Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2022

Τα Κουκουριώτικα (VII)

 


Σκηνές από τα μέσα της δεκαετίας του ’50
έως τα μέσα της δεκαετίας του ’60 

13. Εκδρομές-Πρωτομαγιές, στην“Ανάληψη”.

Αντικειμενικά, εάν μπεις στη διαδικασία να συγκρίνεις, η δυτική περιοχή της Αράχοβας  και η εξοχή που βρίσκεται προς τα εκεί, η οποία  βλέπει τους Δελφούς, το Κρισσαίον πεδίον, τις απέναντι κορφές της Γκιώνας, αλλά και μέρος του Κορινθιακού κόλπου, υπερτερεί σίγουρα της  ανατολικής περιοχής του χωριού και της αντίστοιχης εξοχής της.
     Προσωπικά, δεν εξετάζω το πώς και το γιατί, όμως το ανατολικό μέρος της Αράχοβας, όπου βρίσκεται η γειτονιά μου, το θεωρούσα από μικρός πιο χωριό μου από το υπόλοιπο. Ακόμη και η εξοχή που βρισκόταν ανατολικά ήταν για μένα πιο οικεία, και κατά τη δική μου γνώμη πιο όμορφη και πιο θελκτική από τη δυτική.
     Υποσυνείδητα αυτός ο διαχωρισμός μού πυροδοτεί ακόμα, αλλά σε πολύ μικρότερο βαθμό, παρόμοια συναισθήματα. Νιώθω, δηλαδή, πιο οικεία και πιο ευχάριστα πηγαίνοντας ανατολικά προς την Μπάνια και το Ζεμενό, παρά όταν κατευθύνομαι προς τους Δελφούς.
     Αυτό συμβαίνει, ίσως, γιατί μικρός δεν έζησα, δεν έπαιξα και δεν πήγα ποτέ εξοχή στη δυτική περιοχή του χωριού μου. Ίσως, ακόμη, και γιατί είχα συνδέσει τη δυτική περιοχή με το νεκροταφείο, όπου οι χωριανοί μου γνωστοί και άγνωστοι σε μένα -τότε τα μικρά παιδιά παρακολουθούσαν όλες σχεδόν τις εξόδιες ακολουθίες - αποχαιρετούσαν οριστικά τους δικούς τους, που έφευγαν για “το νερό της λησμονιάς, της αρνησιάς τη βρύση”...
     Εν πάση περιπτώσει, εμένα η καρδιά μου λαγκάζει  για ό,τι έχει να κάνει από τον Κούκουρα και ανατολικά προς την Μπάνια και το Ζεμενό, μέσα στο ευρύ όριο που ορίζεται  βόρεια από τους πρόποδες του Παρνασσού και νότια από το απέναντι Ξεροβούνι.
   Εάν όλη αυτή η περιοχή που περιέγραψα, μου ήταν λατρεμένη, η θέση της «Ανάληψης», που λίγο - πολύ μπορεί να θεωρηθεί το κέντρο της και η ακρόπολή της, φάνταζε στα παιδικά μου μάτια σαν τον επίγειο Παράδεισο, που διάβαζα στο βιβλίο των Θρησκευτικών  του σχολείου.
  Ένας τόπος - κατά μήκος ύψωμα - με κατεύθυνση από βορειοδυτικά προς νοτιοανατολικά, εύκολα προσβάσιμος μόνο από τη μια πλευρά του, τη βορειοδυτική, που δεσπόζει παντού γύρω με ανεμπόδιστη θέα από βόρεια, ανατολική έως και νότια κατεύθυνση. Στη βάση του βρέχεται από δυο ρέματα, τα οποία στη νοτιοανατολική μεριά του συμβάλλουν για να κατευθυνθούν προς τον πάλαι ποτέ Πλειστό ποταμό (σήμερα ξεροπόταμος).
    Με φυσική επίπεδη διαμόρφωση στη κορυφή του, με ποικίλη βλάστηση, εκείνα τα χρόνια (γιατί τώρα ο χώρος της Ανάληψης είναι πλέον οι κατασκηνώσεις του Ιδρύματος “Ταβιθά” και όπως είναι φυσικό έχουν υπάρξει μεγάλες αλλοιώσεις).
    Τότε, όμως, υπήρχαν πάνω εκεί μικρά πλατάνια, αρπάκια, κουκματσιές(κουτσουπιές), μεγάλα και μικρά πουρνάρια, σπαρτιές, αγκλαμιές, ένα καλό ξέφωτο σαν μικρό ποδοσφαιρικό γήπεδο όλο χλωρασιά την άνοιξη, όπου χαιρόσουν να παίζεις ό,τι παιχνίδι επιθυμούσες.
      Στη δυτική του πλευρά ένα διακριτικό ξωκκλήσι προς τιμή της Ανάληψης του Κυρίου, απ’ όπου είχε πάρει ο λόφος αυτός τ’ όνομά του. Μάλλον σ’ αυτό το ταπεινό, αλλά γραφικό εκκλησάκι παίχτηκε ένα δράμα στην εποχή της Ελληνικής Επανάστασης, εάν δώσουμε βάση στα γραπτά του μεγάλου Βοιωτού συγγραφέα και ιστοριοδίφη Τάκη Λάππα.
     Συγκεκριμένα, μέσα στο εκκλησάκι αυτό, ίσως, μπήκε η βούλα πάνω σε βουλοκέρι που έκλεισε το εμπιστευτικό γράμμα, το οποίο  έστειλε ο καπετάν Γκούρας, που στρατοπέδευε στη γύρω Μπάνια, και το πιθανότερο πάνω στο λόφο της Ανάληψης, που είναι από φυσικού του οχυρός τόπος, τον Ιούνιο του 1825, προς τον Μαμούρη, τον φρούραρχο της Ακρόπολης των Αθηνών, προκειμένου ο τελευταίος να ξεπαστρέψει δόλια και ιταμά το μεγάλο ήρωα της επανάστασης, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο.
     Γύρω-γύρω ο λόφος της Ανάληψης ήταν ντυμένος με πουρνάρια και σπάρτα, αλλά και κάποια κτήματα που έφταναν σχεδόν μέχρι τη βάση του. Στο μέρος αυτό γινόταν η καλύτερη εκδρομή του σχολείου μας, δηλαδή η τελευταία εκδρομή κάθε σχολικής χρονιάς, στα τέλη Μαΐου, λίγο πριν αρχίσουν οι εξετάσεις των μεγάλων τάξεων δηλαδή Ε' και Στ' Δημοτικού.
     Το παιχνίδι που γινόταν εκεί όλη τη μέρα της εκδρομής δεν περιγράφεται. Μάλιστα κάθε είδους παιχνίδι: ποδόσφαιρο, “γερμανικό”(πετόσφαιρα;), κυνηγητό, κρυφτό, αναρριχήσεις στα δέντρα, “πρώτη ελιά” (τα λεγόμενα  σκαμνάκια).
     Υπήρχαν ακόμα δέντρα, όπου κάτω από τον ίσκιο τους μπορούσαν τα παιδιά, παρέες - παρέες, να κάτσουν ήσυχα για να ξεκουραστούν, να φάνε το εκδρομικό κολατσιό τους και να προστατευτούν από το δυνατό ανοιξιάτικο ήλιο.
     Αργά το απόγευμα, όταν γινόταν η σύναξη μετά τα σφυρίγματα και τις προτροπές των δασκάλων μας, για να επιστρέψουμε στο χωριό, έβλεπες τα πρόσωπα όλων των παιδιών, αγοριών και κοριτσιών, αναψοκοκκινισμένα, αλλά με μια απερίγραπτη χαρά και ικανοποίηση στα μάτια τους. Πριν ξεκινήσουμε για την επιστροφή, ζητούσαμε από τους δασκάλους μας εν χορώ, προτάσσοντας το γνωστό: “Κύριε, Κύριε...”, να μας υποσχεθούν για το επόμενο ραντεβού στο ίδιο μέρος, με τη λήξη της επόμενης σχολικής χρονιάς.
    Για εμάς, τα παιδιά του Κούκουρα, η Ανάληψη εθεωρείτο δικό μας τσιφλίκι, λες και είχαμε περισσότερα δικαιώματα σ’ αυτόν τον ωραίο τόπο, σε σύγκριση με τα άλλα παιδιά του χωριού. Οι Κουκουριώτες, πράγματι, γευόμαστε, τότε, την Ανάληψη κι άλλες φορές το χρόνο, κυρίως δε την Πρωτομαγιά, ενώ τα παιδιά από τις άλλες γειτονιές πήγαιναν τη μέρα αυτή, συνήθως, δυτικά, στην τοποθεσία του Αϊ Μηνά.
     Η Ανάληψη, όμως, ήταν ο πλέον ιδανικός τόπος για πρωτομαγιάτικη εξοχή, διότι ήταν ήσυχο μέρος, με απεριόριστη θέα προς τα γύρω βουνά, σε απόσταση από το δημόσιο δρόμο, που παρείχε ασφάλεια, με πολλά και διάφορα δέντρα, πλούσια χλωρασιά και με πολύ “Μάη”, που φύτρωνε ανάμεσα στα σπάρτα, στα δέντρα, στα πουρνάρια, παντού.  και νόμιζες πως είχε χυθεί χρώμα -  μια απέραντη κίτρινη μπογιά - σε όλο το ξέφωτο του λόφου. Φτιάχναμε τα μαγιάτικα στεφάνια μας, παίζαμε τα παιχνίδια μας, τρώγαμε το κολατσιό μας και ξεθεωμένοι, αλλά πολύ ικανοποιημένοι, γυρίζαμε το απόβραδο στα σπίτια μας, που βρίσκονταν στο έμπα του χωριού. Ωραίες εποχές, υπέροχα χρόνια, απίστευτες στιγμές, σχεδόν ονειρικές - παραδεισένιες! 
Στάθης Ασημάκης