει τον καιρό του σε επαίνους ο Έλληνας. Δεν χαίρεται τον έπαινο. Χαίρεται όμως τον ψόγο και γι’ αυτόν πάντα βρίσκει καιρό. Για την κατανόηση, την αληθινή, αυτήν που βγαίνει από την συμπάθεια γι’ αυτό που κατανοείς, δεν θέλει τίποτε να θυσιάσει. Το κίνητρο της δικαιοσύνης δεν τον κινεί για να επαινέσει ότι αξίζει τον έπαινο. Όχι πως δεν θα ήθελε να είναι δίκαιος, αλλά δεν αντιλαμβάνεται καν την αδικία που κάνει στον άλλο. Θαυμάζει ότι είναι ο δικός του κόσμος. Κάθε άλλον τον υποτιμά!  Όταν ένας πολίτης άξιος, δεν αναγνωρίζεται κατά την αξία του, λέει ο Έλληνας, αφού δεν αναγνωρίζομαι εγώ ο αξιότερός του, τι πειράζει αν και αυτός δεν αναγνωρίζεται; Ο εγωκεντρισμός αφαιρεί από τον Έλληνα την δυνατότητα να είναι δίκαιος. Μόνον όταν δημιουργηθούν συμφέροντα που συμβαίνει να είναι κοινά σε πολλά άτομα μαζί, βλέπεις την συναδέλφωση και την αλληλεγγύη. Στον κάθε Έλληνα τα ιδανικά είναι ατομικά. Γι’ αυτό οι πολιτικές των φατρίες είναι φατρίες συμφερόντων και το ιδανικό του κάθε ηγέτη είναι ο εαυτός του.



ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΠΕΜΠΤΟ
Νάβιε, ο Κάτων από καιρό έχει πεθάνει και πέθανε μαζί του και η παλιά μας δημοκρατία. Τώρα βαδίζουμε κι εμείς τον δρόμο των Ελλήνων ως που και οι δικοί μας εγωισμοί κάθε μέρα ωμότεροι και βιαιότεροι να σκεπάσουν με την πλημμυρίδα τους τη Σύγκλητο και την αγορά και ολόκληρη την αθάνατη πόλη.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΚΤΟ
Εδώ και δυο εβδομάδες σου έγραφα για το φυγόκεντρο εγωισμό των Ελλήνων. Δεν θυμάμαι όμως αν σου έγραψα το χειρότερο. Κινημένος από την ίδια εγωπάθεια, την ρίζα αυτή του κάθε ελληνικού κακού (ας βοηθήσουν οι θεοί να μη γίνει και των δικών μας δεινών η μολυσμένη πηγή) ο Έλληνας δεν συγχωράει στον συμπολίτη του καμία προκοπή. Όποιον τον ξεπεράσει, ο Έλληνας τον φθονεί με πάθος και αν είναι στο χέρι του να τον γκρεμίσει από εκεί που ανέβηκε θα το κάνει. Μα το πιο σπουδαίο, για να καταλάβεις τον Έλληνα, είναι να σπουδάσεις τον τρόπο με τον οποίο εκδηλώνει τον φθόνο του, τον τρόπο που εφηύρε για να γκρεμίζει καλύτερα. Είναι ένας τρόπος πιο κομψός από το δικό μας γέννημα σοφιστικής ευστροφίας και διανοητικής δεξιοτεχνίας. Δεν του αρέσει η χοντροκομμένη δολοφονία στους διαδρόμους του παλατιού, αλλά η λεπτοκαμωμένη συκοφαντία, ένα είδος αναίμακτου, ηθικού φόνου, ενός φόνου διακριτικότερου και εντελέστερου, που αφήνει του δολοφονημένου τη σάρκα σχεδόν ανέπαφη, να περιφέρει την ατίμωση και τη γύμνια της στους δρόμους και στις πλατείες. Γιατί και τη συκοφαντία, αγαπητέ μου, την έχουν αναγάγει σε τέχνη οι θαυμάσιοι, οι φιλότεχνοι Έλληνες, οι πρώτοι δημιουργοί του καλού και του κακού λόγου. Το να επινοήσεις ένα ψέμα για κάποιον και να το διαλαλήσεις, αυτό είναι κοινότυπο και άτεχνο. Σε πιάνει ο άλλος από το αυτί και σε αποδείχνει εύκολα συκοφάντη και σε εξευτελίζει. Η τέχνη είναι να συκοφαντείς χωρίς να ενσωματώνεις πουθενά ολόκληρη την συκοφαντία, μόνο να την αφήνεις να την συνάγουν οι άλλοι από τα συμφραζόμενα κι έτσι ασυνείδητα να υποβάλλεται σε όποιον την ακούει. Η τέχνη είναι να βρίσκεις τον διφορούμενο λόγο, που άμα σε ρωτήσουν γιατί τον είπες, να μπορείς να πεις πως τον είπες με την καλή σημασία, και πάλι εκείνος που τον ακούει να αισθάνεται πως πρέπει να τον εννοήσει με την κακή του σημασία. Αυτό είναι το αγχέμαχο όπλο με το οποίο πολεμάει ο Έλληνας τον Έλληνα, ο ηγέτης τον ηγέτη, ο φιλόσοφος το φιλόσοφο, ο ποιητής τον ποιητή αλλά και ο ανάξιος τον άξιο, ο ουσιαστικά αδύνατος τον ουσιαστικά δυνατό και ξένος, θα δοκιμάσεις την αιχμή τούτου του όπλου κι εσύ, όπως τη δοκίμασα κι εγώ. Θα απορήσεις σε τι κοινωνική περιωπή βάζουν οι Έλληνες τους δεξιοτέχνες της συκοφαντίας, πως τους φοβούνται οι πολλοί και αγαθοί και πως τους υπολήπτονται οι χρησμοθήρες και πως γλυκομίλητα τους χαιρετούν, όταν τους συναντούν στις στοές και στην αγορά.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΒΔΟΜΟ
Το ανυπότακτο σε κάθε πειθαρχία, η περιφρόνηση των άλλων και ο φθόνος, η αρρωστημένη διόγκωση της ατομικότητας σπρώχνουν σχεδόν τον Έλληνα να θεωρεί τον εαυτό του πρώτο ανάμεσα στους άλλους. Αδιαφορώντας για όλους και για όλα, παραβλέποντας ότι γίνηκε πριν και ότι γίνεται γύρω του, αρχίζει κάθε φορά από την αρχή και δεν αμφιβάλλει πως πορεύεται πρώτος το δρόμο το σωστό. Ταλαιπωρεί από αιώνες την ελληνική ζωή η υπέρμετρη εμπιστοσύνη του Έλληνα στην προσωπική του γνώμη και στις προσωπικές του δυνατότητες. Παρά να υποβάλει τη σκέψη του στην βάσανο μιας ομαδικής συζήτησης, προτιμά να ριψοκινδυνεύει με μόνες τις προσωπικές του δυνάμεις. Πρόσεξε τις συσκέψεις των ηγετών των πολιτικών μερίδων τους με τους δήθεν φίλους των και θα δεις ότι οι περισσότερες είναι προσχήματα. Ο ηγέτης λέει τη γνώμη του, βελτιώνει τη διατύπωσή της με τις πολλές επαναλήψεις, χωρίς ούτε να περιμένει, ούτε να θέλει καμία αντιγνωμία. Και οι φίλοι του το ξέρουν καλά αυτό και συχνάζουν σε αυτές τις συσκέψεις ή για να μάθουν τα νέα της ημέρας ή για να βρουν ευκαιρία να κολακέψουν τον ηγέτη. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο Έλληνας πολιτικός ανακυκλώνεται μόνος του μέσα στις δικές του σκέψεις, γιατί πιστεύει πως αυτές αρκούν για το έργο του, η το χειρότερο γιατί η χρησιμοποίηση και των άλλων στην εκτέλεσή του, θα περιόριζε την κυριότητά του επάνω στο έργο, θα το έκανε περισσότερο τέλειο, αλλά λιγότερο δικό του και εκείνο που προέχει για τον Έλληνα δεν είναι το πρώτο, αλλά το δεύτερο. Έτσι σε πρώτη μοίρα έρχεται η τιμή του και σε δεύτερη η αξία του έργου. Αυτή είναι η αδυναμία του πολιτικού ήθους που θα παρατηρήσεις στους Έλληνες δημόσιους άνδρες, που κατά τα άλλα είναι και πιο υψηλόφρονες και πιο αδέκαστοι και σχεδόν πιο φτωχοί από τους σύγχρονους δικούς μας. Οι παλιοί όμως Ρωμαίοι, αυτοί κατείχαν την αρετή της μετριοφροσύνης που απουσιάζει και απουσίασε πάντα από την ελληνική πολιτική ζωή και γι’ αυτό τότε κατορθώσανε, αν και σε τόσα καθυστερημένοι, να πάρουν την κοσμοκρατορία από τα χέρια των Ελλήνων. Γιατί βλέπεις, τούτη η μοιραία για την τύχη των Ελλήνων εγωπάθεια φέρνει κι ένα άλλο χειρότερο δεινό: Όπου βασιλεύει, τα έργα σχεδιάζονται πάντα μέσα στα στενά όρια της ατομικότητας, σύντομα και βιαστικά, για να συντελεστούν όλα, πριν το πρόσωπο εκλείψει. Η πολιτική όμως που θεμελιώνει τις μεγάλες πολιτείες δε σηκώνει ούτε βιασύνη, ούτε συντομία. Σχεδιάζεται σε έκταση αιώνων. Δεν προσδένεται σε άτομα, αλλά σε ομάδες προσώπων, σε διαδοχικές γενιές. Στην εκτύλιξή της εξαφανίζεται το εφήμερο άτομο και παίρνουν την πρώτη θέση, διαρκέστερες υποστάσεις, λαοί, οικογένειες, πολιτικές μερίδες, η κοινωνικές τάξεις. Τα εδραία πολιτικά έργα μέσα στην ιστορία είναι υπερπροσωπικά. Και δυστυχώς, οι Έλληνες μόνο σε προσωπικά έργα επιδίδονται με ζήλο. Γι’ αυτό η δεν φτάνουν ως την τελείωση ενός άξιου πολιτικού έργου, ή όταν φτάσουν, φέρνει μέσα του το έργο του το ίδιο το σπέρμα της φθοράς. Κι αυτό είναι δίκαιο. Γιατί σκοπός των Ελλήνων είναι η πρόσκαιρη λάμψη του πρόσκαιρου ατόμου, όχι η μόνιμη απρόσωπη ευόδωση του ιδίου του έργου. Έπρεπε εξαιρετικά ευνοϊκές περιστάσεις να συντρέξουν με την μεγαλοφυΐα του Αλέξανδρου του Μακεδόνα για να αποκτήσουν για λίγα χρόνια οι Έλληνες μια κυρίαρχη πολιτική θέση στην οικουμένη. Αλλά και εκεί το έργο, στηριγμένο σε ένα πρόσωπο, όχι σε μιαν κοινότητα ανθρώπων, ούτε σε μία πολύχρονη παράδοση, μόλις εξαφανίστηκε ο δημιουργός του, διαλύθηκε μέσα σε χέρια των ιδίων εκείνων ανθρώπων που όταν ο Αλέξανδρος ζούσε, στάθηκαν οι απαραίτητοι συντελεστές του. Αλλά το έργο, βλέπεις, δεν ήταν δικό τους. Δεν τους είχε κάνει ο αυταρχικός ηγέτης κοινωνούς στην τιμή του έργου, αλλά θήτες του γιγάντιου εγωισμού του.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΟΓΔΟΟ
Ποτέ, μα ποτέ δεν θέλησα να σου πω ότι λείπει η πολιτική σκέψη από την Ελλάδα. Απεναντίας πιστεύω πως αφθονεί, περισσότερο μάλιστα απ’ όσο φαντάζεται όποιος βλέπει τα πράγματα από έξω. Μόνο που δεν μας είναι αισθητή η παρουσία της, γιατί οι άνδρες που την κατέχουν φθείρονται ο ένας από τον άλλον σε μιαν αδιάκοπη πεισματική και το πιο συχνά, μάταιη σύγκρουση. Εάν λείπει κάτι των Ελλήνων πολιτικών, δεν είναι ούτε η δύναμη της σκέψης, ούτε η αγωνιστική διάθεση. Στο χαρακτήρα, στο ήθος φωλιάζει η αρρώστια. Φωλιάζει στην άρνησή τους να δεχθούν να εξαφανίσουν το άτομό τους για την ευόδωση ενός ομαδικού έργου. Δεν κρίνουν ποτέ με δικαιοσύνη το συναγωνιστή τους και γι’ αυτό δεν υποτάσσονται ποτέ στην υπεροχή του. Δεν έχουν την υπομονή μέσα στον κύκλο των ισοτίμων, να περιμένουν με την τάξη του κλήρου ή της ηλικίας την σειρά τους. Έτσι διασπαθίζοντας τη δύναμή του και τις αρετές του κατάντησε ο λαός με την υψηλότερη και πλουσιότερη στην θεωρία πολιτική σκέψη, να μείνει τόσο πίσω από μας στις πρακτικές πολιτικές του επιδόσεις.… τα δεινά, όσα υποφέρανε ως τα σήμερα οι Έλληνες, μα θαρρώ και όσα θα υποφέρουν στο μέλλον, μια έχουν κύρια και πρώτη πηγή, την φιλοπρωτία, την νόμιμη θυγατέρα του τρομερού των εγωισμού. Μου γράφεις πως αυτό συμβαίνει και αλλού και προπαντός σε μας. Η διαφορά καλέ μου φίλε, έγκειται στο μέτρο και στην ένταση της φιλοπρωτίας. Βέβαια και εμείς σήμερα δεν υστερούμε. Αλλά την εποχή που θεμελιώνονταν το μεγαλείο της Ρώμης δεν είχαν υπερβεί οι δικοί μας το πρεπούμενο μέτρο. Υποτάσσονταν στον κοινό νόμο και στους γενικούς σκοπούς της πολιτείας, ενώ οι Έλληνες το ξεπέρασαν πριν προφτάσουν να στεριώσουν την δύναμή τους στην οικουμένη. Όσο όμως αυστηρότερος και αν θέλω να είμαι, καθώς είναι χρέος μου, για μας τους Ρωμαίους, δεν ξέρω αν μεταξύ των Ρωμαίων, και σήμερα ακόμα, υπάρχουν τόσο φανατικοί και αδίστακτοι στο κυνήγημα των τιμών, όσοι υπήρξανε μεταξύ των Ελλήνων στους ενδοξότερους τους αιώνες. Μήπως υπερβάλω καλέ μου φίλε; Μήπως βλέπω το θαυμαστό γένος των Ελλήνων με τα μάτια της γεροντικής κακίας; μα είναι χρόνια τώρα που με το λυχνάρι και με του ήλιου το φως διαβάζω Αριστοφάνη, Δημοσθένη, Ευριπίδη, Θεόφραστο, Επίκουρο, Ζήνωνα, Χρύσιππο κι όλο και βεβαιώνομαι περισσότερο πως δεν είμαι μόνος στον τρόπο που τους κρίνω. Όχι φίλε μου, δεν βλέπω πως είμαι άδικος, όταν λέγω πως πρόθεσή τους συνήθως δεν είναι να ξεπεράσουν σε αξιότητα ή και σε καλή φήμη τον αντίπαλό τους, αλλά να τον κατεβάσουν στα μάτια του κόσμου κάτω από τη δική τους θέση, όποια κι αν είναι. Την αρχαία «ύβρι» των, την κατεβάσανε στο χαμηλότερο επίπεδο. Κάποτε με τούτη την ισοπέδωση προς τα κάτω νομίζουν ότι επαναφέρουν το πολίτευμά τους στην ορθή του βάση. Μάταια ξεχώρισε ο μεγάλος Σταγειρίτης την «δημοκρατία» (Σ.Μ. οχλοκρατία) από την «πολιτεία» (Σ.Μ. ορθή δημοκρατία). Η θέλησή τους για ισότητα, άμα την αναλύσεις, θα δεις ότι δεν απορρέει από την αγάπη της δικαιοσύνης, αλλά από το φθόνο της υπέρτερης αξίας. «Μια που εγώ, λέει ο Έλληνας, δεν είμαι άξιος να ανέβω ψηλότερα από σένα, τότε τουλάχιστον κι εσύ να μην ανεβείς από μένα ψηλότερα. Συμβιβάζομαι με την ισότητα». Συμβιβάζεται με την ισότητα ο Έλληνας, γιατί τι άλλο είναι παρά συμβιβασμός να πιστεύεις ανομολόγητα πως αξίζεις την πρώτη θέση και να δέχεσαι μία ίση με των άλλων ! Μέσα του λοιπόν δεν αδικεί τόσο ο Έλληνας, όσο πλανάται. Γεννήθηκε με την ψευδαίσθηση της υπεροχής. Και ύστερα θα συναντήσεις και μεταξύ των Ελλήνων την άλλη ψευδαίσθηση που τους κάνει να υπερτιμούνε την μία αρετή που έχουν και να υποτιμούν τις άλλες που τους λείπουν. Είδα δειλούς που φαντάζονταν πως μπορούν να ξεπεράσουν όλους μονάχα με την εξυπνάδα τους και ανδρείους που πίστευαν πως φτάνει για να ξεπεράσουν όλους η ανδρεία τους. Είδα έξυπνους που φαντάζονταν ότι δεν χρειάζεται να γίνουν πρώτοι, ούτε η επιστήμη, ούτε η αρετή. Είδα κάτι σοφούς που ’θελαν να σταθούν επάνω από τους έξυπνους και από τους ανδρείους με μόνη την επιστήμη και την σοφία. Πόσο αλήθεια άμαθοι της ζωής μπορεί να είναι αυτοί οι αφεντάδες της γνώσης! Τι κακό μας έκανε αυτός ο Πλάτωνας! Πόσους δολοπλόκους πήρε στο λαιμό του που νομίσανε πως είναι «άνδρες βασιλικοί»! Μα είδα τέλος, αγαπητέ μου Νάβιε, και κάτι ενάρετους, που δεν το χώνευαν να μην είναι πρώτοι στην πολιτεία, αφού ήταν πρώτοι στην αρετή. Και βέβαια δεν στασίαζαν, όπως οι βάναυσοι και οι κακοί, αλλά αποσύρονταν σιωπηλοί και απογοητευμένοι στους αγρούς των, αφήνοντας το δήμο στα χέρια των δημαγωγών και των συκοφαντών, η δηλητηριάζανε την ίδια τους την αρετή και τους ωραίους της λόγους με την πίκρα της αποτυχίας των, σαν οι ηγεσίες των πολιτειών να μην ήταν μοιραία υποταγμένες στις ιδιοτροπίες της τύχης και του χρόνου και σε λογής άλλους συνδυασμούς δυνάμεων που συνεχώς τις απομακρύνουν από την ιδεατή τους μορφή και τις παραδίνουν στα χέρια των ανάξιων ή των μέτριων. Τέτοια είναι τα πάθη και οι αδυναμίες που φθείρουν τους ηγέτες των ελληνικών πόλεων. Όσο για τους οπαδούς των ηγετών αυτών, έχουν κι αυτοί την ιδιοτυπία τους στο μακάριο εκείνο τόπο. Είναι οπαδοί, πραγματικοί οπαδοί, μόνο όσοι έχασαν οριστικά την ελπίδα να γίνουν και αυτοί ηγέτες. Έτσι θα παρατηρήσεις ότι πιστοί οπαδοί είναι μόνο οι γεροντότεροι από τον ηγέτη τους. Ελάχιστοι είναι οι οπαδοί από πίστη ιδεολογική ή από πίστη στον ηγέτη. Οι πολλοί είναι πειθαναγκασμένοι από τα πράγματα, γιατί ατύχησαν, γιατί βαρέθηκαν ή λιγοψύχησαν. Γι’ αυτό είναι και όλοι προσωρινοί, άπιστοι, ενεδρεύοντες οπαδοί, ώσπου να περάσει η κακιά ώρα. Μα κι αυτοί που μένουν και όσο μένουν οπαδοί, προσπαθούν συνεχώς να αναποδογυρίσουν την τάξη της ηγεσίας και να διευθύνουν αυτοί από το παρασκήνιο τον ηγέτη. Γι’ αυτό και βλέπεις τόσο συχνά να είναι περιζήτητοι οι μέτριοι ηγέτες που προσφέρονται ευκολότερα στην παρασκηνιακή ηγεσία των οπαδών τους. Σε πολλές περιπτώσεις δεν έχει σημασία να ξέρεις ποιος είναι ο ονομαστικός ηγέτης μιας πολιτικής μερίδας αλλά ποιοι εκ του αφανούς τον διευθύνουν. Βλέπεις είναι μερικοί άνθρωποι που δεν είναι προικισμένοι με τα χαρίσματα με τα οποία αποκτάς τα φαινόμενα της ηγεσίας αλλά μόνο με εκείνα που χρειάζονται για την ουσία της, για την άσκηση της εξουσίας. Είναι αναγκασμένοι λοιπόν οι τέτοιοι να περιοριστούν στον ρόλο του υποβολέα και να αφήσουν τους άλλους που κατέχουν τα φαινόμενα να χαριεντίζονται επάνω στη σκηνή.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΝΑΤΟ
Και ύστερα, μήπως δεν βλέπω και την άλλη όψη του πράγματος; Ας παραπονιόμαστε για την ελληνική εγωπάθεια εμείς που διαρκώς επάνω της σκοντάφτουμε, γιατί έχουμε να κάνουμε με την ελληνική πόλη και τους πολιτικούς της. Έχει και την εξαίσια πλευρά της η υπερτροφία αυτή της προσωπικότητας, που στις κακές της όψεις την ονομάζουμε εγωπάθεια. Έχει την πλευρά την δημιουργική, στην φιλοσοφία, στην ποίηση, στις τέχνες, στις επιστήμες, ακόμη και στο εμπόριο και στον πόλεμο. Από αυτήν αναβλύζει όλη η δόξα των Ελλήνων, η μόνη δόξα στην ιστορία που μπορεί να σταθεί πλάι στη δική μας. Φοβάμαι μονάχα, γιατί, και ας μην το βλέπεις εσύ, κατά βάθος με γοητεύουν και εμένα οι Έλληνες, που είναι και θα είναι πάντα οι δάσκαλοί μου. Φοβάμαι πως φτάσαμε στον καιρό, που η φωτεινή πλευρά της προσωπικότητάς των πηγαίνει όλο μικραίνοντας και αντίθετα η σκοτεινή όλο και αυξάνει και δεν ξέρω, δεν μπορώ να ξέρω αν ετούτος ο κατήφορος μπορεί ποτέ πια να σταματήσει.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΔΕΚΑΤΟ
Δεν σου κρύβω πως με πείραξε ο λόγος σου, πως δείχνομαι τάχα κακός και άδικος με τους Έλληνες. Ας αρχίσω λοιπόν σήμερα το γράμμα μου με έναν έπαινο γι’ αυτούς, για να ξεπλύνω έτσι κάπως την μομφή σου. Ο εγωισμός δεν κάνει τους Έλληνες μόνο κακούς πολίτες στην αγορά, τους κάνει και καλούς στρατιώτες στον πόλεμο. Έχουν αιώνων τρόπαια που μέσα στην μνήμη τους γίνονται σαν νόμοι άγραφοι και επιβάλλουν την περιφρόνηση της κακουχίας και του κινδύνου. Μη συγχέεις την διάλυση της στρατιωτικής δύναμης, που έχει αφορμή τις εμφύλιες έριδες, με την ατομική γενναιότητα καθώς και την πολεμική δεξιοτεχνία των Ελλήνων. Μα δεν είναι μόνο στον πόλεμο ο Έλληνας γενναίος και άξιος μαχητής, αλλά και στην ειρήνη. Ακριβώς γιατί η γενναιότητά του δεν είναι συλλογική, σαν των περισσοτέρων λαών, αλλά ατομική, γι’ αυτό δεν φοβάται, κι εκεί που βρίσκεται μόνος του, να ριψοκινδυνεύσει, στην ξενιτιά , στο παράτολμο ταξίδι, στην εξερεύνηση του αγνώστου. Γι’ αυτό και τόλμησε τέτοια που εμείς δεν θα τολμούσαμε ποτέ και θεμελίωσε για αιώνες αποικίες, έξω από τις στήλες του Ηρακλέους και πέρα στα χιόνια της Σκυθίας. Και στον καιρό μας ακόμη, Έλληνες δεν είναι εκείνοι που τόλμησαν να διασχίσουν άγνωστες θάλασσες για να φτάσουν στην χώρα των Ινδών και στις έμπειρες χώρες πιο κάτω από την γη των Αιθιόπων; Αναρωτιέσαι κάποτε γιατί τα τολμάει αυτά τα παράτολμα ο Έλληνας; Επειδή είναι γενναίος ο Έλληνας, είναι και παίκτης. Παίζει την περιουσία του, την ζωή του και κάποτε την τιμή του. Γεννήθηκε για να σκέπτεται μόνος, για να δρα μόνος, για να μάχεται μόνος και γι’ αυτό δεν φοβάται την μοναξιά. Εμείς αντίθετα είμαστε από τα χρόνια τα παλιά μια υπέροχα οργανωμένη αγέλη. Σκεπτόμαστε μαζί, δρούμε μαζί, μαχόμαστε μαζί και μοιραζόμαστε μαζί την τιμή, τα λάφυρα, την δόξα. Οι Έλληνες δεν δέχονται, όσο αφήνεται η φύση τους ελεύθερη, να μοιραστούν τίποτε με κανέναν. Το εθνικό τους τραγούδι, αρχίζει με έναν καυγά, γιατί θελήσανε να κάνουν μοιρασιά ανάμεσα σε άντρες που μοιρασιά δεν δέχονται (Σ.Μ. αναφέρεται στην Ιλιάδα). Και μια που πήρα τον δρόμο των επαίνων, άκουσε και αυτόν, που δεν είναι και ο μικρότερος. Οι αυστηρές κρίσεις που τώρα βδομάδες σου γράφω, θαρρείς πως είναι μόνο δικές μου; Τις πιο πολλές τις διδάχτηκα από έναν Έλληνα, από τον Επίκτητο. Νέος τον άκουσα να εξηγεί το μέγα δράμα του γένους του. Ήσυχα, καθαρά, με την ακριβολογία και την χάρη που σφράγιζε τον λόγο του, μας ετοίμαζε για έναν κόσμο που είχε πια περάσει, για μιαν Ατλαντίδα που είχε κατακαλύψει ο Ωκεανός. Κάποτε κάνοντας την απολογία της πατρίδας του, μας έλεγε: «Δεν είναι τόσο δίκαια τα ανθρώπινα, ώστε μόνο αμαρτήματα να είναι οι αιτίες των τιμωριών. Η Τύχη, η τυφλή θεά, η τελευταία στην οποία θα πάψω να πιστεύω, πρόδωσε συχνά τους Έλληνες στον δρόμο τους. Αλλά και αυτοί, πρόσθετε, την συντρέξανε με τον δικό τους τρόπο». Μην νομίσεις όμως πως μόνο ένας Επίκτητος κατέχει την αρετή του «γνώθι σαυτόν». Σε κάθε κόχη, απάγκια της αγοράς κάθε πόλης, σε κάθε πλάτανο από κάτω της ευλογημένης ελληνικής γης, θα βρεις και έναν Έλληνα, αδυσώπητο κριτή του εαυτού του. Και εύκολα θα σου ξανοιχτεί κι ας είσαι ξένος. Αρκεί εσύ να μην αρχίσεις να κακολογείς τίποτε το ελληνικό, γιατί τότε ξυπνάει μέσα του μια άλλη αρετή, η περηφάνια. Ναι, ναι, σε βλέπω να γελάς, Ατίλιε Νάβιε, αυτούς τους ταπεινούς κόλακες που σέρνονται στους προθαλάμους μας, γελάς που τους ονομάζω περήφανους. Και όμως θα αστοχήσεις στο έργο σου, αν αγνοήσεις αυτήν την αλήθεια. Πρόσεξε την υπεροψία και την φιλοτιμία των Ελλήνων. Μην πλανάσαι! Έχουν την ευαισθησία των ξεπεσμένων ευγενών. Είναι γκρεμισμένοι κοσμοκράτορες, ποτέ όμως τόσο χαμηλά πεσμένοι, ώστε να ξεχάσουν τι ήτανε! Η πολυσύνθετη ψυχή τους χωράει λογής αντιφάσεις και έρχονται ώρες που για πολλούς είναι δίκαιος ο ειρωνικός λόγος του Ιουβενάλιου Graeculus esuriens, in coelum jusseris, ibit (“τον λιμασμένο γραικύλο, κι αν στον ουρανό τον προστάξεις να πάει, θα πάει”). Άλλοι όμως είναι τούτοι οι γραικύλοι και άλλοι οι Έλληνες. Και το πιο περίεργο, οι ίδιοι τούτοι σε άλλες ώρες είναι γραικύλοι (graeculus) και σε άλλες Έλληνες (graeci). Δεν πρέπει ποτέ να δώσεις την εντύπωση στον Έλληνα ότι του αφαίρεσες την ελευθερία του. Άφησε τον, όσο μπορείς, να ταράζεται, να θορυβεί, και να ικανοποιεί την πολιτική του μανία, μέσα στην σφαίρα που δεν κινδυνεύουν τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας. Εσύ πρέπει να έχεις την τέχνη να επεμβαίνεις μόνο την τελευταία στιγμή, όταν δεν μπορείς να βάλεις τους Έλληνες να αποτρέψουν το δυσάρεστο. Πάντοτε βρίσκονται οι διαφωνούντες μεταξύ των Ελλήνων, που θα είναι πρόθυμοι να σε βοηθήσουν, είτε θεληματικά, είτε, συνηθέστερα, άθελά τους. Υποβοηθώντας το τυφλό παιγνίδι των φατριών από το παρασκήνιο, χωρίς να προσβάλλεις την περηφάνιά τους, μπορεί να οδηγήσεις τις ελληνικές πόλεις προς το καλό πολύ ευκολότερα παρά με τις σοφότερες διαταγές που θα εξέδιδες, αν ήσουνα ανθύπατος στην Ισπανία η στην Ιλλυρία.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΝΔΕΚΑΤΟ
Όμως αν θέλεις στην Ελλάδα πραγματικά να επιβάλεις μία απόφασή σου, όσο σωστή και αν είναι, κοίταξε να μην φανεί η πρόθεσή σου. Πρέπει να θυσιάσεις την τιμή μιας απόφασης για να την επιβάλεις μεταξύ των Ελλήνων. Κάλεσε ιδιαιτέρως έναν-έναν τους αρχηγούς των μερίδων, δώσε στον καθένα την ευκαιρία μίας επίπλαστης πρωτοβουλίας. Φυσικά, αν δυστροπούν, να τους τρομάξεις, αλλά και αυτό υπό εχεμύθεια, χωρίς να αναγκάσεις την φιλοτιμία τους να πάρεις τα όπλα. Δώσε τους κάποια περιθώρια έντιμης υποχώρησης κι όταν ακόμη στην πραγματικότητα διατάσεις, μην τους πεις ότι διατάσεις. Πες τους ότι δεν διατάσεις, αλλά ότι αν δεν γίνει τούτο κι εκείνο, τότε οι ρωμαϊκές λεγεώνες θα αναγκαστούν να μετασταθμεύσουν για λόγους ασφαλείας σε άλλη επαρχία και τότε μπορεί τίποτε Γέτες η Κέλτες η Δακοί να στείλουν τα στίφη τους να δηώσουν τη χώρα κι ας αναμετρήσουν οι ίδιοι τις συνέπειες και ας αποφασίσουν. Όλα αυτά δεν σου τα λέω για να σε κάνω να περιφρονείς τους Έλληνες. Απεναντίας σου τα λέω για να τους καταλάβεις και να τους προσέξεις. Ακόμη και σήμερα διατηρούν τα ίχνη μερικών αρετών που μοιάζουν με την χόβολη μίας μεγάλης πυρράς. Μελετητές της ψυχής των ατόμων και του όχλου, θα τους δεις να εκτελούν μερικούς θαυμάσιους ελιγμούς, να χαράζουν πολιτικά σχέδια περίλαμπρα, με μια ευκινησία στην σκέψη και μια γοργότητα στις αντιδράσεις που εμείς εδώ ποτέ δεν φτάσαμε. Μόνο που ύστερα θα μελαγχολήσεις βλέποντας πως είναι πια ασήμαντοι οι σκοποί για τους οποίους ξοδεύονται αυτά τα εξαίσια χαρίσματα.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΔΩΔΕΚΑΤΟ
Πρόσεξε αυτούς τους παλικαράδες της πολιτικής, που δεν καταλαβαίνουν ότι είναι γελοίο να έχεις το ύφος του δυνατού και του τρανού, όταν από καιρό έχεις πάψει να είσαι. Καθώς τρέφονται από την οπτασία των περασμένων τους μεγαλείων και δεν μπορούν να συμμορφωθούν με τις σημερινές τους διαστάσεις, πολύ θα σε ταλαιπωρήσουν με την αξίωσή τους να μην επεμβαίνεις στα πράγματα της πόλης τους.  

Σημείωση
Πριν περίπου από 55 χρόνια, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, έγραψε μερικά καλογραμμένα δοκίμια για τον χαρακτήρα των Νεοελλήνων και είχε μια φαεινή πραγματικά ιδέα. Αντί να τα υπογράψει με το όνομά του, οπότε θα συναντούσαν από παγερή αδιαφορία έως ενοχλημένες αντιδράσεις, τα παρουσίασε σαν μετάφραση από τα… λατινικά, τάχα ότι ήταν επιστολές που έγραψε ο Ρωμαίος συγκλητικός Μενένιος Άπιος προς το φίλο του Ατίλιο Νάβιο, που επρόκειτο να αναλάβει ως ανθύπατος τη διακυβέρνηση της ρωμαϊκής επαρχίας της Αχαΐας. Ο Μενένιος (ανύπαρκτο βέβαια πρόσωπο) υποτίθεται πως είχε ήδη υπηρετήσει σ’ αυτή τη θέση και θέλησε να μεταφέρει την πείρα του στον φίλο του, να του υποδείξει πως να κουμαντάρει τους Έλληνες.