6/12.
Ασβός και Αλεπού!
Του Στέργιου Μπακολουκά
Είχαν εδαφικές διαφορές
που κράταγαν χρόνια. Απ’ τους παπούδες τους, ακόμα, καυγάδιζαν! Αν και
η τροφή ήταν πλούσια και αρκετή για
όλους, ο τόπος για το σκάψιμο των λαγουμιών τους παρέμενε λίγος.
Τα ισιώματα που ήταν κατάλληλα για φωλιές, με σχετική
ασφάλεια και ησυχία, στην από κει μεριά του ποταμιού στη Μπεχούβεση, στα ριζά
της Κίρφις δεν ήταν πολλά. Αυτός ήταν ο λόγος που τούτοι δώ οι ...ιδιοκτήτες, μάλωναν
μεταξύ τους πολλές γενιές πίσω!
Για την κυριαρχία.
Τα κτήματα των χωρικών
σ’ αυτή την περιοχή, με τα λιόδεντρα, στα οποία παλιότερα υπήρχαν ακόμα και
μποστάνια κι ανάμεσα πολλά καρποφόρα δέντρα,
κερασιές και μηλιές, μουσμουλιές και κυδωνιές, κορομηλιές, δαμασκηνιές και
βυσσινιές, μαζί με κρεβατωμένες κληματαριές με μαύρα σταφύλια «αϊτονύχια» ή με
κάτασπρη ραζακιά σταφίδα, είχαν πλέον παρακμάσει, γιατί ήταν σχετικά μακριά απ’
το χωριό και τα περισσότερα είχαν
εγκαταλειφτεί από τους ιδιοκτήτες
τους. Ούτε κλάδευαν, μήτε λίπαιναν,
μηδέ τα έσκαβαν τα τελευταία χρόνια. Άλλωστε, είχαν αλλάξει και οι
επαγγελματικές ασχολίες των κατοίκων.
Ο τόπος δάσωσε κι άφησε
’λεύτερο το πεδίο στα διάφορα ζώα να το καταλάβουν. Γιατί η φύση, απεχθάνεται
τα κενά και την ενοχλούν οι αλάνες και τα ξέφωτα. Φρόντισε, λοιπόν, να κάνει
κουμάντο και να γεμίσει τα τόπια με
χλωρίδα και πανίδα. Πρώτα τ’ αγριογούρουνα ανέλαβαν με τις σκληρές τους μύτες
να οργώσουν την επιφάνεια του εδάφους, ύστερα δίχως κανένας να ξανεμίσει ούτε
σπυρί, χορτάρια φύτρωσαν ολούθε, δίνοντας τροφή στους λαγούς και τους
αρουραίους που φώλιασαν στις αποσκιές
και τα φουντωμένα γρουσπάρια. Μικροοργανισμοί φανερώθηκαν, σκαθάρια και
βατράχια, σαύρες και χελώνες γέμισαν τον τόπο, δίνοντας τροφή το ένα στο άλλο.
Τα λιόφυτα, όπως παρέμεναν
ακλάδευτα για χρόνια, είχαν γίνει πανύψηλα, ο δε λιγοστός καρπός που έδενε κάθε
χρόνο, έπεφτε στο έδαφος και μαζί με τα φύλλα γίνονταν εύκολη και θρεπτική τροφή για τα
φυτοφάγα, φτιάχνοντας το προζύμι για να
συνεχιστεί η αλυσίδα της ζωής.
Ο κισσός είχε πλέξει
περίτεχνα σχέδια πάνω στα κλωνιά από τις λεύκες, στις όχθες του ποταμιού,
δίνοντας, κάτω από τις φυλλωσιές τους,
καταφύγιο σε πουλιά και βερβερίτσες. Ένας λόγκος γεμάτος ζωή, είχε πλέον
δημιουργηθεί.
Σε αυτόν λοιπόν, τον
παραδεισένιο τόπο αυτά τα δυο ζώα, ο λαγός και η αλεπού, ήταν οι ανταγωνιστές
για ζωτικό χώρο και φωλιές. Για χρόνια και γενιές, οι πατεράδες τους μόνιμα τσακώνονταν για την επικράτηση. Τώρα,
όμως, κάτι είχε αλλάξει, γιατί κάτι καινούργιο είχε γεννηθεί, η νέα γενιά είδε
και κατάλαβε ότι δεν πάει άλλο αυτή η αντιπαλότητα, γιατί όχι μόνο κανέναν δεν
συνέφερε, αλλά περισσότερο, γιατί ζημίωνε και τους δυό!
Αποφάσισαν λοιπόν «να
σβήσουν τα παλιά, να σκίσουν τα τεφτέρια» και μπαίνοντας σε νέα εποχή να
φιλιώσουν και να ….συγκατοικήσουν.
Ο ασβός ήταν αυτός που
έκανε την πρόταση του κοινόβιου και τη στήριξε με το επιχείρημα ότι έχει μια
γερή φωλιά, ασφαλή και αρκετά βαθιά στο έδαφος, με τρείς ξεχωριστούς θαλάμους
και αποθήκες, καθώς και πέντε διαφορετικές εξόδους και εισόδους. Είχε και έναν
«άμπλα» (μικρή πηγή) δίπλα, με λίγο, αλλά καθαρό νερό. Θα μπορούσε, είπε στην αλεπού, να μετακομίσει
εκεί και να μοιραστούν τα …έξοδα και τις
δουλειές της συμβίωσης. Της ανέφερε επίσης ότι αυτός κάθε χειμώνα δεν θα την
ενοχλούσε, γιατί έπεφτε σε βαθύ ύπνο(χειμερία νάρκη) μέχρι την αρχή της άνοιξης και επομένως η
χρήση ολόκληρης της φωλιάς, για πολύ καιρό,
θα ήταν στη δική της διάθεση. Με αυτόν τον τρόπο θα σταμάταγε η διαμάχη
που ταλαιπώρησε τόσα χρόνια τους ίδιους και τους προγόνους τους και συγχρόνως
θα έκαναν οικονομία αγαθών. Η αλεπού
αφού το ….κοιμήθηκε και σκέφτηκε σφαιρικά την πρόταση, συμφώνησε μετά χαράς
μαζί του. Κόλλησαν τα … πόδια τους και η αλεπού μετακόμισε στο σπιτικό του ασβού, καταλαμβάνοντας
μάλιστα τιμητικά το μεγάλο …δωμάτιο.
Από τις πρώτες μέρες
όμως, κάτι δεν πήγαινε καλά σ’ αυτή τη συμβίωση. Ο ασβός καθημερινά καθάριζε τη
φωλιά και άφηνε τις εισόδους ανοιχτές για αρκετή ώρα, με σκοπό ν’ αεριστεί από
την κλεισούρα και την αποφορά των σωμάτων τους. Αντίθετα, η αλεπού ποτέ δεν
άπλωσε το …πόδι της να κάνει την παραμικρή δουλειά. Όχι μόνο αυτό, αλλά αρκετές
φορές έκανε την …ανάγκη της μέσα στη
φωλιά, επειδή βαριόταν να βγει απ’ έξω. Τις πρώτες παρατηρήσεις τής
τις έκανε ο ασβός, όταν εκείνη
μια μέρα έφαγε μέσα στη φωλιά, και καλά έκανε, όμως δεν μάζεψε, ούτε πέταξε τ’
αποφάγια μακριά, παρά τα παράτησε όπως
ήταν.
Ο καιρός περνούσε και η
αλεπού συνεχώς αποθρασυνόταν. Δεν τηρούσε κανέναν όρο από τη συμφωνία που είχαν
κάνει και αδιαφορούσε για τις κοινές
δουλειές της φωλιάς και την καθαριότητά της.
Ο ασβός έκανε υπομονή
έχοντας την ελπίδα ότι με τις παρατηρήσεις που συνεχώς της έκανε θα
διορθωνόταν, αλλά και γιατί ετοιμαζόταν να πέσει σε χειμερία νάρκη, κόντευε να
μπει ο χειμώνας, αναβάλλοντας τη λύση του προβλήματος πέρα κατά την άνοιξη,
όταν ο καιρός θα γλύκαινε και ο ίδιος θα ξυπνούσε ξανά. Αφού της έκανε τις
τελευταίες υποδείξεις και την παρακάλεσε
τουλάχιστον να μην κάνει φασαρία, αποσύρθηκε στο θάλαμό του και αποκοιμήθηκε.
Η αλεπού συνέχισε
το ….βιολί της, χωρίς καμία βελτίωση,
γιατί τώρα πλέον δεν είχε τη γκρίνια του
ασβού στο κεφάλι της. Έτρωγε μέσα στη φωλιά, χωρίς να φροντίζει για την απομάκρυνση
των σκουπιδιών. Αφόδευε στις γωνίες και
δεν άφηνε ανοιχτές τις εισόδους κάπου – κάπου, για να παίρνει η φωλιά αέρα.
Καλούσε φίλους της σε …σουαρέ! και τρωγόπιναν στη φωλιά συσσωρεύοντας
σκουπίδια. Το αποτέλεσμα ήταν οικτρό! Όσο διάστημα ο ασβός κοιμόταν η φωλιά
είχε σχεδόν γεμίσει με αποφάγια και περιττώματα. Σιγά-σιγά μετατράπηκε σε χώρο μη κατοικήσιμο, όμοιο με
χωματερή.
Αυτό το χάος που
επικρατούσε στην αγροφωλιά συνέπεσε με τις παραμονές της άνοιξης και το ξύπνημα
του ασβού. Όταν τούτος δώ, ο πραγματικός νοικοκύρης του χώρου, σηκώθηκε από τη
«μουλάγα» του, αρχικά τεντώθηκε να
ξεπιαστεί και ύστερα, όταν τον πήρε η μπόχα από τα αποφάγια, προσπάθησε να βγει
έξω ν’ ανασάνει καθαρό αέρα. Μέχρι να
καταφέρει να περάσει τους σορούς απ’ τ’ αποφάγια της αλεπούς, έκπληκτος συνειδητοποίησε το μέγεθος του σπουπιδοβασίλειου της συγκατοίκου του.
Στάθηκε στην είσοδο, αδυνατισμένος και νηστικός από το χειμωνιάτικο ύπνο και
απογοητευμένος από αυτά που αντίκρισε
και στη συνέχεια, γεμάτος θυμό, κάθισε στο πλάι της φωλιάς περιμένοντας
την αλεπού.
Σε λίγο αυτή,
εμφανίστηκε από μακριά, «κουνάμενη και
σεινάμενη», με ορθωμένη τη φουντωτή ουρά της και αφού τον χαιρέτησε, λες και
δεν συνέβαινε τίποτα, στάθηκε μπροστά
του. Τούτος την πήρε αμέσως απ’ τα μούτρα φωνάζοντας και χωρίς να μπορεί
να κρατήσει την ψυχραιμία του για την κατάντια της φωλιάς. Όμως, σε λίγο
ξεθύμανε και ήταν έτοιμος να της συγχωρήσει τα πάντα, αρκεί, όπως της είπε, να
συμορφωνόταν. Η αλεπού, χωρίς να πτοηθεί και χωρίς να πει απολύτως τίποτα,
μπήκε στη φωλιά και σε λίγο εμφανίστηκε ξανά φορτωμένη τα μπογαλάκια της.
Έκπληκτος ο ασβός τη ρώτησε:
-Καλά φεύγεις; Γιατί;
Που πάς;
-Φεύγω, γιατί εδώ πλέον
έχει βρωμίσει ο τόπος και οι συνθήκες
διαμονής είναι απαράδεκτες! απάντησε κυνικά, στον αποσβολωμένο ασβό!
-Μα νομίζω ότι θα ήταν
καλύτερα να με βοηθήσεις να καθαρίσουμε τη φωλιά, για να γίνει κατοικήσιμη και στη συνέχεια να προσέχουμε, ώστε στο μέλλον να μην την βρωμίσουμε ξανά!», της
αντιγύρισε.
-Όχι, το πήρα απόφαση
και θα φύγω, θα βρω ένα καλύτερο, πιο κατάλληλο και καθαρότερο μέρος, διότι εδώ βρωμάει ο τόπος!», συνέχισε.
-Όπως θέλεις, όπως
θέλεις, απάντησε αποσυντονισμένος και
παραδομένος ο ασβός.
Φορτώθηκε τα μπογαλάκια
της, χαιρέτησε αδιάφορα και πήρε την αντίθετη κατεύθυνση προς τ’ ανατολικά.
Δεν είχε απομακρυνθεί
πολύ, όταν μια σκέψη άστραψε στο νου του ασβού, που τη διατύπωσε με ειρωνικό τρόπο προς την πρώην συγκάτοικό του:
-Έϊ Αλεπού!
Εκεί που θα πάς, τον κώλο σου θα τον πάρεις μαζί σου; ρώτησε δυνατά
-Τι είπες; έκανε πως
δεν άκουσε εκείνη.
-Λέω! ο κώλο σου θα σ’ ακολουθήσει, εκεί που τραβάς;
-Προφανώς! Γιατί ρωτάς;
αποκρίθηκε με προσποιητή αμηχανία.
-Τίποτα, έτσι ρώτησα!
Αλλά άμα είναι έτσι όπως τα λες, με τα μυαλά που φοράς, τράβα, κι εκεί που πάς
…καλά θα περάσεις ! αποκρίθηκε χαιρέκακα
ο ασβός και ύστερα συνέχισε
μονολογώντας:
- Αμ, με τον κώλο που
έχεις εσύ όπου κι αν πάς, τα ίδια θα
πράξεις, βήσσαλο (καταστροφή) θα τα κάνεις όλα κι αλλοίμονο σ’ αυτούς που θα είναι γύρω σου!...